Για τίποτα δεν ήμουν άξια. Έτσι θυμάμαι να λένε για μένα απ’ όταν ήμουν παιδί. Και μπορεί να είχαν και δίκιο, δεν ξέρω. Αλλά δεν τους ένοιαζε και πολύ. Σάμπως μου έδιναν και καμιά σημασία; Εκείνοι είχαν το Νικολάκη τους, το καμάρι τους, τον σταυραετό τους! Μπορεί να μην ήρθε πρώτος όπως τον περίμεναν και να τους βγήκα πρώτη εγώ, μα όταν ήρθε έδωσε νόημα στη ζωή τους. Γιατί το θηλυκό τι να το κάνεις; Να σε ξεπαραδιάσει για να το προικίσεις; Ενώ το αρσενικό… Αυτό μάλιστα, αυτό είναι το παιδί σου!
Τέτοιες και χειρότερες μπούρδες άκουγα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, γι’ αυτό στην πρώτη ευκαιρία τους έριξα μια μούντζα κι εξαφανίστηκα. Και τους έμεινε ο Νικολάκης, το καμάρι τους, για να δουλέψει στα χτήματα και να αυγατίσει την περιουσία του πατέρα, ενώ στην πραγματικότητα, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, στο καφενείο κοπροσκύλιαζε και χαρτόπαιζε, γιατί «έλα μωρέ παιδί είναι άσ’ το να ξεσκάσει».
Για μένα ούτε που νοιάστηκαν, πού μένω, πώς ζω, τι τρώω. Λεπτομέρειες! Ξαλάφρωσαν από το βάρος κι αυτό είχε σημασία. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να μην είχαν προσέξει καν πως έλειπα από το σπίτι!
Σαν έφτασα στην πόλη δεν ήξερα πού πατώ και πού βρίσκομαι. Μα ήταν τέτοια η χαρά μου, που δε με ένοιαζε τίποτα. Θα τα κατάφερνα ό,τι κι αν γινόταν! Τον πρώτο καιρό έμεινα σε μια θεία της μάνας μου, που με καλοδέχτηκε γιατί χρειαζόταν μια παραδουλεύτρα. Μάτωναν τα χέρια μου να τρίβω και να πλένω όλη τη μέρα. Έκανα υπομονή μέχρι να βρω μια δουλειά και να μην έχω κανέναν ανάγκη.
Ένα μεσημέρι που γύριζα από το φούρνο, γνώρισα τον Λάμπρο. Δεν ήταν πολύ όμορφος, μα είχε μια παράξενη γοητεία… Δεν ξέρω αν τον ερωτεύτηκα. Εκείνος, πάλι, με έβλεπε σα θεά. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν όμορφη. Τώρα πια το ξέρω. Τότε δεν το πολυκαταλάβαινα κι ας έπεφταν τα σαγόνια όταν περνούσα από το καφενείο, κι ας ήμουν πρωταγωνίστρια στα όνειρα των αγοριών.
Από την αρχή έμαθα τι δουλειά έκανε ο Λάμπρος. Είχε γυναίκες και τις έδινε στους άντρες που πλήρωναν για ‘κείνες. Κι εγώ, έλεγε, ήμουν η πιο όμορφη απ’ όλες τους. Με έπεισε ότι θα βγάζαμε πολλά λεφτά μαζί και θα έκανα μόνο ό,τι μου άρεσε. Κι ήταν αλήθεια. Μου άρεσε αυτή η δουλειά! Βασίλισσα με είχαν! Κι ο Λάμπρος με πρόσεχε, δεν άφηνε κανένα να με κακομεταχειριστεί, ήξερε πού με έδινε. Στα καλύτερα πορτοφόλια. Μια περιουσία είχα κάνει από τους πρώτους κιόλας μήνες. Δεν κακοπέρασα.
Ώσπου μια μέρα, ήρθε και με βρήκε ο πατέρας μου με δάκρυα στα μάτια. Η μάνα μου λέει, είχε την καρδιά της. Τα χρέη τούς είχαν πνίξει και το καμάρι είχε γίνει ένας μπεκρής χαρτοπαίκτης. Μα «δεν έφταιγε το παιδί, τον έμπλεξαν». Συνεννοήθηκα με τον Λάμπρο και πήγα να δω τη μάνα μου. Ένα ερείπιο αντίκρισα. Με το ζόρι μιλούσε. Ξαπλωμένη σ’ ένα ντιβάνι, χλωμή κι αδύναμη. Μόλις με είδε έβαλε τα κλάματα. Έδειχνε μετανιωμένη για την περιφρόνηση που μου χάριζε απλόχερα από τη μέρα που γεννήθηκα. Έμεινα λίγες μέρες στο σπίτι. Το καμάρι άφαντο!
Ένα πρωί σηκώθηκα αχάραγα. Δεν είχα ύπνο. Πήγα στην κουζίνα να πιώ νερό κι όταν γύριζα, άκουσα ομιλίες από την κάμαρή τους. Πλησίασα γιατί κάτι μου έκανε εντύπωση. Η φωνή της μάνας μου ακουγόταν ζωηρή και καθαρή, όχι ξεψυχισμένη. Κι ο πατέρας μου δεν της μιλούσε πια σα να είναι ετοιμοθάνατη. Στύλωσα τα πόδια έξω απ’ την πόρτα και τέντωσα τα αφτιά μου.
«Σκάσε σου λέω! Ένα σωρό λεφτά έχει κάνει το παλιοθήλυκο! Κάνε υπομονή ώσπου να μας ξελασπώσει. Να βγάλει και το παιδί από τη φυλακή κι ύστερα ας πάει από ‘κει που ‘ρθε. Όσο είναι εδώ δε θα σηκωθείς απ’ το κρεβάτι!»
«Μα δε μπορώ, άλλο δεν το καταλαβαίνεις;»
«Να μπορέσεις! Αν χρειαστεί, θα κάνεις και την πεθαμένη. Δε βλέπεις ότι έπιασε το κόλπο;»
Δε θα πω ότι έπεσα από τα σύννεφα. Θαρρείς και ήξερα μέσα μου. Μα δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Ίσως ήθελα να πιστέψω πως μ’ αγαπάνε, πως με ήθελαν κοντά τους. Πως άξιζα κάτι για δαύτους…
Την ίδια μέρα μου έσκασε ο πατέρας μου το παραμύθι. Ο Νικολάκης τους λέει, το καμάρι τους λέει, είχε μια καταπληκτική ιδέα λέει! Έλεγε εκείνος, γελούσα από μέσα μου εγώ. Το λοιπόν, είχε ξεκινήσει να στήνει μια νέα επιχείρηση στην πόλη, μα του έλειπε το κεφάλαιο. Κι έπειτα ήρθε το «τι κρίμα που δε μπορεί κανένας να το βοηθήσει το παιδί, που στο κάτω κάτω κι εκείνος κερδισμένος θα βγει, ζάμπλουτος θα γίνει από τα κέρδη…» και «να χαρεί κι η δόλια η μάνα σου λίγο, μπας καλυτερέψει η υγεία της…» και μπόλικα «άτιμη κοινωνία, άδικη που είναι η ζωή…» και όλο το πακέτο.
Και νόμιζα ότι η πουτάνα της οικογένειας ήμουν εγώ!
Θα τον άφηνα να λέει κι άλλα, μα ανακατευόταν το στομάχι μου και δεν άντεξα πολύ.
Άνοιξα το στόμα μου και τους πήρε και τους σήκωσε… Μέχρι κι η ετοιμοθάνατη σηκώθηκε από το κρεβάτι του πόνου. Έλεγα, έλεγα, ούτε ήξερα τι έλεγα! Ώσπου είδα τον πατέρα μου να γυρίζει το μάτι του και να τρέχει καταπάνω μου με λύσσα. Με άρπαξε από το μαλλί και φώναζε σα να ‘χε μπει ο διάολος μέσα του! Κι η άρρωστη μανούλα πήρε αναβολή από τον Άγιο Πέτρο και του κρατούσε δεύτερη φωνή από πίσω.
Στο δεύτερο ή στο τρίτο χαστούκι ήταν που έπεσα κατάχαμα. Κι όταν ξανασηκώθηκα δεν ήμουνα εγώ… Είχα μεταμορφωθεί. Δεν έβλεπα μπροστά μου ούτε μάνα, ούτε πατέρα. Δυο εκμεταλλευτές έβλεπα, δυο σιχαμένα φίδια! Έτρεξα στην κουζίνα κι άρπαξα ένα μεγάλο μαχαίρι. Ένα κόκκινο πέπλο μπροστά στα μάτια μου είχε γίνει η οργή.
Όρμησα καταπάνω τους και τους είδα να μαζεύονται προς τα πίσω και να παρακαλάνε. Κι όσο τους έβλεπα έτσι, τόσο πιο πολύ ήθελα να τους κάνω κομμάτια και τους δύο. Ούρλιαζα σα λυσσασμένη. Στάθηκα από πάνω τους κι ήμουν έτοιμη να μπήξω το μαχαίρι στη σάρκα τους! Τ’ ορκίζομαι θα το ‘κανα και δε μ’ ένοιαζαν ούτε τα παρακάλια τους ούτε τίποτα. Το αίμα που μας ένωνε ήθελα να το αδειάσω από μέσα τους, να μην έχω τίποτα κοινό με δαύτους. Άτιμο αίμα… Ύψωσα το μαχαίρι και τότε, σαν ένα αόρατο χέρι να κράτησε το δικό μου και να με σταμάτησε.
Και με μιας καθάρισε το τοπίο μπροστά μου και είδα… Μια φορά μου κατέστρεψαν τη ζωή. Όχι άλλο. Όχι πια. Δεν τους άξιζε. Πέταξα το μαχαίρι στο πάτωμα κι άρχισα να τρέχω. Έτρεξα μακριά, ώσπου δεν είχα πια αέρα στα πνευμόνια μου και γονάτισα.
Την ίδια μέρα γύρισα ένα κουρέλι στην αγκαλιά του Λάμπρου μου. Εκείνος τουλάχιστον ήταν ειλικρινής μαζί μου από την αρχή. Συνεχίσαμε μαζί όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή ήταν η ζωή μου και το ήξερα, ήμουν εντάξει μ’ αυτό, εγώ το διάλεξα.
Δεν έμαθα ποτέ ξανά νέα τους. Άλλαξα και τ’ όνομά μου για να μην έχω καμία σχέση μαζί τους. Ναι, ντρέπομαι για ‘κείνους, μα δεν ντράπηκα ποτέ γι’ αυτό που είμαι. Κι ας λένε πως είναι βρώμικη η δική μου δουλειά…
Αλλού είναι η βρωμιά.