Γουάιτσαπελ, Λονδίνο
25 Σεπτεμβρίου 1888
Έτρεξε προς το κατώφλι του σπιτιού του, ψαχουλεύοντας μέσα στις τσέπες του για τα κλειδιά του, υπό τους ήχους μιας τρομερής βροντής που φάνηκε να σκίζει τον ουρανό στα δύο. Η βροχή άρχισε να πέφτει ξαφνικά, αλλά εκείνος είχε μπει ήδη στο χαμηλοτάβανο σπίτι και είχε κλειδώσει πίσω του, βγάζοντας από πάνω του το μαύρο παλτό και κρεμώντας το στο μικρό άγκiστρο πίσω από την πόρτα. Όχι πως τον ενοχλούσε η βροχή, κάθε άλλο. Ήταν ίσως ο μεγαλύτερος σύμμαχός του. Όμως δεν του άρεσε να βρέχονται τα πόδια του και ήξερε από εμπειρία ότι οι δρόμοι θα πλημμύριζαν σχεδόν σίγουρα μετά από τέτοια νεροποντή.
Κάθισε στο στενό κρεβάτι, στην γωνία του δωματίου και έβγαλε τα παπούτσια του, σκεπτόμενος τα κορίτσια του. Μάρθα, Μαίρη και Άννυ. Η σκέψη του ονόματός τους και μόνο, του έφερνε μια γλυκιά ανατριχίλα στην ραχοκοκαλιά. Και η ανάμνηση των αιματοβαμμένων τους σωμάτων να σπαρταρούν στα χέρια του, οι τελευταίοι απεγνωσμένοι σπασμοί τους, πριν πάρουν την τελευταία τους ανάσα, με το φως να σβήνει σιγά σιγά στα μάτια τους, καθώς ήξεραν ότι πεθαίνουν, τον ερέθιζε και τον αναστάτωνε με πρωτόγνωρο τρόπο. Γιατί ήταν πεπεισμένος ότι ήξεραν πως θα πεθάνουν. Το ένιωσαν, όπως όλοι οι άνθρωποι το νιώθουν στα κόκκαλά τους, όταν ο θάνατος είναι δίπλα τους και τους ψιθυρίζει.
Βέβαια, στην δική του περίπτωση, ο θάνατος ήταν μόνο η αρχή. Το πρελούδιο του έργου του, το ορεκτικό, πριν το κυρίως γεύμα. Ω ναι! Το κύριο κομμάτι ήταν το πετσόκομμα. Ο κύριος σκοπός του. Η ηδονή του να κόβεις το δέρμα τους και να βλέπεις το αίμα τους να ξεχύνεται, ζεστό, αμαρτωλό και διεφθαρμένο. Τα όργανά τους εκτεθειμένα, τα εντόσθια τους κατεστραμμένα, να σαπίζουν από μέσα προς τα έξω, όπως σάπιες ήταν και οι ίδιες, σε όλη τους την ζωή. Πόρνες, βρώμικες και μιασμένες.
Η Μάρθα ήταν η πρώτη του. Χοντρή, πρόστυχη, αλλά και ερωτική κατά κάποιο τρόπο. Την έβλεπε κάποιες φορές που ψάρευε πελάτες, καθώς έκλεινε το μαγαζί, μετά από το σχολαστικό καθάρισμα. Δεν ήταν όμορφη, αλλά είχε σαρκώδη χείλη και πλούσια στήθη και αυτό από μόνο του ήταν αρκετό, για να της εξασφαλίζει πελατεία. Εκείνο το βράδυ, πριν κανένα μήνα περίπου, την περίμενε να τελειώσει από τον προηγούμενο και όταν τον πλησίασε, είδε τα μάτια της να αστράφτουν. Ήξερε γιατί. Δεν συνέβαινε συχνά να έχει πελάτη, νέο και σχετικά εμφανίσιμο. Και καλοντυμένο. Σίγουρα σκεφτόταν ότι θα έβγαζε καλά χρήματα εκείνο το βράδυ. Θα μπορούσε να βρει ένα κρεβάτι στο καταφύγιο, βρώμικο και γεμάτο ζωύφια, αλλά καλύτερο από τον δρόμο. Αλλά η μοίρα (κι εκείνος) είχε αλλά σχέδια για εκείνη. Για την ειρωνεία του πράγματος, η αστυνομία δεν ήταν σίγουρη αν ο ένοχος ήταν ο ίδιος που σκότωσε και τις δύο επόμενες, την Μαίρη και την Άννυ. Σύντομα θα μάθαιναν.
Η Μαίρη Νίκολς ή αλλιώς Πόλλυ, όπως ήταν γνωστή στην πιάτσα, ήταν μια κακόμοιρη, ταλαιπωρημένη πόρνη, αλκοολική, μεγάλη για την δουλειά, με προβλήματα υγείας και πιθανότατα σύφιλη. Την έβλεπε να περνάει από το μαγαζί ψάχνοντας για πελάτες και ζητώντας χρήματα για να αγοράσει κανένα μπουκάλι ουίσκι να την κρατήσει ζεστή στο δριμύ κρύο του Λονδίνου. Κάποιες φορές της είχε δώσει και ο ίδιος λεφτά. Τον συμπαθούσε. Η σκέψη τον έκανε να γελάει ακόμη και σήμερα.
Στα τέλη του Αυγούστου, ένα βράδυ με ομίχλη σαν όλα τα άλλα, καθάρισε το μαγαζί του και το έκλεισε. Την είχε δει μόλις να περνάει σκυφτή, κρατώντας το μπουκάλι στο χέρι. Ήξερε ότι ήταν ήδη μεθυσμένη και απελπισμένη για λεφτά. Βγήκε και έστριψε στην γωνία του δρόμου. Εκεί στεκόταν εκείνη περιμένοντας. Όταν τον είδε γέλασε, δείχνοντας το φαφούτικο στόμα, από το οποίο έλειπαν δύο δόντια στο κάτω σαγόνι.
“Καλώς τον! Νιώθεις τυχερός σήμερα κούκλε;”
Εκείνος, χαϊδεύοντας το μαχαίρι του μέσα από το παλτό του, πλησίασε και δεν δυσκολεύτηκε να της καταφέρει το πρώτο χτύπημα, σακατεύοντας τον λαιμό από το ένα αυτί ως το άλλο. Έμοιαζε με αιμάτινο χαμόγελο, κάτι που παρατηρούσε, καθώς εκείνη κοίταζε, με τα μάτια της να έχουν ήδη αποκτήσει εκείνο το γυάλινο βλέμμα του θανάτου. Έπειτα, ξεκίνησε το πετσόκομμα, ή αλλιώς “ξαντέριασμα” για το οποίο είχε γίνει ήδη διάσημος. Αφαίρεσε και την μήτρα της, την οποία πήρε μαζί του. Έτσι κι αλλιώς, γυναίκες σαν εκείνη, δεν θα ήταν ποτέ άξιες να κάνουν παιδιά.
Μετά τον φόνο της Πόλλυ, ξέσπασε πανδαιμόνιο εικασιών, σχετικά με την ταυτότητά του. Το διασκέδασε παρά πολύ, διαβάζοντας τις εφημερίδες και κουβεντιάζοντας με τους πελάτες του, που ήταν τρομοκρατημένοι. Και κάπου μέσα του, είχε ξεκινήσει να τον τρώει μια επιθυμία να “βοηθήσει” την αστυνομία και την Σκότλαντ Γιαρντ. Όχι σε σχέση με την πραγματική του ταυτότητα φυσικά, αλλά σε σχέση με το πώς ήθελε εκείνος να γίνει γνωστός στον κόσμο, κάτι που σκεφτόταν εδώ και καιρό.
Μετά τον φόνο και της Άννυ Τσάπμαν, μιας γλυκιάς αλλά χαζής πόρνης, άρχισε να του γίνεται εμμονή η εικόνα που θα παρουσίαζε, το πώς θα τον έβλεπαν και θα τον αποκαλούσαν. Πώς θα εκτιμούσαν το έργο του, αν δεν ήξεραν σε ποιον να το αποδώσουν;
Χάιδεψε το μαχαίρι του τρυφερά, την μακριά, γυαλιστερή σελίδα που θα τον έκανε γνωστό στα πέρατα της γης. Στο κάτω κάτω, μόλις είχε ξεκινήσει. Όταν θα τελείωνε το έργο του, το όνομά του θα έχει γίνει θρύλος.
Στην τελική, τι ήταν ένας καλλιτέχνης χωρίς το κοινό του;
“Μμμ… για να δούμε… μήπως Κόκκινος Τζακ; Η είναι πολύ κοινό; Πρίγκηπας Τζακ; Τζακ ο Θρασύς;”
Αφού σκέφτηκε λίγο, σηκώθηκε και έβγαλε ένα χαρτί από ένα κουτί, πάνω στο τραπέζι. Κάθισε και ακούμπησε το μαχαίρι δίπλα του. Πήρε μια πένα και ξεκίνησε να γράφει με αυτά τα λόγια, τα οποία θα απηύθυνε στην αστυνομία και κατ’ επέκταση στον κόσμο:
“25 Σεπτεμβρίου 1888,
Αγαπητό αφεντικό…”
Παναγιώτα Σούρλα