,

Πάμε πάλι από την αρχή;

Ο Τζέισον Ουώρτσιλ, ήταν ένας πολύ ιδιόρρυθμος άνθρωπος. 70 χρονών πλέον, ξυπνούσε κάθε πρωί στις 5, έκανε γυμναστική στον κήπο χειμώνα – καλοκαίρι και πήγαινε στο καφενείο. Εκείνος κι η γυναίκα του η Λινέτ, ήταν δυο μίζεροι και μοναχικοί άνθρωποι με μόνο ενδιαφέρον το κουτσομπολιό.

Εκείνο το βροχερό πρωινό του Νοέμβρη, η Λινέτ είχε πάρει τη συνηθισμένη θέση πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου.

«Κυριακή σήμερα…», μονολόγησε. «Ακόμα κανείς δεν βγήκε από το σπίτι του.» Κάτι όμως τράβηξε την προσοχή της. «Τζέισον!», φώναξε. «Έλα να δεις! Είναι πάλι εκείνο το σκυλί.»

Εδώ και μια βδομάδα, ένα σκυλί, πήγαινε κάθε μέρα σε διαφορετική πόρτα, κρατώντας ένα άδειο κουπάκι στο στόμα. Οι ιδιοκτήτες άνοιγαν και του έβαζαν φαγητό. Πώς γνώριζαν όμως ότι βρισκόταν έξω από την πόρτα τους;

«Χα! Ας έρθει και σε μας», μουρμούρισε εκείνος καθώς το σκυλάκι κουνούσε την ουρά του.

Το επόμενο πρωινό, κάποιος χτύπησε το κουδούνι.

Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε το σκυλί με το κουπάκι στο στόμα. Κοιτάχτηκαν με τη Λινέτ.

«Ποιος χτύπησε το κουδούνι;», αναρωτήθηκε ο Τζέισον.

Εκείνο έβγαλε έναν πνιχτό ήχο κι έγειρε το κεφάλι στο πλάι.

«Φύγε!», του είπε. «Δεν έχει τίποτα για σένα εδώ!»

Αυτό συνέχισε να τον κοιτάει με τα μεγάλα, υγρά μάτια του.

«Φύγε!», επανέλαβε κι έκλεισε την πόρτα.

Η γυναίκα του δε σάλεψε.

«Τζέισον…», άρχισε.

«Τι;» έκανε απότομα.

«Τίποτα…», μουρμούρισε.

Το ίδιο βράδυ, ο Τζέισον καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και διάβαζε. Ξαφνικά ένιωσε βλέμματα καρφωμένα πάνω του. Κοίταξε έξω και διαπίστωσε ότι το σκυλί που είχε έρθει το πρωί, βρισκόταν στο δρόμο και τον κοιτούσε. Δίπλα του στεκόταν ένας μαυροντυμένος άντρας. Το χάιδευε στο κεφάλι. Τον κοιτούσαν επίμονα και οι δύο. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στήθος. Όλα σκοτείνιασαν.

Όταν συνήλθε, ακουμπούσε σε κάτι σκληρό και κρύο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να σηκωθεί. Ενώ όμως ήταν όρθιος, το βλέμμα του ήταν πολύ κοντά στο δρόμο. Άρχισε να περπατάει, αλλά αισθανόταν περίεργα. Το μόνο που έβλεπε όταν κοιτούσε κάτω, ήταν η γκρίζα, βρεγμένη άσφαλτος﮲ κι ήταν τρομακτικά κοντά. Σήκωσε τα χέρια για να τρίψει τα μάτια, αλλά έχασε την ισορροπία του κι έπεσε. Μια τρελή σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Έτρεξε στην κοντινότερη λακκούβα νερού. Κοίταξε το πρόσωπό του. Αυτό που αντίκρισε, του έκοψε την αναπνοή. Δεν ήταν πλέον άνθρωπος. Ήταν ένας γέρικος, ταλαιπωρημένος σκύλος. Ούρλιαξε, αλλά η φωνή του δεν ήταν ανθρώπινη, ήταν ουρλιαχτό ζώου. Η κραυγή που έβγαλε, αν και σύντομη, ήταν αρκετή για να προσελκύσει κι άλλα ουρλιαχτά, που ολοένα και πλησίαζαν. Άρχισε να τρέχει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε με τα αδύναμα πόδια του.

«Δεν μπορεί», σκέφτηκε. «Εφιάλτης είναι, θα ξυπνήσω.»

Οι σκέψεις του διακόπηκαν από το κορνάρισμα ενός αυτοκινήτου. Δεν πρόλαβε να στρίψει και πέρασε από πάνω του. Σώθηκε γιατί ήταν μικρόσωμος. Ο οδηγός δεν σταμάτησε για να κοιτάξει πίσω. Αύξησε ταχύτητα και χάθηκε. Ο Τζέισον άρχισε να ανασαίνει βαριά∙ μόνος του μέσα στη νύχτα, στους δρόμους μιας μεγαλούπολης που δεν ήταν καθόλου φιλική προς τα αδέσποτα ζώα, γεμάτη με ανθρώπους σαν κι αυτόν, που δεν κάνουν την παραμικρή, αυτονόητη κίνηση για να τα βοηθήσουν. Τα πόδια του είχαν παγώσει. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που συνέβη. Είχε μεταμορφωθεί σε ένα αδέσποτο σκύλο που κρύωνε, πεινούσε, διψούσε και δεν ήξερε πού να πάει. Πλησίασε σε μια λακκούβα νερό κι άρχισε να πίνει λαίμαργα. Ήταν πικρό, αλλά διψούσε. Ο ήχος μιας σακούλας έφτασε στα αυτιά του και η μυρωδιά φαγητού στη μύτη του. Κατευθύνθηκε προς την πηγή της ελπίδας του. Απογοητεύτηκε όμως, όταν διαπίστωσε ότι προέρχονταν από ένα άλλο σκυλί που έψαχνε στα σκουπίδια.

«Γεια.», είπε στον Τζέισον. «Έλα να φας κι εσύ.»

«Από τα σκουπίδια;», έκανε εκείνος αηδιασμένος.

«Έτσι είναι φίλε.», του απάντησε ο άλλος. «Όταν είσαι αδέσποτο, τρως από τα σκουπίδια. Εκτός αν είσαι τυχερός και βρεθεί κάποιος καλός άνθρωπος να σε ταΐσει ή να σε μαζέψει. Έλα να φας.», επανέλαβε. «Έτσι όπως είσαι θα πεθάνεις από την πείνα.»

Ο Τζέισον απομακρύνθηκε λέγοντας:

«Θα αντέξω».

«Όχι για πολύ!», του φώναξε ο άλλος.

Αποκοιμήθηκε σε μια ήσυχη, σκοτεινή γωνιά. Όταν ξημέρωσε, ο κρύος αέρας που διαπερνούσε τη σάρκα του την έκανε να τσούζει. Σηκώθηκε στα κοντά του ποδαράκια που με το ζόρι στήριζαν το βάρος του κι άρχισε να περιπλανιέται. Έψαχνε κάτι γνώριμο για να επιστρέψει στη γειτονιά του, αλλά μάταια.

«Έι σκυλάκο!», του φώναξε ένας νεαρός. «Έλα εδώ!»

Ο Τζέισον τον πλησίασε. Εκείνος τον άρπαξε, τον γύρισε ανάποδα και του έδεσε τα δύο μπροστινά πόδια με ένα σκοινί.

«Χα χα!», έκανε δυνατά ρίχνοντάς τον κάτω. «Και τώρα ουστ!»

Εκείνος ένιωσε την αναπνοή του να κόβεται. Τότε πέρασε από μπροστά του το σκυλί που είχε έρθει στην πόρτα του την προηγούμενη μέρα.

«Περίμενε!», του φώναξε σιγανά.

Εκείνο δεν του έδωσε σημασία. Το ακολούθησε κουτσαίνοντας και βρέθηκε σε μια πολύ γνώριμη γειτονιά﮲ τη γειτονιά του. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του σπιτιού του. Δυο άντρες βγήκαν έξω κουβαλώντας ένα φέρετρο.

Πίσω τους ακολουθούσε η Λινέτ μαυροντυμένη.

Δικό του ήταν το φέρετρο. Εκείνος είχε πεθάνει. Την πλησίασε και άρχισε να κλαψουρίζει.

«Φύγε!», του είπε απότομα. «Ο άντρας μου δεν αγαπούσε τα σκυλιά. Εμένα δεν με ενοχλούσαν, αλλά τώρα που τον έχασα δεν τα αγαπάω ούτε εγώ! Φύγε λοιπόν!»

«Όχι, Λινέτ…», μουρμούρισε αδύναμα. «Έκανα λάθος…»

Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν. Εξαντλημένος από το κρύο, την πείνα και τον πόνο, έγειρε μπροστά στην πόρτα της αυλής του κι έκλεισε τα μάτια…

Ο ήχος από το ξυπνητήρι τον ξύπνησε απότομα. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Κοίταξε γύρω του και διαπίστωσε ότι βρισκόταν στο δωμάτιό του. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Ήταν άνθρωπος. Είχε δει απλά έναν εφιάλτη. Εκείνο το πρωινό δεν έκανε γυμναστική, ούτε πήγε στο καφενείο. Έμεινε με τη Λινέτ. Λίγη ώρα αργότερα, ο ήχος από το κουδούνι διέκοψε τη συζήτησή τους.

«Περιμένουμε κανέναν;», ρώτησε κεφάτα.

Μόλις άνοιξε την πόρτα, το αίμα του πάγωσε. Μπροστά του στεκόταν το σκυλάκι που πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και τον κοιτούσε με προσμονή. Μια κορδέλα ήταν δεμένη στο λαιμό του. Ήταν σίγουρος ότι δεν την φορούσε την προηγούμενη φορά. Έσκυψε και είδε γραμμένη τη φράση: «Πάμε πάλι από την αρχή

Εκείνο γρύλισε σιγανά, έγειρε το κεφάλι στο πλάι, και άφησε το κουπάκι μπροστά στα πόδια του.

Ερωδίτη Παπαποστόλου


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading