,

Αΐσα σημαίνει ζωντανή!

Στο σπίτι μου στο Χαλέπι, είχα μια ραπτομηχανή. Ο λευκός ήχος της με ηρεμούσε όταν ένιωθα ταραχή. Έβρισκα καταφύγιο στο να ράβω, να κεντώ και να πλέκω τις ώρες που η ζωή γύρω μου κρεμόταν από μια κλωστή. Όπως εκείνη την τελευταία Παρασκευή, λίγο πριν εγκαταλείψω το σπίτι μου για να σωθώ από τα εκρηκτικά και τις βόμβες που έσκαγαν στη διπλανή πλατεία. Η μοίρα ύφαινε τον αναπόδραστο ιστό της προσφυγιάς κι εγώ βελόνιζα ροζ κλωστή να ράψω μια κουβερτούλα βρεφική. Ήταν το τελευταίο πράγμα που έβαλα στην τσάντα μου πριν διαβώ για στερνή φορά το κατώφλι του σπιτιού που γεννήθηκα κι έζησα.

Τον ήχο της ραπτομηχανής μου τον ξαναπαίζω τώρα στο μυαλό μου ρυθμικά.

«Τακ – τακ, τακ – τακ, τακ – τακ!»

Τον συντονίζω με την καρδιά μου και μ’ αυτό τα καταραμένο κύμα που δέρνει το πλωτό φέρετρο που μας κουβαλάει προς την ελευθερία. Οι κλωτσιές του μωρού στην κοιλιά μου συντονίζονται κι αυτές με το ρυθμό της θάλασσας και τον χτύπο της καρδιάς μου. Η αίσθηση του χρόνου έχει χαθεί. Πόσες ώρες μας δέρνουν αυτά τα κύματα; Πόσα πραγματικά λεπτά απαρτίζουν την αιωνιότητα αυτού του απάνθρωπου ταξιδιού; Σκέφτομαι ξανά το σπίτι μου για να ξεχαστώ. Το τσίγκινο κουτάκι που φύλαγα τις βελόνες και τα ραπτικά μου, το παλιό μαντεμένιο σίδερο της γιαγιάς μου, που με αυτό στερέωνα την πόρτα της κουζίνας να μην την κλείνει ο αέρας, τα σημάδια με μολύβι πάνω στο κάσωμα όπου μας μέτραγε η μάνα όταν ήμασταν παιδιά. Σε εκείνο το σπίτι που μεγάλωσα εγώ, ονειρευόμουν με τον άντρα μου να μεγαλώσει και η κόρη μας. Τώρα έχω στοιβάξει το μουδιασμένο κορμί μου και τα λίγα όνειρα που μου έχουν απομείνει μέσα σε αυτήν την άθλια βάρκα και πλέω στο σκοτάδι προς ένα άγνωστο μέλλον.

Δεν θέλω να γεννήσω το παιδί μου μέσα σε αυτήν τη φουσκωτή βάρκα. Δεν ήθελα ποτέ να μπω μέσα σε αυτή, όμως στην πατρίδα μου δεν υπάρχει πια έλεος. Η υγρασία και το κρύο διαπερνά το αδιάβροχο μπουφάν μου και τρυπάει τα κόκκαλά μου ως το μεδούλι. Γύρω μας το σκοτάδι είναι ακόμα πυκνό, αν και λένε πως σε λίγο θα ξημερώσει. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της θάλασσας, τα μόνα φώτα είναι από τις οθόνες κάποιων κινητών και από την ελληνική στεριά που αχνοφέγγει στο βάθος. Κάποιοι συμπατριώτες  δίπλα μου μουρμουρίζουν πως δεν απέχουμε ακόμα πολύ από τη Λέσβο. Με το επόμενο τράνταγμα της βάρκας, ένας οξύς πόνος μου διαπερνά την κοιλιά. Νιώθω ένα υγρό να ρέει ζεστό ανάμεσα στα πόδια μου και συνειδητοποιώ ότι η κόρη μου σύντομα θα γεννηθεί μέσα σε αυτό το απόκοσμο σκηνικό. Έχω δει στις ταινίες τοκετούς στο νερό. Έχω δει τις έγκυες ξαπλωμένες μέσα σε πορσελάνινες μπανιέρες με ζεστό νερό, μέσα σε ασφαλή δωμάτια με χαμηλό φωτισμό και χαλαρωτική μουσική. Η προσφυγιά όμως δεν γνωρίζει πολυτέλειες. Οι ανθρώπινες γέννες είναι για τις γυναίκες που έχουν πατρίδα. Οι γυναίκες που χάνουν την πατρίδα τους, χάνουν μαζί και την ανθρώπινη υπόστασή τους. Είσαι μάνα όσο έχεις πατρίδα. Μόλις τη χάσεις γίνεσαι σκύλα, βρωμιάρα, πόρνη.

Οι συσπάσεις της μήτρας μου επιμένουν και εντείνονται με το κύμα να δίνει τον ρυθμό. Με τα μάτια κλειστά προσπαθώ να τις σταματήσω, να τις ελέγξω, να τις καθυστερήσω. Να προλάβουμε τουλάχιστον να βγούμε στη στεριά. Προσπαθώ να σκεφτώ κάτι όμορφο για να ηρεμήσω την καρδιά μου που χτυπάει σαν τρελή από τον φόβο. Σκέφτομαι τον γάμο μου, την στολισμένη αίθουσα, την λευκή κεντημένη με πέρλες μαντήλα που φορούσα στα μαλλιά μου, το στρωμένο με ροδοπέταλα χαλί που περπάτησα για να συναντήσω τον άντρα μου. Αυτόν, που μια νάρκη τον τίναξε στον αέρα λίγα μόλις μέτρα μακριά από το σπίτι μας. Μόνο έναν αδελφό έχω πια σε αυτή την τελειωμένη ζωή. Μου κρατά τώρα το κεφάλι και μου λέει να κάνω λίγη ακόμα υπομονή. Φτάνουμε λέει και μόλις βγούμε στην ξηρά θα υπάρχουν γιατροί. Κι άλλο κύμα κι άλλη σύσπαση μου τραντάζει το κορμί. Στο μπαλκόνι μου είχα ένα καναρίνι σε κλουβί. Την άνοιξη με ξεκούφαινε στο τιτίβισμα. Πριν κλείσω την πόρτα για να φύγω, του άνοιξα την δική του. Φοβόταν κι αυτό να πετάξει, όπως κι εγώ. Στο τέλος πετάξαμε κι οι δυο και δεν ξέρω τίνος η ελευθερία είναι πιο σκληρή.

Ξαφνικά, η ξεχαρβαλωμένη μηχανή που ως τώρα έβγαζε καπνούς, σταματάει να λειτουργεί. Ό,τι ξεθωριασμένη ελπίδα ζεσταίναμε μέσα μας, μετατρέπεται αυτοστιγμεί σε απελπισία. Οι στοιβαγμένοι συνεπιβάτες μου αρχίζουν να κινούνται σε πανικό και η βάρκα ταλαντεύεται επικίνδυνα στο νερό. Κάποιοι προσεύχονται, μωρά κλαίνε, ενώ το παιδί μου επιμένει πεισματικά να θέλει να γεννηθεί. Στον ορίζοντα φαίνονται τα φώτα μιας ψαρόβαρκας. Όλοι κουνάνε τα χέρια και φωνάζουν με μια φωνή που μόνο η ωμή απόγνωση μπορεί να την κάνει τόσο διαπεραστική. Η επόμενη σύσπαση με βρίσκει την στιγμή που η ψαρόβαρκα μας εντοπίζει και στρέφει την πλώρη της προς το σημείο που θαλασσοδέρνεται ο υγρός μας τάφος, έρμαιο πια της θάλασσας, ακυβέρνητος χωρίς την μηχανή. Αρχίζω να σπρώχνω αποφασιστικά, το κορμί μου με οδηγεί. Μια θέληση πιο δυνατή από αυτή την αγριεμένη θάλασσα φουντώνει μέσα μου και μου κρατά σθεναρά το χέρι, ενώ ψιθυρίζω στην κόρη μου, που από στιγμή σε στιγμή θα αντικρίσει τη ζωή.

«Αΐσα θα σε ονομάσω. Θα γεννηθείς γερή, θα μεγαλώσεις, θα ζήσεις, θα αγαπήσεις, θα αγαπηθείς και θα κάνεις πολλά παιδιά. Παιδιά που θα ζήσουν ελεύθερα σε γειτονιές που δεν θα πέφτουν βόμβες  και δε θα χρειαστεί ποτέ να θαλασσοδαρθούν μέσα σε βάρκες για να σώσουν την ύπαρξή τους. Θα πεθάνεις γριούλα στο ζεστό σου κρεβάτι με τα παιδιά και τα εγγόνια τριγύρω σου, όχι εδώ, όχι βρέφος πάνω σε αυτό το άθλιο σκαρί».

Την ώρα που το ελληνικό αλιευτικό μας πετάει το σκοινί για να μας ρυμουλκήσει στην ακτή, το πρώτο κλάμα της κόρης μου σκίζει τον θαλασσινό αέρα. Την ακουμπώ στο στήθος μου που ακόμα ασθμαίνει από τον αγώνα του τοκετού. Είναι ζεστή και μυρίζει γλυκά, σαν ώριμο μήλο. Απέναντι ο ήλιος πάει να ανατείλει πίσω από τα βουνά της Τουρκίας. Η θάλασσα είναι τώρα ήρεμη και γαλανή, σαν να μαλάκωσε κι αυτή και σώπασε για λίγο μπροστά στην καινούρια ζωή. Ξημερώνει άλλη μια μέρα στο Αιγαίο.

Στο σπίτι μου στο Χαλέπι είχα μια ραπτομηχανή. Πριν την αφήσω πίσω μου για πάντα, κέντησα το όνομα Αΐσα πάνω σε μια ροζ κουβερτούλα βρεφική. Αΐσα στη γλώσσα μου σημαίνει ζωντανή!

Ειρήνη Κουτσουβέλη

Απάντηση


%d