Άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία. To οπτικό της πεδίο στην ίδια ευθεία με το έδαφος. Μπόρεσε να διακρίνει μικροσκοπικά τρίμματα ψωμιού, διασκορπισμένα στο πάτωμα, σαν μικρούς μετεωρίτες που έχουν πέσει στη Γη. Ένιωσε λίγο σα τον Γκιούλιβερ. Γύρω της τίποτα, νεκρική σιγή.
Ήταν μόνη της, με συντροφιά την βαριά και κοφτή ανάσα της. Προσπάθησε να σηκωθεί. Ανακάθισε με δυσκολία. Ακούμπησε την πλάτη της στο ντουλάπι του νεροχύτη. Μία χούφτα πόνοι ξύπνησαν με αυτή τη κίνηση. Απροσδιόριστοι, απλωμένοι σα μελάνι σε όλο της το κορμί. Τελικά τα κατάφερε, με δυσκολία. Οι πόνοι έπαιζαν tetris στο κορμί της, κούμπωναν ο ένας με τον άλλο και την έκαναν να παραπατάει. Στηρίχθηκε από ότι ήταν ικανό, δίπλα της, να τη κρατήσει όρθια. Το σκηνικό έμοιαζε να είναι βγαλμένο από εμπόλεμη ζώνη. Στο τραπεζάκι, απ’ το οποίο κρατήθηκε, υπήρχαν κορνίζες με φωτογραφίες της. Εκείνη, στην αποφοίτηση, χαμογελαστή… Στη παραλία, ξέγνοιαστη… Μια άλλη, στο γάμο της, φορώντας ένα άσπρο αέρινο νυφικό, ευτυχισμένη. Θυμήθηκε πόσο είχε ψάξει να βρει αυτό το νυφικό! Έσερνε τη κουμπάρα της σε όλο το Κολωνάκι γιατί «ΕΓΩ θα βάλω ΑΥΤΟ και ΤΕΛΟΣ!». Έσκασε μια μικρή περιουσία, αλλά τελικά το αγόρασε. «Δεν νοικιάζω νυφικό!» έλεγε και ξανάλεγε. «Πού ξέρω αν ο γάμος της προηγούμενης που το φόρεσε, στέριωσε!!!»
Τράβηξε την κουρτίνα του μπάνιου και άνοιξε το κρύο νερό. Δεν παγώνεις όταν το σώμα σου καίει κι ας είναι Νοέμβρης. Το νερό έπεφτε με δύναμη πάνω της, την έκανε να πονάει και να ξυπνάει ταυτόχρονα. Της θύμισε τους καταρράκτες στην Έδεσσα. Ένα μικρό γαμήλιο τετραήμερο… Τόσο μπόρεσαν, τόσο έκατσαν. Γύρισαν άρον – άρον, γιατί η πεθερά της έπαθε εγκεφαλικό κι έπρεπε να είναι δίπλα της. Πέθανε μετά από τρεις ημέρες και η γαμήλια περίοδος έληξε άδοξα, συνοδευόμενη από κηδεία στο Αίγιο… Το λες κι επιτυχία.
Ταμπονάρισε με μια πετσέτα το κορμί της. Κινήσεις αργές, προσεκτικές. Φόρεσε μια φόρμα κι ένα πουλόβερ και έβαλε τα αθλητικά της. Κατέβαλε εξαιρετική προσπάθεια να δέσει τα κορδόνια, αφού σε κάθε κίνηση, το tetris έσπαγε και ξαναχτιζόταν μέσα της. Το πάτωμα του δωματίου κολλούσε… «Δεν πειράζει» σκέφτηκε. «Δεν πειράζει. Ας τα σκουπίσει εκείνος…»
Είχε ξεκινήσει να βρέχει. Ο θόρυβος της λαϊκής ήταν ο μόνος ήχος που διαπερνούσε το σπίτι της. Εκείνη είχε βουλιάξει το πονεμένο της κορμί στον καναπέ και ξεφύλλιζε φωτογραφικά άλμπουμ. Έβλεπε τη ζωή της σε σελίδες. Τα όνειρα της, πίσω από σελοφάν. Πολλά τα όνειρα, τα σελοφάν λίγα. Λάτρης του vintage, σιχαινόταν να αποθηκεύει φωτογραφίες σε κάρτες μνήμης. Φοβόταν μη ξυπνήσει ένα πρωί κι έχουν χαθεί τα δεδομένα. Μάταια της έλεγαν ότι κάτι τέτοιο ήταν δύσκολο να γίνει. Εκείνη αγαπούσε Polaroid. Στιγμές, αποτυπωμένες στο χαρτί. Στιγμές κρυμμένες.
Σηκώθηκε με δυσκολία. Έφτασε στην εξώπορτα και την άνοιξε απαλά. Δεν ήθελε συναντήσεις εκείνη την ώρα. Αφουγκράστηκε την κίνηση της πολυκατοικίας. Κανένας θόρυβος, καμία κίνηση. Κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της το backpack της. Λίγα βασικά πράγματα είχε μέσα. Δυο αλλαξιές ρούχα. Δύο φωτογραφικά άλμπουμ. Ένα σαπούνι, μια οδοντόκρεμα, ένα πακέτο σερβιέτες, μια Polaroid κι έναν φάκελο. Φόρεσε μπουφάν και γυαλιά ηλίου. Επιπλέον αργές κινήσεις, σα να ντύνεις νεογέννητο που κοιμάται. Να μη ξυπνήσει το τέρας του tetris. Κατέβηκε αργά τις σκάλες, παρότι τα πόδια της δε την κρατούσαν. Προς στιγμήν ζαλίστηκε.
Έξω είχε μεσημεριάσει, μα ο ήλιος δεν είχε ακόμη ξεμυτίσει. Μύριζε βροχή και πορτοκάλι. Η λαϊκή είχε τελειώσει κι είχε βγει το απορριμματοφόρο για να μαζέψει τα σκουπίδια. Προχώρησε αργά, κολλημένη στον τοίχο, αλλά στο πρώτο νεύμα γειτόνων χαιρέτησε νευρικά κι επιτάχυνε.
Τα βήματα της την οδήγησαν στο εξαόροφο γκρι κτίριο, που ήταν δίπλα από το σχολείο. Ανέβηκε με κόπο τις σκάλες και πλησίασε τον ένστολο.
«Καλημέρα. Τι θα θέλατε;»
«Θέλω να σας παραδώσω αυτό» του απάντησε κοφτά και του έδωσε τον φάκελο. «Να τον παραδώσετε, σας παρακαλώ, στον αρμόδιο της βάρδιας».
«Τι περιέχει ο φάκελος, κυρία μου; Δεν μπορώ να αφήσω το πόστο μου, ανεβείτε στον δεύτερο όροφο, να τον παραδώσετε εσείς!»
«Λυπάμαι αλλά πρέπει να φύγω…Τον αφήνω στα σκαλιά».
Με μια κίνηση που ξύπνησε το tetris συθέμελα, η Αργυρώ άφησε στα πόδια του αστυνομικού τον φάκελο. Παραδομένη στα level του πόνου που άλλαζαν πίστες μέσα σε δευτερόλεπτα, γύρισε την πλάτη της και έφυγε. Δεν κοίταξε πίσω. Δεν την φώναξε κανείς, δεν έκατσε να περιμένει. Όλα στην ώρα τους.
Διέσχισε δύο στενά πίσω από εκεί που ήρθε και στο πρώτο ταξί που βρέθηκε στον δρόμο της, σήκωσε το χέρι να το σταματήσει.
«Που πάμε;» ρώτησε ο ταξιτζής.
«Πάμε όπου να ναι με αυτό» του είπε, δίνοντάς του ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ.
«Καλώς…» είπε απορημένος ο ταξιτζής, ξεκινώντας.
«Όλα είναι θέμα χρόνου» σκέφτηκε η Αργυρώ, κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου τη βροχή που ξεκινούσε πάλι να πέφτει.
Ο φάκελος παρέμενε κλειστός πάνω στο γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας εδώ κι ένα τέταρτο. Τόσο τους πήρε να φτάσει από τα σκαλιά της εισόδου έως τον δεύτερο όροφο. Ο Ευαγγέλου είχε ένα κεφάλι βαρύ, από τη προηγούμενη νύχτα. Όλη η «καλή κοινωνία» είχε περάσει από το γραφείο του την προηγούμενη ημέρα. Ήταν ήδη στον τρίτο εσπρέσο.
«Έλα ‘δω, ρε Μήτρου» φώναξε στον πρώτο αστυνομικό που είδε μπροστά του. «Τι είναι αυτός ο φάκελος, που σέρνεται πάνω στο γραφείο μου;»
«Δε γνωρίζω, τον άφησε μια κυρία στα σκαλιά του τμήματος κι έφυγε. Της φώναζαν να τον ανεβάσει, αλλά αυτή απλά τον άφησε και έφυγε…” δικαιολογήθηκε το φρέσκο αίμα.
Ο Ευαγγέλου σιχτίριζε μία τον νεοφερμένο, μία τον ένστολο στην είσοδο, μία τα μόρια που δε του βγήκαν για να μπει σε άλλη σχολή επιλογής είκοσι χρόνια πίσω και με γρήγορες κινήσεις, άνοιξε τον φάκελο. Μια γυναικεία ταυτότητα και μια χούφτα Polaroid σωριάστηκαν στο γραφείο.. Κάθε φωτογραφία και μια ημερομηνία με λεζάντα. Κάθε ημερομηνία ένα καινούργιο level στο tetris. Κάθε πρόσωπο στις φωτογραφίες το ίδιο, εκείνο της Αργυρώς.
21.4.2016
«Γαμήλιο ταξίδι στην Έδεσσα»
Ένα γυναικείο πρόσωπο με μάτια μπλε, μάτια κόκκινα, μάτια θολά.
6.8.2016
«Επιστροφή από διακοπές»
Εκχυμώσεις στα χέρια, στα πόδια, στα πλευρά, μάτια πρησμένα, κλαμένα.
10.10.2017
«Ξέχασα να ανάψω τον θερμοσίφωνα»
Κάταγμα στη μύτη.
30.12.2017
«Δεν πρόλαβα το καθαριστήριο»
Καινούργιες αποχρώσεις στο πρόσωπο, που θα ζήλευε κι ο καλύτερος ζωγράφος.
Ημερομηνίες ντροπής… Ημερομηνίες ταπείνωσης και αργού θανάτου… Ένας θάνατος καταγεγραμμένος… Στιγμές κρυμμένες, σε φωτογραφικό χαρτί.
Ο Ευαγγέλου τινάχτηκε. Σηκώθηκε μαινόμενος. Έβριζε τη μάνα του, τα Θεία, το Σώμα. Έβριζε το κάθαρμα – «γαμώ το σπίτι σου!» – ούρλιαζε κι η φωνή του έκανε γκέλα στα ντουβάρια του γραφείου. Κόσμος μπήκε έντρομος στο γραφείο του, αρβύλες κατέβαιναν με θόρυβο τις σκάλες από όλους τους ορόφους, για να βρεθούν μάρτυρες στο φωτογραφικό υλικό, στις κλήσεις που έγιναν κατά διαστήματα στο Τμήμα, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε ουσιαστικά κανείς, παρά τις επιπλήξεις που είχαν γίνει.
Selfie ενός μελλοθάνατου. Που δε ξεχνούσε η Αργυρώ να τραβήξει, που τις έκρυβε με ευλάβεια μέσα στο ξύλινο σκαλιστό κουτί με τα στέφανα, που δεν τόλμησε να μιλήσει σε κανέναν, γιατί με κάποιο μαγικό τρόπο δεν είχε κανέναν. Μπόρεσε και την απέκλεισε από τους πάντες, φίλους και συγγενείς λες κι όλοι ήθελαν να τη ξεφορτωθούν. Λες κι όλοι ήθελαν να απέχουν. Μπόρεσε και της πάτησε το χαμόγελο, τη γυναικεία της υπόσταση, την αξιοπρέπεια. Να φοβάται να αναπνεύσει, να φοβάται να δει το πρόσωπο της στον καθρέφτη, μην ουρλιάξει.
Τρεισήμισι ετών φωτογραφίες περιείχε εκείνος ο φάκελος. Τρεισήμισι χρόνια ενδοοικογενειακής κακοποίησης, με μηδενική υποστήριξη. Αποδείξεις μιας συζυγικής ζωής που ξεκίνησε φαινομενικά ήρεμα, με όνειρα, μέχρι που τα επισκίασε ο φόβος.
Οχτακόσιες φωτογραφίες ποτισμένες με αίμα, χωρίς ουσιαστικό λόγο, για μία απότιστη γλάστρα, για έναν ξεχασμένο θερμοσίφωνα, για ένα κουμπί λειψό.
Και εκείνη, η τελευταία φωτογραφία, η σημερινή. Ένα υποφωτισμένο δωμάτιο… Ένας άντρας ξαπλωμένος, μέσα στα αίματα. Ένα μαχαίρι πεσμένο, στο πάτωμα που κολλούσε. Και η σκέψη της Αργυρώς, λεζάντα, να τη συνοδεύει:
12.11.2019
«Δεν πειράζει… Ας τα σκουπίσει εκείνος».