Ήταν ένα κρύο βράδυ του Οκτώβρη. Ο Ρέιμους στεκόταν έξω από τη μεγάλη, σκαλιστή καγκελόπορτα και προσπαθούσε να βρει το κουράγιο να την ανοίξει. Άπλωσε το χέρι για να την αγγίξει, αλλά έσφιξε τη γροθιά του στον αέρα. Στη συνέχεια την έφερε κοντά στο πρόσωπο και χτύπησε το μέτωπό του. Είχε περάσει μια βδομάδα﮲ μια βδομάδα που θα τη θυμόταν για όλη του τη ζωή﮲ μια βδομάδα, που αρκούσε να οδηγήσει τη ζωή του από την απόλυτη ευτυχία, στην απόλυτη δυστυχία και να την αφήσει εκεί, εγκλωβισμένη για πάντα. Χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε το χωματόδρομο. Το φως από τα φανάρια, ανακατευόταν με ένα λεπτό στρώμα ομίχλης και δημιουργούσε απόκοσμες σκιές. Η υγρασία τον έκανε να τρέμει. Ίσως δεν ήταν καλή ιδέα τελικά. Ίσως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Έκανε να φύγει, όταν άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Γύρισε απότομα. Μια μαύρη φιγούρα που φορούσε κουκούλα και στήριζε το βάρος της σε ένα μπαστούνι περπατούσε κουτσαίνοντας. Σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά του. Εκείνος δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Ήταν όμως στραμμένη προς το μέρος του. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά του. Η πλάτη του χτύπησε με δύναμη πάνω στην καγκελόπορτα ενώ η μορφή είχε κολλήσει το πρόσωπό της πάνω στο δικό του. Το μόνο που μπορούσε να δει ο Ρέιμους ήταν σκοτάδι και δύο φωτεινά, κόκκινα μάτια καρφωμένα στα δικά του.
«Πάντα να θάβεις τους νεκρούς σου Ρέιμους…», άκουσε μια γυναικεία φωνή σαν ψίθυρο μέσα στα αυτιά του. «Πάντα να τους θάβεις…»
Την επόμενη στιγμή, είχε εξαφανιστεί. Εκείνος κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος. Ο δρόμος ήταν έρημος. Έσφιξε το κεφάλι με τα χέρια του. Το μυαλό του, του έπαιζε παιχνίδια ξανά. Στράφηκε και πάλι προς την καγκελόπορτα. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να την ανοίξει, έκλεισε τα μάτια, κι ευχήθηκε να ήταν κλειδωμένη. Εκείνη όμως άνοιξε με ένα κλικ κι ένα ελαφρύ τρίξιμο. Κοντοστάθηκε για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε το κατώφλι. Η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω του.
«Εδώ είμαστε λοιπόν…», μουρμούρησε.
Ένα πλακόστρωτο, ανηφορικό μονοπάτι απλωνόταν μπροστά του. Ένιωσε το κρύο να περονιάζει κι ένα ρίγος τον διαπέρασε. Έκλεισε και το τελευταίο κουμπί από το παλτό του και σήκωσε τον γιακά. Άρχισε να ανηφορίζει. Ψηλά κυπαρίσσια και φανάρια που έριχναν κίτρινο φως πλαισίωναν το δρομάκι, κάνοντάς τον να νιώθει πως μόλις είχε διαβεί την πύλη προς το παρελθόν. Η ησυχία ήταν απόλυτη. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα διστακτικά βήματά του και το μακρινό κρώξιμο ενός πουλιού. Σήκωσε το βλέμμα. Το φεγγάρι, έμοιαζε με ένα θολό κύκλο κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα. Όταν ήταν μικρός, νόμιζε ότι ήταν ένα πρόσωπο που τον κοιτούσε. Τώρα αυτό το πρόσωπο, είχε χάσει το σχήμα και τη μορφή του, ήταν κάτι ακατάληπτο, κάτι δυσνόητο που το μυαλό του αδυνατούσε να συλλάβει. Η φωνή μιας κουκουβάγιας τον επανάφερε στην πραγματικότητα.
«Η κουκουβάγια είναι οιωνός θανάτου», του είχε πει η μητέρα του, μια μέρα που την άκουσαν να φωνάζει στη σκεπή του σπιτιού τους.
Δεν την πίστεψε. Όπως δεν πίστεψε και την Τζέην όταν του είπε το ίδιο﮲ τότε που την άκουσε να φωνάζει κρυμμένη στα κλαδιά ενός δέντρου.
«Είχαν δίκιο έτσι δεν είναι;», ρώτησε φωναχτά κοιτώντας ψηλά και ψάχνοντάς την με το βλέμμα του. «Είσαι οιωνός θανάτου, γι’ αυτό βρίσκεσαι εδώ! Τι πιο λογικό να βρίσκεσαι σε αυτό το μέρος!», φώναξε.
Επικράτησε σιωπή για λίγο. Ξαφνικά, οι φυλλωσιές κουνήθηκαν κι ένα δυνατό φτερούγισμα άρχισε να έρχεται προς το μέρος του. Το επόμενο που θυμόταν ήταν δυο γουρλωτά μάτια μπροστά στο πρόσωπό του. Γύρισε απότομα και είδε την κουκουβάγια πετούσε μακριά του. Κάγχασε. Συνέχισε να ανηφορίζει, μέχρι που άφησε το μονοπάτι με τα κυπαρίσσια πίσω του και βρέθηκε σε μια μεγάλη έκταση που φωτιζόταν από μικρά φαναράκια και κεράκια. Λευκοί, μαρμάρινοι σταυροί, έστεκαν αγέρωχοι. Έμοιαζαν με φρουρούς που προστάτευαν τους νεκρούς και κρατούσαν τις ψυχές τους βαθιά θαμμένες στη γη. Έμεινε ακίνητος. Έσφιξε τις γροθιές του. Κούνησε το κεφάλι πέρα-δώθε. Όχι, ίσως δεν ήταν καλή ιδέα που είχε έρθει μέχρι εδώ. Ίσως έπρεπε να το αφήσει γι’ άλλη στιγμή. Ίσως δεν ήταν ακόμα έτοιμος. Ίσως δεν θα ήταν ποτέ έτοιμος. Έκανε μεταβολή, αλλά σταμάτησε απότομα. Η μαυροφορεμένη φιγούρα στεκόταν μερικά μέτρα μακριά του κι ήταν στραμμένη προς το μέρος του.
«Πάντα να θάβεις τους νεκρούς σου Ρέιμους…», άκουσε τη φωνή της στα αυτιά του.
Έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Όταν τα άνοιξε, είχε εξαφανιστεί. Στράφηκε και πάλι προς τους τάφους κι άρχισε να προχωράει ανάμεσά τους. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Αυτό δεν έμοιαζε με ένα συνηθισμένο νεκροταφείο. Οι πέτρινες πλάκες, ήταν κενές. Δεν υπήρχαν ούτε ονόματα, ούτε χρονολογίες, ούτε φωτογραφίες από αυτούς που ήταν θαμμένοι. Ήταν δέκα, ομοιόμορφοι λευκοί τάφοι, που έμοιαζαν τελείως ίδιοι μεταξύ τους. Συνέχισε να προχωράει, μέχρι που άκουσε τον ήχο μιας μπάλας που χτυπάει στο έδαφος. Σταμάτησε να περπατάει και αφουγκράστηκε. Είχε ακουστεί μόνο μία φορά, αλλά ήταν σίγουρος ότι υπήρξε. Ύστερα από λίγο, την άκουσε ξανά. Στένεψε το βλέμμα και κατευθύνθηκε προς εκείνη την κατεύθυνση. Άφησε πίσω του τους τάφους και βρέθηκε σε ένα μέρος γεμάτο ομίχλη. Η μπάλα ακουγόταν πολύ δυνατά τώρα, λες και βρισκόταν δίπλα του. Ο λευκός καπνός άρχισε να διαλύεται. Διαπίστωσε ότι στεκόταν στη μέση μιας παιδικής χαράς. Ένα μικρό αγόρι έπαιζε μόνο του με μια μπάλα. Μόλις τον είδε, σταμάτησε απότομα.
«Γεια σου», είπε ο Ρέιμους. «Τι κάνεις εδώ; Πού είναι οι γονείς σου;»
Το αγόρι άφησε την μπάλα να πέσει στο έδαφος και τον πλησίασε. Στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε. Τα μάτια του, είχαν ένα ψυχρό, γαλάζιο χρώμα.
«Προσπαθώ να πάω σπίτι μου, αλλά έχασα τον δρόμο. Θα με βοηθήσεις;», τον ρώτησε.
Ο Ρέιμους γονάτισε μπροστά του και τον έπιασε προστατευτικά από τους ώμους.
«Πού είναι το σπίτι σου μικρέ;»
«Δεν ξέρω».
«Δεν…», πήγε να πει εκείνος, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή μιας κουκουβάγιας.
Σήκωσε ενστικτωδώς το βλέμμα του για να την ψάξει.
«Την ακούς;», τον ρώτησε το αγόρι.
Όταν το κοίταξε, έβγαλε μια κραυγή. Έκανε να οπισθοχωρήσει, αλλά σκυμμένος καθώς ήταν, έπεσε στο έδαφος. Τα γαλάζια μάτια του αγοριού είχαν γίνει κατακόκκινα. Άρχισε να προχωράει προς το μέρος του, ενώ εκείνος σερνόταν προς τα πίσω ουρλιάζοντας.
«Η κουκουβάγια που φωνάζει είναι οιωνός θανάτου Ρέιμους», έκανε το αγόρι με τη φωνή της μαμάς του. «Βοήθησέ με να πάω σπίτι. Θέλω να πάω στο σπίτι».
«Όχι!», φώναζε ο Ρέιμους. «Όχι, όχι όχι! Άσε με ήσυχο! Άσε με!»
Η πλάτη του ακούμπησε σε κάτι συμπαγές. Γύρισε απότομα και είδε ότι ήταν η πέτρινη πλάκα ενός τάφου. Όταν στράφηκε και πάλι προς το αγόρι, εκείνο είχε εξαφανιστεί. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και πήρε βαθιές ανάσες. Σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπό του. Είχε βρεθεί πάλι στο σημείο που ήταν οι τάφοι. Κανένα ίχνος παιδικής χαράς δεν υπήρχε πουθενά﮲ μόνο μια μικρή έκταση με δέκα μνήματα, χωρίς στοιχεία γραμμένα πάνω τους. Σηκώθηκε όρθιος. Θυμήθηκε γιατί είχε έρθει εκεί εξ’ αρχής. Έψαχνε ένα συγκεκριμένο μνήμα. Πώς θα το έβρισκε όμως; Εκείνη τη στιγμή, ένα σιγανό, γυναικείο τραγούδι, έσπασε τη σιωπή. Την ήξερε αυτή τη φωνή. Πώς όμως ήταν δυνατό να την ακούει;
«Τζέιν…», μουρμούρησε.
Όσο περνούσε η ώρα, το τραγούδι δυνάμωνε. Ένιωσε πως θα του έσπαγε τα τύμπανα. Κάλυψε με τα χέρια τα αυτιά του και η φωνή σώπασε. Κατέβασε αργά-αργά τα χέρια. Αυτό που ακουγόταν τώρα, ήταν ένας ρυθμικός χτύπος. Προσπάθησε να εντοπίσει την κατεύθυνσή του και προχώρησε προς τα εκεί. Άφησε και πάλι πίσω του τους τάφους και βρέθηκε ξανά σε ένα μέρος γεμάτο ομίχλη. Σιγά-σιγά διαλύθηκε. Βρισκόταν στην είσοδο μιας τετράγωνης αυλής. Στο κέντρο της, στεκόταν ένας άντρας που έσπαγε ξύλα με τσεκούρι. Μόλις είδε τον Ρέιμους, σταμάτησε κι άρχισε να ανοιγοκλείνει τα χείλη. Μόνο που δεν ακουγόταν καμία φωνή.
«Έι φίλε!», του φώναξε. «Δεν ακούω τι μου λες!».
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο ξυλοκόπος σταμάτησε να μιλάει και βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του. Τα μάτια του, ήταν κόκκινα. Στο χέρι του κρατούσε το τσεκούρι και το είχε σηκωμένο ψηλά. Ο Ρέιμους είχε παραλύσει στη θέση του.
«Λέω…», έκανε αργόσυρτα «πως έχω χάσει τον δρόμο μου και δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι μου. Θέλω να με γυρίσεις εσύ!»
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το ουρλιαχτό μιας κουκουβάγιας. Ο άντρας χαμογέλασε και κατέβασε με δύναμη το τσεκούρι. Ο Ρέιμους σήκωσε ενστικτωδώς τα χέρια για να προστατευτεί. Την επόμενη στιγμή, βρέθηκε πεσμένος στο έδαφος, με την πλάτη κολλημένη στον ίδιο τάφο με πριν. Ανέπνεε γρήγορα. Μόλις κατάφερε να ξαναβρεί την ανάσα του, πετάχτηκε όρθιος. Ήταν πολύ κακή ιδέα να έρθει εκεί. Δεν ήταν ακόμα καλά. Έπρεπε να φύγει. Έπρεπε να φύγει και να έρθει κάποια άλλη στιγμή, όταν…
Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα. Το τραγούδι ακούστηκε και πάλι. Αυτή τη φορά ήταν σίγουρος. Θα μπορούσε να αναγνωρίσει τη φωνή της ανάμεσα σε χιλιάδες. Κατευθύνθηκε υπνωτισμένος προς τα εκεί. Πέρασε μέσα από τους τάφους και βρέθηκε στην άκρη του νεκροταφείου, μπροστά σε ένα μικρό κιόσκι περιφραγμένο με λευκά κάγκελα. Κάρφωσε το βλέμμα του στο ξύλινο κρεβάτι, που υπήρχε μέσα. Μια κοπέλα ήταν ξαπλωμένη πάνω στα άσπρα σεντόνια του. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό, τα μαλλιά της μακριά και μαύρα και τα χείλη της κατακόκκινα σαν το φόρεμά της. Τα χέρια ήταν σταυρωμένα πάνω στο στήθος της. Στο λαιμό, φορούσε για κολιέ, ένα αληθινό, κόκκινο τριαντάφυλλο. Το πράσινο κοτσάνι του ήταν τυλιγμένο γύρω του. Είχε κλειστά μάτια και σιγοτραγουδούσε. Ο Ρέιμους την πλησίασε και γονάτισε δίπλα της.
«Τζέιν;», έκανε ξέπνοα.
Εκείνη σταμάτησε να τραγουδάει και άνοιξε τα μάτια. Ανασηκώθηκε, τον κοίταξε και κατέβασε τα χέρια από το στήθος της. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι.
«Γεια σου Ρέιμους», είπε ήρεμα.
«Τζέιν…», επανέλαβε εκείνος. «Πώς είναι δυνατόν να είσαι… Πώς είναι δυνατόν να σε βλέπω… Πώς…»
«Ησύχασε Ρέιμους…», έκανε εκείνη.
Σηκώθηκαν και οι δυο. Η κοπέλα τον κοίταζε στα μάτια. Κάτι στο βλέμμα της έμοιαζε διαφορετικό. Του χάιδεψε το μάγουλο κι εκείνος πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της. Η Τζέιν πλησίασε τα χείλη της στα δικά του. Ο Ρέιμους δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Κόλλησε το σώμα του πάνω της και τη φίλησε με πάθος. Το ουρλιαχτό μιας κουκουβάγιας έσπασε τη σιωπή. Η μεταλλική γεύση του αίματος γέμισε το στόμα του. Σταμάτησε απότομα και την κοίταξε έντρομος. Με τον τρόπο που την είχε τραβήξει κοντά του, πίεσε το τριαντάφυλλο στο λαιμό της, τα αγκάθια μπήκαν στο δέρμα της και τώρα αιμορραγούσε από το λαιμό και το στόμα.
«Τζέιν!», ούρλιαξε και την έπιασε λίγο πριν σωριαστεί στο έδαφος.
Γονάτισε και την κράτησε στην αγκαλιά του.
«Ρέιμους…», ψιθύρισε με κόπο, «πήγαινέ με σπίτι. Πήγαινέ με εκεί που πρέπει να είμαι…»
«Πήγαινέ με σπίτι Ρέιμους…»
Ο χώρος γύρω του γέμισε με ψιθύρους και φωνές που έλεγαν ακριβώς το ίδιο. Έξω από το κιόσκι, στεκόταν το αγόρι με την μπάλα, ο ξυλοκόπος και εφτά ακόμη άνθρωποι που επαναλάμβαναν την ίδια ακριβώς φράση. Κάτι του θύμιζαν τα πρόσωπά τους, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι. Ξαφνικά το πλήθος παραμέρισε και μια μαυροφορεμένη φιγούρα πέρασε ανάμεσά τους. Στάθηκε μπροστά του.
«Πάντα να θάβεις τους νεκρούς σου Ρέιμους!», έκανε έντονα.
Την επόμενη στιγμή, το κιόσκι εξαφανίστηκε κι εκείνος βρέθηκε στην άκρη του νεκροταφείου. Γύρισε πίσω του και είδε την Τζέιν να στέκεται με τους υπόλοιπους. Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του. Την πλησίασε, το έπιασε και την οδήγησε σε έναν από τους τάφους. Η κοπέλα ξάπλωσε πάνω του. Το σώμα της άρχισε να ξεθωριάζει, μέχρι που χάθηκε τελείως. Η ημερομηνία γέννησης και θανάτου της, η φωτογραφία της, και μια διεύθυνση, εμφανίστηκαν πάνω στο λευκό μάρμαρο.
«Τζέιν Μπάρον, 1980-2015, Δάσος Φοξ», διάβασε φωναχτά ο Ρέιμους.
Μόλις ολοκλήρωσε τη φράση του, ξέσπασε σε λυγμούς. Σωριάστηκε πάνω στο μνήμα της και χτύπησε δυνατά τις γροθιές του. Όταν στέρεψαν τα δάκρυά του, ανασηκώθηκε και στράφηκε προς τους υπόλοιπους. Είχαν όλοι απλωμένα τα χέρια προς το μέρος του. Τους πλησίασε, και τους οδήγησε έναν-έναν στο μνήμα που τους ανήκε.
***
Ο Γκάρετ Μάθιους, περίμενε έξω από την αίθουσα. Είχε περπατήσει πολλές φορές το διάδρομο πέρα-δώθε για να καταλαγιάσει τη νευρικότητά του. Όσο περνούσε η ώρα, οι ελπίδες του εξανεμίζονταν. Απορούσε γιατί είχε συμφωνήσει σε αυτό εξαρχής. Εκείνος δεν πίστευε σε τέτοιες μεθόδους. Εκείνος… Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα. Η πόρτα άνοιξε, κι ένας γκριζομάλλης με παχύ μουστάκι βγήκε έξω σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του.
«Λοιπόν;», έκανε ανυπόμονα ο Γκάρετ.
«Έπιασε», απάντησε εκείνος. «Ομολόγησε. Ξέρουμε πού έκρυψε το κάθε θύμα. Μπορούμε τώρα να τους βρούμε και να τους θάψουμε όπως τους αξίζει».
Ο Γκάρετ αναστέναξε ανακουφισμένος.
«Είχα αρχίσει να χάνω τις ελπίδες μου…»
«Κι εγώ», ομολόγησε ο γκριζομάλλης. «Έχουμε να κάνουμε με έναν κατά συρροή παρανοϊκό δολοφόνο. Ο Ρέιμους Ντούλιν, πίστευε πως όποτε άκουγε τη φωνή μιας κουκουβάγιας, σήμαινε πως έπρεπε να σκοτώσει τον οποιονδήποτε τύχαινε να βρεθεί στο δρόμο του﮲ ακόμα κι αν αυτό ήταν ένα μικρό αγόρι﮲ ακόμα κι αν επρόκειτο για την ίδια του τη γυναίκα, την Τζέην. Τους παρακολουθούσε λοιπόν μετά για μέρες και σχεδίαζε πολύ προσεκτικά τον θάνατό τους. Όταν όμως έκοψε το λαιμό της Τζέην, και συνειδητοποίησε τι είχε μόλις κάνει, τα έχασε. Έκρυψε το πτώμα της και μετά βυθίστηκε σε ένα δικό του κόσμο, έναν κόσμο χωρίς συνοχή και λογική. Χρησιμοποίησα λοιπόν, μια νέα, πρωτοποριακή μέθοδο ύπνωσης. Τον ‘μετέφερα’ σε ένα νεκροταφείο, όπου υπήρχαν άδειοι τάφοι και τον έκανα να οδηγήσει ο ίδιος τα θύματά του στον τάφο που ανήκε στο καθένα. Οι ‘τάφοι’ αυτοί, συμβόλιζαν το μέρος στο οποίο είχε κρυμμένο το κάθε θύμα. Κι εκείνος, διάβαζε την τοποθεσία του φωναχτά».
Ο Γκάρετ ένευσε. Οι δυο άντρες έδωσαν τα χέρια.
«Σε ευχαριστώ Ράντον», είπε κι έριξε μια ματιά στην αίθουσα από την ανοιχτή πόρτα.
Ο Ρέιμους ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι και παραμιλούσε.
***
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν ο Ράντον έφυγε από το αστυνομικό τμήμα. Κατέβηκε από το ταξί κι έκανε να ανέβει τα σκαλιά του σπιτιού του. Η έντονη αίσθηση πως κάποιος τον παρακολουθούσε, τον έκανε να σταματήσει και να κοιτάξει πίσω του. Μια μαυροφορεμένη φιγούρα στεκόταν στη γωνιά του δρόμου και ήταν στραμμένη προς το μέρος του.
«Σε ευχαριστώ», άκουσε τη φωνή της στο μυαλό του. «Οι νεκροί βρήκαν πλέον τον δρόμο τους».
Ο Ράντον ένευσε. Την επόμενη στιγμή, η φιγούρα είχε εξαφανιστεί.
Ερωδίτη Παπαποστόλου