,

Διαφυγή

Κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, τα γράμματα χόρευαν στα μάτια της. Το μυαλό της ήταν στην ταμπέλα του ταξιδιωτικού γραφείου. Και τι δεν θά ’δινε να μπορούσε να περάσει την πόρτα του και να διαλέξει ένα οποιοδήποτε προορισμό. Κοντινό, μακρινό, εξωτικό, κοσμοπολίτικο. Όπου να ’ναι, μόνο να μπορούσε να φύγει. Να δραπετεύσει. Αχ και να μπορούσε!

Στα 30 της, σιγά τη μεγάλη ζωή που έκανε. Δεν την άφηνε η μαμά. Χαμογέλασε πικρά. Μια κουβέντα είναι να τα παρατήσει όλα και να φύγει. Τι θα γίνει με τη μαμά; Δεν μπορούσε να ελπίζει στον αδελφό της. Νιόπαντρος και ήδη η γυναίκα του περιμένει μωρό. Απαπα! Εξάλλου πριν παντρευτεί της το πρότεινε. Να την πάνε σε ίδρυμα. Υπάρχουν πολύ αξιόλογα ιδρύματα. Καλύτερα κι από πεντάστερα ξενοδοχεία. Της είχε αφήσει και κάποια διαφημιστικά. Η Μέλπω ούτε που το σκέφτηκε. Όταν δηλαδή ήταν οι ίδιοι μωρά και απόλυτα εξαρτημένοι από την μάνα, αυτή τους πήγε σε ίδρυμα; Κοίταξε το ρολόι. Όπου να ‘ναι θα έρθει, σκέφτηκε. Η ώρα του είναι. Σηκώθηκε να πάει στο κουζινάκι να ετοιμάσει τη χόβολη. Για κοίτα, σκέφτηκε, έπρεπε να πάρω πτυχίο για να φτιάχνω καφέδες. Όλων των ειδών τους καφέδες. Ελληνικός το πρωί και στη χόβολη μάλιστα, εσπρέσο στις 11.30, φρέντο στη 1.00, γαλλικός στις 3.00 και μετά… Ε μετά σχόλαγε. Και τι να κάνει; Σε περίοδο κρίσης ήταν τυχερή που είχε δουλειά. Πίσω στη πραγματικότητα λοιπόν, τα όνειρα για ταξίδια μπορούν να περιμένουν. Και καλύτερα να βιαστεί, γιατί θέλει τον καφέ έτοιμο όταν μπαίνει γιατί αλλιώς… ποιος είδε τον Θεό και δεν Τον φοβήθηκε…

Άλλη περίπτωση κι αυτός. Ο Χάρης Μαρίνης είκοσι χρονών έφυγε απ’ τη Σύρο για τον Πειραιά, με μόνο εφόδιο το απολυτήριο Λυκείου και ένα κομπόδεμα που του άφησαν οι γονείς του. Πήγε και βρήκε Συριανούς πατριώτες του και ένας απ’ αυτούς, μικροεφοπλιστής, του ‘δωσε δουλειά στην εταιρεία του. Έμαθε εκεί τη δουλειά και όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία, τον συμβούλεψε ο Συριανός  και τοποθέτησε το κομπόδεμα που είχε και πήρε μετοχές σ’ ένα πλοίο. Αυτό ήταν. Εντάξει, δεν έγινε μεγάλος και τρανός. Άσχετα αν ο ίδιος έχει καβαλήσει το καλάμι. Μια μικροεταιριούλα έχει, ναυλομεσιτικό γραφείο, με πέντε άτομα προσωπικό. Την ίδια, δύο νεαρούς ναυλομεσίτες τον Τάσο και τον Λεωνίδα, τον λογιστή που ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα και βέβαια τον ίδιο, τον Χάρη Μαρίνη.

Ο Μαρίνης, κλασικός νεόπλουτος, στα σαράντα του, νομίζει πως η μόρφωση, η καλλιέργεια και τα προσόντα είναι περιττά. Μόνο μαγκιά χρειάζεται. Κι ο Χάρης Μαρίνης είναι πολύ μάγκας. Και εταιρεία έχει και λεφτά έχει και όμορφη γυναίκα έχει και τα τυχερά του στις μικρότερες ηλικίες έχει. Γιατί μόλις τον βλέπουν τα κοριτσόπουλα, λίγο να τους μιλήσει για το εαυτό του, λίγο να τον δουν να βγαίνει απ’ το κάμπριο, ξεραίνονται από έρωτα. Βέβαια κι αυτός κάνει ό,τι μπορεί. Προσέχει ποια προσλαμβάνει για γραμματέα. Και μέχρι πρότινος δεν είχε πρόβλημα. Μόνο να, η τελευταία, η Μέλπω, δεν παίρνει χαμπάρι. Αυτή έχει ψηλά τον αμανέ. Επειδή δηλαδή έχει τελειώσει την Πάντειο τι νομίζει; Ότι κάτι είναι; Ένα ακόμη μουνί είναι. Και αρκετά όμορφο μάλιστα. Ψηλό, λεπτό με ποδάρες. Φοραδίτσα η άτιμη. Μόνο να… είναι που έχει αυτή την υπεροψία. Στα μάτια, στο βάδισμα στο στήσιμο ολόκληρο. Και ό,τι και να της λέει, δεν εντυπωσιάζεται η κουφαλίτσα. Μα πού θα πάει, θα της σπάσει τον τσαμπουκά.

-ΜΕΛΠΩΩΩ!

Αμάν ήρθε! Και ο καφές δεν είναι έτοιμος ακόμη. Ωχ ποιος τον ακούει τώρα!

– Καλημέρα σας κ. Μαρίνη!

– Πόσες φορές έχω πει πως όταν μπαίνω στο γραφείο θέλω να μου φέρνεις τον καφέ αμέσως;

– Μα…

– Δεν έχει μα και ξεμά. Πόσο δύσκολο σου είναι να το καταλάβεις; Πάτε και σε πανεπιστήμια και δεν είστε ικανοί να κάνετε τα στοιχειώδη.

Η Μέλπω φούντωσε και έσφιξε τα δόντια μην της ξεφύγει τίποτα. Τι έπαθε ο τύπος πρωί-πρωί; Τον κατσάδιασε η γυναίκα του; Θεέ μου δωσ’ μου υπομονή!

– Τι με κοιτάς; Άντε κουνήσου, φέρε τον καφέ!

– Εμ δεν είναι έτοιμος ακόμη. Θα πάρει λίγο χρόνο. Η χόβολη ξέρετε… Να σας φτιάξω ένα εσπρεσάκι;

Την κοίταξε άγρια και της είπε αργά φτύνοντας μια-μια τις λέξεις:

– Ο πρώτος καφές είναι πάντα ελληνικός. Ο εσπρέσο είναι ο δεύτερος, γαμώ τα πτυχία σας.

Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της, ωστόσο πίεσε τον εαυτό της να παραμείνει ψύχραιμη.

-Τι θέλετε να γίνει τώρα; Ο ελληνικός θα πάρει κάνα δεκάλεπτο ακόμη. Να σας παραγγείλω απ’ έξω;

Σηκώθηκε απότομα.

– Πάμε στο κουζινάκι! της πέταξε.

Η Μέλπω σήκωσε τους ώμους και τον ακολούθησε. Σοβαρό θέμα ο καφές, σκέφτηκε. Ζωής και θανάτου. Το κουζινάκι μικρό. Ένας μικρός πάγκος, με τριών ειδών καφετιέρες και δυο ντουλάπια από πάνω. Δίπλα απ’ τον πάγκο ο νεροχύτης και το ψυγείο απέναντι. Ίσα που χωράει το άτομο που φτιάχνει τον καφέ του. Μόλις μπήκαν, την έσπρωξε μπροστά του και ο ίδιος στάθηκε πίσω της και της έδειχνε και καλά πώς να κουνάει το μπρίκι, κυκλικά, για να γίνει πιο γρήγορα ο καφές. Τις ίδιες κινήσεις έκανε και το σώμα του. Η Μέλπω τον ένιωθε να τρίβεται από πίσω της και πάγωσε. Να τα μας. Τα ‘χαμε χύμα, τα ‘χουμε και τσουβαλάτα. Τώρα να σε δω φιλενάδα πώς θα ξεγλιστρήσεις, είπε μέσα της. Αυτός συνέχισε το ”μάθημα” απτόητος και η Μέλπω ένιωθε το όργανό του να σκληραίνει και να πιέζει τους γλουτούς της.

– Χύνεται! Ο καφές χύνεται! ταυτόχρονα έκανε μια απότομη κίνηση προς τα πίσω και τον άκουσε να χτυπάει στο ψυγείο με την πλάτη. Στράφηκε και είπε αθώα:

– Συγγνώμη κ. Μαρίνη, ο καφές έτοιμος.

Εκείνος την κοίταζε ξαφνιασμένος. Χωρίς να του δώσει περιθώριο να συνέλθει καλά – καλά, η Μέλπω βιάστηκε να βάλει τον καφέ στο φλιτζάνι, τον προσπέρασε προσεκτικά να μην τον ακουμπήσει και τον πήγε στο γραφείο του. Αμέσως μετά χώθηκε στο δικό της γραφείο. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό της. Τυχερή ήταν πάλι.

Ο Μαρίνης μετά το φιάσκο στο κουζινάκι φρένιασε. Το καργιολάκι τον ξεφτίλισε. Πήγε στο γραφείο του περπατώντας αργά και καθώς περνούσε απ’ το γραφείο της, την είδε που μιλούσε στο τηλέφωνο. Θα την φτιάξω, σκέφτηκε.  Μπήκε στο γραφείο του κι έκλεισε την πόρτα.

Η Μέλπω, μόλις ένιωσε και πάλι ασφαλής, πλησίασε τον Λεωνίδα που είχε και περισσότερη οικειότητα.

– Μου την έπεσε ο Μαρίνης, του είπε χωρίς προλόγους.

– Τον μαλάκα, πάλι τα ίδια κάνει.

– Α το συνηθίζει δηλαδή; Και με την προηγούμενη;

– Και με την προηγούμενη.

– Α, μάλιστα.

Την προηγούμενη κοπέλα την είχε δει τις δυο πρώτες μέρες, τότε που την εκπαίδευε. Μια χαρά κοπέλα της φάνηκε. Ούτε που πέρασε κάτι απ’ το μυαλό της, αν και τώρα που το σκεφτόταν, της έκανε εντύπωση ότι τον προσφωνούσε Χάρη και του μιλούσε στον ενικό. Αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν στοιχείο ότι την πηδούσε κιόλας.

Άκουσε τον βόμβο της ενδοσυνεννόησης. Την καλούσε μέσα. Τι έγινε; Θέλει και συνέχεια; Σηκώθηκε, πήρε το μπλοκ της κι ένα στυλό και μπήκε μέσα.

– Στο τέλος του μηνός, όπως ξέρεις, έχουμε τη μεγάλη έκθεση στο Όσλο.

– Ναι, το γνωρίζω. Θέλετε να κανονίσω τα εισιτήρια; Δύο άτομα; Εσείς και η σύζυγος;

– Δύο άτομα, ναι. Εγώ κι εσύ. Αυτή τη φορά θα συνοδεύομαι απ’ τη γραμματέα μου.

Η Μέλπω τα ‘χασε. Από πού κι ως πού; Απ’ όσο ήξερε, πρώτη φορά γινόταν αυτό. Κατάλαβε αμέσως πού το “πήγαινε” ο τύπος. Η επόμενη κίνησή του της το επιβεβαίωσε. Άνοιξε το μπλοκ των επιταγών του, συμπλήρωσε ένα ποσόν και της έδωσε το χαρτάκι.

Εδώ είναι ένα χαρτζιλίκι να πας να ψωνίσεις κάνα ρούχο της προκοπής. Εκεί θα είμαστε καλεσμένοι συνέχεια σε δεξιώσεις συνεργατών και θέλω να φυσάς.

Η Μέλπω κοίταξε το ποσόν. Πέντε χιλιάδες ευρώ. Πλάκα μου κάνει;

-Ξέρετε… Μπορώ να σας απαντήσω αύριο; Δεν μπορώ να φύγω έτσι απλά. Πρέπει να τακτοποιήσω κάποιες προσωπικές υποθέσεις.

– Τον φιλαράκο σου; κάγχασε ο Μαρίνης. Εδώ μιλάμε για δουλειά.

Ναι… ναι… «δουλειά» το λένε τώρα. Τι να του εξηγεί τώρα για το αλτσχάιμερ της μαμάς;

Την έβλεπε διστακτική, να κρατάει την επιταγή στο χέρι.

– Σαν πολύ να το σκέφτεσαι. Αν δεν μπορείς εσύ, υπάρχουν άλλες που θα πέταγαν την σκούφια τους. Ουδείς αναντικατάστατος.

Να τη κι η απειλή.

– Ξαφνιάστηκα. Συνήθως δεν σας συνοδεύει η γυναίκα σας;

– Αυτή τη φορά όχι. Και το νου σου μην τυχόν και σου ξεφύγει τίποτα. Δεν είναι ανάγκη να τα ξέρει όλα. Εξάλλου, για κείνη φροντίζω. Δεν θέλω να την ταλαιπωρήσω μ’ ένα ταξίδι. Ειδικά αυτήν την εποχή. Άντε, μη στέκεσαι έτσι σαν χάνος. Πάρε την υπόλοιπη μέρα άδεια και πήγαινε στα μαγαζιά. Και πού ‘σαι. Να πάρεις τίποτα θηλυκά ρούχα και όχι…

Θηλυκά! Σέξι θέλει να πει, σκέφτηκε, βγαίνοντας απ’ το γραφείο του. Αι σιχτίρ μαλάκα! Μη μου ξεφύγει τίποτε ε; Και 5.000 ευρώ; Από πού υποτίθεται θα ψωνίσω; Απ’ του Βερσάτζε; Βάλε και το ταξίδι… Μμμμ, ακριβά σου στοιχίζει το πήδημα φιλαράκο! Α, και να μην ξεχάσω, ουδείς αναντικατάστατος!

Μάζεψε στα γρήγορα τα πράγματά της κάτω απ’ το απορημένο βλέμμα των συναδέλφων της και βγήκε απ’ το γραφείο εξοργισμένη. Πήγε με τα πόδια στη Πλατεία Κοραή και κάθισε σε μια καφετέρια. Για κάποια λεπτά, όσο περίμενε το καφέ της, το μυαλό της νεκρώθηκε. Απλά κοίταζε απέναντι στα έργα του τραμ, χωρίς πραγματικά να βλέπει. Σχεδόν πετάχτηκε απ’ τη θέση της όταν ήρθε η σερβιτόρα με το καφέ της και τα πρόσφατα γεγονότα κατέκλυσαν τον νου της.

Και τώρα τι κάνουμε; Εδώ σε θέλω φιλενάδα. Να πάω μαζί του αποκλείεται. Να μου κοπούν τα πόδια. Να μην πάω, θα χάσω τη δουλειά. Σιγά τη δουλειά να μου πεις. Άντε όμως να βρω άλλη. Δουλειές δεν υπάρχουν. Κι εδώ που τα λέμε, κάθε τέλος του μηνός πέφτει ο μισθός χωρίς καθυστερήσεις. Αλλά τι; Θα γίνω το πουτανάκι του για να παίρνω το μισθουλάκο μου; Κι η μαμά; Τι θα γίνει η μαμά; Και πώς μου την πέφτει έτσι στα ίσα; Χωρίς καν προσχήματα. Δεν φοβάται ότι μπορεί να “εγείρω” απαιτήσεις; Η αλήθεια είναι ότι μπορώ να βγάλω πολλά απ’ αυτή την ιστορία. Χαχα! Δεν ξέρει πού έμπλεξε. Ακόμη και να τον εκβιάσω  με την γυναίκα του. Κι η μαμά; Τι θα γίνει με τη μαμά; Σιγά μην πάω μ’ αυτόν τον μαλάκα. Και να με χρυσώσει από πάνω ως κάτω δεν πάω. Δεν πουλιέμαι εγώ. Κι αν χάσω την δουλειά μου, πάλι πρόβλημα θα είναι. Τόσες συμφοιτήτριές μου είναι άνεργες. Και δεν θα μπορέσει ο αδελφός μου να καλύψει δύο σπίτια. Άσε που τώρα θα βρει πάτημα για το ίδρυμα. Κι η μαμά; Και να πεις ότι τον προκάλεσα; Ούτε καν. Κοίτα σε τι πρόβλημα μ’ έβαλε ο μαλάκας. Τις μπροσούρες τις πέταξα;

Ξαφνικά πετάχτηκε όρθια σαν να την τσίμπησε μύγα. Πέταξε ένα πεντάευρω στο τραπέζι κι έφυγε βιαστικά. Δεν είχε και πολύ συναίσθηση για το πού πήγαινε. Δεν τη χωρούσε ο τόπος και απλά είχε βάλει το κεφάλι κάτω και βάδιζε νευρικά. Κάποια στιγμή σταμάτησε απότομα. Σήκωσε το βλέμμα και συνειδητοποίησε ότι τα βήματά της την είχαν οδηγήσει έξω απ’ το τουριστικό γραφείο. Κοίταξε απορημένη την ταμπέλα. Για μερικά δευτερόλεπτα. Λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκαν μόνο. Μπήκε αποφασιστικά μέσα. Με μια επιταγή 5.000 ευρώ στη τσέπη μπορείς να επιλέξεις όποιο προορισμό γουστάρεις. Κοντινό, μακρινό, εξωτικό, κοσμοπολίτικο. Τι θα γίνει με τη μαμά; Τις μπροσούρες τις πέταξα άραγε;

Κλειώ Μαυρουδή

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading