,

Η τελευταία συναυλία

Με τον Τζος, είμαστε μαζί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήμουν περίπου δεκάξι, όταν τον πρωτοείδα. Ή μάλλον όταν τον πρωτοάκουσα. Ήταν η διασημότητα του σχολείου μας. Δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, ο ομορφότερος όλων, τραγούδαγε στη σχολική μπάντα. Τον έβλεπα να κυκλοφορεί και να σκορπά τα πετυχημένα βλέμματά του δεξιά κι αριστερά, να του σφίγγουν το χέρι όλοι, να χαμογελά με αυτό το ολόλευκο, μοναδικό χαμόγελο σιγουριάς που έκλεβε καρδιές.

Κυρίως τις γυναικείες, μαζί και τη δική μου που είχε κλέψει κρυφά, γιατί αν τότε κάποιος με ρωτούσε, θα του έλεγα ότι τον αντιπαθώ. Ούτε στον εαυτό μου δεν παραδεχόμουν ότι τον ήθελα τρελά. Αν το παραδεχόμουν, θα έπρεπε να αποδεχτώ τον κίνδυνο που εξέπεμπε. Αν άφηνα τον εαυτό μου να ελπίσει ότι θα μπορούσε να μου ρίξει έστω και μια ματιά από αυτές τις εύκολες, τότε θα ονειρευόμουν ότι μπορεί και να με πρόσεχε και λίγο παραπάνω και θα πήγαινε λέγοντας. Οπότε, καλύτερη η προσποίηση ότι μου ήταν αντιπαθής. Έτσι, δεν τον κοίταζα καν και κάθε φορά που ερχόταν η κουβέντα γι’ αυτόν – πολύ συχνά δηλαδή – αφού ήταν τόσο δημοφιλής, τον απαξίωνα και το έπαιζα αδιάφορη.

Αυτή μου η αντίδραση όμως, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Όσο εγώ  “αδιαφορούσα” για τη γοητεία του Τζος, αυτός, τόσο έδειχνε να με γυροφέρνει. Ειλικρινά, δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε από εμένα. Είχε όλον το γυναικείο πληθυσμό στα πόδια του – και όχι μόνο – ακόμα και οι γκέι που τον άκουγαν να τραγουδάει, μαγευόντουσαν μαζί του. Αυτός όμως, όλως τυχαίως, βρισκόταν συνεχώς μπροστά μου. Στο προαύλιο, στο “καπνιστήριο”, έξω από τις τουαλέτες. Όχι ότι δεν τραβιόταν με άλλες. Όλο και με μία διαφορετική στην αγκαλιά του κυκλοφορούσε.

Το βράδυ της αποφοίτησης της τάξης του, διοργανώθηκε μία έκρυθμη συναυλία, που ο τύπος έδωσε ρέστα! Μέχρι κι εγώ, δε μπορούσα να κρύψω τον ενθουσιασμό μου. Ήταν το βράδυ που όλες μου οι αντιστάσεις πέσανε και γίναμε ζευγάρι. Εγώ, χωρίς άμυνες από την αρχή, ο Τζος να τρέχει με τα χίλια.

Μετά το τέλος του σχολείου η μπάντα του συνέχισε τα λάιβ, τις καλοκαιρινές περιοδείες και τις ξέφρενες καταστάσεις. Αλκοόλ και ναρκωτικά, ξενύχτια κι ό,τι αυτά συνεπάγονται. Ενώ ένιωθα πως δεν κολλάω σε όλα αυτά, ήμουν κολλημένη μαζί του. Επί σειρά ετών, με έσερνε σε πρόβες, συναυλίες, συνεντεύξεις, ραντεβού με μάνατζερ και δισκογραφικές, γιατί η αίγλη του όλο και μεγάλωνε. Το ίδιο και τα νταλαβέρια του με βαποράκια και με γυναίκες.

Λειτουργούσε απροκάλυπτα και τσακωνόμασταν συνεχώς για τα πάντα. Τον ζήλευα γιατί είχα τους λόγους μου, με ζήλευε χωρίς να του δίνω κανένα δικαίωμα. Είχα κόψει ακόμα και με τους δικούς μου για πάρτη του, αφού δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη ζωή που ζούσαμε. Δε μου επέτρεπε να δουλεύω, γιατί με την οικονομική δυνατότητα που είχε αποκτήσει, μπορούσε να μου παρέχει τα πάντα. Μέναμε σε ένα φανταστικό σπίτι και στα καλύτερα ξενοδοχεία.

Όταν ήμουν στα “κόκκινα” μαζί του, μάζευα τα πράγματά μου για να τον εγκαταλείψω κι αυτός έπεφτε στα πόδια μου πιωμένος και με παρακάλια με έπειθε ότι εγώ είμαι η δύναμή του. Έτσι, γινόταν αυτή η σχέση η αδυναμία μου. Αδυνατούσα να τον σπρώξω μακριά μου, ακόμη κι όταν γινόταν βίαιος. Τον τελευταίο καιρό ξεσπούσε πάνω μου, μετά από οποιαδήποτε κακιά κριτική ή για έναν τυχαίο λόγο.

Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν είχα πει ποτέ, σε κανέναν. Όλοι μας είχαν σαν το πιο υποδειγματικό ζευγάρι. Ήξεραν βέβαια ότι πίνει, τον είχαν δει πολλές φορές λιώμα ή τον είχαν κάνει τσακωτό να ανεβάζει το φερμουάρ του πίσω από τα παρασκήνια, μπροστά από μία οποιαδήποτε, θαυμάστρια ή συνεργάτιδα. Κανείς όμως δεν άνοιγε το στόμα του γιατί ο Τζος είχε γίνει ίνδαλμα.

Όσο πιο διάσημος γινόταν, τόσο ένιωθα ότι απομακρυνόταν από μένα κι έχανε την επαφή με την πραγματικότητα. Όσο συνέβαινε αυτό, γινόταν όλο και πιο βίαιος και υποτιμητικός, όχι μόνο σ’ εμένα αλλά και σε όσους αισθανόταν ότι ήταν δικοί του άνθρωποι. Είχα φτάσει στα όριά μου και στην ηλικία των τριάντα πια. Του είχα αφιερώσει τη μισή μου ζωή και δεν είχα τίποτα δικό μου, ούτε καν αυτόν.

Ξεπέρασα τα όριά μου, όταν μία μέρα, μετά από έναν μεγάλο τσαμπουκά γάβγισε στα μούτρα μου ότι εμείς οι δυο τελειώσαμε. Δεν είπα τίποτα. Μόνο τον πήρα αγκαλιά και του ψιθύρισα να μη λέει ανοησίες και ότι έπρεπε να ηρεμήσει, για να βγει στη σκηνή. Όταν θα τελείωνε η συναυλία, του υποσχέθηκα, πως ήξερα τον τρόπο να τον κάνω να είναι ευτυχισμένος.

Φάνηκε να μαλάκωσε κι άρχισε τις συγγνώμες και τις δικαιολογίες: χρειαζόταν μια πιο δυνατή δόση, οι «μαλακίες» που του είχε βρει ο μπασίστας τους δεν έπιαναν μια. Χυμένος στον ώμο μου μουρμούραγε, ότι η άλλη, δεν είναι σαν κι εμένα. Μάζεψε τα κομμάτια του και βγήκε να τραγουδήσει. Η μπάντα είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα κι εγώ το δρόμο χωρίς επιστροφή. Ήμουν αηδιασμένη.

Όταν άδειασε το θέατρο ακόμα και από τους καθαριστές, τον έπιασα από το χέρι και τον οδήγησα ξανά στη σκηνή. Αυτός με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του. Τον κάθισα στη θέση του ντράμερ και τον καβάλησα. Σήκωσα το δεξί του μανίκι, κοιτώντας τον ευθεία στα μάτια. Είχα στην τσέπη του παλτού μου ό,τι χρειαζόμουν. Έβγαλα το λάστιχο και το τύλιξα στο μπράτσο του. Ο Τζος χαμογελούσε στραβά, περιμένοντας την ευτυχία που του είχα τάξει. Έβγαλα τη σύριγγα, χτύπησα με τα δάχτυλα μου το εσωτερικό του χεριού του και βρήκα φλέβα κοντά στην κλείδωση. Έμπηξα τη βελόνα στο δέρμα του, όπως είχα κάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν. Τον αγαπούσα και δεν ήθελα να τον βλέπω να τρυπιέται ανεπιτυχώς και να παιδεύεται γιατί δεν έβρισκε φλέβα επειδή ήταν στουπί από το αλκοόλ ή τα χάπια.

Πίεσα τη σύριγγα να προωθήσω την υπερβολική δόση από την κακής ποιότητας ηρωίνη που ήξερα ότι θα τον καταστρέψει. Αυτή ήταν η ευτυχία που του άξιζε. Ήταν τόσο ταλαντούχος, τόσο όμορφος, τόσο φωτεινός που συμπεριφερόταν με ένα υβριστικό δικαίωμα να καταστρέφει τα πάντα. Μαζί με τον εαυτό του κι εμένα. Αυτό δε θα το επέτρεπα πλέον.

Την ώρα που το κορμί του έκανε αγώνα να πάρει την τελευταία του ανάσα και τα μάτια του γύρναγαν στις κόγχες τους, ένιωθα ότι έστω κι έτσι, μπορεί να βίωνε κι αυτός την αβεβαιότητα που ζούσα κάθε μέρα δίπλα του και με έναν τρόπο, η άνεση που τον διακατείχε, πέρασε μέσα μου.

Ξεκαβάλησα από πάνω του και τράβηξα τον κορμό του μπροστά, για να ακουμπήσω το κεφάλι του στα πιατίνια. Ακούστηκε ο ήχος τους, σα να σήμαινε το τέλος του κομματιού. Τον άφησα πίσω μου, πάνω στη σκηνή, στην τελευταία παράσταση της ζωής του και βγήκα έξω. Οι κρίκοι που φόραγα στ’ αυτιά, πάγωσαν αμέσως από το κρύο. Σήκωσα τον γιακά από το παλτό μου κι έβαλα στο στόμα μου ένα τσιγάρο. Ο φύλακας που περίμενε να κλείσει το θέατρο, μου έδωσε φωτιά και με ρώτησε πού είναι ο κύριος Τζος. Του απάντησα ότι τον περιμένω να ετοιμαστεί. Μείναμε αμίλητοι κι εγώ κοίταζα τις χιονονιφάδες να πέφτουν και να μπλέκονται με τον καπνό.

Μετά από αρκετή ώρα, ο φύλακας με ρώτησε αν ήθελα να πάει να δει τι γίνεται και καθυστερεί ο Τζος. Σήκωσα ανέμελα τους ώμους μου. Ο άνθρωπος ήταν που τον βρήκε πεθαμένο πάνω στη σκηνή, από υπερβολική δόση. Βγήκε έξω τρομαγμένος κι ενώ μου εξηγούσε τι είχε συμβεί, καλούσε την αστυνομία.

Στεφανία Ρουλάκη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: