,

Φευγάτος – IV

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Προηγούμενο κεφάλαιο

Έπρεπε να πέσει χαμηλά ο Βασίλης, για να μάθει, μόνο που δεν τον άφηνε ο φευγάτος. Μια στιγμή πριν την καταστροφή, τον τραβούσε απ’ τα μαλλιά και του έδινε κουράγιο για να επιπλεύσει μέσα στα σκατά που πίστευε ότι τον βύθιζαν στον πάτο. Ήταν παράξενες εκείνες οι μέρες. Οι τεράστιες μέρες που έλεγες πως δεν θα έφευγαν με τίποτα. Διπλά δύσκολα ήταν τα βράδια. Ξενυχτούσε διαβάζοντας και προσπαθώντας να διώξει απ’ το μυαλό του την Μελίνα. Μάταια. Όσο κι αν κατάφερνε να συγκεντρωθεί, υπήρχαν κι οι στιγμές που δεν το κατάφερνε. Το ‘βαζε κάτω. Έπαιρνε τα κλειδιά του και βολτάριζε στην πόλη. Κατέβαινε στο λιμάνι. Περπατούσε μέσα στους κατάμεστους δρόμους και τις μουσικές απ’ τα μπαράκια. Βούιζε το κεφάλι του, γιατί δεν τον άφηναν οι αναμνήσεις του να ηρεμήσει.

«Καταραμένη πόλη» μουρμούρισε, πριν στρίψει σ’ έναν κατάμεστο πεζόδρομο. Το ‘κοψε για τη γειτονιά του με τα πόδια. Είδε για πολλοστή φορά τους ίδιους δρόμους, τον ίδιο κόσμο, τις ίδιες πολυκατοικίες, μα του φαινόταν πως κάτι είχε αλλάξει. Ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν ο κόσμος αυτός που άλλαξε. Η αντίληψη του έφταιγε. Είχε υλοποιήσει αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «αναστροφή». Κάθε φορά που η ζωή του έφτανε σ’ ένα τέλμα, πατούσε φρένο και γύριζε πίσω. Βάλθηκε να ξεχάσει την Μελίνα κι όλα όσα πέρασαν μαζί. Το προσπάθησε.

Γύρισε σπίτι, διάβασε, έφαγε, ξάπλωσε. Ύπνο δεν είχε. Βγήκε έξω για να περπατήσει. Παγωμένο ήταν εκείνο το βράδυ του Απρίλη. Πήγε στο πάρκο που άραζε με την παρέα του. Κάθισε στο παγκάκι που έπιανε με την Μελίνα. Αναστέναξε πριν ανάψει τσιγάρο. Κουβαλούσε την τσάντα του μαζί του. Έβγαλε το walkman του κι έβαλε μουσική. Βούτηξε κάποιο τετράδιο κι ένα στυλό κι άρχισε να γράφει. Είχε ανάγκη να της μιλήσει, μα ο εγωισμός του δεν τον άφηνε. Θα ‘γραφε όσα είχε να της πει κι ύστερα θα παρατούσε το χαρτί στο γραμματοκιβώτιό της.

Σου γράφω… Σου γράφω και δεν ξέρω τον λόγο.

Έφυγα γι ακόμη μια φορά από την ζωή μου. Τα παράτησα όλα και πήρα τους δρόμους. Το Walkman παίζει στην διαπασών το τραγούδι μας και το παγκάκι μας είναι η μόνη μου συντροφιά.

Έχει πάει τέσσερεις και την έχω βγάλει μόνος στην απριλιάτικη ψύχρα. Ούτε να δω κανέναν θέλω, ούτε ν’ ακούσω κανέναν, ούτε να μου μιλήσει κανείς και να μου πει το οτιδήποτε. Έβαλα φωτιά στα πάντα και το μετάνιωσα. Μόνο που τώρα δεν μπορώ να κάνω κάτι για να το αλλάξω.

Λυπάμαι για όλες τις στιγμές που χάσαμε. Λυπάμαι για τις λάθος επιλογές μας. Λυπάμαι που σε άφησα όπως σε άφησα. Σου είχα πει ότι δεν μπορώ να επιστρέψω πίσω σε μια κατάσταση που να μην ζω το κοινό. Στο ξεκαθάρισα εξ’ αρχής και αυτό πήγες κι έκανες. Τα αποφάσισες και τα έπραξες μόνη σου. Τώρα ο καθένας μας ζει μόνος για τον εαυτό του.

Συνεχίζω να γράφω, συνεχίζω να μην ξέρω τον λόγο, συνεχίζω να μπερδεύομαι, χαράζει και δεν έχω που να πάω, δεν με χωράει το σπίτι, δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί. Θέλω να έρθω σε σένα, μόνο που δεν μπορώ. Δεν με αφήνει ένα κομμάτι του εαυτού μου να σε πλησιάσω. Με πονάνε οι πράξεις σου και δεν νομίζω πως μπορώ πλέον να τις συγχωρήσω.

Χρόνο ήθελα Μελίνα. Χρόνο. Δεν μου τον έδωσες ποτέ. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ, δεν πρόλαβα να μιλήσω, δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα. Μ’ έφερες προ τετελεσμένων γεγονότων.

Το μόνο που νιώθω πια είναι θλίψη. Ότι απέμεινε από μας, από αυτούς τους δύο μήνες και τις δεκαεννιά μέρες, είναι μια φωτογραφία. Τίποτα περισσότερο. Μια απλή φωτογραφία.

Σκέφτηκα πολλές φορές να την σκίσω, να την κάψω, να την καταστρέψω για να μην την βλέπω, αλλά δεν μου πάει η καρδιά. Ίσως κάποια μέρα να αλλάξουν τα πράγματα και να γελάμε μ’ αυτή την κατάσταση.

Δεν ξέρω πια αν φταίει το κρύο που τρυπάει την ψυχή μου, δεν ξέρω αν είναι οι αποφάσεις σου και οι πράξεις σου, δεν ξέρω αν είναι εκείνο το «μίσησέ με» που ξεστόμισα το μεσημέρι. Δεν ξέρω πια τι μου φταίει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι σ’ αγαπάω και δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα σ’ αγαπάω.

Χρειάζομαι χρόνο και χώρο για τον εαυτό μου. Να σκεφτώ, να δω τι θα κάνω παρακάτω, να φέρω τα πράγματα σε μια ισορροπία. Είχα την ανάγκη να σου μιλήσω. Κι αφού δεν μπορώ να το κάνω, είπα να σου γράψω. Ίσως το χαρτί να καταφέρει να μ’ ακούσει όπως μ’ άκουγες κι εσύ μέχρι χθες. Σου μιλούσα και με κοίταζες στα μάτια, άκουγες την κάθε λέξη, ήξερα πως είχα δίπλα μου κάποια που με νοιαζόταν και είχα κάποια για να νοιάζομαι. Τώρα τίποτα. Ένα απόλυτο κενό.

Μόνο σήμερα θα μπορούσαν να έρθουν έτσι τα πράγματα, ήρθαν, πέρασαν, έφυγαν μακριά και τώρα πια δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν ξέρω σε ποιο αύριο να πιστέψω. Ξημερώνει Σάββατο κι εγώ πρέπει να χαθώ για να καθαρίσω τον νου μου. Έχω ακόμη την ανάγκη σου, όμως δεν έχω εσένα.

Το κλείνω κάπου εδώ, με παίρνουν τα ζουμιά και δεν γουστάρω. Να θυμάσαι αυτό που σου έλεγα κάθε μέρα. Θα επιβιώσουμε κούκλα, γι αυτό είμαστε γεννημένοι…

«Όλο μαλακίες γράφω» ψιθύρισε ο Βασίλης, χαμογελώντας, ενώ σκούπιζε τα βουρκωμένα του μάτια. Έκοψε την σελίδα απ’ το τετράδιο, την δίπλωσε ευλαβικά και την έχωσε στην τσέπη του. Μάζεψε τα πράγματά του κι έβαλε πλώρη για το σπίτι της.

Η Μελίνα καθόταν στο μπαλκόνι της, τυλιγμένη σε κάποια παλιά μπλούζα του Βασίλη, πού ‘χε μείνει ξεχασμένη στο δωμάτιό της, απ’ τις μέρες που έμεναν μαζί. Αγνάντευε τον άδειο δρόμο. Είχε αδειάσει τελείως το μυαλό της. Δεν ήξερε ούτε τι έπρεπε να σκεφτεί, ούτε αν έπρεπε και να σκεφτεί. Για μέρες κυκλοφορούσε η ίδια σκέψη μέσα στο κεφάλι της. «Ο Βασίλης έκανε την κίνησή του. Σειρά μου τώρα» έλεγε και ξαναέλεγε κι έψαχνε να βρει έναν τρόπο, τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για να του αποδείξει αυτά που η ίδια πίστευε ότι έπρεπε να αποδειχθούν.

Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο όταν παρατήρησε την κάφτρα του τσιγάρου στην απόσταση. Γνώριζε εκείνη την κίνηση της πορτοκαλί κουκίδας, γιατί την είχε δει αμέτρητες φορές. Βεβαιώθηκε λίγες στιγμές αργότερα, όταν ο Βασίλης πέρασε κάτω απ’ τον φανοστάτη. Κοίταξε προς το μπαλκόνι της, αλλά δεν την είδε μέσα στα σκοτάδια. Χώθηκε στο δωμάτιο η Μελίνα, πατώντας στις μύτες των ποδιών, σαν να πίστευε ότι θα άκουγε τα βήματά της.

Ούτε κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει, όταν άκουσε την βραχνή φωνή του Λάμπρου να τον φωνάζει. Σήκωσε το βλέμμα του και τον είδε, μέσα στις πιτζάμες του, να πηγαίνει προς το μέρος του. «Περαστικός ήμουν» μουρμούρισε ο Βασίλης, γνέφοντας, προτού κάνει να φύγει.

«Μόνο περαστικός δεν ήσουν» απάντησε ο Λάμπρος. Κοντοστάθηκε ο Βασίλης. Γύρισε και τον κοίταξε. «Ξενυχτάς, Λάμπρο;»

«Ναι. Όπως κι εσύ. Για τελείως διαφορετικούς λόγους».

«Δε με χώραγε το σπίτι…» απολογήθηκε ο Βασίλης, σκύβοντας το κεφάλι κι ο Λάμπρος, που ‘χε βγει απ’ τον κήπο, τον κοίταζε σκεφτικά.

«Θα ‘ρθουν κι οι μέρες που θα πέφτουν πάνω σου οι τοίχοι…»

«Έχουν περάσει ανεπιστρεπτί».

«Έχει νόημα να διαφωνήσω;»

«Κανένα απολύτως».

«Θες να μιλήσεις στην Μελίνα;»

«Όχι».

«Τότε; Πώς κι απ’ τα μέρη μας;»

«Σου ‘πα, Λάμπρο. Περνούσα. Βολτάριζα».

«Πίστευα ότι απέφευγες να περνάς από εδώ».

«Γιατί; Υπάρχει λόγος;»

Αναστέναξε ο Λάμπρος. Έσκυψε το κεφάλι του για να κρύψει το αμυδρό χαμόγελό του. «Δεν υπάρχει λόγος. Καληνύχτα, Βασίλη» είπε ήρεμα, πριν μπει στον κήπο. Περίμενε ο Βασίλης να χαθεί στο σπίτι για να αφήσει το γράμμα του, μα ο Λάμπρος κάθισε σ’ εκείνο το τραπέζι που καθόντουσαν πριν από λίγο καιρό όλοι μαζί, κι άναψε τσιγάρο.

«Καληνύχτα, Λάμπρο» φώναξε ο Βασίλης, γνέφοντας, όταν κατάλαβε ότι δεν θα κατάφερνε να παραδώσει το γραπτό του. Γύρισε σπίτι του και μετάνιωσε για τ’ ότι δεν μίλησε στον Λάμπρο. Έβγαλε το γράμμα απ’ την τσέπη του και το ‘χωσε βιαστικά μέσα στην τσάντα του. Ήταν το μόνο μέρος που δεν θα έψαχνε κανείς. Δεν ήθελε να μοιραστεί εκείνες τις σκέψεις. Ήταν μόνο δικές του και, κάποια στιγμή, θα γινόταν και της Μελίνας. Όταν ξανάβρισκε το κουράγιο να πάει μέχρι το σπίτι της. Όταν τον ξαναπήγαιναν τα πόδια του εκεί.

Εκείνο το Σάββατο, η παλιοπαρέα μαζεύτηκε στο πάρκο. Έλειπαν ο Βασίλης, που ‘χε επιλέξει τον δρόμο της αυτοεξορίας, κι η Μελίνα, που προβάριζε ατάκες στο σπίτι. Δεν ήξερε γιατί έκανε ό,τι έκανε, ούτε κι αν υπήρχε κάποιος λόγος που έπρεπε να κάνει αυτά που υπήρχαν στο μυαλό της. Αντηχούσε μέσα στο κρανίο της εκείνο το «μίσησέ με» του Βασίλη και θύμωνε.

Ο Λάμπρος δεν την ρώτησε πού θα πήγαινε, όταν την είδε να φεύγει από το σπίτι ντυμένη περισσότερο επίσημα απ’ όσο συνήθιζε. Δεν υπέθεσε τίποτα, όντας σίγουρος για τον χαρακτήρα της κόρης του. Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πατήσει τον εγωισμό της και να πάει να ζητήσει μια συγγνώμη από τον Βασίλη, όπως γνώριζε ότι κι εκείνος δεν θα δεχόταν να την ακούσει, χωρίς να μιλήσουν για ό,τι έγινε μεταξύ τους. Αναθεμάτισε την γυναίκα του, ασυναίσθητα, όπως έκανε όταν στράβωνε η κόρη του κι ύστερα πιάστηκε να μαγειρέψει για βράδυ.

Έχανε στο τάβλι ο Πάνος κι είχε σπαστεί. Έπινε τον απογευματινό του καφέ, σε κάποια συνοικιακή καφετέρια που ήταν ντυμένη με ξύλο κι έπαιζε ρόκ. Μία κοίταζε τον αντίπαλό του και μία την παραμάνα. «Ούτ’ οι φυλακισμένοι δεν το παίζουν αυτό. Παράτα το».

«Δεν παίζει» απάντησε θυμωμένα, πριν πιάσει τα ζάρια στα χέρια του και τα ρίξει με δύναμη. Το ένα έφυγε κι έπεσε στο πάτωμα. «Σκάφη θες, Πάνο!» του φώναξε κοροϊδευτικά ο συμπαίκτης του. Αναθεμάτισε πριν σηκωθεί για να πιάσει το ζάρι. Γύρισε και κοίταξε την κοπέλα με το δερμάτινο παντελόνι και τα ψηλοτάκουνα μποτάκια. «Μελίνα;» αναρωτήθηκε, παρατηρώντας την να βαδίζει αεράτα προς το μέρος του. Πετάρισε τα βλέφαρα του. Είχε πάρει τ’ αυτί του ότι είχαν χωρίσει, αλλά δεν ήταν και σίγουρος.

«Τι κάνεις, Πανούλη;» τον ρώτησε, όταν έφτασε μπροστά του.

«Καλά» απάντησε εκείνος, σχεδόν ανέκφραστα, πριν γυρίσει στο χαμένο παιχνίδι.

«Με χωράει η παρέα;» συνέχισε η Μελίνα κι ο Πάνος γύρισε και την κοίταξε απορημένα. «Κοίτα…» έκανε να πει, μα δεν έσωσε να ολοκληρώσει την σκέψη του, γιατί η Μελίνα κάθισε δίπλα του και άρχισε να παρατηρεί τα πούλια. «Χαμένο είναι, μη το παίζεις» του είπε χαμογελώντας κι έπειτα έκανε νόημα στον σερβιτόρο.

«Καλά σου λέει η κοπέλα ρε. Ασ’ το. Κερνάς καφέ» είπε ο συμπαίκτης του, πριν σηκωθεί απ’ το τραπέζι για να πάει να καθίσει σε μια άλλη παρέα και ν’ αρχίσει μια νέα παρτίδα. «Φίλος σου;» ρώτησε η Μελίνα κι ο Πάνος έγνεψε αρνητικά, ανακατεύοντας τον φραπέ του.

«Τότε;»

«Γνωστός. Κάποιος φρόντισε να χάσω τους φίλους μου» σχολίασε εκείνος, πικρόχολα.

«Αν εννοείς εμένα…»

«Δεν εννοώ εσένα. Στον Λαμπρόπουλο αναφέρομαι. Τι θες Μελίνα;»

«Να μιλήσουμε;» έκανε εκείνη με νάζι κι ο Πάνος αναστέναξε. «Δεν γουστάρω ν’ ανοίξω βεντέτα με τον φευγάτο και τους δικούς τους. Εντάξει, έγινε μία μαλακία, σπάστηκαν τα παιδιά, το διαλύσαμε, είπαμε ότι θα τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του και μέχρι εκεί…»

«Καμία βεντέτα δεν πρόκειται να ανοίξει, Πάνο. Το διαλύσαμε με τον Βασίλη» τον διέκοψε η Μελίνα.

«Εσύ χώρισες μαζί του. Εκείνος;»

«Εκείνος, αγόρι μου, είναι αλλού».

«Ο φευγάτος;» ρώτησε, δύσπιστα, ο Πάνος.

«Το παλιό σου φιλαράκι, ναι. Είναι με μια κοντούλα, κοκκινομάλλα, όμορφη δεν τη λες, ούτε εντυπωσιακή» μονολόγησε η Μελίνα, προσπαθώντας να κρύψει τον πικρό της τόνο.

«Σοβαρά;»

«Χάνει ευκαιρίες ο Βασίλης;» ρώτησε εκείνη, σηκώνοντας το φρύδι.

«Δεν ξέρω, Μελίνα. Δεν μιλάμε πια. Δεν ξέρω τι κάνει. Αν ήρθες για πληροφορίες…»

«Για εσένα ήρθα».

«Για εμένα;»

«Δεν σε κολακεύει το να παριστάνεις τον βλάκα».

«Δεν… Τι;»

«Έτσι θα το πάμε τώρα;»

«Μου τα ρίχνεις;»

«Και δεν τα πιάνεις».

«Μελίνα;»

«Τι έγινε ρε ποζερά; Μέχρι πριν τέσσερεις μήνες έτρεχες πίσω μου και τώρα κάνεις τον ανίδεο;» πέρασε στην επίθεση η Μελίνα. «Θες αγόρι μου να ‘μαστε μαζί ή τσου;»

Ο Πάνος έριξε το βλέμμα του στον καφέ και σταύρωσε τα χέρια του. Ένιωθε παράξενα. Πάντα είχε το πάνω χέρι και την πρώτη κίνηση την έκανε εκείνος. Τον έπιασε απροετοίμαστο η Μελίνα. Δεν ήξερε αν ήθελε ή δεν ήθελε. Της έριξε μια κλεφτή ματιά. Ήταν εντυπωσιακή. Αψεγάδιαστη. Προσπάθησε να θυμηθεί τον λόγο που τον έκανε να της μιλήσει για πρώτη φορά. Είχαν περάσει χρόνια από τότε κι είχαν παρέλθει πολλά. Το πείσμα του, μόνο, υπήρχε στο μυαλό του. Το πείσμα του να την ρίξει για να αποδείξει ότι μπορούσε να έχει όποια ήθελε. Κάτι το οποίο, πλέον, δεν υπήρχε.

Τέσσερα τραπέζια παρακάτω, δύο μυστήρια παιδιά παρακολουθούσαν τη σκηνή. Ο ένας απ’ αυτούς ήξερε για την Μελίνα και τον Βασίλη. Βέβαια δεν του είχαν προλάβει τα μαντάτα του χωρισμού. Έπιασε το κινητό του απ’ το τραπέζι και βγήκε απ’ την καφετέρια, συνεχίζοντας να καρφώνει το ζευγάρι με τα μάτια. Βαριά ήταν η προφορά του και ξενική. «Έλα» έκανε στο τηλέφωνο, σέρνοντας το λάμδα με την γλώσσα του.

«Έλα, Γιούρα» ακούστηκε μια φωνή στο ακουστικό.

«Δωσ’ με το τηλέφωνο του φευγάτου».

«Δεν έχει κινητό ρε χαμαλιάν. Τι τον εθές;»

«Η δικιά του είν’ εδώ μ’ αυτόν τον βλάκα πώς τον λένε»

«Πού ρε;»

«‘δω ρε, στ’ αχούρι».

«Χώρισε ρε».

«Ποιος ρε;»

«Ο φευγάτος ρε».

«Σοβαρά;» έκανε ο τύπος έξω απ’ την καφετέρια.

«Σοβαρά. Κατσ’ ‘α πάρω τηλέφωνο την αδερφή του. ‘στω για την ενημέρωση ρε Γιούρα».

«Τον νου, ινδιάνε».

«Έλα, κλείνε λέμε».

Λιτή ήταν η Βικτωρία στο τηλέφωνο. Μόνο με «ναι» και «όχι» απαντούσε. Όταν το ‘κλεισε, κοίταξε τον Βασίλη που καθόταν δίπλα της και τον χτύπησε στην πλάτη.

«Τον κερατά χτυπάν’ στην πλάτη» μουρμούρισε αδιάφορα.

«Το ξέρω» απάντησε εκείνη.

«Δε με χέζεις ρε Βίκυ και δε βγαίνει η άσκηση;»

«Η Μελίνα είναι έξω με τον Πάνο» του είπε, γνωρίζοντας ότι ο αδερφός της σιχαινόταν τις περιστροφές. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε βαθιά ανάσα. Περίμενε ότι ο Βασίλης θα κατεδάφιζε το σπίτι. Ότι θα φώναζε και θα έβριζε. Ότι θα πήγαινε για φασαρία.

«Κι εγώ τι θες να κάνω; Να καταπιώ κάνα σπαθί; Ρίχνε ιδέες» της απάντησε, με τον ίδιο αδιάφορο τόνο που είχε και πριν.

«Κατάλαβες τι σου είπα;» ρώτησε εκείνη, γυρίζοντας το κεφάλι του προς το δικό της.

«Δεν είμαι ηλίθιος».

«Και;»

«Τι και;»

«Δεν θα πεις κάτι;»

«Το είπα ήδη».

«Τι είπες;»

«Να καταπιώ κάνα σπαθί; Δε με νοιάζει, ρε, το τι κάνει και το τι δεν κάνει η Μελίνα. Δική της είναι η ζωή. Ας την κάνει ό,τι θέλει» της είπε, πριν της σπρώξει τα χέρια κι επιστρέψει στο τετράδιό του.

«Βασίλη… Είσαι καλά;» ψέλλισε η Βικτωρία, για να τον δει να χαμογελάει αινιγματικά και να ανάβει τσιγάρο. «Είμαι πάρα πολύ καλά» της απάντησε, γέρνοντας λίγο το κεφάλι του προς τα δεξιά.

«Στη θέση σου θα πήγαινα και θα της άνοιγα το κεφάλι με λοστό».

«Στη θέση μου, Βίκυ, δεν θα χώριζες. Στη θέση μου δεν πρόκειται να μπεις. Στα παπούτσια μου, δυστυχώς, δεν χωράς. Έχω σοβαρότερα πράγματα στο κεφάλι μου απ’ τη Μελίνα…»

«Το θεατράκι σ’ εμένα δεν περνάει» τον διέκοψε νευριασμένα η Βικτωρία.

«Αλήθεια;»

«Λέγε τι έχεις σκοπό να κάνεις».

«Τίποτα απολύτως».

«Τώρα; Ναι, τώρα δεν θα κάνεις τίποτα. Αύριο; Μεθαύριο; Σ’ ένα μήνα; Τα Χριστούγεννα; Σε δεκαπέντε χρόνια; Μια σφαλιάρα σου ‘χα ρίξει στο δημοτικό και μου την γύρισες προχθές. Δέκα χρόνια μετά, Βασίλη! Σε ξέρω, μικρέ! Σ’ έχω…»

«Μεγαλώσει;» την διέκοψε ο Βασίλης. Άρχισε να αποτυπώνεται η οργή του στην όψη του. «Αυτό δεν είχες σκοπό να πεις;» συνέχισε, νευριασμένα, κρατώντας όμως χαμηλό τόνο.

«Όχι… Δεν…»

«Βίκυ; Δεν θέλω να σκοτωθούμε. Θέλω να τελειώσω με την γαμωεπανάληψη και να ξεραθώ» της είπε, προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Ούτε να συζητήσουμε θέλω» συνέχισε, όταν είδε το απογοητευμένο της ύφος.

«Εντάξει» απάντησε εκείνη.

Κοιμήθηκε νωρίς ο Βασίλης και ξύπνησε αξημέρωτα. Είχε καλυφθεί η γειτονιά απο πυκνή ομίχλη. Άνοιξε το παράθυρο του δωματίου για να πάρει αέρα. Κοίταξε την αδερφή του που κοιμόταν κουλουριασμένη μέσα στην κουβέρτα και κάγχασε. Έβαλε βιαστικά τα παπούτσια του, πήρε κλειδιά και έφυγε για να περπατήσει στην ήρεμη πόλη.

Λίγη ώρα αργότερα έφτασε στη γέφυρα. Δεν κάθισε εκεί για να σκεφτεί, μα την διέσχισε και πέρασε στην αντίπερα μεριά. Γύριζε στα στενά, καταστρώνοντας το σχέδιό του. Την ήξερε την Μελίνα κι ήξερε και τις αντιδράσεις της. Του πέρασε απ’ το μυαλό, για μία στιγμή, να την πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, αλλά το απέρριψε την ίδια ώρα που το σκέφτηκε. «Διάφανοι άνθρωποι…» συλλογίστηκε όταν έφερε στο νου του εκείνες τις στιγμές που συζητούσαν. Δεν χρειαζόντουσαν λόγια για να καταλάβουν τι ακριβώς σκεφτόταν ο άλλος. Με κάποιο, μαγικό, τρόπο, το γνώριζαν ήδη.

«Πού ρε φευγάτε;» ακούστηκε μια φωνή μέσα στην ομίχλη κι ο Βασίλης σάστισε. Σταμάτησε απότομα και κοίταξε γύρω του. «Εδώ ρε, στο παράθυρο» είπε η Νίκη, γνέφοντάς του. Προσανατολίστηκε με την φωνή της ο Βασίλης. Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο και την είδε, σχεδόν κρεμασμένη, απ’ το παράθυρο εκείνης της μονοκατοικίας.

«Πού ρε μουρλή;» χαιρέτισε, με ένα προσποιητά πρόσχαρο ύφος.

«Εδώ, στον αγώνα. Ξενυχτάς;»

«Ανέκαθεν».

«Έχεις σκοπό να εμφανιστείς στο σχολείο τη Δευτέρα;»

«Φυσικά».

«Ξενυχτισμένος;» ρώτησε, γελώντας, η Νίκη.

«Θα δείξει».

«Για πού το ‘βαλες;»

«Περιφέρομαι ασκόπως».

«Να την πιάσεις και να της μιλήσεις…» έκανε να πει η Νίκη, μα η παράξενη γκριμάτσα του Βασίλη της έκοψε την φόρα. «Της έχει ήδη μιλήσει κάποιος άλλος» μουρμούρισε εκείνος, κρυπτικά.

«Δε σε πιάνω».

«Δε χρειάζεται» είπε ο Βασίλης, κλείνοντας το μάτι στην Νίκη, πριν φύγει.

Τον κοίταζε να απομακρύνεται η Νίκη κι έσπαγε το κεφάλι της για να αποκρυπτογραφήσει εκείνα τα παράξενα λόγια. «Ποιός της μίλησε και τι της είπε;» ρώτησε τον εαυτό της, ενώ έκλεινε το παράθυρο. Κοίταξε την τηλεόραση στο σαλόνι που έπαιζε αθόρυβα. Πήρε προς τον καναπέ. Έπιασε το τηλέφωνο στα χέρια της. «Σοβαρέψου, είναι πέντε» μάλωσε τον εαυτό της.

Βαδίζοντας αφηρημένα προς το σπίτι του, ο Βασίλης λίγο έλειψε να πέσει πάνω σ’ ένα ταξί. «Έχε χάρη ρε τσογλάνι που ‘χω πελάτη» φώναξε ο ταξιτζής, όταν τον έβρισε ο Βασίλης. Έσκυψε το κεφάλι της η Μελίνα, για να μη την δει. «Εξαφανισμένος» ψιθύρισε ίσα για να την ακούσει ο εαυτός της κι όταν τον είδε με την άκρη του ματιού της να απομακρύνεται, άρχισε να τον παρατηρεί.

Ο κλασσικός Βασίλης ήταν, που δεν είχε σκοπό ν’ αλλάξει. Ένα τσιγάρο ήταν κολλημένο στο στόμα του, είχε χώσει τα χέρια στις τσέπες και περπατούσε σκεφτικά, κοιτάζοντας το πεζοδρόμιο. Χάθηκε απ’ τα μάτια της καθώς απομακρυνόταν από το ταξί που την πήγαινε σπίτι.

Ο Λάμπρος που είχε πιάσει τον καναπέ και διάβαζε, ούτε που σήκωσε τα μάτια του όταν άνοιξε η πόρτα του σπιτιού. «Γεια» έκανε αδιάφορα, ενώ γύριζε σελίδα.

«Μπαμπά; Δεν κοιμάσαι;» ρώτησε, σχεδόν ψιθυριστά, η Μελίνα.

Αναστέναξε ο Λάμπρος. «Από τότε που πέθανε η μαμά σου» σχολίασε. Την κοίταξε. Έμοιαζε κλαμένη. «Βαμμένη έφυγες, άβαφτη γύρισες;» την ρώτησε, μ’ εκείνο τον παράξενα αδιάφορο τόνο κι εκείνη έγνεψε. Κάθισε απέναντί του, σε μια πολυθρόνα. «Τι διαβάζεις;» ρώτησε, για να δει τον Λάμπρο να σηκώνει το βιβλίο. «Μάλιστα…» μουρμούρισε η Μελίνα.

«Έχεις να μου πεις κάτι, μικρή πριγκίπισσα;»

«Όχι».

«Καλώς. Να συνεχίσω το βιβλίο μου;»

«Ναι» απάντησε, μα δεν σηκώθηκε από τη θέση της. Απόμεινε εκεί να τον κοιτάζει να κάνει σκεφτικές γκριμάτσες και να αλλάζει σελίδες. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον γιατί την έτρωγε το μέσα της, αλλά δεν ήξερε αν έπρεπε να τα πει στον πατέρα της γιατί δεν ήταν σίγουρη για το πώς θα εξελισσόταν εκείνη η συζήτηση.

«Μπαμπά μου;» άρχισε, ψιθυριστά, η Μελίνα.

«Ωχ» έκανε ο Λάμπρος κι ύστερα τσάκισε την άκρη της σελίδας κι άφησε το βιβλίο δίπλα του. Έπλεξε τα δάχτυλά του, την κοίταξε και της χαμογέλασε. «Έχεις, τουλάχιστον, καλό λόγο που γύρισες κλαμένη στο σπίτι;»

«Δεν…» άρχισε να λέει η Μελίνα, μα το ύφος του πατέρα της την έκανε να σκύψει μηχανικά το κεφάλι και να κοιτάξει τα χέρια της. «Τι έγινε;» ρώτησε ο Λάμπρος κι εκείνη ένιωσε τον λαιμό της να ξεραίνεται.

«Να… Κοίτα… Βγήκα… Με ένα παιδί…» κόμπιασε η Μελίνα, ενώ αδυνατούσε να σηκώσει το βλέμμα της και να κοιτάξει τον Λάμπρο.

«Να μαντέψω με ποιό παιδί βγήκες;»

«Με τον Πάνο βγήκα» μουρμούρισε εκείνη.

«Να μαντέψω τη συνέχεια ή όχι;» ρώτησε ο Λάμπρος κι όταν κατάλαβε ότι η κόρη του δεν είχε σκοπό να μιλήσει, αναστέναξε κι έφυγε για την κουζίνα. Βούτηξε μια μπύρα απ’ το ψυγείο, πήρε και τα τσιγάρα του κι επέστρεψε στον καναπέ. Την κοίταζε σκεφτικά, προσπαθώντας να καταλάβει τον τρόπο που σκεφτόταν. «Θα σου κάνω μια ερώτηση και θέλω μια απόλυτα ειλικρινή απάντηση».

«Ναι» είπε θλιμμένα η Μελίνα.

«Ήταν, τουλάχιστον, καλό;» ρώτησε ο Λάμπρος κι η Μελίνα έβαλε τα κλάματα. Σηκώθηκε από τον καναπέ ο Λάμπρος και πήγε και την αγκάλιασε. Την κουβάλησε μέχρι το δωμάτιό της και την έβαλε να ξαπλώσει. «Χαζό, χαζό κορίτσι, γιατί κλαίς;» την ρώτησε γλυκά, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά.

«Δεν ξέρω» μουρμούρισε η Μελίνα, ρουφώντας τη μύτη της.

«Μία σου και μία μου, θα ‘λεγε ο Βασίλης κι αυτό το πέρασε και σε εσένα».

«Είναι με άλλη, μπαμπά μου…»

«Όμορφη;»

«Ναι».

«Πιο όμορφη από εσένα;»

«Ναι».

«Είναι χαρούμενος;»

«Δεν ξέρω».

«Δεν έμαθες;»

«Όχι».

«Δεν τον είδες;»

«Όχι».

«Πέρασε από εδώ χθες, αργά».

«Το ξ- Αλήθεια;» έκανε η Μελίνα κι όταν παρατήρησε το χαμόγελο του Λάμπρου, έκρυψε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι.

«Το ξέρω ότι το ξέρεις. Όπως ξέρω ότι όλο αυτό το ενορχήστρωσες για να του μπεις στο μάτι. Όπως ξέρω ότι θα βρεις κάποιο τρόπο για να το μάθει. Ξέρω πολλά» σκέφτηκε ο Λάμπρος. Ήταν η πρώτη φορά που την έπιανε να του λέει ψέματα. Την καληνύχτισε, την σκέπασε κι έφυγε από το δωμάτιο. «Θα ξεφουσκώσει» προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του. Μάταια. Βαθιά μέσα του γνώριζε πως είχε αρχίσει ένας πόλεμος που δεν ήταν γραφτό να τελειώσει κάπου. Είχαν μόλις ξεκινήσει οι εχθροπραξίες.

Το πρωί της Δευτέρας βρέθηκαν όλοι μαζί στο σχολείο. Ο Βασίλης που ‘χε επιλέξει την δυσβάσταχτη αυτοεξορία, καθόταν μόνος του, σε κάποιο πεζούλι και κάπνιζε. Η υπόλοιπη παρέα ήταν μαζεμένη στην γωνιά που συνήθιζαν να αράζουν. Πέρασε χωρίς ευτράπελα η μέρα. Έφυγαν για τα σπίτια τους στο σχόλασμα. Η Νίκη είχε δει τις ανακατατάξεις, όμως δεν μπορούσε να τις καταλάβει. Ο Πάνος δεν σερνόταν πίσω από την Έλενα και την Νάντια και προσπαθούσε να μιλήσει στην Μελίνα κι εκείνη δεν τον απέφευγε. Δεν σκέφτηκε τα λόγια του Βασίλη. Της έπιασε κουβέντα την ώρα που επέστρεφαν απ’ το σχολείο. Απόμακρη κι απρόθυμη να συζητήσει ήταν η Μελίνα.

«Σου μιλάω! Θα μου πεις τι τρέχει;» αγρίεψε η Νίκη, όταν σταμάτησαν στη διασταύρωση που χώριζαν οι δρόμοι τους.

«Τίποτα δεν τρέχει» μονολόγησε η Μελίνα, σκύβοντας το κεφάλι.

«Τι δουλειά έχεις με το κωλόπαιδο;»

«Να μη σε νοιάζει!» αρπάχτηκε η Μελίνα.

«Ωραία! Δεν με νοιάζει! Καν’ ό,τι καταλαβαίνεις!»

«Αυτό ακριβώς θα κάνω! Αυτό έκανε και ο Βασίλης!»

«Τι έκανε ο Βασίλης;»

«Ρωτάς; Του κάνεις πλάτες τόσες μέρες κι έχεις το θράσος να ρωτάς;»

«Τι του κάνω;» απόρησε η Νίκη.

«Πλάτες!» ούρλιαξε η Μελίνα.

«Ποιές πλάτες ρε φιλενάδα;»

«Πλάτες για να κυκλοφορεί με την κοκκινομάλλα!»

Η Μελίνα είχε κοκκινίσει ολόκληρη. Είχε σφίξει τις γροθιές της και δάκρυζε. Δεν περίμενε ότι και η Νίκη θα έπαιρνε το μέρος του σ’ αυτόν τον χωρισμό, μα το έβλεπε πια μπροστά της.

«Είσαι ηλίθια; Πες μου! Από το ένα μέχρι το δέκα, πόσο ηλίθια είσαι; Η αδερφή του είναι, τούβλο! Η Βικτωρία είναι! Δεν ρωτάς όμως! Βγάζεις συμπεράσματα μόνη σου!»

«Εντάξει, ναι, η αδερφή του. Πάρε κι εσύ το μέρος του!» κατέληξε η Μελίνα πριν το βάλει στα πόδια. Την κυνήγησε η Νίκη. Δεν θα την άφηνε να πιστεύει ό,τι ήθελε. Θα της εξηγούσε τα πράγματα. Έτσι πίστευε. Όμως τον πρώτο καυγά τον διαδέχτηκε και δεύτερος. Η Μελίνα αρνιόταν να πιστέψει ότι είχε γυρίσει η αδερφή του Βασίλη κι ότι κυκλοφορούσαν μαζί. Επέμενε πως αυτό ήταν ένα σχέδιο των παιδιών για να τον βγάλουν λάδι.

Θύμωσε μαζί της η Νίκη, που δεν μπορούσε να καταλάβει ότι η αντίληψη της Μελίνας είχε στραβώσει από την πίκρα και τον πόνο που ένιωθε για εκείνο τον χωρισμό. Μάταια προσπάθησε να την εκλογικεύσει. «Έλα στα συγκαλά σου, επιτέλους!» της φώναξε κι αυτή ήταν η τελευταία φράση που θα της έλεγε.

«Ο Βασίλης είναι με την κοκκινομάλλα κι εγώ με τον ποζερά. Τελειώσαμε, Νίκη. Κάν’ του όσες πλάτες θες και να σου πω και κάτι; Κράτα τον και για πάρτη σου, αν αυτό θες!» απάντησε η Μελίνα. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της η Νίκη, έκανε αναστροφή κι έφυγε χωρίς να μιλήσει, χωρίς να χαιρετίσει, χωρίς να προσπαθήσει να διορθώσει τίποτα. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να διαλύσει τους τοίχους που ‘χε σηκώσει η φίλη της.

Γύρισε στο σπίτι της, πέταξε την τσάντα στο δωμάτιο και έφυγε ξανά. Πήγε απ’ το ψιλικατζίδικο του Τάσου. Τον βρήκε να γεμίζει ράφια. Πιάστηκε να τον βοηθήσει. Δεν είχε διάθεση για συζήτηση.

*

Μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, η άνοιξη και το σχολείο είχαν φύγει ανεπιστρεπτί κι ο Βασίλης ταξίδευε με τραίνο, μέσα στη νύχτα. Έφευγε για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Έτσι έλεγε το πλάνο του. Πρώτα ο στρατός κι ύστερα σπίτι και δουλειά. Θα το πάλευε και με τη σχολή, όσο κι όποτε μπορούσε. Ήταν σίγουρος ότι θα περνούσε κάπου. Ούτε ήξερε πού, ούτε και τον ένοιαζε.

Είχαν περάσει δύο χρόνια από εκείνη την ημέρα που πέρασε την πύλη, που ντύθηκε στα χακί, που έβαλε την λέξη «υπομονή» στο λεξιλόγιό του. Βαρύς ήταν ο ουρανός εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο. Είχε πάρει άδεια ο Βασίλης και δεν το είχε πει σε κανένα. Είχε σταθεί στα κάγκελα ενός μπαλκονιού και κοίταζε, πέρα στην απόσταση, την πόλη που ξυπνούσε.

Η Νάντια ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και τον παρατηρούσε. Έμοιαζε θλιμμένος και σκεφτικός κι ο καπνός του τσιγάρου έκανε περισσότερο απόκοσμη την όψη του. «Φευγάτε;» τον φώναξε, μα δεν πήρε καμία απάντηση. Γύρισε αργά και την κοίταξε. Πέταξε το τσιγάρο του απ’ το μπαλκόνι. Μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε δίπλα της. Της έπιασε το χέρι.

«Για πόσο θα το συνεχίσουμε;» ρώτησε η Νάντια, για να πάρει την καθιερωμένη απάντηση. «Για όσο».

«Δε μου λέει κάτι αυτό».

«Το ξέρω. Στο έχω πει. Περνάμε καλά όποτε και όταν. Στα κλεφτά; Ναι, έτσι αποφασίσαμε. Μαζί το αποφασίσαμε».

«Με κούρασε».

«Κι εμένα».

«Θέλω κάτι σταθερό».

«Με μένα;»

«Με οποιονδήποτε».

«Κυνήγησέ το, τότε».

«Ρε Βασίλη…» άρχισε η Νάντια, αλλά σώπασε όταν τον είδε να βγάζει τα γυαλιά του. Περίμενε έναν από εκείνους τους τεράστιους μονόλογους που έκανε συνήθως. Δεν είχε διάθεση να μιλήσει ο Βασίλης, παρά μόνο να ξεκαθαρίσει την μεταξύ τους κατάσταση.

Πήγαινε καιρός που τραβούσαν κουπί. Από ένα απόγευμα, λίγο πριν φύγει φαντάρος. Η Νάντια χρειαζόταν την βοήθειά του για να χτυπήσει την Έλενα, που της είχε κάνει πολλά. Τον κάλεσε σπίτι της. Την άκουσε. Έφτιαξε ένα από τα σχέδιά του. Υποσχέθηκε ότι θα την βοηθούσε. Έπιασαν τη συζήτηση. Είχε ακούσει πολλά για εκείνον η Νάντια. Λίγο η περιέργεια, λίγο ο πειραματισμός, λίγο τ’ ότι ήταν κι εκείνη τσακισμένη εκείνο το διάστημα, λίγο τ’ ότι ο Βασίλης είχε σπαστεί με την συμπεριφορά της Μελίνας και τον τρόπο που αντιμετώπισε τον χωρισμό τους, κατέληξαν στο κρεβάτι. Ύστερα είπαν ότι έγινε μια φορά κι ότι δεν θα ξανασυνέβαινε κι υποσχέθηκαν, ο ένας στον άλλο, πως δεν θα το μάθαινε κανείς.

Βέβαια, η Νάντια πίστευε πως είχε βρει έναν άνθρωπο που ήταν πολύ καλός για να ‘ναι αληθινός και ήθελε να δοκιμάσει τα όριά του κι ο Βασίλης, που ‘χε αναδυθεί η σκοτεινή του πλευρά στην επιφάνεια, παρέμενε εκεί, όποτε κι όπως μπορούσε, για να μπορεί να παρακολουθεί την Μελίνα. Αν και η Νάντια δεν συναναστρεφόταν πλέον με τον Πάνο, έκανε παρέα με την Έλενα και μάθαινε την κατάσταση από εκείνη. Ύστερα την μεταβίβαζε στον Βασίλη. Το έκανε για να δει αν ακόμη είχε συναισθήματα. Εκείνος έδειχνε αδιαφορία για τα όσα συνέβαιναν στην ζωή της Μελίνας κι ύστερα, όταν έφευγε, τα έβαζε όλα στη σειρά κι έψαχνε τρόπους για να βγει απ’ το λούκι που ‘χε χώσει τον εαυτό του.

Εκείνα τα παράξενα παιδιά, στα είκοσι τους, είχαν πάρει σβάρνα όλο τον κόσμο. Η Μελίνα έλεγε πως ο Πάνος ήταν ένα μεταβατικό στάδιο στη ζωή της κι ο Βασίλης διατεινόταν πως την είχε πια ξεχάσει. Πως την αγαπούσε σαν άνθρωπο, πως είχαν περάσει όμορφα μαζί, και πως ήταν γραφτό να καταλήξουν έτσι. Ψέματα. Γεμάτοι ψέματα ήταν και οι δύο. Έλεγαν ψέματα για να καθησυχάσουν τους εαυτούς τους.

Αμέτρητα ήταν τα βράδια που ένιωθε πνιγμένος από την απουσία της. Ξαπλωμένος στο μεταλλικό κρεβάτι και το στρώμα από αφρολέξ, προσπαθούσε να της γράψει για να της μιλήσει. Ένα σκασμό γράμματα είχε μαζέψει, μα κανένα δεν της είχε επιδοθεί. Στα δύσκολά του, της έγραφε. Νόμιζε ότι τον άκουγε. Νόμιζε ότι θα του απαντούσε και ότι θα του έλεγε όσα ο ίδιος δεν έβλεπε. Του έλειπε εκείνη η αίσθηση της αλληλοσυμπλήρωσης.

Άκουγε τις ιστορίες των ανθρώπων και τις σύγκρινε με την δική του. Πολλές φορές έκλεινε τα μάτια του και τις έβλεπε μπροστά του. Την ιστορία του Νικόλα του Ασημακόπουλου, που ‘χε φύγει απ’ το σπίτι του και δεν τον έψαξε κανείς. Που έμενε μαζί με τους εξόριστους και τους τοξικοεξαρτημένους, μέχρι να σταθεί στα πόδια του. Που δεν κατάφερε να σώσει τα άτομα που αγαπούσε και κατηγορούσε τον εαυτό του.

Την ιστορία του Μιχάλη του Αναπλιώτη, που μεγάλωσε με το λουρί κι έφτιαξε έναν παράξενο χαρακτήρα. Αρχιτέκτονας που ‘πιανε το χέρι του και μαστόρευε τα πάντα στο στρατόπεδο. Απ’ τα αμάξια μέχρι τις τουαλέτες κι απ’ τα πλακάκια μέχρι εκείνο το παλιό εκκλησάκι που ήθελε αναστύλωση.

Την ιστορία του Παύλου του Ραχωβίτη, ζιγκολό και πρεζάκιας, όλα σ’ ένα. «Τα κάνω όλα και συμφέρω ρε δόκιμε» του ‘χε πει ένα βράδυ που τα ‘πιναν μαζί σε μια ζούλα, κάτω απ’ το φυλάκιο των πυρομαχικών.

Την ιστορία του Μάρκου του Κασσιμάτη. Την ιστορία του Νίκου του Μεταλλά, που ‘χε έρθει για μετεκπαίδευση. Την ιστορία του Θάνου του Νουρίγεβ. Ιστορίες κι ιστορίες ανθρώπων, αναμνήσεις που τις έκανε δικό του κομμάτι. Τότε άρχισε να γράφει ο Βασίλης. Στον στρατό. Αποτύπωνε εικόνες και συναισθήματα πάνω στο χαρτί, για να ξεχάσει τα δικά του δύσκολα.

Σπανίως μιλούσε στη Νάντια. Στις άδειες την έβλεπε στα κλεφτά. «Έξω είμαστε άγνωστοι, ούτε καν παλιοί συμμαθητές. Μέσα είμαστε ό,τι γουστάρουμε» του ‘χε πει η Νάντια όταν βρέθηκαν δεύτερη φορά. Έτσι πορευόντουσαν. Μπορεί να καθόντουσαν στο ίδιο μαγαζί, σε απόσταση δέκα μέτρων και να μην αντάλλαζαν ούτε μια τυπική χαιρετούρα και λίγες ώρες αργότερα να ήταν στο σπίτι της και να έβγαζαν τα μάτια τους.

«Δεν ξέρω τι σκατά παθαίνω μαζί σου» του ‘χε πει τα πρώτα Χριστούγεννα που ήταν φαντάρος ο Βασίλης.

«Υπάρχει πάθος».

«Για πόσο, Βασίλη;»

«Για όσο».

Πέρασε ο πρώτος χρόνος. Γυρνούσε με άδειες ο Βασίλης, για να δώσει μαθήματα. Είχε περάσει αγγλική φιλολογία. Τον φιλοξενούσαν οι φίλοι του. Κανείς δεν είχε καταλάβει ότι όταν χανόταν, πήγαινε κι έβρισκε την Νάντια. Όλοι πίστευαν ότι ήθελε τον χρόνο του για να σκεφτεί. Τα παιδιά ανησυχούσαν για το αν ήταν καλά κι αν άντεχε κι εκείνος κοίταζε μη τον πάρει κανένα μάτι να μπαίνει στην πολυκατοικία που έμενε η Νάντια.

Έτσι είχε γίνει και εκείνο το βράδυ. Πήγε προσεκτικά μέχρι το σπίτι της, της χτύπησε το κουδούνι, βεβαιώθηκε ότι δεν τον είδε κανείς κι ανέβηκε πάνω. Την φίλησε με πάθος όταν έκλεισαν την πόρτα του οροφοδιαμερίσματος. Έκαναν σεξ μέχρι τα χαράματα κι ύστερα βγήκε στο μπαλκόνι για να ρεμβάσει και να σκεφτεί. Από καιρό τον είχε κουράσει εκείνη η κρυφή σχέση, μόνο που δεν ήθελε να είναι εκείνος που θα έγραφε το τέλος. Πίστευε ότι θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το σχέδιό του. Έκανε υπομονή και περίμενε πότε θα του το έλεγε εκείνη. «Instill beliefs» συλλογίστηκε, καθώς την κοίταζε στα μάτια. «Ξέρεις γιατί δεν είμαστε μαζί;» την ρώτησε με γαλήνιο τόνο κι εκείνη έγνεψε καταφατικά.

«Δε μ’ αγαπάς. Δε σ’ αγαπάω. Περνάμε καλά» συνέχισε ο Βασίλης κι η Νάντια έβαλε τα γέλια. «Περνάμε υπέροχα. Ναι. Εντάξει. Αλλά μου λείπουν τα υπόλοιπα και ξέρω, ρε Βασίλη, ότι εσύ δεν πρόκειται να μου τα δώσεις».

«Εκ των πραγμάτων δεν γίνεται. Τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή».

«Ούτε κι όταν απολυθείς θα γίνει. Στο σεξ θα μείνουμε. Δεν το ‘χουμε για παραπάνω. Μας βλέπω».

«Δεν μπορώ να διαφωνήσω» μουρμούρισε, αναστενάζοντας, ο Βασίλης.

«Σε στεναχώρησα;» ρώτησε εκείνη, λίγο πριν τον αγκαλιάσει σφιχτά.

«Όχι. Κάθε άλλο. Μπορούμε να παραμείνουμε φίλοι».

«Ούτε φίλοι μπορούμε να ‘μαστε. Θα μπαίνει στη μέση το σεξ και θα τα χαλάσει όλα. Γκρίνιες, ζήλιες, κόντρες, έχθρες, μίση…»

«Ζηλεύεις, Νάντια;»

«Θα ζηλεύω κι εσύ θα ζηλεύεις. Μόνο αν φτιάξουμε κάτι άρρωστο…»

«Άρρωστο για ποιον;» την διέκοψε εκείνος, νευριασμένα. «Άρρωστο για τη μάνα μου, φερ’ ειπείν; Που πήγε και γκαστρώθηκε από άλλον για να μη φύγει ο πατέρας μου στα καράβια; Για ποιόν, Νάντια; Γι αυτούς τους υποκριτές εκεί έξω;» συνέχισε, δείχνοντας την πόλη, έξω απ’ το παράθυρο.

«Κατάλαβες τι θέλω να πω».

«Όχι δεν κατάλαβα».

«Χαζός είσαι μωρέ…»

«Εξηγήσου».

«Μ’ εξιτάρει το κρυφό, πώς το λένε; Με τρελαίνει τ’ ότι μπορεί να μας πάρουν χαμπάρι, που όλα γίνονται με άκρα μυστικότητα, που έχουμε φλομώσει τον κόσμο στο ψέμα και που έχουμε κάτι ολόδικό μας. Πού νομίζουν ότι είσαι τώρα, τα φιλαράκια σου; Χαμένος κάπου στα στενά, όπως τους έχεις πει. Κάθε φορά που έρχεσαι, κάθε μα κάθε φορά, ζω με τον φόβο και την προσμονή. Φαντασιώνομαι ότι θα χτυπήσει το κουδούνι και θα ‘ναι καμιά φίλη μου, ή ότι θα ‘ρθει η πρώην σου για καυγά. Μ’ εξιτάρει αυτό το πράγμα, με φτιάχνει, πώς να σου το εξηγήσω; Απλά… Τέλος πάντων, τώρα τελευταία έχουν αρχίσει να μου λείπουν άλλα πράγματα και να μη μου αρκεί μόνο αυτό. Με καταλαβαίνεις τώρα;»

«Απόλυτα» μουρμούρισε ο Βασίλης.

«Σε πειράζει να το αφήσουμε εδώ; Ένα τελευταίο σεξ και μετά τέλος. Οριστικά τέλος».

«If that’s what you wish…» της είπε γλυκά, κι ύστερα την άφησε και βγήκε πάλι στο μπαλκόνι. «Δεν θέλω να μαλώσουμε…» έκανε η Νάντια, καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι για να ντυθεί και να του κάνει παρέα.

«Δεν μαλώνουμε. Σκέφτομαι».

«Τι σκέφτεσαι;»

«Πολλά και διάφορα».

«Δεν έχεις σκοπό να μου πεις. Να, αυτά με κούρασαν…»

«Δεν χωράς μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, Νάντια. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σε βάλω εδώ μέσα. Θα πονέσεις πολύ περισσότερο απ’ όσο πονάω εγώ» απάντησε ο Βασίλης, κι ύστερα την αγκάλιασε. Τον στραβοκοίταξε. «Μου ‘χεις ήδη κάνει κακό, μαθαίνοντάς με να μιλάω. Προτιμούσα τον παλιό μου εαυτό, την Νάντια που ντρεπόταν, που έσκυβε το κεφάλι, που ανεχόταν, που δεν μιλούσε…»

«Αυτή είσαι ακόμη».

«Δεν είμαι. Άλλαξα. Δεν το ήθελα. Δεν ξέρω πώς έγινε».

«Αφού άλλαξες κι αφού μιλάς, γιατί δε μου είπες, πριν, ότι σε φώναξα Μελίνα;» την ρώτησε ήρεμα κι έπειτα γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Βούρκωνε. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ο Βασίλης, ότι της έκανε περισσότερο κακό απ’ ότι καλό. Θεωρούσε ότι δεν της άξιζε, όπως δεν άξιζε σε κανέναν. Αυτό του έλεγε ο εαυτός του. Ήθελε να αφήσει εκεί την συζήτηση, όμως ένιωθε ότι έπρεπε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση όσο ήταν καιρός. Δεν θα άντεχε να γυρίσει, σαν πολίτης, και να τραβιέται με την Νάντια. Εκείνη θα δενόταν κι εκείνος θα είχε το μυαλό του φανατικά προσκολλημένο στην Μελίνα. Έπρεπε να βρει τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να τελειώσει οτιδήποτε υπήρχε μεταξύ τους, χωρίς να την πονέσει. Την είχε μάθει απ’ το λίγο που την έζησε. Πουτάνα την ανεβοκατέβαζαν τα παιδιά, μα ο Βασίλης ήξερε ότι ήταν συναισθηματική, ρομαντική και παρορμητική. Της βγήκε τ’ όνομα επειδή έκανε παρέα με την Έλενα.

«Άκου…» άρχισε ο Βασίλης.

«Όχι, εσύ άκου!» του φώναξε, σφίγγοντας τα χέρια της. Της έκλεισε το στόμα ο Βασίλης, χαμογελώντας, και την έβαλε στο δωμάτιο. Έκλεισε την μπαλοκονόπορτα για να μην τους ακούσει όλη η γειτονιά. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τον κοίταξε νευριασμένα και φοβισμένα. Την αγκάλιασε. «Λέγε»

«Ζηλεύω ρε παλιομαλάκα, ναι, ζηλεύω γιατί ξέρω πώς είχες την άλλη, γιατί ξέρω τι κωλόπαιδο είσαι, γιατί δεν πρόκειται να έχουμε αυτό που είχατε κάποτε. Στο μπροστά θρανίο καθόμουν, τις άκουγα να συζητάνε για εσένα και την ζήλευα από τότε! Ζηλεύω γιατί έμπλεξα με δέκα διαφορετικά κωλόπαιδα που με χρησιμοποίησαν και θα μπλέξω μ’ άλλα τόσα. Νευριάζω γιατί προσπαθώ να σου δείξω ότι είμαι εδώ για εσένα και το μυαλό σου είναι στην άλλη. Μου την δίνει που είσαι κολλημένος σε κάποια που πηδιέται με κάποιον, μόνο και μόνο για να σου μπει στο μάτι. Τσαντίζομαι και σπάζομαι. Είσαι και γαμώ τα παιδιά και πας και μπλέκεις με τις χειρότερες πουτάνες…»

Θόλωσε ο Βασίλης. Δεν ανεχόταν να προσβάλλουν την Μελίνα μπροστά του. Προσπάθησε να τιθασεύσει τον εαυτό του. Μάταια. Χτύπησαν τα δόντια του. Τον είδε η Νάντια και σώπασε, μόνο που η αγριεμένη της όψη, δεν άλλαξε στο ελάχιστο. Σηκώθηκε ο Βασίλης, την παράτησε στο κρεβάτι κι έριξε μπουνιά στον τοίχο.

«Θα σε τσακίσει για να περάσει το δικό της κι εσύ εκεί, κολλημένος, να μη θες να την ξεπεράσεις, πόσο μάλλον να την ξεχάσεις!»

«Θα το συνεχίσεις για πολύ;» ρώτησε χαμηλόφωνα εκείνος, σφίγγοντας τα δόντια του.

«Δεν έχω να πω κάτι άλλο!»

«Η Μελίνα έκανε τις επιλογές της, εγώ τις δικές μου».

«Ποιες είναι οι επιλογές σου, φευγάτε; Να πηδάς εμένα και να σκέφτεσαι εκείνη;»

Σώπασε ο Βασίλης. Δεν ήθελε να κάνει συζήτηση με την Νάντια. Δεν ήξερε τι γινόταν μέσα στο μυαλό του. Συρφετός. Όλα είχαν γίνει μια άμορφη μάζα αναμνήσεων, πίκρας και πόνου. Είχε επιλέξει να κρατήσει μόνο όσες σκηνές τον έκαναν χαρούμενο κι έκρυψε τις υπόλοιπες, μα τα λόγια της Νάντιας έφεραν πολλά πράγματα στην επιφάνεια. Άρχισε να βαδίζει μέσα στο δωμάτιο και να μουρμουράει ακατάληπτα. Άναψε τσιγάρο, έκανε μια τζούρα και το έσβησε με μανία στο τασάκι. Τον παρατηρούσε να πηγαινοέρχεται μπροστά της και να πιάνει το κεφάλι του. «Θα μου απαντήσεις;» τον ρώτησε κοφτά και νευριασμένα κι εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Προσπάθησε να κάνει την υπέρβασή του και να σηκωθεί να φύγει, για να μην πει τίποτα. Πήγε να πει κάτι και μέσα στη θολούρα του, συνειδητοποίησε ότι ήταν η καλύτερή του ευκαιρία να τελειώσει άπαξ διαπαντός εκείνη τη μικρή περιπέτεια με την Νάντια. «Θέλεις ένα παράθυρο στον κόσμο μου;» την ρώτησε κοφτά κι ύστερα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Δεν περίμενε απάντηση.

«Οι επιλογές μου… Οι επιλογές μου είναι να προσπαθήσω να ξεχάσω, να σταματήσω να θλίβομαι, να μη μου λείπει, να την πετάξω έξω απ’ το μυαλό μου και τη ζωή μου. Δεν μπορώ. Ειλικρινά δεν μπορώ. Πες με κολλημένο, καψουρεμένο μαλάκα, οτιδήποτε, αλλά δεν μπορώ. Διακόσιους διαφορετικούς τρόπους δοκίμασα. Νομίζεις ότι μου είναι εύκολο όλο αυτό; Νομίζεις ότι θέλω να κοιμάμαι και να ξυπνάω με την σκέψη κάποιας που με πέταξε απ’ τη ζωή της και πήγε μπροστά; Νομίζεις ότι δεν θέλω να ζήσω κι εγώ; Δεν μπορώ, Νάντια. Δεν μπορώ. Μου είναι αδιανόητο. Δεν μπορώ και να στο εξηγήσω γιατί δεν το καταλαβαίνω εγώ ο ίδιος. Μου λείπει. Κάθε μέρα μου λείπει. Υπάρχουν στιγμές που δεν το αντέχω και δεν βρίσκω την αιτία. Νιώθω σα να μου έχουν κόψει ένα κομμάτι μου. Καταλαβαίνεις, Νάντια;»

«Εσύ καταλαβαίνεις ότι δέθηκα μαζί σου, ρε παλιομαλάκα, κι όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, εμφανίζεται απ’ το πουθενά η πρώην σου; Προσπάθησα να στο πω με τρόπο, αλλά όχι, εσύ κι ο σκατοχαρακτήρας σου, δεν παίρνετε από λόγια. Άντε γαμήσου Βασιλάκη και τράβα και κλάψου στην Μελίνα σου».

«Μου κάνεις σκηνή;»

«Ναι, ρε γελοίε! Ναι! Αφού δεν καταλαβαίνεις αλλιώς!» συνέχισε να ουρλιάζει η Νάντια. Έκανε να την πάρει αγκαλιά ο Βασίλης, αλλά τον χτύπησε. «Μη μ’ ακουμπάς!» του φώναξε κι εκείνος άναψε τσιγάρο και σταύρωσε τα χέρια του. «Έλα εδώ» της είπε χαμηλόφωνα, μα η Νάντια δεν σάλεψε. «Έλα εδώ» επέμεινε, αλλά δεν πήρε απάντηση. «Θα χαλάσουμε τις καρδιές μας;»

«Ναι!»

«Έχει νόημα;»

«Έχει!»

«Ωραία. Εξήγησέ μου το νόημα και μετά μπορούμε να μαλώσουμε με την ησυχία μας».

«Κάνε τον βλάκα όσο θες. Δεν πρόκειται να σου εξηγήσω τίποτα».

«Μα… Είπες ότι άλλαξες. Ότι η νέα Νάντια μιλάει. Ότι δεν κρατάει πράγματα μέσα της. Ότι…»

«Θες να μιλήσω;» φώναξε η Νάντια

«Μίλα, επιτέλους!» της γύρισε ο Βασίλης, στον ίδιο τόνο.

Έψαχνε κουράγιο για να βγάλει κάποια πράγματα από μέσα της, αλλά η εικόνα του Βασίλη δεν την βοηθούσε. Έφταιγε που ήταν πεπεισμένη ότι δεν μπορούσε να την καταλάβει. Τα γύριζε μέσα στο μυαλό της. Είχε βουρκώσει γιατί ήταν αιχμηρές οι σκέψεις κι όποτε πήγαινε να τις βάλει στο στόμα της, ένιωθε πως κάποιος χάραζε την ψυχή της. Τον κοίταξε στα μάτια. Κόντευε να του φύγει η στάχτη του τσιγάρου στο πάτωμα. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, του έσβησε το τσιγάρο και τον αγκάλιασε. Ένιωθε πως η καρδιά της θα διαλυόταν. Πονούσε κι εκείνος ο πόνος έφτανε μέχρι τις άκρες των νυχιών. Της χάιδεψε το μάγουλο. Διαλύθηκε ο κόσμος της. Έβαλε τα κλάματα. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι ο Βασίλης. «Σώπα, καλή μου, σώπα…» της ψιθύριζε, μα εκείνη, μέσα στους λυγμούς της, ένιωθε την ανάγκη να ξεσπάσει.

Της πήρε ώρα για να ηρεμήσει. «Σε είχα ρωτήσει, κάποτε, τι θα γινόταν αν κάποιος απ’ τους δυο δενόταν» τραύλισε, όταν κατάφερε να επιβληθεί στον εαυτό της και να σκουπίσει τα δάκρυά της. Είχε μουσκέψει το μαξιλάρι. «Φοβόμουν για σένα, όχι για μένα» συνέχισε κι ο Βασίλης χαμογέλασε θλιμμένα. «Το ξέρω» της απάντησε νωχελικά.

«Ξέρεις πόσο άσχημο είναι…» ψιθύρισε η Νάντια κι ύστερα σώπασε. Φοβήθηκε για τον αντίκτυπο εκείνου που ήθελε να βγάλει από μέσα της. Την καθησύχασε το γαλήνιο ύφος του Βασίλη και το νόημα που της έκανε για να συνεχίσει τον συνειρμό της. «Πόσο άσχημα ένιωσα…»

«Πότε;»

«Ήσουν μέσα μου, Βασίλη. Ήσουν μέσα μου, με φίλησες και με είπες «Μελινάκι σου». Μου βίασες την ψυχή εκείνη τη στιγμή» κατέληξε η Νάντια ξεφυσώντας. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του ο Βασίλης, που ένιωσε πως κάποιος τον χτύπησε στο κεφάλι. «Γαμημένη ημικρανία» κατάφερε να ψελλίσει μέσα στον πόνο του.

«Δεν μπορείς…» μονολόγησε η Νάντια, κοιτάζοντάς τον.

«Μπορώ, γαμώτο μου. Μπορώ» της απάντησε, μισανοίγοντας τα μάτια του. «Μπορώ, ο μαλάκας, να καταλάβω».

«Γιατί το έκανες;» του ψιθύρισε.

«Δεν το ήθελα. Δεν το έκανα επίτηδες. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Θα φύγω» απάντησε στον ίδιο τόνο κι εκείνος.

«Θέλω μια χάρη πριν φύγεις».

«Ακούω».

«Θέλω ένα αποχαιρετιστήριο σεξ κι ύστερα να κοιμηθούμε μαζί, να ξυπνήσουμε μαζί, να φάμε μαζί και να πιούμε έναν καφέ μαζί…»

«Το κύκνειο άσμα μας…» πετάχτηκε ο Βασίλης κι η Νάντια, που δεν κατάλαβε τα λόγια του, τον κοίταξε με απορία και θλίψη συνάμα. Αναστέναξε ο Βασίλης, περισσότερο απ’ τον συναισθηματικό πόνο, παρά απ’ το κεφάλι του που τον διέλυε. «Δεν μπορώ, Νάντια. Μόνο να προσπαθήσω μπορώ κι ό,τι βγει».

«Σε παρακαλώ…»

«Γιατί;»

«Δεν θέλω να μου μείνει απωθημένο. Θέλω να μπορώ να πω ότι ζήσαμε μία μέρα μαζί…»

Αφού τα έκαναν όλα αυτά, έδωσαν μια υπόσχεση. Δεν θα ξαναντάμωναν οι δρόμοι τους. Ίσως, κάποτε, όταν περνούσαν τα χρόνια, να κατάφερναν να κάνουν παρέα. Εκείνο όμως το διάστημα και για κάποιο καιρό, δεν έπρεπε να βρεθούν. Ήξεραν που θα κατέληγαν κι αυτό είχε ήδη καταστροφικές συνέπειες και για τους δύο.

*

Μετρούσε μέρες για την επιστροφή ο Βασίλης. Τα ‘χε καταφέρει να μαζέψει λεφτά και μέρες άδειας, για να στρώσει την ζωή του, προτού πάρει το απολυτήριο. Τα πήγαινε καλά και με τα μαθήματα. Χρωστούσε δύο που δεν κατάφερε να τα δώσει και το είχε βάλει σκοπό να τα περάσει στην επόμενη εξεταστική. Έλειπε δύο χρόνια και κάτι, όμως η ζωή του δεν είχε παραμείνει στάσιμη. Ήταν που κινούταν βάσει σχεδίου.

Πίστευε ότι η σκοτεινότερή του εποχή είχε περάσει ανεπιστρεπτί και πως ο δρόμος του θα ήταν πιο βατός, μετά τον στρατό. Είχε ανάγκη να το πιστέψει και να ελπίζει ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Είχε ανάγκη να νομίζει ότι στη ζωή όλα έρχονται αργά. Είχε ανάγκη να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει όσα είχε γράψει, κατά διαστήματα, στη Μελίνα. Όσο ανάγκη είχε να την δει και να της μιλήσει.

Μαζί με την τελευταία μετάθεση, πήρε και όλες τις μέρες άδειας που ‘χε μαζέψει. Έμεινε για μερικά βράδια στον Θανάση, μέχρι να νοικιάσει σπίτι και να το επιπλώσει. Βρήκε δουλειά πάνω στο αντικείμενό του. Αγόρασε μηχανή. Η απόλυση έμοιαζε πολύ κοντά κι ας ήταν Οκτώβριος κι ας έπαιρνε το χαρτί τον Δεκέμβριο. Γράφτηκε γυμναστήριο για να γεμίζουν οι μέρες του. Τα έλεγε συχνά – πυκνά με τον Λάμπρο.

Δύο φορές είδε την Μελίνα εκείνο το διάστημα. Την πρώτη, τυχαία, στο δρόμο, σε κάποιο φανάρι, περιμένοντας να ανάψει πράσινο για να ξεκινήσει. Του γύρισε το μυαλό. Βάλθηκε να τρέχει σαν να τον κυνηγούσαν. Δίπλα του, ο παλιόφιλός του ο Βαγγέλης, τον πήρε από πίσω. Κατέληξαν να παίζουν μπουνιές στο πάρκο που μαζευόντουσαν κάποτε. «Θα σκοτωθείς για τις πουτάνες;» γκάριζε ο Βαγγέλης, ενώ προσπαθούσε να αποφύγει τα χτυπήματα του Βασίλη.

«Ναι ρε, για τις πουτάνες θα σκοτωθώ, τραβάς κάνα ζόρι;» του απαντούσε κι εκείνος, μέσα στα νεύρα του και στον χαμό.

Τη δεύτερη φορά είχε πάει σπίτι της. Τον είχε διαβεβαιώσει ο Λάμπρος ότι δεν θα ήταν εκεί κι ότι θα αργούσε να έρθει. Είχε πάει να του μιλήσει, γιατί έψαχνε το κουράγιο να την βρει και να της ζητήσει μια δεύτερη ευκαιρία. Πήγε στο σπίτι του να τον βρει. Μάλωσαν όπως μόνο εκείνοι μπορούσαν να μαλώσουν. Με θλιμμένα λόγια, βασισμένα στις υποσχέσεις που κατέρρευσαν στο παρελθόν. Η Μελίνα γύρισε τσακισμένη στο σπίτι της κι ο Βασίλης βγήκε έξω για να ξεσκάσει.

Εκείνος ο μικρός και παράταιρος καυγάς τους, σηματοδότησε την σκοτεινότερή τους εποχή. Είχε προαποφασιστεί ότι θα έπαιρναν σβάρνα τον κόσμο από καιρό, μα κανείς απ’ τους δύο δεν τολμούσε να το κάνει. Υποσυνείδητα χρησιμοποιούσαν τους γύρω τους για να χτυπήσουν ο ένας τον άλλον. Την απευθείας ρήξη την έτρεμαν. Γνώριζαν τα όριά τους. Ήθελαν να πληγώσουν τον άλλο για να καταλάβουν, ποτέ όμως δεν θέλησαν να σκοτώσουν.

Εκείνο το βράδυ ο Βασίλης γνώρισε την Χριστίνα, τυχαία, σε κάποιο μπαρ, βγαίνοντας για να πιεί. Την άφησε στο σπίτι της αργά κι αποφάσισε ότι θα άλλαζε κεφάλαιο στη ζωή του. Άρχισαν να βγαίνουν. Δεν μπορούσε να διαγράψει την Μελίνα από μέσα του. Αυτό έγινε ξαφνικά και απότομα, περισσότερο απότομα απ’ όσο θα μπορούσε να καταλάβει. Ξημερώματα Σαββάτου ήταν. Η Χριστίνα κοιμόταν στο κρεβάτι του κι εκείνος έπινε καφέ στην κουζίνα, ρεμβάζοντας. «Godspeed, Βασίλη» ψιθύρισε στον εαυτό του, σ’ εκείνο το κομμάτι που έμενε φανατικά προσκολλημένο στην Μελίνα. Την ίδια ευχή είχε δώσει και στο παρελθόν, σ’ ένα άλλο κομμάτι, σ’ εκείνο που δήλωνε ότι αγαπούσε την Έλενα.

«Κοίτα να δεις, πόσο αστείο, ξημερώνει πάλι Σάββατο» μονολόγησε καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα. Έψαξε στις αναμνήσεις του για εκείνα τα γαλάζια μάτια που είχε λατρέψει, μα δεν μπόρεσε πουθενά να τα βρει. Υπήρχαν ακόμη κάπου, σε κάποια ξεχασμένη και σκονισμένη μεριά της μνήμης του, μα δεν ήθελε να το σκαλίσει. Είχε πια την Χριστίνα του και ήταν ευτυχισμένος.

Δεν την είχε πάρει ακόμη την απόφαση, αλλά όδευε προς τα εκεί. Βγήκε έξω για να πάρει πρωινό. Κάτι, μέσα του, τον ενοχλούσε. «Μόνο μπροστά. Μόνο σήμερα» μουρμούρισε στον δρόμο, την ώρα που επέστρεφε σπίτι, υλοποιώντας εκείνη την απόφαση. Η Μελίνα ανήκε στο παρελθόν του. Ένα παρελθόν που, καλό ή κακό, δεν υπήρχε περίπτωση να το ζήσει ξανά.

Δυστυχώς, αυτό το παρελθόν ξαναζούσε κάθε μέρα. Δεν μπορούσε να δει ότι μέσα στα καστανά μάτια της Χριστίνας, έβλεπε την Μελίνα. Δεν ήθελε να καταλάβει ότι ήταν με κάποια άλλη. Πίστευε ότι είχε επιστρέψει στην Μελίνα και πάλευε, με νύχια και με δόντια, να ξαναφτιάξει την σχέση που είχε μαζί της, με κάποια άλλη, όμως, γυναίκα. Ήταν καταδικασμένη εκείνη η σχέση, από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε. Γιατί, οι πληγωμένοι άνθρωποι ερωτεύονται βάσει στερεοτύπων. Αυτά τα στερεότυπα προσπάθησαν να υλοποιήσουν εκείνοι οι δύο. Μόνο που δεν τους διέλυσαν αυτά. Υπήρχε ένα σκοτεινό και κοινό παρελθόν, που αργά ή γρήγορα θα αναδυόταν για να τους τσακίσει.

Είχε τεράστια σκαμπανεβάσματα εκείνη η σχέση. Η Χριστίνα ήταν κυκλοθυμική και ξεσπούσε άσχημα. Ο Βασίλης κατέβαζε ρολά και μπορεί να απομακρυνόταν για μέρες. Εκεί που ήταν μέσα στις αγάπες και τα μέλια, γινόταν κάτι κι ο κόσμος, γύρω τους, φλεγόταν. Κι ύστερα από λίγες στιγμές, επέστρεφαν στις χαρές και τις γλύκες.

Κάποιες φορές μάλωναν άσχημα κι η Χριστίνα έφευγε από το σπίτι, δίχως να πει ότι χωρίζουν. Γύριζε στο πατρικό της και περίμενε τον Βασίλη να κάνει την κίνησή του. Άλλοτε την παρακαλούσε να γυρίσει κι άλλοτε αδιαφορούσε. Ήταν σχεδόν δύο μήνες μαζί, όταν ήρθε η πρώτη ρήξη. Ένα μήνυμα απ’ την Έλενα θα τους έκανε να μαλώσουν και να μη μιλήσουν για μέρες. Ύστερα ήρθε η πρωτοχρονιά, που τα είχαν ξαναβρεί και το ρεβεγιόν που είχαν ετοιμάσει. Επικός ήταν ο καυγάς τους που κράτησε για λίγες στιγμές. Η Χριστίνα προσπαθούσε να καταλάβει τον Βασίλη, μιλώντας με την Νίκη, που είχε απομείνει τελευταία στο σπίτι κι ο Βασίλης είχε πάρει τους δρόμους για να βρει την Μελίνα.

Πήγε στο σπίτι της και μίλησαν μέχρι αργά. Λίγο πριν το χάραμα βρήκε το κουράγιο να ζητήσει μια δεύτερη ευκαιρία. Του αρνήθηκε η Μελίνα. Την παράτησε κι έφυγε. Πήγε σε κάποιο μπαρ κι έγινε στουπί κι όσο εκείνος έπινε, η Μελίνα μάλωνε με τον πατέρα της, στο σπίτι. Εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησε τι ακριβώς είχε γίνει το μεσημέρι που χώρισαν και τον λόγο για τον οποίο ο Βασίλης εξαφανίστηκε. Όμως, από την συνειδητοποίηση μέχρι την αποδοχή, υπάρχει ένας τεράστιος δρόμος που πρέπει μόνοι μας να βαδίσουμε.

«Γαμώ…» παραληρούσε ο Βασίλης στις έξι και μισή το πρωί, κατεβαίνοντας από την μηχανή του. Γύριζε το στομάχι του. Ξέρασε σε μια γωνιά. Προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του. Κοίταξε γύρω του. Τον ήξερε εκείνο τον δρόμο. Δεν ήξερε γιατί είχε πάει εκεί, ούτε γιατί παρκάρισε την μηχανή του έξω από εκείνη την πολυκατοικία. Κόλλησε το δάχτυλο στο κουδούνι που έγραφε «Μπρούσαλης» κι ύστερα οι αναμνήσεις του χάνονται και θρυμματίζονται, απ’ το αλκοόλ που είχε μουδιάσει το μυαλό του.

Την επόμενη μέρα ξύπνησε στεγνός, με πονοκέφαλο και μια γεύση σαπίλας στο στόμα. Δίπλα του ήταν η Χριστίνα. Τον κοίταζε θλιμμένα. «Γιατί χαλάστηκες τόσο, αγοράκι μου, χθες;» του ψιθύρισε κι εκείνος, μετά από υπερπροσπάθεια, σύρθηκε μέχρι το μπάνιο για να πλυθεί.

«Πού πήγες;» τον ρώτησε, ακολουθώντας τον στο μπάνιο.

«Πήγα κι έγινα στουπί» μουρμούρισε καθώς έμπαινε στο ντους.

«Με τα παιδιά;»

«Μόνος».

«Και πώς γύρισες;»

«Ιδέα δεν έχω».

«Δεν θυμάσαι;»

«Θυμάμαι να σέρνομαι μέχρι το σπίτι του Σάκη. Μετά κενό».

«Αφού δε σκοτώθηκες χθες…»

«Χριστινάκι; Δεν έχω διάθεση για κουβέντα».

«Ούτε το πρωί είχες».

«Μου χαντάκωσες τη διάθεση χθες».

«Συγγνώμη».

«Δεν πειράζει» της είπε αδιάφορα κι εκείνη σηκώθηκε, γδύθηκε και μπήκε μαζί του στο ντους. «Δεν θα ξαναγίνει» του είπε, μα μερικές μέρες αργότερα ήρθε ακόμη ένας καυγάς. Κι ύστερα κι άλλος. Κι άλλος.

Η πραγματικότητα άρχισε να σαλεύει σαν κινούμενη άμμος κάτω από τα πόδια τους. Έπρεπε να έρθουν πολλά, τα οποία θα στοιβάζονταν πάνω στα παλιά. Ο Βασίλης ασχολιόταν με τα προβλήματα των άλλων για να μη σκέφτεται τα δικά του. Πρώτα ήταν ο χωρισμός του Τάσου, που πήρε επικές διαστάσεις. Ανήμερα του Πάσχα. Ήταν πάλι μαλωμένος με την Χριστίνα και περνούσε τη μέρα μόνος του.

Ύστερα ήρθε μια συζήτηση με την κοπέλα του Θανάση, την Εύα. Πνιγμένη ήταν κι εκείνη, για τελείως διαφορετικούς λόγους. Του άνοιξε την καρδιά της κι εκείνος την άκουγε, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στα λεγόμενά της. «Με τρομάζουν τα συμπεράσματά μου» της είπε όταν εκείνη η εξιστόρηση είχε τελειώσει.

«Τα οποία είναι;»

«Ο κόσμος είναι μικρός, κακός και ηλίθιος. Ο κόσμος είναι σκληρός. Ο κόσμος είναι ρόδινος και ταυτόχρονα ακάνθινος».

«Όχι, Βασίλη, ο κόσμος είναι….»

«Απαίσιος» την διέκοψε εκείνος, πριν γυρίσει το βλέμμα του προς τον καναπέ. Ξενύχτησε εκείνο το βράδυ στο μπαλκόνι, μόνος, αφού έφυγε η Εύα και κατά το χάραμα συλλογίστηκε πως δεν μπορούσε να φτάσει την ανατολή, όσο κι αν την κυνηγούσε. Και γι αυτό, του ‘φταιγε που δεν είχε την Μελίνα.

Την πήρε τηλέφωνο και την ξύπνησε. Είχε ανάγκη να της μιλήσει. Ένιωθε πιεσμένος απ’ όλες τις πλευρές. Το δέχτηκε η Μελίνα. Συναντήθηκαν στο πάρκο. Στο παγκάκι τους. Όπως κάποτε. Τον είδε να παρκάρει τη μηχανή και τον χαιρέτισε πρόσχαρα. Έπιασε το παγκάκι κι εκείνος κάθισε δίπλα της. «Πέρασε καιρός, μπέμπα…» μονολόγησε, προτού ανάψει τσιγάρο.

«Πέρασαν πολλά…» συνέχισε την φράση του.

«Πώς πας με τη σχολή;»

«Το παλεύω. Εσύ;»

«Καλώς εχόντων των πραγμάτων, του χρόνου τέτοια εποχή, θα χω πτυχίο».

«Και μετά;»

«Δεν ξέρω» ξεφύσησε ο Βασίλης.

«Τι έγινε, Βασίλη;»

«Σκέφτομαι να παντρευτώ» συλλογίστηκε εκείνος, θλιμμένα, πριν της πει ότι δεν είχε γίνει τίποτα σημαντικό κι ότι απλά ήθελε να την δει και να μάθει πώς ήταν. Δεν μπορούσε να της μιλήσει. Πίστευε ότι θα την διέλυε και δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Ο δικός του, προσωπικός, πόλεμος, δεν συμπεριλάμβανε την Μελίνα. Την ήθελε για σύμμαχο, αλλά όχι για εχθρό.

«Με την Χριστίνα; Πώς τα πάτε;» ρώτησε η Μελίνα, καλύπτοντας επιμελώς την πίκρα στην φωνή της.

«Καλά» μουρμούρισε, αδιάφορα, εκείνος. «Εσύ, με τον ποζερά;»

«Καλά» απάντησε κι εκείνη.

Έτσι πήγε όλο το πρωινό τους. Με μισόλογα και υπεκφυγές. Βιασμένη έμοιαζε η συζήτηση. Όλο άλλαζαν θέματα, μιας και δεν ήταν διατεθειμένοι να αγγίξουν την ουσία του προβλήματος. Περίμεναν κι οι δύο ν’ ακούσουν μια συγγνώμη και να δώσουν μια συγχώρεση, αλλά δεν έκανε κανείς την πρώτη κίνηση.

«Η πιο δυνατή μαχαιριά, είναι αυτή που δεν σου έδωσα ποτέ» έγραψε ο Βασίλης στο ημερολόγιό του εκείνη την ημέρα. Αυτό του υπαγόρευαν η αντίληψη και η συνείδησή του. Μόνο που η ζωή του είχε αντίθετη γνώμη. Θα του έδινε την πιο δυνατή της μαχαιριά για να τον δοκιμάσει. Για να δει αν και πόσο θα άντεχε.

Ο χωρισμός με την Χριστίνα ήταν αναπόφευκτος. Ήξεραν και οι δύο ότι δεν θα τον άντεχαν. Έδινε ενέσεις οξυγόνου στη σχέση ο Βασίλης κι η Χριστίνα τραβούσε όλο και παραπέρα τα όρια. Μέχρι που της έκανε πρόταση γάμου και το πήραν απόφαση. Της έλειπε η ασφάλεια και η σταθερότητα, φοβόταν ότι θα τον έχανε και γι αυτό αντιδρούσε έτσι.

Παράξενα είναι τα παιχνίδια που παίζει η ζωή. Έπρεπε να ‘χει καταρρεύσει ο Βασίλης, όμως τον κρατούσε όρθιο εκείνο το κομμάτι του που άκουγε στο όνομα «φευγάτος». Κανόνισαν να γνωρίσουν τους γονείς της. Να δώσουν λόγο. Να δρομολογήσουν τον γάμο. Εκείνος είκοσι ένα κι εκείνη είκοσι τρία. Σκεφτόντουσαν ακόμη και πώς θα βάφτιζαν τα παιδιά τους. Το παρελθόν, όμως, είχε αντίθετη άποψη.

Ούτε που μπορούσε να φανταστεί ο Βασίλης, όταν έφτασε στο πατρικό της Χριστίνας, ότι εκείνος ο μουσάτος τύπος με τα γυαλιά και το τσιγάρο στο στόμα, ήταν και δικός του πατέρας. Δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Ακόμη κι όταν βεβαιώθηκε, όταν του πήγε μια φωτογραφία της Γιάννας στο σπίτι και του το επιβεβαίωσε, δεν ήθελε να το αποδεχτεί. Κλείστηκε στον εαυτό του και στο γράψιμο. Τον έβλεπε η Χριστίνα που ήταν απόμακρος και φοβόταν. Είχε κατεβάσει τα ρολά του ο Βασίλης, για τα καλά, εκείνη την φορά. Έπρεπε να βρει μια διέξοδο, μα δεν υπήρχε καμία. Στο μυαλό του, η μόνη λογική επίλυση εκείνου του προβλήματος, ήταν ο χωρισμός. Ο οποίος ήρθε, αναπόφευκτα, με πολύ πόνο, κυρίως για εκείνη.

Χώρισαν την ημέρα που έκλειναν έναν χρόνο μαζί. Τρείς μέρες αργότερα, η Χριστίνα μάζευε τα πράγματά της για να γυρίσει στο σπίτι της. Προσπάθησε να της μιλήσει ο πατέρας της, μα δεν τα κατάφερε. Έπαθε εγκεφαλικό. Ήταν δίπλα της ο Βασίλης, όσο κι αν δεν φαινόταν. Έτρεχε κι εκείνος και κουνούσε αόρατα τα νήματα, για να μην καταρρεύσει η Χριστίνα.

Πήγαινε στη δουλειά, έπινε καφέ, έτρωγε όποτε και αν θυμόταν, κοιμόταν μισή ώρα και πεταγόταν λουσμένος στον ιδρώτα. Είχε κάνει το σαλόνι κάτι μεταξύ κουζίνας, καθιστικού και υπνοδωματίου. Είχε μπει στην σκοτεινότερή του εποχή, μα δεν το συνειδητοποιούσε. Δεν μπορούσε να καταρρεύσει για να σηκωθεί και να επανεκκινήσει την ζωή του. Αχταρμάς είχαν γίνει όλα μέσα στο κεφάλι του. Μίσησε τον κόσμο και τους ανθρώπους. Μίσησε την υποκριτική κοινωνία. Μίσησε την μάνα του και τον πατέρα του. Μίσησε τον ίδιο του τον εαυτό και την ύπαρξή του. Προσπάθησε, πολλές φορές, να γράψει το τέλος, αλλά δεν το κατάφερε. Κάτι τον κρατούσε πίσω κι εκείνο το κάτι δεν ήταν ο φόβος για το άγνωστο. Ήταν απτό. Είχε όνομα.

Έτρεμε την μοναξιά ο Βασίλης, την φοβόταν περισσότερο από τον θάνατο και την απώλεια. Δεν μπορούσε να καθίσει μόνος του μέσα στο σπίτι. Έβγαινε, έπινε, γινόταν χώμα, πήγαινε στην δουλειά σέρνοντας το κουφάρι του. Γυρνούσε σπίτι και κοιμόταν σαν νεκρός, μόνο και μόνο επειδή τα ξύδια του χαλάρωναν το μυαλό. Μόνο πιωμένος μπορούσε να κλάψει για να ξεσπάσει και να ηρεμήσει. Του ‘χαν στερήσει και το κλάμα, όπως και πολλά άλλα πράγματα. Περνούσαν αδιάφορα οι μέρες του. Μηχανικά ζούσε κι αντιδρούσε σ’ οποιοδήποτε ερέθισμα. Είχε φορέσει την μάσκα «είμαι καλά» και το έπαιζε άνετος. Η ψυχή του, μόνο, ήξερε τι τραβούσε απ’ την στιγμή που άνοιγε τα μάτια του μέχρι την ώρα που τα ‘κλεινε για να ξεκλέψει λίγο ύπνο.

Χειμώνιαζε και προσπαθούσε να κρατηθεί από όπου έβρισκε, για να αντέξει. Άρχισε να τον γυροφέρνει ξανά η Έλενα. Βγήκαν και τα είπαν. Ξαναβγήκαν. Δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν. Άλλα ήθελε ο ένας, άλλα ήθελε ο άλλος. Έκαναν κι ένα σεξ, το χειρότερο στη ζωή του Βασίλη, κι είπαν ότι θα προσπαθούσαν να είναι μαζί. Ένα μαζί που κράτησε από Δευτέρα σε Δευτέρα, το πρελούδιο στην κατάρρευση του κόσμου του Βασίλη. Η σφαίρα στη θαλάμη είχε πια μπει. Το μόνο που έλειπε ήταν να βρεθεί το κατάλληλο δάχτυλο που θα τραβούσε τη σκανδάλη. Το δάχτυλο του Βασίλη που μισούσε τον εαυτό του κι ήθελε, πάση θυσία, να τον καταστρέψει.

Δεν θα αργούσε να έρθει η στιγμή της πραγματικής του πτώσης. Εκείνος την ονόμασε «αναστροφή», για να μην παραδεχτεί στον εαυτό του ότι ήταν άνθρωπος, ότι είχε δικαίωμα να γκρεμιστεί, να τσακιστεί, να πονέσει, να κλάψει και να παρεκτραπεί. Μέσα σε μία και μόνη στιγμή κατέρρευσε ο γυάλινος κόσμος που με τόση ευλάβεια είχε δημιουργήσει. Το έναυσμα και η αφορμή ήταν μια υπόσχεση που αθετήθηκε. Θα του έπαιρνε χρόνια για να καταλάβει τις αιτίες.

Έτσι, λοιπόν, θα έρθει ακόμη μία πρωτοχρονιά, εκείνη που θα συνθλίψει τον κόσμο ενός μικρού και πληγωμένου παιδιού. Θα έρθουν τα λόγια, οι εικόνες απ’ το παρελθόν, οι υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν και οι απορίες που τον στοίχειωναν για χρόνια. Όμως αυτή η ιστορία, την κατάρρευσης ενός ατσαλένιου άνθρωπου, είναι για κάποια άλλη, περισσότερο κατάλληλη· που θα ‘λεγε κι ο ίδιος· στιγμή.

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Επόμενο κεφάλαιο

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading