Το ρολόι της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα χτυπούσε δύο η ώρα το μεσημέρι. Ο Αλέξανδρος επέστρεφε μετά από 6 χρόνια, έχοντας με έναν σάκο στον ώμο στη γειτονιά στην οποία μεγάλωσε, στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Τη γειτονιά αυτή την ήξερε σπιθαμή προς σπιθαμή, γνώριζε καλά όλους τους μεγάλους και τους μικρούς δρόμους αυτής της γειτονίας. Κι αυτό γιατί όταν ήταν μικρός χρειάστηκε πολλές φορές ν’ αλλάξει σπίτι με την οικογένειά του. Πάντοτε, όμως, επέλεγαν να ενοικιάζουν σπίτια σ’ αυτήν τη γειτονιά, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να πηγαίνει κάθε φορά σε διαφορετικό σχολείο ο Αλέξανδρος. Την αγαπούσε αυτή τη γειτονιά ο Αλέξανδρος, πιο πολύ αγαπούσε την πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα.
Όταν ήταν μικρός συνήθιζε να παίζει στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα μαζί με τον παιδικό του φίλο, τον Στέφανο. Αργότερα, στην εφηβεία του πάλι περνούσε ώρες ολόκληρες στην πλατεία συζητώντας τους προβληματισμούς του με τον Στέφανο. Στάθηκε για λίγο αποκαμωμένος στην πλατεία και μειδιούσε αναπολώντας τις όμορφες στιγμές που είχε ζήσει σε αυτήν την πλατεία με τον Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλώς ένας φίλος για εκείνον, ήταν ο προστάτης του, ήταν η ασπίδα του.
Βυθισμένος στις σκέψεις του ούτε που κατάλαβε πως έφτασε στην οδό Περγάμου, στο σπίτι των θείων του όπου και θα φιλοξενούταν το διάστημα για το οποίο θα έμενε στην Αθήνα. Στα 18 του χρόνια είχε αποχωρήσει οριστικά από τη γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα μαζί με τους δικούς του και είχε επιστρέψει στο Δυρράχιο της Αλβανίας, στη χώρα από την οποία καταγόταν. Είχε καταφέρει με κόπο και σκληρή δουλειά να κερδίσει υποτροφία για να σπουδάσει σε κολέγιο στα Τίρανα. Όταν έφευγε από τη γειτονιά αισθανόταν ότι ξεριζωνόταν, αισθανόταν περίεργα, αισθανόταν πως έφευγε από την πατρίδα του, παρά τα όσα είχε βιώσει στα πρώτα σχολικά του χρόνια.
Λόγω της αλβανικής καταγωγής του είχε δεχθεί αρκετές φορές σωματική και λεκτική κακοποίηση από τους συμμαθητές του. Λόγω της καταγωγής του συχνά τον απομόνωναν τα άλλα παιδιά και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς είχε κάνει, δεν μπορούσε να καταλάβει ποιο ακριβώς ήταν το σφάλμα του και οι υπόλοιποι του επιτίθεντο τακτικά με κάθε τρόπο. Αρκετές φορές καθόταν μόνος του στο τελευταίο θρανίο ή σε κάποια απόμερη γωνιά του προαυλίου και ξεσπούσε σε κλάματα. Όλα άλλαξαν μέχρι τη στιγμή που γνώρισε τον Στέφανο. Ο Στέφανος ήταν γιος στρατιωτικού και είχε μετακομίσει στη γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα από τη Δράμα, επειδή ο πατέρας του είχε πάρει μετάθεση. Από τη στιγμή που αντίκρισε τον Στέφανο, ο Αλέξανδρος ένιωσε πως κάτι τους έδενε, κάτι δυνατό, κάτι ισχυρό. Από τη στιγμή που ξεκίνησαν να κάνουν παρέα ο Αλέξανδρος σταμάτησε να νιώθει πια απομονωμένος, μάλιστα είχαν σταματήσει και οι επιθέσεις σε βάρος του. Ο Στέφανος ήταν πάντα πρόθυμος να υπερασπιστεί τον φίλο του με κάθε τρόπο. Σταδιακά μεγαλώνοντας ο Αλέξανδρος έκανε κι άλλους φίλους, αλλά ο Στέφανος ήταν πάντοτε ο καλύτερος του φίλος.
Αυτά σκεφτόταν ο Αλέξανδρος και ανυπομονούσε να συναντήσει τον Στέφανο να θυμηθούν τα παλιά, να γελάσουν με την ψυχή τους και να τραγουδήσουν. Αναρωτιόταν που να βρισκόταν ο φίλος του, αν είχε αλλάξει εμφανισιακά, ακόμη αναρωτιόταν αν είχε φύγει από τη γειτονιά. Δυστυχώς, από τότε που έφυγε για την Αλβανία δεν είχαν κρατήσει την επαφή που θα ήθελε ο ίδιος. Προσπαθούσε ο Αλέξανδρος να διατηρήσει μια τυπική επαφή με τον Στέφανο μέσα από τα social media, αλλά δεν ανταποκρινόταν πάντοτε. Ο Στέφανος είχε σχεδόν εξαφανιστεί από τη ζωή του Αλέξανδρου και αυτό το γεγονός δημιουργούσε προβληματισμό στον Αλέξανδρο.
Δεν ήθελε να χάνει άλλο χρόνο και έστειλε μήνυμα στον Στέφανο να βρεθούν στη γειτονιά τους και να θυμηθούν τα παλιά. Η απάντηση που έλαβε από εκείνον δεν ήταν αυτή που περίμενε. Ο Στέφανος δεν έδειξε να συγκινείται από την επιστροφή του φίλου του και φυσικά απέφυγε να κανονίσουν μια συνάντηση μεταξύ τους. Ο Αλέξανδρος στενοχωρημένος από τη στάση του φίλου του, δεν τον χωρούσε το σπίτι κι ήθελε να κάνει μια βόλτα να συνέλθει.
Από την ένταση που είχε μέσα του περπάτησε σε όλο το μήκος της γειτονιάς, από την Πιπίνου έφτασε στο μετρό στην οδό Αδμήττου κι από εκεί βρέθηκε στην Οδό Κεφαλληνίας, στη Μιχαήλ Βόδα κι έπειτα στην οδό Αγορακρίτου. Καθώς βάδιζε επί της Αγορακρίτου, παρατήρησε κάτι το περίεργο κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι που δεν περίμενε με τίποτα ν’ αντικρίσει. Είδε τον Στέφανο να βρίσκεται στα γραφεία μιας ρατσιστικής οργάνωσης, η οποία κακοποιούσε τους μετανάστες της περιοχής κι έσπαζε τα μαγαζιά τους. Είχαν γίνει ο φόβος κι ο τρόμος για τους μετανάστες της περιοχής λόγω των οργανωμένων πογκρόμ επιθέσεων εναντίον τους.
Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε, δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ο αδελφικός του φίλος, ο φίλος που τον προστάτευε από όσους τον κακοποιούσαν ήταν μέλος αυτής της συμμορίας. Ο Στέφανος, όταν συνειδητοποίησε πως τα μάτια του Αλέξανδρου ήταν καρφωμένα πάνω σ’ εκείνον, πήγε να τον συναντήσει. Ανάμεσα στους δύο φίλους μεσολάβησαν λεπτά σιωπής από την αμηχανία τους.
Τη σιωπή διέκοψε ο Αλέξανδρος, ο οποίος με δάκρυα στα μάτια είπε: «Ρε, μαλάκα, τι δουλειά έχεις εσύ με αυτούς, εσύ με αυτούς, εσύ με τους δολοφόνους; Πες μου ρε μαλάκα, γιατί;»
«Δεν είναι δολοφόνοι ρε φίλε, το δίκιο τους ψάχνουν να βρουν από αυτούς που μας έχουν ρημάξει τόσα χρόνια. Μας παίρνουν τις δουλειές ρε, είμαι άνεργος και δε βρίσκω τίποτα, γιατί παίρνουν αυτούς τους πιθήκους που δεν έχουν χαρτιά και βρομίζουν τη χώρα μας» του είπε ο Στέφανος.
«Σύνελθε, φίλε, ξεχνάς πως κι εγώ Αλβανός είμαι, πως ήρθαμε εδώ ξυπόλητοι και πεινασμένοι, ξεχνάς τις δουλειές που έκανα από μικρός να τους βοηθήσω γιατί πεινούσαμε; Εσύ, όμως, ποτέ δεν με είδες ως Αλβανό, τι άλλαξε τώρα;»
«Δεν έχω δουλειά, ρε, ο πατέρας μου έμεινε ανάπηρος και οι άλλοι δε θέλουν εργάτες, θέλουν σκλάβους ψωμόλυσσες. Αυτοί, εδώ, μου έδωσαν δουλειά και με προστατεύουν από τους βρομιάρηδες που ήρθαν στη χώρα μου και θέλουν να μας διώξουν. Δες εδώ στη γειτονιά, δεν ακούς πουθενά ελληνικά» είπε ο Στέφανος
«Σύνελθε, ρε σου λέω, δεν μπορεί… δεν μπορεί να μη θυμάσαι πως εσύ τους έδερνες όλους αυτούς που με έλεγαν βρωμιάρη και ξυπόλητο Αλβανό. Δεν μπορεί να μη θυμάσαι πως εσύ τους ξεσκέπασες αυτούς τότε που προσπάθησαν με κόλπο να δείξουν ότι είμαι κλέφτης. Δεν μπορεί να ξέχασες ότι εσύ τόλμησες να πεις στη δασκάλα πως της πήραν λεφτά από την τσάντα της, τα έκρυψαν κάτω από το θρανίο μου για να με κατηγορήσουν για κλέφτη. Δεν μπορεί να ξέχασες πως εδώ στην πλατεία με παρηγορούσες όταν με έφτυσε η Λένα, επειδή είμαι Αλβανός. Δεν είσαι ίδιος μ’ αυτούς, εσύ δεν είσαι δολοφόνος. Φύγε από αυτούς. Εσύ μπορεί να ξέχασες, αλλά εγώ δεν ξεχνώ πως είσαι ο μόνος που μ’ έκανες να νιώσω πως αξίζω πως η καταγωγή δεν καθορίζει τον άνθρωπο», αποκρίθηκε κλαίγοντας ο Αλέξανδρος
«Όχι, ρε φίλε, αλλά εσύ είσαι διαφορετικός, είσαι αλλιώς, εσύ δεν θα μου έκανες ποτέ κακό»,
«Μα ούτε αυτοί κάνουν κάτι κακό, απλά είναι από άλλη χώρα. Σε παρακαλώ φίλε, σύνελθε, είσαι ο καλύτερος μου φίλος… εσύ δεν είσαι δολοφόνος», «Να ορίστε, ένα εικοσάρικο έχω στην τσέπη, παρ’ το να κάνεις τη δουλειά σου, ζήτα από μένα ρε… δεν με νοιάζει να έχω ένα εικοσάρικο λιγότερο στην τσέπη, σε σένα χρωστάω τις ωραιότερες στιγμές που έζησα εδώ, σ’ αυτήν την πλατεία, σ’ αυτήν τη γειτονιά.»
Ο Στέφανος λύγισε με αυτήν την πράξη του Αλέξανδρου κι αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας. Ο Στέφανος του είπε «δεν μπορώ να πάρω χρήματα από σένα και το ξέρεις, ξέρω πόσο παλεύεις… μη νοιάζεσαι για μένα, τον βρήκα το δρόμο μου».
«Αμ, δεν τον βρήκες… φύγε από εκεί φίλε, φύγε πριν χάσεις το μυαλό σου… για ό, τι χρειαστείς, ξέρεις που θα με βρεις».
***
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά στη γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα, το ρολόι έδειχνε μεσάνυχτα ακριβώς και ο Στέφανος ετοιμαζόταν να πάει σ’ ένα καθιερωμένο πογκρόμ εναντίων των μεταναστών της περιοχής. Ωστόσο, δεν ήταν καθόλου καλά εκείνη τη νύχτα, ένιωθε περίεργα και κάτι τον πλάκωνε στο στήθος. Ίσως είχε επηρεαστεί από τη συζήτηση που είχε με τον Αλέξανδρο, ίσως η κίνηση του Αλέξανδρου να του δώσει ένα εικοσάρικο του θύμισε πως ήταν κάποτε άνθρωπος, πως η ψυχή του ήταν κάποτε καθαρή, τον αλτρουισμό που είχε κάποτε. Αναρωτιόταν γιατί κατάντησε έτσι, τι ήταν αυτό που τον έκανε να χτυπά ανθρώπους που δεν του φταίνε σε τίποτα και που δεν τον πείραξαν ποτέ. Αναρωτιόταν πόσο χαμηλά θα έπεφτε ακόμη προκειμένου να αποπληρώσει τα χρέη του προς τους τοκογλύφους, τότε που αναγκάστηκε να δανειστεί χρήματα προκειμένου να καλύψει το χειρουργείο του πατέρα του. Με βαριά καρδιά ξεκίνησε να βρει τους άλλους για να οργανώσουν τις επιθέσεις τους.
Εκείνο το βράδυ γύρισαν όλη την περιοχή σπιθαμή προς σπιθαμή δέρνοντας ανελέητα ανυπεράσπιστους ανθρώπους και κατέληξαν στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Εκεί, από μια συμπλοκή ένας από την ομάδα έβγαλε μαχαίρι και μαχαίρωσε ένα νέο παιδί, ο οποίος τύχαινε να βρίσκεται εκείνη την ώρα στην πλατεία. Οι άλλοι σκορπίστηκαν στα γύρω δρομάκια, όμως ο Στέφανος στάθηκε και παρέμεινε εκεί στην πλατεία. Ένιωσε κάτι περίεργο, ένιωσε ένα βάρος στο στήθος ένιωσε μια μαχαιριά στην καρδιά, λες και ήταν αυτός που μαχαιρώθηκε. Ο Στέφανος είδε τον Αλέξανδρο πεσμένο κάτω στην πλατεία αιμόφυρτο κι αμέσως συνειδητοποίησε τι έγινε:
«Τι έκανα, ρε μαλάκα, τι έκανα; Σκότωσα τον καλύτερο μου φίλο, σκότωσα τον αδερφό μου, σκότωσα αυτόν με τον οποίον μοιράστηκα όλη τη ζωή μου. Είχες δίκιο φίλε μου, έγινα κι εγώ δολοφόνος σαν κι αυτούς, έχασα την ψυχή μου. Ποτέ μου δεν σε είδα σαν Αλβανό, εσύ ήσουν ο αδερφός που δεν είχα, εσύ ήσουν αυτός που μου γέμιζες την ψυχή μου με τρυφερότητα, τη στιγμή που οι άλλοι με γέμιζαν με μίσος. Δηλητηριάστηκα, έγινα ένα κάθαρμα. Όχι φίλε μου, δεν πέθανες εσύ, εγώ πέθανα από τότε που έφυγες από τη γειτονιά μας. Τ’ ακούς; Δική μας είναι η γειτονιά, η γειτονιά σου.»
Έπειτα, έριξε ένα βλέφαρο στην πλατεία εκεί όπου κάποτε έπαιζαν μαζί κι ύστερα είδε τον φίλο του να κείται νεκρός. Θυμήθηκε τότε που πήγαιναν τρίτη δημοτικού και τραγουδούσαν στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα το τραγούδι Χέρια σαν κι αυτά.
Ξεκίνησε να το τραγουδάει πάνω από το άψυχο σώμα του φίλου του. Με αυτό το τραγούδι αποχαιρέτησε τον φίλο του στην πλατεία όπου έπαιζαν μαζί, στην πλατεία όπου περνούσαν ώρες ατελείωτες στην εφηβεία τους μαζί, στην πλατεία όπου έζησαν τα καλύτερα τους χρόνια, στην πλατεία όπου τώρα ο Στέφανος είχε «μαχαιρώσει» τον καλύτερο του φίλο.