,

Το κοριτσάκι στο ποδήλατο

Η φωτογραφία ήταν πάντα στο σαλόνι, δίπλα στις υπόλοιπες, που απεικόνιζαν γάμους, βαφτίσια και άλλες σημαντικές στιγμές, όμως διέφερε από εκείνες, ως προς το περιεχόμενο. Αυτή η φωτογραφία απεικόνιζε ένα κοριτσάκι, όχι μεγαλύτερο από τρία, να καβαλάει ένα ποδηλατάκι, στο ίδιο αυτό το σαλόνι. Το κοριτσάκι είχε καστανά μαλλιά κοντά, και λαμπερά καστανά ματάκια, που ακόμη και μέσα από την κάμερα, έλαμπαν με σκανδαλιά και εξυπνάδα. Πάντα το θεωρούσα δεδομένο, ότι αυτό το κοριτσάκι ήμουν εγώ, ξεχνώντας βέβαια, το γεγονός, πως τα δικά μου μαλλιά ήταν μαύρα και τα μάτια μου αρκετά πιο ανοιχτά από εκείνα του κοριτσιού.

Η αλήθεια είναι όμως, ότι ποτέ δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα, δεν είχα λόγο να το σκεφτώ. Τουλάχιστον όχι, μέχρι που άρχισα να πηγαίνω κάποιες φορές στο νεκροταφείο με την μάνα μου και εκεί, στο οικογενειακό μνήμα, όπου αναπαυόταν ο παππούς μου, είδα το όνομά μου γραμμένο στην πέτρα. Την πρώτη φορά που το είδα, νόμιζα ότι έκανα λάθος. Φυσικά, δεν μπορούσαν να εννοούν ούτε την γιαγιά μου, η οποία είχε το ίδιο όνομα, αλλά ζούσε τότε ακόμη. Και εξάλλου δίπλα στο όνομα έγραφε ξεκάθαρα “τριών χρονών”.

Ήταν ένα μυστήριο, όμως τότε δεν ρώτησα κανέναν. Το ξέχασα, όπως κάνουν συχνά τα παιδιά με τα θέματα που δεν τα αφορούν άμεσα . Η ζωή συνεχίστηκε, μέχρι που ανακάλυψα κάποιες παλιές φωτογραφίες, που έδειχναν τους γονείς μου στα βαφτίσια ενός μωρού. Ενός μωρού, που σαφώς, δεν ήμουν εγώ, ούτε ο μεγαλύτερος αδερφός μου. Είχα δει φωτογραφίες από τα δικά μου βαφτίσια, οπότε ήμουν βέβαιη. Ρώτησα τότε την μάνα μου; Νομίζω πως ναι, αλλα εκείνη μου απάντησε με αοριστίες και με έστειλε να παίξω. Όμως, η περιέργεια είχε ξυπνήσει για τα καλά μέσα μου πλέον. Έπρεπε να μαθω, ποιό ήταν αυτό το μυστηριώδες παιδί, που φαινόταν να ζει στο σπίτι μας αλλά σε μια παράλληλη διάσταση. Ρώτησα την θεία μου, την αδελφή της μάνας μου, την μάνα της μάνας μου και νομίζω δυο τρια άτομα ακόμη. Η γιαγιά μου μου είπε τελικά, ότι η μάνα μου, μετά τον αδερφό μου, είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι, που το ονόμασαν Παναγιώτα, σαν εμένα. Το κοριτσάκι αυτό πέθανε σε ένα ατύχημα, όταν ήταν τριών χρονών. Μου είπε, ότι η μάνα μου δεν ήθελε να το συζητάει και καλύτερα να μην το αναφέρω ξανά. Όπως και έκανα. Αλλά τότε κατάλαβα και το άλλο: ότι το παιδί στην φωτογραφία δεν ήμουν εγώ, αλλα εκείνη. Η αδερφή μου. Που αν ζούσε θα ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από μένα, πιθανότατα θα ήταν σκανταλιάρα, όπως έδειχναν τα μάτια της και θα είχα πάντα μια παρέα, ήθελα δεν ήθελα. Θα ήμασταν τρία αδέρφια. Άραγε, θα τα πηγαίναμε καλά; Θα μαλώναμε; Ή μήπως, εγώ δεν θα υπήρχα καν, αν είχε ζήσει εκείνη; Δεν θα μάθαινα ποτέ, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν θα ρίσκαρα να στενοχωρήσω την μάνα μου.

Τελικά, έμαθα την ιστορία του κοριτσιού με το ποδήλατο, πολλά χρόνια μετά, όταν και οι δύο γονείς μου είχαν φύγει, για να την συναντήσουν. Η θεία μου, μου είπε τα πάντα, όταν δεν υπήρχε πλέον η μάνα μου να την σταματήσει.

Η αδερφή μου ήταν ένα κοριτσάκι πανέξυπνο και όλο ζωή. Πολύ τρυφερή και γελαστή αλλά και πολύ τολμηρή για την ηλικία της. Έφευγε μόνη της από το σπίτι και πήγαινε σε σπίτια συγγενών και φίλων. Αυτό ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της νομίζω. Πάντα εξαφανιζόταν και είχε κάνει τους γονείς μου να λαχταρήσουν πολλές φορές.

Δεν της άρεσε να βγάζει φωτογραφίες, μου είπε η θεία μου, σπανίως καθόταν, κι εκείνη με το ποδήλατο, ήταν από τις ελάχιστες που υπήρχαν.

Εκείνη την μοιραία μέρα, την τελευταία της ζωής της, είχε περάσει από όλους τους συγγενείς, ” σαν να το ήξερε” μου είπε με φωνή που έτρεμε η θεία μου.

“Και πώς έγινε;” ρώτησα εγώ.

“Όπως κάθε μέρα, όλες οι συγγένισσες της γιαγιάς σου, πεθεράς της μάνας σου, είχαν μαζευτεί στο σπίτι και η μάνα σου τις σέρβιρε, μην χάσουν. Ε, η μικρή ανέβηκε στην ταράτσα, να βρει τον αδερφό σου που έπαιζε με τις δικές μου. Πήγε στον φωταγωγό, που της το έλεγα της μάνας σου, να τον σκεπάσουν, δεν με άκουσε. Δεν θέλει πολύ να γίνει το κακό. Η κοπέλα έπεσε και τσακίστηκε. Την βρήκαν πόση ώρα μετά, και κάλεσαν ασθενοφόρο αλλά το κακό είχε γίνει. Η μάνα σου κι ο πατέρας σου έπεσαν να πεθάνουν, όπως κι όλο το σόι. Ο πατέρας μου ,μόλις το έμαθε λιποθύμησε μέσα στην αγορά. Γι’ αυτό δεν ήθελαν να μιλάνε γι’ αυτό. Όταν γεννήθηκες εσύ, ενάμιση χρόνο μετά, έγινε πανηγύρι. Ο πατέρας σου, μόλις άκουσε ότι είναι κορίτσι (τότε δεν είχαμε υπέρηχους), πλάνταξε στο κλάμα, δεν τον είχα ξαναδεί έτσι”.

Μόλις έμαθα την ιστορία με στοίχειωσε για πολύ καιρό. Σκεφτόμουν τι είχαν περάσει οι κακόμοιροι γονείς μου κι ότι έτσι εξηγούνταν πολλά πράγματα, όπως η προστατευτικότητα απέναντί μου και το πώς με είχαν πάντα από κοντά. Πρέπει να φοβούνταν τρελά, μην επαναληφθεί η ιστορία.

Δυστυχώς, σήμερα, δεν έχω πλέον την φωτογραφία με το κοριτσάκι στο ποδήλατο. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έχω κάνει πολλές μετακομίσεις και κάπου έχει παραπέσει, όμως την έχω καθαρή στην μνήμη μου. Τα ματάκια, όλο ζωντάνια και κατεργαριά, να κοιτάζουν ευθεία στο φακό, με μια υποψία ενόχλησης.

Κι ελπίζω, αν όντως υπάρχει κάτι άλλο εκεί έξω, να έχει ξανασμίξει με τους γονείς μας και να είναι χαρούμενοι, γιατί, τι είναι ο παράδεισος, αν όχι, το να ξαναβρίσκεις τους αγαπημένους σου;

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: