,

Πώς γίνεται να σκοτώνουν τα πυροτεχνήματα;

Θυμόταν ένα ξύλινο αλογάκι, εκείνο που ανέβαινε όταν ήταν πιο μικρός και ταξίδευε στα πέρατα των βασιλείων της φαντασίας του. Θυμόταν ένα χάρτινο καραβάκι, εκείνο που του κρατούσε το τιμόνι κι έσκιζε τις θάλασσες, πάλευε με τους πειρατές κι έκλεβε τον πολύτιμο θησαυρό τους. Θυμόταν μια κούνια, εκείνη που καθόταν πάνω της κι όταν έφτανε ψηλά, ονειρευόταν ότι μπορούσε να αγγίξει τα σύννεφα και το φως του ήλιου τον τύφλωνε κι έτσι αναγκαζόταν να κατέβει και πάλι για να επανέλθει η όρασή του.

Θυμόταν κάστρα στην άμμο στα οποία ήταν βασιλιάς, εκείνα που κατακτούσε πλάθοντας τη λάσπη με τα παιδικά του χέρια. Θυμόταν περιπέτειες, εκείνες που ζούσε όταν χανόταν μέσα στις σελίδες των βιβλίων που διάβαζε. Θυμόταν χορούς και παιχνίδια κάτω από τα αστέρια, τότε που ονειρευόταν ακόμα ότι μπορούσε να τα αγγίξει.

Θυμόταν σαΐτες, χάρτινα αεροπλανάκια και πολύχρωμες πεταλούδες που θα τον οδηγούσαν στη νεραϊδοχώρα. Θυμόταν φανταχτερά πυροτεχνήματα, εκείνα που έκαναν τη νύχτα μέρα.

Θυμόταν τα όνειρα που έκανε πριν λίγο καιρό, εκείνα που μετά έγιναν εφιάλτες. Θυμόταν τις ελπίδες για μια άλλη ζωή, εκείνες που γκρεμίστηκαν, εκείνες που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.

Καθόταν με τα χέρια γύρω από τα γόνατα και κουνούσε το σώμα του μπρος πίσω. Προσπαθούσε να θυμηθεί. Προσπαθούσε πολύ, αλλά δεν τα κατάφερνε. Οι αναμνήσεις είχαν αντικατασταθεί με άλλες, που αποκλείεται να ήταν αληθινές.

Θυμόταν ένα ξύλινο αλογάκι, να καλπάζει τόσο δυνατά που να πέφτει στον γκρεμό. Θυμόταν ένα χάρτινο καράβι να μουλιάζει από το νερό και το πλήρωμά του να πνίγεται και τη θέση του έπαιρνε ένα ατσάλινο πλοίο που πετούσε σπίθες. Θυμόταν τις αλυσίδες της κούνιας να σπάνε κι εκείνος να πέφτει με δύναμη στο έδαφος και μετά οι αλυσίδες αυτές τυλίγονταν γύρω από τους ανθρώπους. Θυμόταν σκισμένες σελίδες βιβλίων και νύχτες σκοτεινές χωρίς αστέρια. Θυμόταν σαΐτες και χάρτινα αεροπλανάκια να παρασέρνονται από τον άνεμο και να πέφτουν στα λασπόνερα και τη θέση τους έπαιρναν τεράστια αεροσκάφη που πετούσαν γρήγορα πάνω από τις πόλεις, περιπολώντας και ξερνώντας βόμβες και φωτιές. Θυμόταν χωμάτινα κάστρα που τα κατάπινε η θάλασσα και στη θέση τους χτίζονταν θεόρατα, γκρίζα κτίρια με παράθυρα καθρέφτες, μέσα στα οποία ζούσαν αυτοί που καθοδηγούσαν τα πλοία και τα αεροπλάνα.  Θυμόταν πολύχρωμες πεταλούδες να πεθαίνουν, γιατί κάποιοι άγγιζαν αδέξια τα φτερά τους.

Μόνο τα πυροτεχνήματα. Μόνο αυτά δεν είχαν αλλάξει ακόμα. Συνέχιζε να τα βλέπει να σκίζουν τον ουρανό. Συνέχιζε να τα βλέπει να κάνουν τη νύχτα μέρα και να ακούει τον εκκωφαντικό τους κρότο. Μόνο που έβλεπε και τον κόσμο γύρω του να τρέχει τρομοκρατημένος. Μόνο που άκουγε κραυγές απελπισίας να γεμίζουν τη νύχτα. Και όταν σώπαιναν τα πυροτεχνήματα, μετά «άκουγε» μόνο σιωπή, εκκωφαντική σιωπή που έσπαγε από λυγμούς και κλάματα όσων θρηνούσαν τους νεκρούς τους, τους νεκρούς που όταν ήταν ζωντανοί έμοιαζαν με πολύχρωμες πεταλούδες που κάποτε πετούσαν ελεύθερες και τις σκότωναν αγγίζοντας αδέξια τα φτερά τους.

«Μαμά, πώς γίνεται να σκοτώνουν τα πυροτεχνήματα;», ρώτησε τη στιγμή που τον έσφιγγε στην αγκαλιά της.

«Πώς γίνεται να σκοτώνουν τα χάρτινα αεροπλάνα και τα καράβια; Πώς γίνεται οι αλυσίδες της κούνιας να τυλίγονται τώρα γύρω από τους ανθρώπους; Γιατί αγγίζουν τα φτερά από τις πεταλούδες, αφού ξέρουν πως έτσι πεθαίνουν; Γιατί τις σκοτώνουν; Γιατί…», αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ερώτησή του.

Δυο χέρια τον άρπαξαν και τον πέταξαν στο πίσω μέρος μιας καρότσας που απομακρυνόταν, μιας καρότσας που την έσερνε ένα ξύλινο αλογάκι, εκείνο που ανέβαινε όταν ήταν πιο μικρός. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, ένα δυνατό πυροτέχνημα, το πιο δυνατό μέχρι τώρα, έσκισε τον αέρα. Έστρεψε πίσω το κεφάλι του και αντίκρισε μόνο στάχτες.

«Μαμά» ψιθύρισε «Πού είσαι; Πώς γίνεται να σε σκότωσαν τα πυροτεχνήματα;»…

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading