,

Η θεία Κούλα

Η θεία Κούλα, όπως την αποκαλούσαμε όλοι, ασχέτως συγγενικής σχέσης, είχε τεκμηριωμένη άποψη επί παντός επιστητού και ας είχε φοιτήσει μόνο μέχρι τη δευτέρα δημοτικού. Ειδικότητά της ήταν οι σχέσεις, οι ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα, αλλά κυρίως οι αισθηματικής φύσεως. Η ίδια ήταν άγαμη, με τη διττή σημασία της λέξεως, όχι τόσο εξ επιλογής, αλλά κυρίως εκ συγκυριών. Ο αρραβωνιαστικός της σκοτώθηκε στον πόλεμο και ένα προξενιό που της έκαναν μετά, σκοτώθηκε στο δρόμο για το πρώτο τους ραντεβού. Αποφάσισε λοιπόν, για να μην τριτώσει το κακό, πως η θητεία της ως υποψήφια νύφη είχε λήξει. Άσε που της είχε βγει το όνομα της γρουσούζας και δεν την πλησίαζε άντρας.

Η θεία Κούλα ήταν κοντούλα και αδυνατούλα. Δεν την έλεγες ούτε όμορφη αλλά ούτε και άσχημη. Όσο μπόι της έλειπε, τόσο τσαγανό είχε. Ήταν άνθρωπος καλόβολος και προσηνής, με μία τεράστια αγκαλιά για όλο τον κόσμο. Η μόνη της ιδιοτροπία ήταν να την αποκαλούν ‘θεία’ και η προσφώνηση να μην τονίζεται στη λήγουσα. «Θειάφι για τα αμπέλια σου», απαντούσε μισοαστεία μισοσοβαρά σε όποιον έκανε το λάθος να την πει ‘θειά’. Θεωρούσε ότι η προσφώνηση ‘θεία’ ήταν ένας τίτλος τιμής για μία ανύπαντρη γυναίκα κάποιας ηλικίας. Το ‘κυρία’ προοριζόταν αμιγώς για τις παντρεμένες. Φεμινιστικές θεωρίες τύπου ‘κάθε γυναίκα είναι κυρία του εαυτού της’ ήταν άγνωστες την εποχή αυτή. Το ‘δεσποινίς’ πάλι, παραήταν γραφικό για μία μεγάλη γυναίκα. Όσο για το ‘Κούλα’, το προτιμούσε από το βαφτιστικό της ‘Καλυψώ’ και τους συνειρμούς της ξελογιάστρας που προκαλούσε.

Το δυνατό της σημείο ήταν οι συμβουλές. «Μπορεί να μην πλάγιασα με άντρα, αλλά ξέρω τα χούγια τους απέξω και ανακατωτά!», αρεσκόταν να λέει. Η συλλογή των ‘εμπειριών’ αυτών, προερχόταν από τις εξιστορήσεις και εξομολογήσεις που άκουγε ακατάπαυστα και αγόγγυστα σε καθημερινή βάση. Η θεία, ένεκα των ατυχιών της, οικογένεια και υποχρεώσεις δεν είχε, διέθετε όμως άπλετο χρόνο για να ακούει τις ιστορίες και τα παράπονα της κάθε πικραμένης. Ήξερε όλα τα τεκταινόμενα της περιοχής, αλλά ήταν ο πιο εχέμυθος άνθρωπος που γέννησε η πλάση. Γι’ αυτό είχε σουξέ και δεν έλειπε η ‘πελατεία’ από το σπίτι της. Ήταν κάτι σαν ψυχολόγος του χωριού, σε μία εποχή που ο όρος ήταν εντελώς άγνωστος. Κάθε ‘συνεδρία’ ήταν μία ιεροτελεστία. Καφεδάκι περιποιημένο γλυκύβραστο, γλυκό του κουταλιού από τα χεράκια της, λικεράκι χειροποίητο κι αυτό, καθότι χρυσοχέρα και πρώτη νοικοκυρά η θεία Κούλα. Φυσικά τα παραπάνω συνοδεύονταν από κανάτες νερού, διότι κοράκιαζαν από τη λογοδιάρροια (και την τόση ζάχαρη) οι κυράτσες που παραφύλαγαν πότε θα φύγει η μία για να μπουκάρει η άλλη.

Οι συμβουλές της θείας Κούλας ξεκινούσαν όλες με τον ίδιο πρόλογο «Δύο τρόποι υπάρχουν παιδί μου για να αποφύγει ο άνθρωπος τις κακοτοπιές. Είτε να την πατήσει ο ίδιος και να προσέξει την επόμενη φορά, είτε να παραδειγματιστεί από τα σφάλματα των άλλων». Βέβαια, οι περισσότερες την επισκέπτονταν αφού την είχαν πατήσει οι ίδιες. Ο λόγος που της άνοιγαν την καρδιά τους, ήταν επειδή η θεία Κούλα ήταν καλοπροαίρετος άνθρωπος που ποτέ δεν έκρινε και δεν κατηγορούσε. Ήταν εκεί για να βοηθήσει στη λύση και όχι να επιτείνει το πρόβλημα. Τη θεία Κούλα εμπιστεύτηκε η Αννούλα, η κόρη του χασάπη, όταν την ξεγέλασε ο (παντρεμένος) πλανόδιος μανάβης ο οποίος εκτός από τους οπωροκηπευτικούς σπόρους, άφησε πίσω και τον δικό του. Η θεία Κούλα τη φυγάδευσε νύχτα να μη τη σκοτώσει ο πατέρας της και την έστειλε στην Αθήνα να γεννήσει το παιδί της και να βρει δουλειά ώστε να το μεγαλώσει. Της είχε πει ο ξάδελφός της ο παπάς για ένα ίδρυμα που βοηθούσε τις κοπέλες σε αυτή την κατάσταση. Είχε και η θεία Κούλα τα κονέ της!

Σ’ αυτήν στράφηκε και η Χαρίκλεια, η γυναίκα του προέδρου, για να της πει για την ‘ενδιαφέρουσα’ συνάντηση με τον κουμπάρο που ήρθε επίσκεψη από τα ξένα. Η Χαρίκλεια ήταν δέκα χρόνια παντρεμένη με τον Παντελή αλλά από παιδί, τίποτα.

«Λοιπόν Χαρίκλεια, τι σας έλεγε ο κουμπάρος από την Αμέρικα; Σας έφερε κάνα δώρο;», ξεκίνησε χαλαρά τη συζήτηση η θεία Κούλα.

«Αν έφερε λέει… και τι δώρο!», απάντησε μυξοκλαίγοντας η Χαρίκλεια δείχνοντας την κοιλιά της. Αμέσως το ’πιασε η θεία Κούλα, συλλογιζόμενη από μέσα της τη λαϊκή ρήση ‘Ο κουμπάρος την κουμπάρα…’.

«Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Σου ορκίζομαι θεία Κούλα πρώτη φορά εγώ…», συνέχισε τα (ψευτο)κλάματα η Χαρίκλεια.

«Σώπα κοκόνα μου, όλα καλά θα πάνε», ξεκίνησε τις παρηγοριές η θεία Κούλα.

«Κι αν το καταλάβει ο Παντελής; Κι αν βγει ξανθό και γαλανομάτικο σαν τον κουμπάρο; Κι αν το καταλάβει η κουμπάρα;», συνέχιζε τις κοσμογονικές απορίες η Χαρίκλεια.

«Ωχού αν τούτο κι αν κείνο! Κι εγώ αν είχα απ’ αυτά θα ήμουν Κούλης και όχι Κούλα. Το θέλεις μωρή το παιδί;», τη ρώτησε σταράτα η θεία Κούλα.

«Αν το θέλω, λέει! Δε λαχταράω και τιποτ’ άλλο τόσα χρόνια!», απάντησε μέσα στην απελπισία της η μοιχαλίς.

«Δεν έχετε κανέναν ξανθομπούρμπουλα στο σόι;», έβαλε μπροστά το σατανικό της σχέδιο η θεία.

«Τον αδελφό του πεθερού μου», απάντησε απορημένη η γυναίκα.

« Ε, σ’ αυτόν έμοιασε το παιδί, εφτά γενιές κρατά ο σπόρος», έδωσε για άλλη μία φορά τη λύση η θεία Κούλα. Ε, δεν υπήρχε και το τεστ DNA τότε!

Σαν παγόνι καμάρωνε ο Παντελής όταν έβγαζε σεργιάνι τους δίδυμους γιους του και δίπλα του, σωστή πέρδικα η Χαρίκλεια. Ο ένας ήταν μελανούρι σαν τη μάνα του και ο άλλος ξανθός και γαλανομάτης.

«Να σας ζήσουν Παντελή μου οι λεβέντες σας! Φτου μη μας βασκαθούν!», τους ευχήθηκε η θεία Κούλα.

«Να ’σαι καλά θεία Κούλα! Αργήσαμε, αλλά τα κάναμε μαζεμένα! Ετούτος ο ρούσος έχει πάρει από το δικό μου σόι. Ίδιος ο μπάρμπας μου ο Αρίστος!», παινεύτηκε ο πρόεδρος.

Το τελευταίο σχόλιο στάθηκε η αφορμή για την ανταλλαγή μιας συνωμοτικής ματιάς και ενός πονηρού μειδιάματος ανάμεσα στη θεία Κούλα και τη Χαρίκλεια.

«Τέλος καλό, όλα καλά!», ψιθύρισε το προσφιλές της moto η θεία Κούλα.

Η θεία Κούλα έβρισκε βέβαια και το μπελά της καμιά φορά με τις συμβουλές που έδινε.

«Παλιόγρια θα μου κλείσεις το σπίτι! Αν σε πιάσω στα χέρια μου…», την απείλησε ένα σούρουπο ο Μητσάρας, που ως γνωστόν είχε βαρύ χέρι. Η θεία Κούλα παρότρυνε τη Μαρίτσα, τη γυναίκα του, να τον παρατήσει και να ‘ρθει με τα παιδιά να μείνει μαζί της.

«Εγώ θα στο κλείσω ή εσύ ρε αχαΐρευτε; Για κόντα να ξαναπλώσεις το ξερό σου να τους ξαναχτυπήσεις και θα στο κόψω από τη ρίζα, κακορίζικε! Από μένα θα το βρεις και στον ύπνο σου μάλιστα!», τον απείλησε με τη σειρά της η θεία Κούλα. Μαζεύτηκε ο αγροίκος και από παντοδύναμος Μητσάρας, μεταμορφώθηκε εν μία νυκτί σε έναν αδύναμο Δημητράκη.

«Εμ, και ο άγιος φοβέρα θέλει!», σταυροκοπήθηκε η θεία που έπιανε επί ματαίω τα θεία.

Η θεία Κούλα ήταν η προστάτιδα των ορφανών, των κακοποιημένων γυναικών, των αρρώστων, των αναξιοπαθούντων και των αδέσποτων ακόμα. Ήταν πάντα εκεί για όποιον είχε ανάγκη. Διέθετε μία πηγαία καλοσύνη και ένα ηθικό ανάστημα που έκανε όλους τους γίγαντες νταήδες να τρέμουν. Έφυγε με σώας τας φρένας πλήρης ημερών, περιστοιχισμένη από τα δεκάδες ‘παιδιά’ της, μικρά, μεγάλα, δίποδα, τετράποδα που αγάπησε και βοήθησε με όλη της την ψυχή.

Αναστασία Λαζαράκη

Μία απάντηση στο “Η θεία Κούλα”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading