,

H ψυχαναγκαστική

Πέντε χρόνια ψυχοθεραπείας, πεταμένα λεφτά. Και να δεις που ήταν και περήφανη ότι είχε τάχα καταφέρει να δαμάσει τους δαίμονές της. Με πολύ κόπο και πολύ χρήμα που δεν της έτρεχε κι από τα μπατζάκια. Μια απλή λογίστρια ήταν, που ίσα – ίσα τα έφερνε βόλτα να βγάλει το μήνα. Δεν ήταν καμιά κυρία των βορείων προαστίων, από αυτές που έχουν το προνόμιο να διασκεδάζουν την πλήξη τους στα γραφεία των ψυχιάτρων. Όμως για αυτήν, η ψυχοθεραπεία ήταν ζήτημα επιβίωσης, από αυτά που μοιάζουν με στενό μονόδρομο που πρέπει να τον διασχίσεις μόνο προς τα μπρος, γιατί το πίσω σημαίνει αφανισμός.

Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή βαριάς μορφής, διέγνωσε ο ψυχίατρος που την είχε σύρει η αδελφή της έπειτα από το τηλεφώνημα απόγνωσης που είχε λάβει από την ίδια πριν από κάποια χρόνια. Είχε κλειστεί  στο μπάνιο για κοντά δώδεκα ώρες και της ήταν αδύνατο να βγει. Κάθε φορά που άπλωνε το πόδι της να δρασκελίσει την μπανιέρα, κάτι έβρισκε λάθος στην ιεροτελεστία πλυσίματος που είχε ακολουθήσει κι έπρεπε να την επαναλάβει πάλι από την αρχή. Ξανά και ξανά για ώρες. Και κάθε φορά η σκέψη της της έλεγε ότι κάτι δεν είχε κάνει καλά κι έπρεπε να τα ξανακάνει όλα από την αρχή. Αλλιώς οι συνέπειες θα ήταν τραγικές. Τα μικρόβια θα κατέτρωγαν τις σάρκες της, μπορούσε να τα κάνει εικόνα να μπαίνουν στην κυκλοφορία του αίματός της και να κάνουν κουμάντο. Ή ακόμα χειρότερα, μπορεί να γινόταν μολυσματική για τους γύρω της και να έθετε σε κίνδυνο άλλους ανθρώπους. Στρεπτόκοκκοι, σταφυλόκοκκοι, ελικοβακτηρίδια, κολοβακτηρίδια κι άλλα δυνητικά θανατηφόρα μικρόβια την κρατούσαν ακινητοποιημένη για ώρες στη μπανιέρα με το νερό να της καίει το δέρμα. Ένας ολόκληρος αόρατος κόσμος από εχθρούς του οποίου ήταν δέσμια.

Όταν πρωτάκουσε για τον κορωνοϊό, της ήρθε να βάλει τα γέλια και τα κλάματα μαζί.

«Καλέ τι κακόγουστο ανέκδοτο είναι αυτό; Έχει βαλθεί κάποιος να σπάσει πλάκα μαζί μου;»

«Δηλαδή αν πλένοντας τα χέρια μου δεν μετρήσω ως το 20, θα βάλω σε κίνδυνο τη ζωή της μάνας μου;»

«Αυτά τα σενάρια δεν έφτιαχνα κι εγώ με το μυαλό μου και μου λέγατε όλοι πως φταίει η διαταραχή μου;»

«Αυτά που έφτυσα αίμα για να σταματήσω να τα κάνω και να πάρω τη ζωή μου πίσω, πρέπει τώρα να τα ξαναρχίσω από την αρχή και μάλιστα πολύ σχολαστικά; Λες και δεν τα έκανα πολύ σχολαστικά τότε που κόντεψα να χάσω το δέρμα μου…»

Ο ψυχίατρος την άκουγε σιωπηλός όταν τον επισκέφτηκε εκτάκτως εν μέσω καραντίνας. Καραντίνα! Πώς τρύπωσαν έτσι στην ζωή μας λέξεις που μέχρι πρότινος τις ξέραμε μόνο μέσα από τα βιβλία; Ο γιατρός της λοιπόν, συμμεριζόταν απόλυτα την αγωνία και την εύλογη ταραχή της ωστόσο φάνηκε να δυσκολεύεται να της απαντήσει. Τι να πεις σε μια ασθενή που έχει φάει χρόνια προσπαθώντας να εκριζώσει παθολογικές τελετουργίες ατομικής καθαριότητας; Ξαναρχίστε τα όλα από την αρχή με εντολή αυτή τη φορά της Πολιτικής Προστασίας; Λες κι έχει σημασία ποιος θα είναι κάθε φορά ο νταής; Αφού πάλι ο φόβος θα κάνει κουμάντο.

«Προσπαθήστε να εφαρμόσετε τα μέτρα προστασίας από τον κορωνοϊό μόνο στον απολύτως αναγκαίο βαθμό και μην αφήσετε να σας κλέψουν ό,τι κερδίσατε στον δύσκολο δρόμο σας» , ήταν το μόνο που βρήκε εν τέλει να πει ο γιατρός.

Μόνο στον απολύτως αναγκαίο βαθμό, παπαγαλίζει τώρα κοροϊδευτικά μέσα της τη φωνή του γιατρού.

Και ποιος είναι αυτός ο βαθμός; Πόσο ευδιάκριτα και σαφή είναι τα όρια για έναν οποιοδήποτε άνθρωπο; Πόσο μάλλον για έναν άνθρωπο που το μυαλό του έχει την προδιάθεση να του στήνει συνεχώς παγίδες. Να τον εγκλωβίζει σε ατέρμονες διαδικασίες που νομίζει πως του εξασφαλίζουν μια επίπλαστη ασφάλεια, ενώ στην πραγματικότητα σιδερώνουν το κελί της εγκεφαλικής φυλακής του;

Γυρίζει σπίτι από τον καθημερινό της προαυλισμό στο παρκάκι της γειτονιάς. Κάνει να καλέσει το ασανσέρ για ν’ ανέβει στον τέταρτο κι αμέσως το μετανιώνει. Προτιμάει τις σκάλες που τις ροβολάς χωρίς να πατήσεις κουμπιά και να ακουμπήσεις πόμολα. Αυτή βέβαια πάντα το ήξερε μέσα της, ότι κάποιος θανάσιμος κίνδυνος ελλοχεύει πίσω από τους διακόπτες και τα χερούλια. Πόσες φορές στο παρελθόν δεν είχε κάνει εικόνα τους ιούς και τα μικρόβια να χορεύουν πεντοζάλη πάνω σε ύπουλες μεταλλικές επιφάνειες που σφύριζαν αθώα κι αδιάφορα!

Αφήνει παπούτσια και μπουφάν στην εξώπορτα για να τα ψεκάσει μετά με τα απαραίτητα και μπαίνει στο διαμέρισμά της. Τρέχει ξυπόλητη ως το μπάνιο και  πλένει τα χέρια της με τον παλιό, γνώριμο σχολαστικό τρόπο που της πήρε κάτι χρόνια και μερικές χιλιάδες ευρώ σε συνεδρίες για να τον ξεμάθει. Τον ίδιο τρόπο που τώρα τον διαφημίζουν σε ακριβοπληρωμένα σποτάκια  στην τηλεόραση κουνώντας μας το δάχτυλο. Σε ποιόν; Σ’ αυτήν! Που αυτή έπλενε τα χέρια της έτσι και χίλιες ακόμα φορές πιο έτσι, και βάλθηκαν οι γιατροί να την πείσουν ότι ήταν παθολογική συμπεριφορά και έπρεπε να φιλήσει κατουρημένες τουαλέτες στην συμπεριφορική ψυχοθεραπεία για να την αποβάλλει. Τα ύστερα του κόσμου δηλαδή! Δίνει τόπο στην οργή της και πετάει τα φορεμένα ρούχα στο πλυντήριο. Σκέφτεται αν πρέπει να κάνει κι ένα μπάνιο. Η θέα της μπανιέρας της προκαλεί πάντα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Δεν μπορεί να ξεχάσει τις ώρες από τη ζωή που της έχει κλέψει. Σκέφτεται καμιά φορά να καθίσει να κάνει τις πράξεις. Τόσα χρόνια επί τόσα λεπτά την ημέρα. Αν και λογίστρια στο επάγγελμα, τρέμει μπροστά σ’ αυτόν τον απλό πολλαπλασιασμό. Φοβάται ότι το γινόμενο  θα την τρομάξει. Φοβάται πως θα δει πολύτιμα χρόνια από τη ζωή της να τα καταπίνει το σιφόνι, χρόνια όμορφα και εν δυνάμει δημιουργικά πνιγμένα μέσα σε σαπουνάδες, ν’ αγωνίζονται να πάρουν ανάσα από τα απολυμαντικά και τις χλωρίνες και στο τέλος να παραδίνονται νικημένα στη δίνη του σιφονιού. Μ’ αυτές τις τελευταίες σκέψεις στο νου, καταφέρνει να γυρίσει την πλάτη στην μπανιέρα και βγαίνει αποφασιστικά από το μπάνιο.

Η μέρα μουντή και παγερή για την εποχή. Αρχές Απρίλη κι η άνοιξη δεν έχει μυρίσει ακόμα. Μουδιασμένη κι αυτή σαν τους ανθρώπους, κρατάει άμυνα, δεν ξοδεύει άσκοπα δυνάμεις. Τραβάει τις κουρτίνες στην άκρη να μπει περισσότερο απογευματινό φως. Παρατηρεί μία από τις γλάστρες στο μπαλκόνι της. Αυτή που είναι τέρμα αριστερά, που εδώ και κάτι μήνες αναβάλλει να κατεβάσει στον κάδο και να την πετάξει επειδή είναι μεγάλη και βαριά από το πολύ χώμα. Τα περασμένα Χριστούγεννα την είχε μετακινήσει σε εκείνη τη γωνιά του μπαλκονιού για να φαίνεται καλύτερα από τον δρόμο και είχε στολίσει το μπέντζαμιν που φιλοξενούσε με πολύχρωμα λαμπάκια. Δυστυχώς ο βοριάς δεν φάνηκε καθόλου επιεικής μαζί της, αντίθετα εξάντλησε όλη του την σκληρότητα πάνω στα πυκνά φυλλαράκια της. Έτσι, η Πρωτοχρονιά τη βρήκε φαλακρή, και μέχρι να μπουν οι Απόκριες ο κορμός της ήταν πιο ξερός κι από τα ξυλαράκια που είχε δίπλα στο τζάκι για προσάναμμα. Το απίστευτο είναι ότι τούτη τη στιγμή το μάτι της, που είναι εξασκημένο να στέκεται στις λεπτομέρειες, παρατηρεί κάτι να πρασινίζει ανεπαίσθητα πάνω σ’ αυτή τη νεκρή φύση που θυσιάστηκε με αυταπάρνηση στο βωμό των Χριστουγέννων. Βγαίνει στο μπαλκόνι να δει από κοντά και πράγματι έχει συντελεστεί το θαύμα! Αυτοί οι αποξηραμένοι ιστοί, αυτά τα νεκρά κύτταρα με τους αποτεφρωμένους χλωροπλάστες έχουν ανανήψει και κάνουν φωτοσύνθεση! Και να φανταστεί κανείς πως όλο αυτό το διάστημα, λόγω της προφανούς νεκροφάνειάς του, ούτε καν το πότιζε! Απλά το είχε ξεχάσει σε μια γωνιά και δεν το ενοχλούσε. Κι αυτό γύρισε πίσω από την ξηρασία και τώρα πετάει καινούρια καταπράσινα φυλλαράκια μόνο και μόνο επειδή το άφησε στην ησυχία του.

Σιγοβράζει αθόρυβα η άνοιξη κάτω απ’ τους χειμώνες, σκέφτεται χαζεύοντας το θαύμα της.

Την επόμενη μέρα ξυπνά από μια αχτίδα ήλιου, που έχει χωθεί από την τρύπα στο ξεχαρβαλωμένο παντζούρι και σημαδεύει με μεγάλη ευστοχία το βλέφαρό της. Γυρίζει πλευρό να ξανακοιμηθεί αλλά ο ύπνος έχει φύγει. Ανακάθεται στο κρεβάτι ψάχνοντας στα τυφλά για τις παντόφλες της. Οι μέρες του εγκλεισμού με την πάροδό τους έχουν γίνει άχρονες και άτοπες. Οι παντόφλες που φορά είναι γούνινες, αγορασμένες από εκδρομή στην Καστοριά και ο μήνας είναι Απρίλιος στην νότια Ελλάδα. Της έρχονται στο νου οι στίχοι από εκείνο το τραγούδι της Χαρούλας που λέει:

«μια αχτίδα φως περνάει τις γρίλιες

και σβήνει αυτά που γίναν χθες,

πώς μπλέκουν λέω οι ιστορίες

και την ανθρώπων οι τροχιές»

Το σιγοτραγουδάει καθώς κατευθύνεται νυσταγμένη ακόμα προς την κουζίνα να φτιάξει καφέ. Καθώς ανοίγει το ρολό της κουζίνας, πέφτει το μάτι της στο ρολόι του τοίχου. Έντεκα κιόλας η ώρα! Τέτοια ώρα υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα ήταν στον δεύτερο καφέ στο γραφείο ενώ από μέσα της θα εξαπέλυε χαλαρά μπινελίκια προς πάσα κατεύθυνση. Να κι ένα καλό της καραντίνας! Ανέκτησε λίγο από τον ύπνο που τόσα χρόνια είχε στερηθεί ως ευσυνείδητη, ψυχαναγκαστική υπάλληλος, μανιακή με την καθαριότητα και γενικά με κάθε είδος ελέγχου. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα να ελέγξει γιατί τίποτα δεν είναι υπό έλεγχο. Είναι κι αυτό μια κάποια ανακούφιση, ένα ξεφόρτωμα όσο να πεις.

Καθώς χαζεύει έξω από το παράθυρο με τον καφέ στο χέρι, αντιλαμβάνεται έντονη κινητικότητα στο απέναντι μπαλκόνι. Το ζευγάρι του τρίτου ορόφου έχει επιστρέψει από το σούπερ μάρκετ και έχει εξορίσει τα μολυσμένα ψώνια στο μπαλόνι απλωμένα σαν τραχανά. Οι κινήσεις τους της θυμίζουν τον εαυτό της στο φόρτε της αρρώστιας της. Φορώντας και οι δύο γάντια, βγάζουν από τις σακούλες τα ψώνια και τα ακουμπάνε στο δάπεδο, το οποίο προηγουμένως σφουγγάριζαν με χλωρίνη που μύρισε ως απέναντι. Έπειτα τα χωρίζουν ανά είδος, τρόφιμα ψυγείου, τρόφιμα εκτός ψυγείου, καθαριστικά, είδη προσωπικής υγιεινής και χαρτιά υγείας, πολλά χαρτιά υγείας! Ξεκινούν την τακτοποίηση από τα τρόφιμα ψυγείου. Τους αφαιρούν την συσκευασία και τα τοποθετούν με χειρουργικές κινήσεις σε καθαρά σακουλάκια τροφίμων. Κατόπιν αλλάζουν γάντια και οι δύο και περνούν στη επόμενη πίστα, τα τρόφιμα εκτός ψυγείου. Αυτά ο ένας τα ψεκάζει με απολυμαντικό κι ο άλλος τα σκουπίζει με γρήγορες κινήσεις με χαρτί κουζίνας. Όσο πιο γρήγορα γίνεται, για να μην μουλιάσει η χάρτινη συσκευασία και περάσει το απολυμαντικό μέσα. Έπειτα έχουν σειρά τα φρούτα και τα λαχανικά. Σε αυτά γίνονται άλλοι χειρισμοί. Τα πλένουν με το λάστιχο του μπαλκονιού μέσα στη λεκάνη που έχουν για να απλώνουν τη μπουγάδα, η οποία προηγουμένως έχει κι αυτή απολυμανθεί. Ντομάτες, αγγουράκια, κολοκυθάκια και πιπεριές, κολυμπάνε σαν παπάκια μέσα στην κόκκινη μπουγαδολεκάνη, ενώ το νερό από το λάστιχο τα δέρνει αλύπητα. Συνεχίζει να τους παρατηρεί ενώ βάζει να μαγειρέψει για μεσημεριανό κι έπειτα καθώς καθαρίζει τον νεροχύτη από πιάτα και κατσαρολικά. Οι ώρες κυλάνε, έχει περάσει κοντά ένα δίωρο από την ώρα που ξεκίνησαν αυτή την επιχείρηση, έχει πιάσει μεσημέρι κι ακόμα οι απέναντι δεν έχουν ξεμπερδέψει με τις υγειονομικές βόμβες που κουβάλησαν από το σούπερ μάρκετ στο αμόλυντο καταφύγιό τους.

Τους κοιτάζει και αναγνωρίζει στα πρόσωπά τους το γνώριμο άγχος  το οποίο παλεύει να δαμάσει μια ζωή. Το άγχος του να μην μπορείς να ελέγξεις τα πράγματα. Τον  φόβο ότι η ζωή σου ή η ζωή των αγαπημένων σου μπορεί να απειλείται θανάσιμα από αυτά που δεν μπορείς να ελέγξεις. Και να μη σε νοιάζει ούτε ο χρόνος που θα ξοδέψεις, ούτε ο κόπος που θα καταβάλεις μπροστά στην προοπτική να εξαφανίσεις τον κίνδυνο. Όμως αυτός ο ύπουλος δεν εξαφανίζεται ποτέ, γιατί τρέφεται από τον φόβο που ζει μέσα σου. Κι αυτός ο φόβος σε κάνει να επαναλαμβάνεις τις ίδιες τελετουργίες ξανά και ξανά, κάθε φορά πιο καλά, πιο προσεκτικά, πιο λεπτομερώς, πιο σχολαστικά. Γιατί νομίζεις ότι την επόμενη φορά θα το κάνεις καλύτερα κι ο φόβος θα φύγει.

Κοιτάζει το απέναντι ζευγάρι και τους συμπονά ειλικρινά γιατί γι’ αυτούς αυτός ο φόβος είναι πρωτόγνωρος και τους παρασέρνει. Αυτή  έχει κάνει πια ειρήνη μαζί του. Γνωρίζονται καλά οι δυο τους κι έχουν  φιλιώσει. Τα βράδια πέφτουν να κοιμηθούν σχεδόν αγκαλιασμένοι. Κι όταν κάποιες φορές ξυπνάει το θηρίο, ξέρει πώς να το ξαναβάζει για ύπνο.

Αυτός ο φονικός ιός έφερε μια άγρια δικαιοσύνη στο συναίσθημα των ανθρώπων, σκέφτεται καθώς συνεχίζει να τους χαζεύει να παλεύουν με τα ψώνια.

Μας έκανε να δούμε ότι εν τέλει είμαστε όλοι φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά. Ο ψυχισμός όλων μας έχει ραφές. Αλλά και οι ραφές άδικα είναι μοιρασμένες στις στόφες των ανθρώπων. Σε άλλους είναι πιο σφιχτές και τους θωρακίζουν καλά. Σε άλλους πάλι είναι  χαλαρές και κάποια στιγμή μπορεί να ανοίξουν τρύπες. Τα βίαια γεγονότα ανοίγουν τρύπες στον ψυχισμό όλων των ανθρώπων. Τρύπες που όμως αν μάθεις να τις μπαλώνεις, μπορείς να φτιάξεις ενώσεις πιο γερές κι από τις ίδιες τις ραφές.

Βελόνα, κλωστή, θάρρος και υπομονή χρειάζεται. Κι όλες οι τρύπες μπορούν να κλείσουν. Άλλωστε αυτό δεν είναι ο άνθρωπος; Εν γένει αδύναμος και εν δυνάμει θεϊκός.

Ειρήνη Κουτσουβέλη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading