,

Το κόκκινο μπαλόνι

Ήταν νύχτα και ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά. Εκείνος περπατούσε στους σκοτεινούς δρόμους της έρημης πόλης. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες της μακριάς του καμπαρντίνας κι έστρωσε το γείσο του καπέλου του. Το κίτρινο φως από τους φανοστάτες, ήταν το μόνο χρώμα που υπήρχε αυτό το γκρίζο βράδυ.

«Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ…»

Ακούστηκε από μακριά η φωνή ενός παιδιού να τραγουδάει μέσα στη σιωπή της νύχτας. Σήκωσε το κεφάλι. Μέσα από το παράθυρο του απέναντι σπιτιού, είδε ένα αχνό φως να τρεμοπαίζει. Ένα κόκκινο μπαλόνι φαινόταν «κολλημένο» πάνω στο τζάμι. Ξαφνικά το παράθυρο άνοιξε, το μπαλόνι «βγήκε» και ταξίδεψε στον ουρανό. Το ακολούθησε με το βλέμμα του και το είδε να φτάνει ψηλά στα σύννεφα και να γίνεται χάρτινο αεροπλανάκι. Χώθηκε μέσα στο λευκό «βαμβάκι» τους και άρχισε να ζωγραφίζει πουπουλένια σχέδια στον ουρανό. Μετά έγινε αερόστατο κι έκανε το γύρο του κόσμου μέσα σε 80 ημέρες για να πέσει στη συνέχεια στη θάλασσα και να γίνει χάρτινο καράβι, ένα κόκκινο χάρτινο καράβι, που πάλευε με τα κύματα και προσπαθούσε να ξεφύγει από το τραγούδι των Σειρήνων, σιγοτραγουδώντας τη μελωδία του μικρού παιδιού. Βγήκε στη στεριά κι έγινε τρένο, ένα κόκκινο, χάρτινο τρένο που σφύριζε σαν σφυρίχτρα παιδική κι αντί για καπνό από τα φουγάρα του, έβγαζε μπουρμπουλήθρες, μέσα στις οποίες ταξίδευαν οι επιβάτες του.

«μιας και είμαι εγώ παιδί, ξέρω πάντα να γελώ…» έφτασε στα αυτιά του η φωνή του παιδιού.

Τραγουδούσε για τις εποχές που ό,τι και να συνέβαινε, δεν σταματούσαμε να γελάμε και ξορκίζαμε το κακό και τους δαίμονες που μας κυνηγούσαν με το γέλιο.

«Χαρωπά τα δυο μου πόδια τα χτυπώ…» συνέχισε να τραγουδάει το παιδί από μακριά κι εκείνος τότε που δεν δίσταζε να διεκδικήσει όσα του άξιζαν χτυπώντας το πόδι του στο πάτωμα.

«Χαρωπά θε να γελάσω δυνατά…» συνέχισε όλο και πιο αδύναμα κι εκείνος θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει πώς είναι να γελάς δυνατά ενάντια στα προβλήματα και τις αντιξοότητες.

Όταν ήμασταν παιδιά, αρκούσε μια φωτεινή ημέρα, να κοιτάξουμε τον ήλιο κατάματα για να σκουπίσουμε τα δάκρυά μας, και να θυμηθούμε ότι όλα θα πάνε καλά…

«Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ…» αντήχησε ξέπνοα η φωνή του παιδιού μέσα στη νύχτα.

Χτυπούσαμε παλαμάκια και νομίζαμε πως θα αλλάξουμε τον κόσμο με τις μαγικές μας δυνάμεις.

«Φεγγαράκι μου λαμπρό…» συνέχισε σιγανά.

Νομίζαμε πως το φως του φεγγαριού ήταν αρκετό για να φωτίσει τα βήματά μας στο σκοτάδι και να μας προστατεύσει από τις κακοτοπιές. Νομίζαμε ότι αν δέναμε με ένα σπάγκο το φεγγάρι, μπορούσαμε να το φέρουμε κοντά μας και να το αγγίξουμε.

«Ήταν ένα μικρό καράβι…», ακούστηκε η ψιθυριστή του πλέον φωνή, καθώς το κόκκινο, χάρτινο καράβι, βυθίστηκε στη θάλασσα, μόνο που αυτή τη φορά δεν κατάφερε να βγει στη στεριά και να γίνει τρένο.

Όταν ήμασταν παιδιά, στέλναμε τις ευχές μας στα αστέρια. Βάζαμε τα μηνύματά μας σε μπουκάλια και τα ρίχναμε στη θάλασσα ελπίζοντας να φτάσουν στον παραλήπτη τους. Ακολουθούσαμε τα αποτυπώματά μας στην άμμο, μέχρι τα βήματά μας να ξεθωριάσουν στον αφρό κι εμείς να αγγίξουμε το αδύνατο. Χτίζαμε χωμάτινα παλάτια, νομίζοντας πως δεν θα γκρεμιστούν ποτέ. Κάναμε ποδήλατο με τα χέρια ανοιχτά, πιστεύοντας πως έτσι θα νικήσουμε τους φόβους μας και θα κατακτήσουμε τη ζωή. Νομίζαμε πως μπορούμε να γυρίσουμε όλο τον κόσμο, κρατώντας ένα κόκκινο μπαλόνι και πετώντας μαζί του μακριά.

Το φωτισμένο παράθυρο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Το παιδί πήγε για ύπνο και δεν τραγουδάει πια… Και το κόκκινο μπαλόνι, είχε σκαλώσει στο ταβάνι του σπιτιού, προσπαθώντας αδύναμα να τρυπήσει το σκληρό τσιμέντο και να πετάξει ανάμεσα στα σύννεφα…

Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε το δρόμο του, μέχρι που η σκιά του, έγινε ένα με τις σκιές της νύχτας…

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading