Σπαστικά χτυπούσε το ρολόι. Ακουγόταν ακόμη και στο διάδρομο. Δέκα φορές της είχα πει να τ’ αλλάξουμε. Άμα δεν μιλούσαμε, ακούγαμε μέχρι και τον τριγμό των γραναζιών. Συνέχεια ήθελε να το ρυθμίσεις και μετρούσε, μετρούσε τόσο δυνατά, που σ’ έκανε να νιώθεις πάντα ζωντανός. Σου θύμιζε ότι είσαι δέσμιος του θανάτου. Πώς ό,τι κι αν έκανες, δεν θα μπορούσες να τον αποφύγεις.

Τα ίδια σκέφτομαι κάθε που βάζω τα κλειδιά στην πόρτα. Και την κλειδαριά της έχω πει ν’ αλλάξουμε, γιατί μαγκώνει το ρημάδι το κλειδί και παλεύω ν’ ανοίξω. Την αφήνει εκεί. Σαν να της θυμίζει κάτι.

«Γαμ-» έκανα, πριν θυμηθώ ότι δεν της άρεσε να βρίζω. Έσφιξα τα δόντια, προσπαθώντας να μην αρχίσω την πόρτα στα σιχτίρια. Κάτι μέσα μου έλπιζε πώς θα ξυπνούσε και πως θα ερχόταν να μ’ ανοίξει. Κοιμόταν πάντοτε βαριά. «Κωλόπορτα» ψιθύρισα όταν κατάφερα να μπω στο σπίτι. «Πάλι στον καναπέ κοιμήθηκε».

Της φίλησα το μέτωπο και της χάιδεψα το μάγουλο. «Αρτίστα μου;» ρώτησα, μα απάντηση δεν πήρα. Την σήκωσα στα χέρια μου. Νεκρό βάρος ήτανε. Περίμενα ν’ ανοίξει τα μάτια. «Νάντια μου;» ρώτησα. Δεν αποκρίθηκε. Φοβήθηκα. Είχα χρόνια να φοβηθώ, χρόνια αμέτρητα. Ένιωσα πως η καρδιά μου βούλιαξε στο στομάχι. Δεν ανέπνεε. Δεν είχε σφυγμό.

Βρόντος έγινε εκείνο το χτύπημα του ρολογιού. Βρόντος που κουδούνιζε μέσα στο κρανίο μου. Δύο και είκοσι εφτά και ένα, δύο και είκοσι εφτά και δύο… Την άφησα στον καναπέ. Κατάλαβα ότι έτρεμαν τα χέρια μου, μόνο όταν τα κοίταξα. Κάθισα δίπλα της. Έπιασα το κεφάλι μου, άγνωστο το γιατί. «Νάντια μου;» ψιθύρισα, πιστεύοντας ότι θα με ακούσει. Δεν θα κατάφερνα να χωρέσω στην γκλάβα μου, ότι το μοναδικό άτομο που μ’ αγάπησε, κείτονταν νεκρό, δίπλα μου, σ’ έναν άθλιο καναπέ, μ’ ένα ακόμη αθλιότερο ριχτάρι. Έσφιξε μόνη της η γροθιά. Δεν μπορούσα να καταπιώ, μήτε ν’ ανασάνω. Κοίταζα, σαν χαμένος, το ρολόι που βαρούσε. Το τραγικό μεταμοντέρνο φωτιστικό, ανέδιδε νοσοκομειακό φωτισμό στο δωμάτιο. Θυμάμαι να τρίβω τα γένια μου και να υγραίνονται οι παλάμες μου, μα δεν κατάλαβα αν και πότε δάκρυσα. Και το κωλορολόι χτυπούσε. Χτυπούσε μόνο για εμένα κι όχι για να την Νάντια. Όχι πια.

Θολούρα. Έχασα στιγμές. Λεπτά. Ώρες. Τα έκαψα. Έτσι έκανα πάντα. Καταχώνιαζα αναμνήσεις, γιατί δεν άντεχα να τις δείχνω. Έφυγα για δουλειά. Δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Την άφησα στο νοσοκομείο. Δεν τους εξήγησα τίποτα. «Έτσι τη βρήκα, στο σπίτι, τα έχασα, δεν ήξερα τι να κάνω, την έτρεξα μήπως…»

Όχι. Να θυμάμαι δεν θέλω. Κι αν ήθελα, δε θ’ άντεχα, έλιωσε τ’ όνειρο, έλιωσε κι ύστερα το ρίξαμε στις φλέβες μας, μαζί μ’ όσα μοιραστήκαμε. «Τ’ όνειρο ρε Νάντια, τ’ όνειρο, ζωή μου».

Με στραβοκοίταξε μια παρέα. Τους πείραξε η σκόνη που σηκώθηκε απ’ τ’ απότομο φρενάρισμα. Με πλησίασε ο παρκαδόρος. «Καλά είσαι ρε;» έκανε ανήσυχα. Έτριζαν τα δόντια μου. Προσπάθησα να το κρύψω. Τέντωσα το σακάκι. «Ποιος δίνει στην Νάντια;»

«Δεν ξέρω…» τραύλισε.

«Κωστάκη, θα στην φυτέψω. Ποιος δίνει στην Νάντια;»

«Ρε φλούδα… Ρε πασάκα μου… Ρε παλικάρι μου…»

Θυμάμαι να πιάνω τ’ όπλο μέσα απ’ το σακάκι. Τον άκουσα να καταπίνει. Δεν χρειάστηκε να ξανακάνω την ερώτηση. «Δεν το έμαθες από εμένα» σιγοψιθύρισε, βγάζοντας ένα σημειωματάριο απ’ την τσέπη του σακακιού του. Άρχισε να γράφει. Έριξα το μάτι μου στο σκυλάδικο. Ούρλιαζε το κλαρίνο και το τύμπανο, μου κοπανούσε τ’ αυτιά. «Χάρε, μπαμπέση…»

Έσκισε το χαρτί και μου το ‘δωσε. Ένα όνομα και μια περιοχή. «Αυτά ξέρω, φλούδα. Αυτά, κι αυτά, από σπόντα».

«Το καλό που σου θέλω» θυμάμαι να λέω, μέσα από τα δόντια μου. Καβάλησα το αυτοκίνητο κι έφυγα. Βγήκα πάνω στο δρόμο. Τέρμα το ράδιο. Άνοιξα το γκάζι. Δάκρυζα. Δεν το καταλάβαινα. Μαλλιοκούβαρα πήγαινα και το ρημάδι το τζιπ, κρατιότανε στο δρόμο σαν τραίνο. Δεν τουμπάριζε, το γαμημένο, να πήγαινα να βρω την Νάντια.

Είχε μουδιάσει το μυαλό. Ήθελα να σκεφτώ και δεν μπορούσα. Κοίταζα το χαρτί στα φανάρια. «Λάμπρου». Ένα όνομα και μια περιοχή με χιλιάδες άτομα. Θα το έβρισκα το καθίκι και θα πλήρωνε με τον χειρότερο τρόπο. Χτύπαγε στο κεφάλι μου ο ήχος του ρολογιού και στο παρμπρίζ μπορούσα να δω την εικόνα της. Χαμογελούσε, το κορίτσι μου, χαμογελούσε ακόμη κι όταν δεν ήταν καλά. Ακόμη και στις μαύρες της, ακόμη κι εκείνες τις ημέρες που έκλεινε τον εαυτό της σε μια σκοτεινή φυλακή, κατάφερνε και χαμογελούσε. Σ’ αντίθεση μ’ εμένα που ‘χα ξεχάσει τι ήταν το χαμόγελο. Μου το δίδαξε απ’ την αρχή.

Παράτησα τ’ αμάξι κι άρχισα να ψάχνω. Δρόμο – δρόμο, στενό – στενό, πολυκατοικία – πολυκατοικία, κουδούνι – κουδούνι, μέχρι να βρω εκείνον που έψαχνα. Πάνω – κάτω στους έρημους δρόμους, μέσα στο χάραμα, με το κορίτσι μου νεκρό και τον εαυτό μου σε μια κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου. «Πεισματάρικο παιδί» άκουγα την φωνή της, σαν θρόισμα, στ’ αυτιά μου, κάθε φορά που διάβαζα τα ονόματα στα θυροτηλέφωνα και δεν έβρισκα εκείνο που έψαχνα.

Ούτε που κατάλαβα πόση ώρα ή ώρες πέρασα σ’ εκείνον τον ποδαρόδρομο, μέχρι να φτάσω στο ζητούμενο. «Λάμπρου Μελίνα» διάβασα στο κουδούνι εκείνης της πιλοτής, μιας ολοκαίνουριας κι όμορφης πολυκατοικίας. Αντικειμενικά όμορφης. Υποκειμενικά δεν είχε μείνει τίποτα όμορφο. Τα όμορφα τα ‘χα αφήσει στην Νάντια να τα φυλάει, να τα προσέχει και να μου τα δίνει σιγά – σιγά. Δεν τ’ άντεχα όλα μαζί. Μ’ έπιανε πανικός όταν μου έδειχνε πόσο όμορφος ήταν ο κόσμος. Δεν το άντεχα. Δεν μπορούσε να χωρέσει η ψυχή μου τόσα πράγματα. Δεν τα είχα συνηθίσει. Κυλισμένος στα σκατά, από μικρό παιδί, μέσα σε μια γούρνα με σκατά ήμουνα, μ’ ένα κεφάλι που ποτέ δεν επέπλευσε, μιας και πάντοτε θα βρισκόταν κάποιος για να μου το χώσει, με το πόδι του, μέσα στη γούβα.

«Λάμπρου Μελίνα» ψιθύρισα, φεύγοντας από την πολυκατοικία, πηγαίνοντας να πάρω το αυτοκίνητο, να ψάξω να βρω μια θέση να τ’ αφήσω, να περιμένω να χαράξει, να περιμένω τον κόσμο να ξυπνήσει, να μ’ ανοίξει κάποιος την πόρτα. Φοβόμουν. Δεν το ‘χα ξανακούσει εκείνο τ’ όνομα και τ’ αφεντικό, κάποτε, είχα ακούσει ότι είχε νταλαβέρια με κάποιον ή κάποια Λάμπρου. «Ο δρόμος του κι ο δρόμος μας» είχε πει στον κυρ-Τάσο, που άτυπα ήταν το κεφάλι το μεγάλο. Ο κυρ-Θανάσης ήταν το κεφάλαιο, αυτό και μόνο αυτό. Την μπίζνα την έτρεχε ο κυρ-Τάσος κι ούτε εκείνος ήθελε να ‘χει σούρτα – φέρτα.

«Λάμπρου;» ψιθύρισα, προσπαθώντας να θυμηθώ πούθε είχα ξανακούσει εκείνο το επίθετο. Μύρισε αίμα. Κοίταξα τα χέρια μου. Τίποτα. Ένιωσα κάτι να τρέχει στο κεφάλι μου. Το έπιασα. Κάπου θα το ‘γδαρα και δεν το κατάλαβα. «Λάμπρου; Λάμπρου; Λάμπρου;» συνέχισα να ρωτάω τον εαυτό μου κι απάντηση να μη παίρνω. Τότε άκουσα τη φωνή εκείνη και την ξαναθυμήθηκα. «Καπνίζεις, παιδί μου;»

*

Θυμάμαι να τρέμω. Να φοβάμαι. Να κοιτάζω γύρω μου, ψάχνοντας να βρω τον κίνδυνο. Θυμάμαι κι εκείνο το παλιό ξεφτισμένο γραφείο και την πολυθρόνα που ‘ταν γεμάτη με αφρολέξ. Κρατιόμουν απ’ τα μπράτσα της και κουνιόμουν ολόκληρος, προσπαθώντας να περιορίσω το τρέμουλο. Τον είδα ν’ ανάβει τσιγάρο. «Καπνίζεις, παιδί μου;» με ρώτησε, φυσώντας τον καπνό του προς το ταβάνι.

Πρέπει να του έγνεψα τόσες φορές, που ίσως και να με πέρασε για κομπρεσέρ. Με κέρασε τσιγάρο κι ύστερα σηκώθηκε όρθιος. Σφίχτηκα. Τον είδα να χαμογελάει, να σκύβει το κεφάλι και να πηγαίνει στο παράθυρο. «Ν’ ανοίξω την πόρτα;» με ρώτησε. Έγνεψα αρνητικά. Είχε κάτι μυστήριο πάνω του, εκείνος ο φαλακρός κύριος με τον ήρεμο τόνο και την γαλήνια έκφραση. «Να το πιάσουμε απ’ την αρχή, Παράσχο;»

«Ναι» θυμάμαι να λέω, τραβώντας τη λέξη, μέχρι που έσβησε ο ήχος της μέσα στο δωμάτιο.

«Ξεκίνα, λοιπόν».

«Ε-ε-ε-ε-εγώ;» τραύλισα.

«Φυσικά».

«Δεν… Δεν… Δεν…»

«Λογικό το να μην θέλεις να μιλήσεις. Λογικό, δεκτό και απόλυτα σεβαστό».

«Ξέρετε…»

«Λάμπρο με λένε και δεν είμαι, δα, και κανένας γέρος. Βέβαια έχω μια κόρη, λίγο μεγαλύτερη από εσένα, αλλά, ας όψεται που αγάπησα την Λίνα. Μαζί με την Λίνα, παιδί μου, έχασα και τα μαλλιά μου. Εσύ;»

«Εγώ;» θυμάμαι να ρωτάω, γιατί μ’ είχε μπερδέψει εκείνη η ερώτηση.

«Το μαλλί, λέω, πώς αποφάσισες να το χάσεις; Συνειδητή επιλογή το ξύρισμα;»

«Περίπου».

«Ιδεολογική;»

«Περίπου».

«Σκινάς, δηλαδή».

«Μάλλον».

«Γιατί ήρθες εδώ, Παράσχο;»

«Εγώ… Ξέρετε… Δεν ήθελα… Ο κύριος Ζορμπάς με έφερε».

«Ο κύριος Ζορμπάς…» επανέλαβε εκείνος κι ύστερα έβαλε τα γέλια. Πήγε κι άνοιξε την πόρτα. «Κύριε Ζορμπά; Για ελάτε λίγο» έκανε, γελώντας μυστήρια.

Δεν άκουσα τις δύο ή τρεις κουβέντες που αντάλλαξαν χαμηλόφωνα, μόνο είδα τον γιατρό να κατσουφιάζει. Θυμάμαι να χαμογελάω με τον τρόπο που έβαλε το δάχτυλο στο αυτί του κι άρχισε να το ξύνει. Έκλεισε την πόρτα κι ύστερα πήγε και κάθισε πάλι στο γραφείο του. «Ο κύριος Ζορμπάς…» επανέλαβε, με μυστήριο ύφος. Έπιασε ένα λευκό χαρτί και σκάλισε κάτι, που δεν μπορούσα να το διαβάσω. Γύρισε προς το μέρος μου. «Και γιατί σ’ έφερε εδώ ο κύριος Ζορμπάς;»

«Για να μιλήσω. Έτσι μου είπε».

«Έχεις κάτι να μου πεις;»

«Όχι».

«Να πεις κάτι στον εαυτό σου, θέλεις;»

«Όχι».

«Πάνε, λες, πέρασαν τα παλιά;»

«Πάνε».

«Ούτε και πρόκειται να ξανάρθουν;»

«Όχι».

«Δεν έρχονται, όμως, κάθε βράδυ;»

Περίμενε μια απάντηση ο γιατρός, μα δεν την πήρε. Είχε δίκιο, μόνο που δεν το παραδεχόμουν. Γύρισα το βλέμμα μου σ’ όλο το δωμάτιο. Έπεσε, από τύχη, πάνω σε μια μεταλλική πλάκα που ‘χε πάνω στο γραφείο του. «Dr. Λάμπρος Λάμπρου, Ph.D» έγραφε. «Ποζεριά» τον άκουσα να λέει. Στράφηκα προς το μέρος του, σχεδόν αυτόματα. «Το έχω εκεί για να το κοιτάω και να λέω, στον εαυτό μου, κάθε μέρα, πόσο μαλάκας ήμουν που έφαγα τη μισή μου ζωή, στο να καταλάβω τους ανθρώπους».

«Γιατί;» ρώτησα ασυναίσθητα.

«Δεν μπορείς να καταλάβεις κάποιον, αν δεν καταλάβεις τον εαυτό σου».

«Δηλαδή;»

«Και να σου πω δεν θα το καταλάβεις».

«Γιατί δεν έχω καταλάβει τον εαυτό μου;»

«Ακριβώς».

«Όμως, γιατί δεν έχω καταλάβει τον εαυτό μου;»

«Γιατί…» έκανε αναστενάζοντας, πριν αρχίσει να γράφει, «… θεωρείς ότι για να καταλάβεις τον εαυτό σου, πρέπει πρώτα να καταλάβεις το περιβάλλον σου. Κάτι το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να γίνει. Οι εαυτοί μας, παιδί μου, ξέρουμε, βαθιά μέσα μας, από τι είμαστε φτιαγμένοι. Αυτούς και μόνο αυτούς μπορούμε να καταλάβουμε, όταν θέλουμε, όταν επενδύσουμε πάνω τους, όταν σταματήσουμε, καθίσουμε και αναλογιστούμε ποιοι είμαστε και γιατί επιλέξαμε να ζήσουμε, όπως ζούμε. Αν και όταν μπούμε σε αυτή τη διαδικασία, θα καταφέρουμε και ν’ αλλάξουμε το ό,τι είμαστε, με αυτό που θέλουμε πραγματικά να είμαστε».

«Κατάλαβα».

«Είμαι σίγουρος».

«Γιατρέ; Γιατί πονάει τόσο;» ψιθύρισα και κατάλαβα, από τον μορφασμό του, ότι ήξερε ακριβώς που αναφερόμουν.

«Γιατί κανείς δεν μπορεί να μας διδάξει τον τρόπο που θα διαχειριστούμε κάτι, υποθετικά, αν δεν το βιώσουμε στο πετσί μας».

«Πονάνε οι ιδέες, γιατρέ…»

«Οι ιδέες, παιδί μου, μπορούν να αφανίσουν ολόκληρο τον κόσμο» θυμάμαι να μου απαντάει, καγχάζοντας παράξενα, πριν αρχίσει να μου κάνει ερωτήσεις.

*

Αντηχούσε στα αυτιά μου ο ήχος του ρολογιού, ακόμη κι αν είχαν φύγει μέρες, ακόμη κι αν είχε πια πάψει να χτυπά, ακόμη κι αν η Νάντια δεν ήταν πια μαζί μου. Ένιωθα, με κάθε χτύπο, μια μικρή μαχαιριά στην ψυχή. Μια λάμα που διαπερνούσε απειροελάχιστα το στέρνο μου και μ’ έκανε να πονάω περισσότερο απ’ όσο άντεχα. Περισσότερο απ’ όσο είχα πονέσει στη ζωή μου. Περισσότερο κι από εκείνο το βράδυ που είδα έναν άνθρωπο να πέφτει νεκρός, μπροστά στα μάτια μου. Φοβόμουν πως θα ανατιναζόμουν. Βάδιζα. Ήθελα να την δω. Ήθελα να της μιλήσω. Ήθελα πολλά, που δεν είχα πια.

Ένας παράξενος τύπος καθόταν πάνω στο μνήμα της Νάντιας και κοίταζε, χαμογελώντας γαλήνια, την φωτογραφία του κοριτσιού που δεν σταμάτησα να αγαπάω. Σκαμμένο έμοιαζε το πρόσωπό του, ίσως από θλίψη, μπορεί κι από οργή. Τον ζύγισα, όπως έμαθα να κάνω. Κοντοκουρεμένος, με μακριά, περιποιημένα γένια, φορούσε γυαλιά, κάπνιζε και έπαιζε με το μούσι του. Φορούσε μπουφάν βαρύ αν και έσκαγε ο τζίτζικας εκείνο το πρωί. Για μια στιγμή με κοίταξε. Έκρυβε πολλά μέσα στα μάτια του. Κόλλησα. Είχαν σταματήσει να με φοβίζουν οι άνθρωποι, μα, εκείνος ο περίεργος άντρας, είχε κάτι ανεξήγητο πάνω του.

Με ψαλμωδία έμοιαζαν οι ήχοι που έβγαιναν από το στόμα του. Κατάφερα να τους ακούσω όταν πλησίασα αρκετά. Επιβράδυνε μόνο του το βήμα μου. Μάζεψα ό,τι κουράγιο είχα και δεν είχα. Στάθηκα μπροστά του. Άνοιξα το σακάκι. Βαριά ήταν η φωνή του, μ’ ένα μπάσο που σ’ έκανε να μουδιάζεις. «Εγώ σκότωσα την Νάντια» τον άκουσα να λέει κι ύστερα να βγάζει έναν πνιχτό αναστεναγμό, που ακούστηκε σαν ένα ανεπαίσθητο ουρλιαχτό. «Εγώ και μόνο εγώ…» συνέχισε, γυρίζοντας προς την φωτογραφία της. Απόμεινε να κοιτάζει την χαμογελαστή εικόνα της, με μισόκλειστα μάτια, μουρμουρώντας ακατάληπτα.

«Φευγάτος» δήλωσε, λίγες στιγμές αργότερα, με γαλήνια έκφραση κι ύστερα σηκώθηκε όρθιος και μου έδωσε το χέρι. «Είμαι σίγουρος ότι δεν έχεις ακούσει τίποτα για εμένα» συνέχισε. Δυνατή χειραψία. Σχεδόν έφτυσε το τσιγάρο του κι άναψε ακόμη ένα. «Όσο σίγουρος είμαι για τ’ ότι σου χρωστάω μια συγγνώμη».

«Πώς…» τραύλισα. Μαλάκωσε ο τόνος του. «Βασίλης. Καραγιώργος Βασίλης. Μήπως σου θυμίζει κάτι αυτό το όνομα;»

Έγνεψα, γιατί δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Η Νάντια μ’ είχε μάθει να ζω, κάποια εποχή που το μόνο που υπήρχε μέσα μου, ήταν ο θάνατος. Μου μιλούσε, με τις ώρες, για τα όσα την είχε διδάξει ένας άνθρωπος που είχε περάσει από τη ζωή της. Ποτέ δεν μίλησε για εκείνον, μόνο για τα λόγια του, τα λόγια που έλεγε ότι της είχαν δώσει φτερά.

Δεν τον είχα πλάσει έτσι στο μυαλό μου. Πίστευα πως ήταν κάποιος γκριζομάλλης, καχεκτικός, ξερακιανός άντρας, που μιλούσε ακατάπαυστα, αναλύοντας ιδέες και αξίες. Κάποιος απ’ τους πολλούς μεσήλικες που γύριζε τότε.

«Η Νάντια έπρεπε να πεθάνει. Εγώ, δεν έπρεπε να την σκοτώσω».

«Έπρεπε;» ψιθύρισα.

«Το ρήμα «θέλω», εδώ, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα».

«Γιατί;»

«Γιατί, παιδί μου, έπρεπε να έχουμε πεθάνει. Ποτέ δεν το θέλαμε. Κάποιοι άλλοι ήθελαν να μας σκοτώσουν. Μας φύτεψαν τις ιδέες τους, παλέψαμε για να απαλλαγούμε απ’ τα δεσμά που έσπειραν και ρίζωσαν πάνω μας, λαβωθήκαμε, τσακιστήκαμε, κατασπαράξαμε τους εαυτούς μας κι απομείναμε να ζούμε με το λίγο».

«Δεν καταλαβαίνω…»

«Πάμε, λοιπόν, να περπατήσουμε» μουρμούρισε, ξεκινώντας να βαδίζει προς την έξοδο του νεκροταφείου

«Να περπατήσουμε;» σάστισα.

«Αυτός, εδώ, είναι ο τάφος μου. Βλέπεις, η Νάντια, επέλεξε να πεθάνει φέροντας τις δικές μου ιδέες. Ζούσε με τις δικές μου ατάκες. Κυνήγησε τα δικά μου, άπιαστα, όνειρα και, ορισμένα εξ’ αυτών, τα πέτυχε. Εγώ έψαχνα την αγάπη, εκείνη την βρήκε. Την πραγματική, την αληθινή αγάπη, εκείνη που μπορείς να υπομείνεις τα πάντα, μόνο και μόνο για να δεις το άτομο που αγαπάς, να χαμογελάει. Δεν επέλεξε να πεθάνει, γιατί, πέρα από κάποιες επιλογές, δεν μπορούμε να δούμε όσα υπάρχουν ή δεν υπάρχουν γύρω μας. Επέλεξε, όμως, να μην αντέχει να ζει. Ακόμη κι αν είχε, όσα είχε, ακόμη κι αν ζούσε, όπως ζούσε. Αυτό είναι το δικό μου, τελευταίο, κρεβάτι. Γιατί την πιο δυνατή μου μαχαιριά, εκείνη που δεν έδωσα ποτέ, εκείνη που προόριζα για τον εαυτό μου, την έριξα στην Νάντια. Αν ήξερα ότι δείχνοντάς της τα όσα ήταν ανίκανη να δει μόνη, θα την έφτανα ως εδώ, πίστεψέ με, Παράσχο, δεν θα της μιλούσα ποτέ…»

«Δεν σας καταλαβαίνω…»

«Κι όσο πάει και σε θλίβει ο μονόλογος, ε;» κάγχασε, πριν ρουφήξει δυνατά το τσιγάρο του.

«Κι όσο πάει και με θλίβει…»

«Πάμε, λοιπόν, να περπατήσουμε…»

The car’s on fire and there’s no driver at the wheel…

Τη φαλάκρα και το χαμένο βλέμμα, τα είχε από μικρός. Το χαμόγελο και το σακάκι, εκείνο, το πρώτο και το τελευταίο, ίσως και το μοναδικό, σακάκι, πρόσφατα τα είχε ‘κονομήσει. Φλούδα τον φωνάζανε, γιατί όταν είχε πάει για δουλειά, ήταν πετσί και κόκκαλο. Είχε ένα κόλλημα, το αφεντικό του, με τα παρατσούκλια. Για εκείνον ήταν οι λέξεις που έκαναν πιο ανάλαφρη, την βαριά δουλειά τους. Για τον Παράσχο, το «Φλούδας», ήταν το επώνυμο, που πήρε τη θέση εκείνου που προσπαθούσε να πετάξει από τότε που θυμόταν τον εαυτό του.

Δεν ήταν φαλακρός. Ξυρισμένο το είχε το κεφάλι. Παλιά, το έκανε για την ιδεολογία. Ύστερα που μπήκε στα πράγματα κι είδε πως δουλεύουν, μίσησε και τον κόσμο και τις ιδέες του. Είχε έναν παράξενο κώδικα τιμής ο Φλούδας, που ζούσε σε μια εποχή δίχως τιμή.

Ούτε και χαμένο βλέμμα είχε. Φοβισμένο ήταν κι εκείνος ο φόβος κατάφερνε, μοναχός του, να κρυφτεί από όλους. Τον φόβιζαν οι άνθρωποι, εκείνοι που, καθημερινά, καλούταν να συναναστραφεί μαζί τους. Τον φόβιζαν οι συμπεριφορές. Τον φόβιζε το κουσούρι που, μονάχος του, εντελώς αυθαίρετα, πίστευε ότι του ‘χε μείνει. Η ρετσινιά. Το βάσανο. Οι αναμνήσεις που τον στοίχειωναν. Τον φόβιζε και το βιολί που έπαιζε μυστήριες μελωδίες. Ίσως κι εκείνη η κοπέλα που καθόταν δίπλα του στον καναπέ από μπαμπού και ατένιζε, πέρα, στην απόσταση, τα μυριάδες φώτα της πόλης, που συνέθεταν έναν οργασμό χρωμάτων κάτω από τον κατάμαυρο ουρανό.

Μυστήριος ήταν κι ο αγέρας εκείνο το βράδυ, μυστήριος, όπως και η μουσική. Έβγαινε ο Σεπτέμβρης, μα ο λίβας λυσσομανούσε και πύκνωνε τα μαύρα σύννεφα που είχαν σκεπάσει την πόλη απ’ το απόγευμα. Της το ‘χε αναφέρει σε κάποια κρίση ομιλητικότητας. «Παράξενο; Γαρμπής φυσάει» της είχε πει, μα εκείνη δεν είχε καταλάβει τα παράξενά του λόγια.

«Τι είναι Γαρμπής, Πάρη;» τον είχε ρωτήσει, γέρνοντας το κεφάλι της, ένα τι προς τ’ αριστερά.

«Ο Λίβας».

«Που σημαίνει;»

«Ο ζεστός αέρας που φυσάει. Έτσι λέγεται».

«Και πού το ξέρεις εσύ, μικρέ;»

Ευθύς αμέσως σάστισε, γιατί δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Δεν ήθελε ούτε να θυμάται πώς είχε αποκομίσει εκείνη την, για άλλους άχρηστη, πληροφορία. Μόνο άναψε το μακρύ τσιγάρο που τον περίμενε στο τασάκι κι ύστερα βάλθηκε κι εκείνος να ατενίζει τον αγριεμένο ουρανό.

«Με τον Μπιλ θα τα πήγαινες καλά. Κινητή εγκυκλοπαίδεια ήταν κι εκείνος» αναστέναξε εκείνη, ύστερα από ώρα. Την κοίταξε με απορία και παράπονο. Στα μάτια του φάνταζε πανέμορφή, έτσι όπως είχε απλώσει το κορμί της στον καναπέ. Η μισή είχε ξαπλώσει πάνω του  και τα πόδια της κρεμόντουσαν κάτω απ’ το μπράτσο του καναπέ. «Θες ν’ αλλάξω μουσική;»

«Καλή είναι» μουρμούρισε εκείνος, αδιάφορα.

«Αφού δε σ’ αρέσει».

«Δεν την καταλαβαίνω».

«Δεν ξέρεις αγγλικά;»

«Τσού» έκανε εκείνος, ντροπαλά και δισταχτικά.

«Να την αλλάξω;»

«Μείνε…»

We are trapped in the belly of this horrible machine…

«Αίματα είναι αυτά;» αναφώνησε η Νάντια, όταν είδε τον Παράσχο να χώνεται μέσα στο σπίτι, σαν αίλουρος, δίχως να ακουστεί ποτέ η πόρτα. Πάγωσε στη θέση της, όταν της έριξε εκείνο το μυστήριο βλέμμα. Έβγαλε το σακάκι του βιαστικά. Αποτυπωνόταν ο οξύς πόνος στο πρόσωπό του, μα δεν έβγαζε άχνα. Το λευκό του πουκάμισο, είχε βαφτεί πορφυρό, απ’ το αίμα που έτρεχε από την πληγή που είχε στον ώμο. Σηκώθηκε από τον καναπέ η Νάντια. Δεν του έκανε τη χάρη. Άρπαξε ένα ψαλίδι και του έσκισε το πουκάμισο. «Άδικα παλεύεις» του είπε, μισογελώντας και προσπαθώντας να αστειευτεί.

«Το αρχίδι…» μουρμούρισε ο Παράσχος, κοιτάζοντας στον καθρέφτη του σαλονιού, την ανοιχτή πληγή που μάτωνε.

«Τι έγινε, παιδί μου;» τον ρώτησε η Νάντια, που προσπαθούσε να βρει γάζες και απολυμαντικά.

«Τίποτα» μουρμούρισε εκείνος, ανάβοντας τσιγάρο. Έτρεμε πάνω στα χείλη του, και μαζί μ’ εκείνο, ο καπνός που σηκωνόταν προς το ταβάνι και το φυλλοκάρδι του.

«Αυτό θα γίνεται τώρα;» ακούστηκε η φωνή της, μέσα από το μπάνιο.

Δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει ο Πάρης, γιατί τον αποσυντόνισε το κινητό του. Το σήκωσε απότομα κι απόμεινε ν’ ακούει τον άντρα που ήταν στην άλλη άκρη του ακουστικού, για μερικές στιγμές, προτού καταρρεύσει.

Ο Παράσχος ξύπνησε, λουσμένος στον ιδρώτα, λίγο προτού χαράξει. Θολή ήταν η όρασή του και το κορμί του τον πονούσε. Προσπάθησε να ανασηκωθεί και να εστιάσει σ’ εκείνη τη φιγούρα, μα δεν τα κατάφερνε. Είχε σταθεί, η Νάντια, δίπλα απ’ την πόρτα του μπαλκονιού, ντυμένη με κάποιο μακρύ πουκάμισο και κάπνιζε, κοιτάζοντάς τον θλιμμένα. Κουνιόταν, σχεδόν ρυθμικά, πάνω σ’ εκείνη την μπασογραμμή που γαλήνευε την ψυχή του.

«Κοιμήσου και θα τα πούμε το πρωί» άκουσε να του λέει, προτού σβήσει το τσιγάρο της σ’ ένα ξύλινο τασάκι και αποσυρθεί προς το σαλόνι, προτού βαρύνουν επικίνδυνα τα βλέφαρά του και βυθιστεί ξανά σε λήθαργο.

Σηκώθηκε λίγο μετά τις δέκα και πέταξε τα βαριά σκεπάσματα που πλάκωναν το στέρνο του. Έσυρε τα πόδια του πάνω στο παγωμένο μάρμαρο. Κοιμόταν γαλήνια η Νάντια, που είχε κουρνιάσει στον καναπέ. Την χάζεψε για μερικές στιγμές, πριν αποφασίσει να φέρει κάτι για να την σκεπάσει.

«Γαμώ το κεφάλι μου» ψιθύρισε, ίσα για να τον ακούσει ο εαυτός του, καθώς έστριβε τσιγάρο και κοίταζε την κακομπανταρισμένη του πληγή. Άρχισε, με το τσιγάρο στο στόμα, να λύνει γάζες, για να καταλάβει πού ακριβώς τον είχε βρει εκείνη η μαχαιριά που δεν προοριζόταν για εκείνον. «Σκατά» μουρμούρισε όταν συνειδητοποίησε πως το χέρι του συνέχιζε να ματώνει ανεπαίσθητα. Ντύθηκε βιαστικά και εξαφανίστηκε, τόσο αθόρυβα, όσο είχε εμφανιστεί το προηγούμενο βράδυ.

I said, “Kiss me, you’re beautiful – These are truly the last days”

Το παιδί που δε μιλούσε κι η τριαντάρα εκκεντρική αρτίστα, που όταν δεν δούλευε, άραζε, φτιαγμένη, στο σπίτι. «Μπερμπάντη» τον φώναζε η Νάντια, μα δεν είχε μάθει ακόμη πως εκείνος ο τραχύς τύπος, με το ξυρισμένο κεφάλι και το χαμένο βλέμμα, είχε μια μαλαματένια καρδιά, σαν μικρού παιδιού, που την αγαπούσε, όσο δεν είχε αγαπήσει τίποτα άλλο στον κόσμο. Και ντρεπόταν να της το πει. Και φοβόταν συνάμα. Κι εκείνη τον αγαπούσε, όχι σαν φίλο, όχι όπως του έδειχνε. Μα της ήταν εξαιρετικά δύσκολο, εκείνης της μποέμισσας, να εξωτερικεύσει το οποιοδήποτε συναίσθημα σ’ εκείνον, τον πάντοτε αμίλητο και σκληρό, άνθρωπο. Κι έτσι πορεύονταν οι δυο τους, για ένα τέρμινο κι ύστερα για ένα ακόμη. Μέχρι που έφυγε ο χειμώνας κι άνθισαν τα δέντρα, και ζέστανε η πλάση, κι όλα έγιναν πιο όμορφα στα μάτια της και πιο νωθρά στα δικά του.

Τα βράδια που έπαιζε ξύλο, που έβγαιναν μαχαίρια και κουμπούρια, έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι της. Απέφευγε να μιλήσει για την δουλειά του, για όσο, τουλάχιστον, την έβγαζε καθαρή. Μέχρι που ήρθε εκείνη η αποφράδα ημέρα. Μέχρι που η Νάντια είδε, πως εκείνο το παιδί, όντως είχε μια διαμαντένια καρδιά. Τόσο αγνή μα και τόσο σκληρή.

Δεν ήταν στραπατσαρισμένο το πρόσωπό του εκείνο το βράδυ, μήτε έτρεχε αίμα από οποιοδήποτε σημείο του σώματός του. Ήταν, όμως, η ματιά του, λίγο πιο θολή απ’ όσο συνήθως κι ήταν κι εκείνο το τρέμουλο στα χέρια, που η Νάντια δεν μπορούσε να εξηγήσει. Άκουγε το ρολόι να βροντάει μέσα στο μυαλό της και τις λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του, μακρινές και χαμένες, σαν να της πρόφερε από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Τον είδε να δακρύζει. Σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε στο μπάνιο. Έχωσε το κεφάλι της κάτω από παγωμένο νερό για να ξενερώσει. Γύρισε στο σαλόνι. «Πάμε πάλι» του είπε, πριν καθίσει δίπλα του.

*

Σκυθρωπός ήταν ο Βασίλη, όταν τελείωσε η αφήγηση των πρώτων και των τελευταίων ημερών μου με την Νάντια. «Ο γέγραφε, γέγραφε… Πρέπει να πας μπροστά, Παράσχο. Να αποχωρίζεσαι τους νεκρούς. Δες εμένα και την Νάντια, που δεν το καταφέραμε, που καταντήσαμε, πώς καταντήσαμε…»

«Πώς;»

«Νεκροί και ξένοι. Ή και το ανάποδο. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος πια…»

«Δεν σας καταλαβαίνω…»

«Εν καιρώ, Παράσχο. Εν καιρώ. Αυτό που πρέπει να καταλάβεις, είναι ότι ο Λάγιος, δεν πρέπει να πεθάνει, γιατί είναι ήδη νεκρός. Νεκρός σαν άνθρωπος, κούφιος από μέσα. Βλέπεις, παιδί μου, κάποια τραύματα, αρνούμαστε να τα ξεπεράσουμε γιατί δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι είναι τραύματα. Κι αυτά, σε παλάντζο, δεν μπαίνουν. Ο Λάγιος, αποκομμένος απ’ όλους, ακόμη κι απ’ την ίδια του τη σύζυγο, τερμάτισε εκείνο το βράδυ. Για αυτόν ήτανε η σουτιά και για κανέναν άλλο. Βλέπεις, μπορεί η Νάντια να πάλευε με τον κόσμο και το ότι δεν χωρούσε εκεί μέσα, μα ο Λάγιος παλεύει με κάτι χειρότερο. Ξέρεις με τι;»

«Όχι».

«Με τις κραυγές ενός μικρού παιδιού, που τόσα χρόνια ουρλιάζει για δικαίωση. Νομίζω ότι ξέρεις πώς πάει…» συνέχισε ο Βασίλης.

«Ξέρω… Ξέρω…»

«Εσύ, Παράσχο, την βρήκες τη δικαίωση. Ο Λάγιος είναι δειλός και δεν πρόκειται ποτέ να μπει σε καμία διαδικασία. Αναγνώρισέ του ότι είναι μεγάλος μαλάκας και μέχρι εκεί…»

«Ούτε καν μαλάκας… Κρίμα…»

«Κανείς δεν είναι κρίμα. Ο κάθε ένας από εμάς, είναι άξιος και υπαίτιος της μοίρας του» κάγχασε ο Βασίλης κι ύστερα έκανε μεταβολή, κούνησε το χέρι του και χάθηκε ανάμεσα στα μνήματα.

Έσυρα τα πόδια μου μέχρι τον τάφο της Νάντιας. Κάθισα στο μάρμαρο. Χαμογέλασα στην φωτογραφία. «Και τώρα που μ’ άφησες να ζήσω τ’ όνειρο, μονάχος, τι κατάλαβες;» την ρώτησα και, κάτι μέσα μου, πίστεψε ότι μ’ εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο, που ‘χε καρφωμένο στο προσωπάκι της, μου απαντούσε.

«Να ονειρεύεσαι και να ζεις» ακούστηκε, στην φαντασία του, σαν θρόισμα, εκείνη η ατάκα που δεν θα ξεθώριαζε ποτέ κι εκείνη, ακριβώς, τη στιγμή, ο Παράσχος κατάλαβε πως η ώρα του αποχωρισμού, είχε πιά παρέλθει. Χαμογέλασε, βουρκώνοντας, στο μνήμα, έκανε μια μικρή υπόκλιση κι έφυγε, με κατεύθυνση, το άγνωστο.

Εικόνα: Ακουαρέλα πάνω σε χαρτί από την Mary Darski

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: