,

Οι αποκριές που έφεραν τον έρωτα

Η Νένα είχε φτάσει ήδη στα 15, αλλά το χωριό το λάτρευε, πάντα έψαχνε αφορμές να πάει στο μέρος που είχε τις πιο όμορφες παιδικές της αναμνήσεις. Και ήταν η στιγμή που θα ζούσε μία από τις πιο δυνατές στιγμές της ζωής της, που θα την άλλαζαν για πάντα. Ήταν Απόκριες και όπως κάθε χρόνο η Νένα πήγαινε στο χωριό για το τριήμερο. Είχε ενημερώσει τις φίλες της και ανυπομονούσαν να την δουν. Ετοίμαζε τα πράγματά της με πυρετώδη ταχύτητα, δεν έβλεπε την ώρα να μπει στο καράβι. Μόλις έφτασε στο νησί, άφησε τα μπαγκάζια της, έδωσε από ένα πεταχτό φιλί στην γιαγιά και τον παππού της και έφυγε απευθείας να πάει να βρει τα κορίτσια. Εκείνες την περίμεναν όλο χαρά και την έσφιξαν δυνατά στην αγκαλιά τους. Στο ίδιο καφέ με τις φίλες της ήταν και εκείνος, το αγόρι που έμελλε να της αλλάξει την ζωή για πάντα. Μόλις αντίκρισε το χαμόγελό της πάγωσε, δεν είχε δει πιο όμορφο χαμόγελο ποτέ στην ζωή του. Ο Φίλιππος, ήταν μόλις 16, μόνιμος κάτοικος του νησιού, μα την Νένα την έβλεπε πρώτη φορά και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της, άκουγε το γέλιο της και χαμογελούσε και εκείνος αυθόρμητα.

Την επόμενη μέρα έγινε η μοιραία συνάντηση. Η Νένα στην προσπάθειά της να βρει την φίλη της την Κυριακή, πήγε σε κάτι γνωστά παιδιά του χωριού. Ανάμεσά τους και ο Φίλιππος. Δεν τον ήξερε, μα ασυναίσθητα του ζήτησε την βοήθειά του και εκείνος φάνηκε κάτι παραπάνω από πρόθυμος να την βοηθήσει και έτσι της πρότεινε να ανέβει στο μηχανάκι του. Μόλις την βρήκε, κατέβηκε από το μηχανάκι του και του χάρισε ένα φιλί στο μάγουλο τόσο γλυκό και αθώο, που ήταν όμως αρκετό για να φωλιάσει στην καρδιά του ο έρωτας. Το ίδιο βράδυ έπεσε τυχαία στα χέρια του ο αριθμός του κινητού της. Δεν το σκέφτηκε στιγμή, της έστειλε αμέσως μήνυμα και εκείνη ανταποκρίθηκε φανερά απορημένη, διότι δεν ήξερε ποιος ήταν. Ρώτησε τις φίλες της που ήταν μαζί και μία από αυτές την ενημέρωσε πως ήταν ο Φίλιππος. Του απάντησε με την σειρά της και από εκείνη την στιγμή δεν σταμάτησε η επικοινωνία μεταξύ τους.

Ένας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε, φλογερός και δυνατός, μα και με πολλές εντάσεις. Για δύο χρόνια είχαν τα πάνω και τα κάτω τους, ήταν και η απόσταση στην μέση μιας και η Νένα γύρισε στην πόλη μόλις τελείωσαν οι Απόκριες. Ο Φίλιππος ζούσε για εκείνη, την λάτρευε, ήταν φουλ ερωτευμένος μαζί της και την αγαπούσε πιο πολύ από το κάθε τι, πιο πολύ και από την ζωή του, εκείνη όμως παρότι τον ήθελε και τον αγαπούσε, έκανε το ένα λάθος πάνω στο άλλο, του φερόταν άσχημα και πολλές φορές τον έκανε να νιώθει σκουπίδι. Όταν ο Φίλιππος κόντευε να τελειώσει το σχολείο, πήρε την πιο σημαντική και συνάμα σκληρή απόφαση, να χωρίσει με την Νένα και να φύγει στην Ιταλία για σπουδές. Τότε ήρθε η στιγμή που η Νένα συνειδητοποίησε το πόσο σημαντικός ήταν ο Φίλιππος για εκείνη, μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια, σε δύο μήνες εκείνος θα έφευγε και όσο και να έκλαιγε και να τον παρακαλούσε, εκείνος ήταν ανένδοτος. Όσο και να την αγαπούσε, όσο και να την ήθελε, είχε πάρει την απόφασή του και αυτό δεν άλλαζε.

Τα χρόνια πέρασαν, όμως εκείνος δεν την έβγαλε στιγμή από το μυαλό του και εκείνη όμως τον σκεφτόταν συχνά. Για τον Φίλιππο η Νένα ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του, όσες σχέσεις και να έκανε δεν κατάφερε καμία από αυτές να πάρουν την θέση της στην καρδιά του. Κάθε καλοκαίρι που γυρνούσε στο χωριό την έψαχνε, ήθελε έστω και από μακριά να βλέπει το χαμόγελό της, να ξέρει πως είναι καλά ακόμη και που δεν ήταν πλέον μαζί. Μέχρι εκείνο το καλοκαίρι που έμαθε το χειρότερο νέο που θα μπορούσε να ακούσει. Σε λίγους μήνες εκείνη παντρευόταν. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως εκείνη θα έκανε ένα τόσο μεγάλο βήμα με κάποιον άλλον και όχι μαζί του. Παρόλο που είχαν χωρίσει τόσα χρόνια, ο Φίλιππος περίμενε πως κάποια μέρα θα ήταν και πάλι μαζί, πως εκείνο το κορίτσι για το οποίο πέθαινε, θα γυρνούσε και πάλι κοντά του. Ο γάμος έγινε κανονικά και η Νένα φαινόταν ευτυχισμένη, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν και αυτό ήταν κάτι που ο Φίλιππος θα το μάθαινε δύο χρόνια μετά.

Αύγουστος ήταν, όταν η Νένα κατέβηκε για ακόμη μία φορά στο χωριό για τις διακοπές του καλοκαιριού. Είχε βγει για ποτό με μία παιδική της φίλη που τυχαία συναντήθηκαν στην πλατεία του χωριού. Ο Φίλιππος, ότι είχε έρθει με άδεια στο χωριό από τον στρατό και κανόνισε να το γιορτάσει με τους φίλους του. Μόλις μπήκε στο μαγαζί άκουσε το γέλιο της και πάγωσε. Είχε δύο χρόνια να την δει και δεν περίμενε πως θα την έβλεπε. Χάρηκε τόσο πολύ που την είδε, μα δεν το έδειξε. Μόνο καθόταν και την χάζευε από ασφαλή απόσταση. Και τότε τον είδε και εκείνη, είχε ξεχάσει πόσο όμορφος ήταν και πόσο πολύ λάτρευε το χαμόγελό του. Κάτι μέσα της την έτρωγε από εκείνη την στιγμή και έψαχνε τρόπο να του μιλήσει, να δει πως είναι και αν είναι καλά, μα πιο πολύ ήθελε να τον συλλυπηθεί για τον χαμό του μπαμπά του, παρόλο που είχε περάσει αρκετός καιρός. Και δεν άντεξε, πήγε να του μιλήσει. Εκείνος της χαμογέλασε, της μίλησε με πολύ θέρμη αλλά και αρκετά συγκρατημένα. Όσο περνούσε η ώρα έρχονταν όλο και πιο κοντά μέχρι που εκείνη πήγε και του μίλησε και εκείνος την πήρε αγκαλιά και την έδωσε ένα πολύ γλυκό φιλί στο μάγουλο.

Αυτό ήταν και η αρχή για μια πολύ αναπάντεχη εξέλιξη για όλους. Η Νένα του ζήτησε να πάνε μια βόλτα στην θάλασσα, για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά του. Εκείνος δέχτηκε αμέσως. Ήθελε και εκείνος να βρεθεί κοντά της, κάτι τον τραβούσε πάνω της που δεν μπορούσε ούτε να το εξηγήσει ούτε να το απωθήσει. Και κάθισαν στην παραλία και μιλούσαν για ώρα, μέχρι που ήρθε εκείνη η σιωπή. Δεν ήταν σιωπή αμηχανίας μα η σιωπή της οικειότητας, η σιωπή που τα έλεγε όλα. Και εκείνος την φίλησε, για λίγα λεπτά ήταν μόνο εκείνη και εκείνος, δεν υπήρχε κανείς άλλος εκείνη την στιγμή για αυτούς τους δύο, ήταν σαν να είχαν γυρίσει τον χρόνο στην εποχή που ήταν μαζί και τότε κατάλαβαν πως ήταν μια δεύτερη ευκαιρία που τους έδινε η ζωή. Μα η Νένα είχε έναν άντρα πίσω της και οι δυο τους ένα παρελθόν πολύ βαρύ. Όμως όλα έδειχναν σωστά εκείνη την ώρα, τίποτα δεν ήταν λάθος. Εκείνη τον σταμάτησε και του είπε πως πρέπει να φύγει, μα θα γυρνούσε πάλι σε κείνον αλλά έπρεπε πρώτα να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο σπίτι.

Η Νένα έφυγε από το χωριό με την υπόσχεση να γυρίσει πάλι στον Φίλιππο όταν όλα πια θα ήταν ξεκάθαρα. Πήγε στο σπίτι της και έβαλε τον άντρα της κάτω και του τα είπε όλα. Για την ζωή τους, για το πόσο λάθος απόφαση ήταν αυτός ο γάμος, ακόμη και για την συνάντησή της με τον Φίλιππο. Και τότε ήταν που έμαθε όλη την αλήθεια και από την πλευρά του άντρα της και τότε κατάλαβε πως όλη της η ζωή ήταν μία φούσκα. Έμαθε τόσο για την άλλη ζωή που είχε παράλληλα με την Νένα, σχεδόν όσα χρόνια ήταν μαζί της μα και την άλλη πλευρά του χαρακτήρα του όταν της αποκάλυψε πως για εκείνον η Νένα πληρούσε απλά όλα τα στάνταρ για να γίνει μια καλή νοικοκυρά και μία σωστή σύζυγος και όλα αυτά για το φαίνεσθαι, για τα μάτια του κόσμου.

Κατάλαβε πως η ζωή τελικά ήξερε τι έφερνε. Αφού ξεκαθάρισαν όλα και λίγους μήνες μετά μπήκε το διαζύγιο μπροστά, εκείνη έτρεξε αμέσως στην αγκαλιά του μεγαλύτερου έρωτα της ζωής της και ήξερε πια πως ήταν στο κατάλληλος μέρος για κείνη, στο σπίτι της, γιατί η αγκαλιά του Φίλιππου ήταν πλέον το σπίτι της και η Νένα το ένιωσε από εκείνο το βράδυ στην παραλία. Παρά τις αντιρρήσεις των οικογενειών και όλων όσων ήξεραν το βαρύ τους παρελθόν, εκείνοι δεν το έβαλαν κάτω, πάλεψαν σκληρά για την σχέση τους, για να διεκδικήσουν αυτό το πολυπόθητο μαζί. Με τον καιρό κατάφεραν σιγά σιγά να ηρεμήσουν τις έντονες αντιδράσεις και κάμφθηκαν και οι τελευταίες αντιδράσεις μόλις έμαθαν για την εγκυμοσύνη της Νένας. Ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να ολοκληρώσει την ευτυχία τους. Μια ευτυχία βγαλμένη από παραμύθι που κράτησε για 60 χρόνια, 4 παιδιά, 12 εγγόνια και 3 δισέγγονα μετά και έκλεισε με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησε, με μια αγκαλιά και ένα φιλί.

Μινέρβα

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: