,

Μέχρι να πεις κύμινο

«Ο άντρας πρέπει να σε ξέρει απ’ την μέση και κάτω. Άκου που σου λέω!» είπε καθώς βολεύτηκαν κάτω απ’ την ελιά.

«Γιαγιά δεν σε είχα για τόσο προχώ!»

«Βρε τι προχώ και κουραφέξαλα! Άκου τι σου λέω και σταμάτα να κλαις για το βλάκα!».

«Μα γιαγιά, του μίλησα για τα όνειρά μου κι εκείνος…”

«Αυτό εννοώ από τη μέση και κάτω, τσούπρα μου. Να μην ξέρει τι έχεις στο μυαλό σου. Άκου που σου λέω και εγώ έτσι την πάτησα όταν ήμουν στην ηλικία σου».

«Με τον παππού γιαγιά;»

«Όχι δεν μιλάω για τον παππού σου, αυτός ήταν ένας χλεμπονιάρης που μου τον δώσανε με το ζόρι γιατί με ξεγέλασε εκείνος»

«Είχες ερωτευτεί άλλον, γιαγιά;»

«Ναι, άλλον, που να μην έσωνα… Στην αρχή ήμασταν κάτι σαν εχθροί. Έφερνε τα πρόβατα του στην εκειδά μεριά, που ήταν δική μου περιοχή.»

«Είχατε γκέτο στην βοσκή προβάτων;»

«Βρε, κάτσε να σου πω και άσε τις διακοπές. Που λες στην αρχή είχαμε κόντρες και του ‘λεγα να πάει σε άλλη μεριά. Μία μέρα όμως έπεσα και χτύπησα και αυτός άκουσε τα βογκητά μου απ’ την άλλη άκρη κι έτρεξε να βοηθήσει. Από τότε δίναμε ραντεβού σε αυτήν εδώ τη μεριά του βουνού. Μου ‘λεγε τα όνειρά του και του ‘λεγα και εγώ τα δικά μου. Θέλαμε να αριβάρουμε και οι δύο για την Αθήνα. Τελικά έφυγα μόνη μου, μετά. Στην συκιά εκεί σακά που βλέπεις, μου έδωσε το πρώτο φιλί και όχι μόνο. Τον άφησα να προχωρήσει γιατί τον αγαπούσα και νόμιζα ότι με αγαπούσε το ίδιο. Το έμαθε δυστυχώς ο μεγάλος αδερφός μου, ο Γιάννος και το είπε και στ’ άλλα αδέρφια μου. Ο πατέρας μου έγινε πυρ και μανία. Περίμενα ότι εκείνος θα έρθει να με ζητήσει όμως έγινε άφαντος…

Επειδή με χάλασε, τα αδέρφια μου βάλθηκαν να με παντρέψουν με όποιον κι όποιον. Έτσι βρέθηκε ο μούργος ο παππούς σου. Με γκάστρωσε λίγες μέρες μετά το γάμο και έτσι έκανα τον πατέρα σου. Τέσσερα χρόνια άντεξα μαζί του. Θεέ μου σχώρα τον, αλλά από κλεφτοκοτάς εξελίχθηκε σε μεγάλο καθίκι. Η αδελφή μου, η Βασίλω με βοηθούσε, όμως δεν ημπορούσε να κάνει και πολλά. Πήρα τη μεγάλη απόφαση όταν ο μπαμπάς σου έκλεισε τα τέσσερα. Τον άρπαξα και έφυγα για Αθήνα μόνη μου.»

«Έτσι άφησες το χωριό που αγαπάς; Εμάς μας ψέλνεις να ερχόμαστε κάθε τρεις και λίγο εδώ…»

«Βρε έπρεπε να πάρω τη ζωή στα δικά μου χέρια. Τους έδωκα μια μούντζα λοιπόν όσους λέγανε ότι δεν θα τα καταφέρω χωρίς άντρα κι έπιασα δουλειά σε ένα πλουσιόσπιτο. Άφηκα τον πατέρα σου σε μια κυρία της Πρόνοιας μέχρι να σταθώ στα πόδια μου. Μα ταλαιπωρήθηκα πολύ για να τον ηπάρω πίσω. Κατάφερα να πιάσω δουλειά μόνιμη καθαρίστρια στο Παίδων. Εκεί που σε χειρούργησαν όταν ήσουνα μικρή. Ο Κωστής μου, το αγόρι μου, είχε πάει οχτώ χρόνων και δεν με άφηναν να τον ηπάρω σπίτι. Ευτυχώς οι γιατροί και οι νοσοκόμες με συμπαθούσαν και με βοήθησαν με τα χαρτιά, μια κι ήμουν αγράμματη. Αγόρασα το οικοπεδάκι στο Καματερό και κέρδισα την πλήρη επιμέλεια. Βέβαια αργότερα, όταν πήγε δώδεκα χρόνων, παραλίγο να τον ξαναχάσω. Το καθίκι, ο πατέρας του με ξεγέλασε τάχα μου ότι είχε τόσα χρόνια να τον δει κι ήρθε να τον πάρει για βόλτα. Ε τους άφησα κι εγώ αφού τόσα χρόνια του είχα στερήσει τον πατέρα. Μα τούτος, ο μπαγάσας ο παππούς σου είχε πιάσει δουλειά στην Γερμανία κι είχε σκοπό να τον ηπάρει μαζί του. Στο τσακ τους πρόλαβα στο αεροδρόμιο. Πήρα τον Κωστή πίσω και ο σκατιάρης έφυγε μόνος του. Αργότερα έμαθα ότι έκανε άλλη οικογένεια στη Γερμανία. Μια κόρη κι έναν γιό που τον ονόμασε πάλι Κωστή. Λες κι ήθελε να ξεγράψει τον πρώτο του γιο. Όμως έμαθα ότι το αγόρι του εκείνο σκοτώθηκε στις γραμμές του τρένου. Μόνο η κόρη του απέμεινε. Μα δεν ήθελα να μιλήσω για τον χλέμπουρα τον παππού σου, που ευτυχώς δεν γνώρισες ποτέ. Τι έλεγα;»

«Πλατείασες άλλη μια φορά γιαγιά μου, αλλά δεν πειράζει. Μόλις έμαθα ότι έχω μια θεία κάπου στη Γερμανία.»

«Ήθελα να σου πω, κοκόνα μου, εγώ μια φορά άνοιξα την καρδιά μου σε άντρα κι εκείνος με πρόδωσε. Ε, μετά δεινοπάθησα να μεγαλώσω τον πατέρα σου και δεν είχα καιρό για έρωτες. Εσύ όμως ζεις σε πιο εύκολη εποχή. Ε μην τους τα χαρίζεις κι όλα εύκολα. Τα φύλλα της καρδούλας σου δεν είναι για τον κάθε κατσίγαρο. Θα δεις, θ’ ανέβουμε σαπά στην Αθήνα κι αν δεν βρεις άλλο καλύτερο μέχρι να πεις κύμινο, να μη με λεν Τασώ».

Σ’ ένα κύμινο λοιπόν η εγγόνα της Τασώς είχε βρει άλλον που σε δύο κύμινα τον είχε αντικαταστήσει με καινούριο. Και πέρασαν πολλά κύμινα και μοσχοκάρφια μην σου πω, μέχρι να βρει τον κατάλληλο που άξιζε πέρα απ’ τα πόδια της ν’ ανοίξει και τα φύλλα της καρδιάς της κι ευτυχώς ζούσε ακόμα η γιαγιά Τασώ.

«Τον βρήκες» της είπε η γιαγιά της την μέρα που τον γνώρισε.

«Αλήθεια, γιαγιά το πιστεύεις;»

«Τον βρήκες βρε, σου λέω, αυτός μάλιστα. Θα τον αφήκεις να σε μάθει απ’ τη μέση και πάνω και κορόνα στο κεφάλι του θα έχει. Να μη με λεν Τασώ αν δεν ηγίνει έτσι»

Κι όποτε το ‘λεγε αυτό η γιαγιά Τασία έτσι γινόταν. Κι η εγγόνα της πήρε το ίδιο χούι και όταν είναι σίγουρη για κάτι, αυτό ξεστομίζει και μετά στέλνει στην γιαγιά της χαιρετίσματα εκεί ψηλά που βρίσκεται.

The BluezGuest

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading