,

Τα ερωτευμένα πεταλουδάκια

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δυο όμορφα μικρά πεταλουδάκια. Ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, ο Γκάμι και η Σέττα. Τα πεταλουδάκια μας δεν ήταν από αυτά τα πολύχρωμα, με τα μεγάλα περήφανα κιτρινογάλαζα φτερά που πάνε από λουλούδι σε λουλούδι. Ήταν γκρι, στα χρώματα της νυχτιάς και μικρούτσικα στο μέγεθος. Φυσικά δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν τα ίδια για τις μεγάλες πολύχρωμες πεταλούδες που γυρνάνε γεμάτες χάρη στους αγρούς. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Τα δυο μικρά μας πεταλουδάκια ήταν με το που γεννήθηκαν άτυχα. Η μαμά τους δεν τα γέννησε ένα δειλινό πάνω σε μια μοσχομυριστή γαρδένια, ούτε σε έναν δροσερό βασιλικό. Δεν τα ήθελε ποτέ. Οπότε επέλεξε να τα γεννήσει μέσα σε ένα γερμανικό εργοστάσιο κουνελοτροφών, πάνω σε μια στοίβα με αποξηραμένα χόρτα. Τα αποξηραμένα χόρτα συσκευάστηκαν και μέχρι να βγουν από τα αβγουλάκια τους ο Γκάμι και η Σέττα, είχαν φτάσει ήδη σε μια αποθήκη ζωοτροφών κάπου στην Θεσσαλονίκη. Εκεί πρώτη φορά, στριμωγμένα σε μια νάιλον σακούλα, μέσα σε συμπιεσμένα βότανα και χόρτα, πρωτοαντίκρισαν το ένα το άλλο και ο ερωτάς τους ήταν με την πρώτη ματιά.

«Ω Γκάμι! Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα! Είσαι ο λόγος που μένω ακόμη ζωντανή!» ψιθύριζε η Σέττα και ο Γκάμι πήγαινε και ψαχούλευε τα ξερά βότανα, της έφερνε φύλλα χαμομηλιού απαντώντας «Μην στενοχωριέσαι γλυκιά μου Σέττα! Θα δεις! Θα έρθουν καλύτερες μέρες! Δεν μπορεί να γεννηθήκαμε για να πεθάνουμε μέσα σε μια αρμαθιά ξερόχορτα! Θα βρούμε τρόπο να φύγουμε!»

Οι μέρες περνούσαν όμως και τα απελπισμένα μικρά πεταλουδάκια, όσο ερωτευμένα κι αν ήταν, έχαναν την ελπίδα τους. Ξυπνούσαν και κοιμόντουσαν εγκλωβισμένα μέσα στην καταχνιά και το σκοτάδι, ανάμεσα σε ξερά άχυρα, πικραλίδες και βιολέτες, χωρίς να μπορούν να αποδράσουν και να δουν όλα αυτά τα μοσχομυριστά φυτά φρέσκα και ολοζώντανα στους αγρούς και σε περιποιημένους κήπους. Τουλάχιστον είχαν άφθονη τροφή κι αυτό τους έδινε κουράγιο να περάσει άλλη μια μέρα.

Και τότε, λες και κάποιος άκουσε τις προσευχές τους, ο Γκάμι και η Σέττα, είδαν φως να μπαίνει αναμεσά στα ξερόχορτα. Άκουσαν μια φωνή να λέει «Ε! Γιώργη! 20 συσκευασίες για Ξάνθη, στο πετ-σοπ «Η χνουδωτή πατούσα»! Μέχρι το απόγευμα οπωσδήποτε να είναι εκεί!» και η μίζερη σακούλα τους ξεκίνησε να κουνιέται! Μετά από λίγες ώρες, τα μικρά πεταλουδάκια έβλεπαν κόσμο να περνάει από διπλά τους, ηλιαχτίδες να λούζουν τα φτεράκια τους και μικρά ψάρια να κολυμπάνε ανέμελα στο απέναντι ράφι.

«Ω Γκάμι δες! Λες να μας βάλουν κι εμάς ετούτοι οι πανύψηλοι γίγαντες μέσα σε μια τέτοια γυάλα με όμορφα φυτά, να μας ταΐζουν κάθε μέρα και να μας κοιτάνε με θαυμασμό;»,

«Δεν μπορώ να σκεφτώ για ποιον άλλο λόγο μας έφεραν μέχρι εδώ αγαπημένη μου! Είμαι σίγουρος ότι μας προορίζουν για εκείνη την άδεια γυάλα με τα φυτά, δίπλα από τα αγγελόψαρα! Επιτέλους θα απελευθερωθούμε Σέττα! Θα μπορέσουμε να ζήσουμε χαρούμενα κι ερωτευμένα!»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει καλά-καλά την φράση του ο καημένος ο Γκάμι και η σακούλα με τα ξερόχορτά τους τραντάχτηκε. Ένιωσαν να κουνιούνται βίαια και άκουσαν μια φωνή να λέει «Θα ήθελα αυτό παρακαλώ! Είναι με βότανα έτσι;».

«Μάλιστα κυρία μου, μισό λεπτό να σας φέρω μια τσάντα» και το φως χάθηκε ξανά από τα μάτια τους! Τώρα τα νάιλον που τα είχαν παγιδευμένα ήταν δυο, ένα της συσκευασίας και ένα μπλε σκούρο. Η απελπισία πλημμύρισε για ακόμη μια φορά τις καρδιές τους. Η Σέττα έβαλε τα κλάματα ενώ ο Γκάμι προσπαθούσε να την παρηγορήσει με μικρά πέταλα μαργαρίτας.

«Μην κλαις μικρή μου Σέττα, τίποτα δεν τέλειωσε! Μπορεί ο γίγαντας που μας πήρε, να μας θέλει για το δικό του σπίτι. Να μας βάλει σε δική του γυάλα και να μας ταΐζει και να μας θαυμάζει και να μας λέει «καλημέρα» κάθε πρωί και «όνειρα γλυκά» κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε!». Στο άκουσμα αυτών των λέξεων η Σέττα παρηγορήθηκε. «Λες να μας θέλει ο γίγαντας για το σπίτι του;».

«Ναι σου λέω! Για ποιον άλλο λόγο να μας πάρει; Είναι ο ΣΩΤΗΡΑΣ μας! Θα δεις!»

Σαν κάποιος να άκουσε τις λέξεις που ξεστόμισε ο Γκάμι και η σακούλα άνοιξε! Το νάιλον χαλάρωσε από γύρω τους και ένα χέρι έπιασε μια χούφτα ξερόχορτα και τα έβγαλε από την συσκευασία κάνοντας τους χώρο. «Δες Σέττα! Ο ΣΩΤΗΡΑΣ μας ψάχνει! Βγάζει έξω τα χόρτα για να μας βρει!» φώναξε χαρούμενος ο Γκάμι και γύρισε να δει την Σέττα η οποία είχε χλομιάσει. «Σέττα; ΣΕΤΤΑ! Τι έπαθες;;;» της είπε ταρακουνώντας την και τότε αυτή ψέλλισε: «Γκάμι… ΔΕΣ! Την… την σκότωσε! ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΣΕ! Δεν του έκανε τίποτα κι όμως ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΣΕ!»

«Ποια σκότωσε; Τι λες;»

«ΤΗΝ ΜΥΓΑ ΓΚΑΜΙ! ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΗΝ ΜΥΓΑ ΜΕ ΜΙΑ ΠΑΝΤΟΦΛΑ! Δεν μας θέλει για το σπίτι! Ο γίγαντας είναι ΣΑΤΑΝΙΚΟΣ! ΘΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙ ΚΙ ΕΜΑΣ!».

Εκείνη την ώρα η σακούλα άνοιξε ξανά και ο Γκάμι χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, τράβηξε την Σέττα έξω. «Πέτα Σέττα! Πέτα γρήγορα! Θα βρούμε μέρος να κρυφτούμε!».

«Προσπαθώ!!! Δεν έχω πετάξει ποτέ! Προσπαθώ Γκάμι!».

«ΓΡΗΓΟΡΑ ΣΕΤΤΑ! ΘΑ ΜΑΣ ΔΕΙ! ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ! ΝΑ! ΕΚΕΙ! ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΤΟΥΛΑΠΙ!».

«Γκάμι φύγε! Δεν αντέχω άλλο! Δεν θα τα καταφέρω! Άσε με εμένα και σώσε τον εαυτό σου! Ήδη το χνουδωτό άσπρο τέρας με τα μεγάλα αυτιά απέναντι μας είδε! ΦΥΓΕ ΝΑ ΣΩΘΕΙΣ!».

«Δεν θα σε άφηνα ποτέ μωρό μου!» ψιθύρισε ο Γκάμι και πιάνοντας την δυνατά από τα κουρασμένα της φτερά, με μια υπερπεταλουδική κίνηση την πέταξε μέσα στο ντουλάπι, προλαβαίνοντας και ο ίδιος να χωθεί τελευταία στιγμή, πριν αυτό κλείσει ερμητικά με έναν γδούπο πίσω του.

Μερικές στιγμές αργότερα ο Γκάμι συνήλθε. «Είμαστε ασφαλείς Σέττα! Ξύπνα!».

«Πού είμαστε;» ψέλλισε η Σέττα. «Δεν ξέρω αγάπη μου, αλλά όλα μυρίζουν πολύ όμορφα εδώ μέσα. Δες εδώ! Φαίνεται πολύ νόστιμο και βολικό. Ό,τι πρέπει για να ξεκινήσουμε το σπιτικό μας!» είπε ο Γκάμι, γλιστρώντας με χάρη μέσα σε μια ανοιγμένη συσκευασία σπιτικές χυλοπίτες. «Έλα Σέττα! Θα σου αρέσει! Θα δεις!». Η Σέττα στην αρχή διστακτικά, μπήκε μέσα στις χυλοπίτες. Δάγκωσε μια γερή μπουκιά, ένιωσε σαν να μεθάει. Δάγκωσε και δεύτερη  και γεμάτη ευχαρίστηση γύρισε στον Γκάμι και του είπε: «Γκάμι… Περίμενα πολλές μέρες γι’ αυτήν τη στιγμή! ΠΑΡΕ ΜΕ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ! Έλα να κάνουμε έρωτα μέσα στο θεϊκό αυτό πράγμα! Έλα να μεθύσουμε και να ξεχάσουμε τα βάσανά μας και τους σατανικούς γίγαντες! ΠΑΡΕ ΜΕ ΓΚΑΜΙ! ΚΑΝΕ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΟΥ!». Ο Γκάμι δεν έχασε λεπτό, την πλησίασε, «τα 482 μάτια σου είναι σαν ένα λιβάδι πικραλίδες μωρό μου» της είπε και αρπάζοντας δυνατά τα 2 από τα 6 πόδια στης αρχίσαν ΝΑ ΓΑΜΙΟΝΤΑΙ! Να γαμιόνται ασύστολα μέσα στις χυλοπίτες! Να γαμιόνται ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΥΡΙΟ ΡΕ! ΝΑ ΓΑΜΙΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΣΕΙΡΙΝΑΚΗ! Να γαμιόνται λες και η πεθερά μου είχε βάλει στις χυλοπίτες βιάγκρα! Και έκαναν και πολλά-πολλά παιδάκια τα οποία κι αυτά ΓΑΜΙΟΝΤΑΙ ΡΕ! Και έχουν γεμίσει τα ντουλάπια μου και η κουζίνα μου μαλακισμένα ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΚΙΑ! ΝΑΠΑΝΑΓΑΜΗΘΟΥΝ ΡΕ! Ή ΜΑΛΛΟΝ ΟΧΙ! ΝΑ ΜΗΝ ΓΑΜΗΘΟΥΝΕ ΑΛΛΟ ΡΕ! ΦΤΑΝΕΙ!

Καμία ιδέα να τα ξεφορτωθώ χωρίς να μετακομίσω;

Kallina Kara

Μία απάντηση στο “Τα ερωτευμένα πεταλουδάκια”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading