,

Ζωγραφίζοντας τη ζωή

«Τα θύματα του φονικού ιού αυξάνονται…»

«Σαρανταπέντε χιλιάδες κρούσματα μέσα σε μια μέρα…»

«Όλη η χώρα βρίσκεται σε καραντίνα…»

«Μείνετε σπίτι. Μην βγαίνετε έξω. Μην κάνετε άσκοπες μετακινήσεις…»

Ο Μπάρνεϋ έκλεισε την τηλεόραση και πέταξε το τηλεχειριστήριο πάνω στον καναπέ. Σηκώθηκε αναστενάζοντας και πλησίασε στο παράθυρο. Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε την έρημη γειτονιά. Ήταν μια ακόμα Κυριακή στα μέσα του καλοκαιριού που οι δρόμοι ήταν άδειοι. Ποτέ δεν τον ενοχλούσε η μοναξιά﮲ ποτέ εκτός από τώρα.

Ο Μπάρνεϋ Στήβενσον ήταν ένας εκκεντρικός άνθρωπος. Μοναχικός από παιδί, δεν είχε ποτέ πολλές παρέες και οι ελάχιστοι φίλοι του, είχαν χαθεί με τα χρόνια. Εκείνο στο οποίο έβρισκε διέξοδο, ήταν η ζωγραφική. Κυκλοφορούσε συνεχώς με ένα καβαλέτο και μερικά χρωματιστά μολύβια, το έστηνε σε πολυσύχναστα σημεία και ζωγράφιζε τη ζωή που έβλεπε γύρω του. Οι χάρτινοι ήρωες που σχεδίαζε, του κρατούσαν συντροφιά και τον άκουγαν όταν τους μιλούσε για όσα τον απασχολούσαν. Είχε καταφέρει μάλιστα να γίνει ένας σωστός καλλιτέχνης στο είδος του και να ζει αξιοπρεπώς από αυτό. «Εκείνος που ζωγραφίζει τη ζωή», έτσι τον αποκαλούσαν.

Τον τελευταίο καιρό όμως, από τότε που όλη η χώρα είχε μπει σε καραντίνα και είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία εξαιτίας ενός φονικού, μεταδοτικού ιού, η έμπνευσή του είχε στερέψει. Εμπνεόταν από τη ζωή που έβλεπε να “τρέχει” γύρω του, ενώ εκείνος την παρατηρούσε σαν ένας απλός θεατής και την αποτύπωνε πιστά στο χαρτί. Πώς μπορούσε λοιπόν να ζωγραφίσει τώρα, όταν το μόνο που αντίκρυζε έξω από το παράθυρό του ήταν άδειοι δρόμοι και σιωπηλά σπίτια;

«Μένουμε σπίτι…», μονολόγησε αποκαρδιωμένος. «Ως πότε θα μένουμε σπίτι…»

Άφησε την κουρτίνα να πέσει και κοίταξε το σαλόνι. Η μεγάλη στρόγγυλη τραπεζαρία έστεκε άδεια κι έμοιαζε έτοιμη να υποδεχτεί καλεσμένους. Ήταν πολύ περίεργο: όταν μπορούσε, δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να καλέσει κάποιον στο σπίτι του. Τώρα όμως που απαγορευόταν, του έλειπε αυτή η δυνατότητα.

«Πώς είναι δυνατόν να σου λείπει κάτι που δεν έκανες ποτέ…» μουρμούρησε.

Η τηλεόραση έδειχνε συνεχώς ενημερωτικές εκπομπές για την εξέλιξη της πανδημίας. Τα θύματα ολοένα και αυξάνονταν και διαφημιστικά σποτ παρότρυναν τους πάντες να μην βγαίνουν έξω. «Μένουμε σπίτι», αυτό ήταν το σύνθημα που επαναλάμβαναν όλοι﮲ αυτό ήταν το σύνθημα που έπρεπε να τηρούν όλοι.

Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και κοίταξε το περιεχόμενό του. Δεν είχε φάει καθόλου όλη την ημέρα, όμως δεν πεινούσε. Κοντοστάθηκε. Τελικά πήρε ένα φρούτο για να μην μείνει κι άλλο άδειο το στομάχι του και το έφαγε χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

Το σπίτι ήταν σιωπηλό. Διέσχισε έναν μικρό διάδρομο και κατέβηκε στο υπόγειο. Άναψε το φως και κοίταξε τους πίνακες που είχε τοποθετημένους σε σειρά. Έμεινε σκεπτικός για λίγο. Έπειτα πήρε ένα κενό καβαλέτο και μερικά χρώματα και τα μετέφερε στο ισόγειο. Ποτέ ως τώρα δεν είχε δοκιμάσει να ζωγραφίσει μέσα από το σπίτι του. Τι να ζωγράφιζε άλλωστε; Εκείνος ήταν ένας ζωγράφος του δρόμου. Θα έκανε μια απόπειρα όμως. Έστησε τα σύνεργά του μπροστά στο παράθυρο και ξεκίνησε να σχεδιάζει την άδεια γειτονιά.

«Όχι», μουρμούρησε τελικά όταν τελείωσε το πρώτο σχέδιο.

Τράβηξε απότομα το χαρτί, το έσκισε, το τσαλάκωσε και το πέταξε θυμωμένος δίπλα του. Μέχρι το απόγευμα, ο χώρος γύρω του είχε γεμίσει με χάρτινες, τσαλακωμένες μπάλες. Έτριψε το πρόσωπό με τα χέρια του κι αναστέναξε. Σηκώθηκε με φόρα και πήγε στην κουζίνα. Όλη αυτή η διαδικασία του είχε ανοίξει την όρεξη. Έφαγε μια καλή μερίδα φαγητό κι έμεινε ακίνητος στη θέση του. Μια σκέψη καρφώθηκε ξαφνικά στο μυαλό του. «Αυτός που ζωγραφίζει τη ζωή», έτσι δεν τον αποκαλούσαν; Ένα στραβό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Κάθισε μπροστά στο παράθυρο, πήρε το μολύβι στα χέρια του και άρχισε να σχεδιάζει.

***

Η Στέισι Γουότερς έσιαξε τη λουλουδάτη ρόμπα της, στερέωσε τα μαλλιά σε ένα σφιχτό κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχαν ήδη αρχίσει να γκριζάρουν.

«Και θα γίνουν ακόμα χειρότερα όσο μένουμε μέσα…» γκρίνιαξε.

Το βλέμμα της έπεσε στη φωτογραφία της κόρης και της εγγονής της. Χαμογέλασε αχνά. Μπορεί να ήταν μόνο πενήντα ετών, αλλά ανήκε στις λεγόμενες “ευπαθείς ομάδες”. Ούσα καρδιοπαθής, έπρεπε να μείνει μακριά τους, για να παραμείνει ζωντανή. Αναστέναξε. Η ώρα ήταν οχτώ το απόγευμα. Σε λίγο θα σκοτείνιαζε. Διέσχισε το άδειο σαλόνι και κοίταξε γύρω της. Συνήθως κάθε Κυριακή, το σπίτι ήταν γεμάτο με γέλια, παιδικά παιχνίδια και ξέγνοιαστες συζητήσεις με την οικογένειά της. Τώρα σιωπή. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και τράβηξε ελαφρά την κουρτίνα. Κοίταξε την έρημη βεράντα και την άδεια γειτονιά. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να βυθιστεί και πάλι στη θλίψη, διέκρινε μια κίνηση πίσω από το παράθυρο του απέναντί σπιτιού. Στένεψε το βλέμμα. Ήταν ο Μπάρνεϋ Στήβενσον. Φαινόταν να ζωγραφίζει κάτι στο καβαλέτο του, ενώ κοιτούσε επίμονα προς το μέρος της. Εκείνη τραβήχτηκε απότομα κι άφησε την κουρτίνα να πέσει.

«Έχουν δίκιο που λένε πως όλοι οι καλλιτέχνες είναι εκκεντρικοί…» μουρμούρησε.

Με τον Μπάρνεϋ αντάλλασσαν μόνο τυπικές κουβέντες. Της ήταν αδιάφορος σαν άνθρωπος, αλλά δεν έπαυε να τον θεωρεί περίεργο κι αντικοινωνικό. Εκείνη τη στιγμή, άκουσε έναν ήχο από τον υπολογιστή. Φόρεσε τα γυαλιά της και κάθισε μπροστά στην οθόνη. Είχε μια ειδοποίηση στο προφίλ της στο facebook: Έχετε ένα νέο αίτημα φιλίας. Έκανε κλικ με το ποντίκι και η φωτογραφία του Μπάρνεϋ εμφανίστηκε μπροστά της. Έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, προσπαθώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να το δεχτεί ή όχι. Πριν λίγη ώρα τον έβλεπε να κοιτάζει προς το σπίτι της και να ζωγραφίζει και τώρα της έστελνε αίτημα φιλίας; Συνοφρυώθηκε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το παράθυρο. Εκείνος βρισκόταν απέναντι και της κουνούσε έντονα το χέρι. Κάθισε και πάλι μπροστά στον υπολογιστή. Κοντοστάθηκε προσπαθώντας να σκεφτεί τι μπορεί να ήθελε να της πει αυτός ο άνθρωπος.

«Δε βαριέσαι», μονολόγησε και πάτησε «αποδοχή».

Το παράθυρο της συνομιλίας άνοιξε αμέσως κι εκείνη έσκυψε μπροστά στην οθόνη για να διαβάσει το μήνυμά του. Χαμογέλασε.

***

Ένα μήνα μετά…

«Κυρίες και κύριοι είμαι ο Τέρενς Ουϊτάκερ και βρισκόμαστε σε απευθείας σύνδεση μέσω skype με τον διάσημο ζωγράφο Μπάρνεϋ Στήβενσον και τη Στέισι Γουότερς. Στέισι, Μπάρνεϋ, μας ακούτε;»

«Καλησπέρα Τέρενς, καλησπέρα σε όλους σας», απάντησε ο Μπάρνεϋ πίσω από την κάμερα.

«Καλησπέρα σας», ανταπέδωσε και η Στέισι.

Είχε φορέσει μια φαρδιά μαντήλα στα μαλλιά της για να μην φαίνονται οι γκρίζες ρίζες που είχαν προχωρήσει αρκετά.

«Μπάρνεϋ», άρχισε ο Τέρενς, «ζούμε όλοι μας πρωτόγνωρες καταστάσεις λόγω της πανδημίας που αντιμετωπίζουμε. Μέσα όμως σε αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάμε, μια ανάσα ελπίδας έχει αρχίσει να διαφαίνεται σε πολλούς ανθρώπους. Κι αυτή η ανάσα, μεταδίδεται από τον έναν στον άλλον, με το hashtag ‘painting life’. Μίλησέ μας γι’ αυτό το hashtag».

«Ευχαρίστως Τέρενς. Όλα ξεκίνησαν μια Κυριακή πριν από ένα μήνα, όταν θυμήθηκα, και λέω θυμήθηκα, γιατί άρχισα κι εγώ να βυθίζομαι στην απελπισία που προκαλεί η μοναξιά, − παρόλο που είμαι από τη φύση μου μοναχικός άνθρωπος − πως με αποκαλούν ‘αυτός που ζωγραφίζει τη ζωή’. Σκέφτηκα λοιπόν, πως θα μπορούσα να αρχίσω να ζωγραφίζω τη ζωή που είχαμε, και θα θέλαμε να έχουμε ξανά. Φαντάζομαι έχετε όλοι ακούσει τη φράση ότι ‘το χαμόγελο είναι μεταδοτικό’ και πως ‘όταν θες κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις’. Δεν πρέπει λοιπόν να κάνουμε αρνητικές σκέψεις του τύπου: ‘Δεν μπορώ να δω τους αγαπημένους μου’, αλλά ‘Θέλω να δω τους αγαπημένους μου’. Πρέπει να σκεφτόμαστε θετικά. Αυτό ακριβώς προσπάθησα να κάνω κι εγώ: να βοηθήσω τους ανθρώπους να οπτικοποιήσουν τις βαθιές τους επιθυμίες και να επικεντρωθούν σε αυτές. Σε αυτό με βοήθησε η γειτόνισσα και καλή φίλη πλέον, Στέισι Γουότερς. Μπορούμε να της δώσουμε τον λόγο;»

«Φυσικά», έκανε ο Τέρενς. «Στέισι, μπορείς να μας πεις πώς ξεκίνησαν όλα και τι σημαίνει το hashtag ‘panting life’ που έχει κατακλύσει τα social media;»

«Όλα ξεκίνησαν», άρχισε εκείνη, «όταν δέχτηκα ένα αίτημα φιλίας στο facebook από τον Μπάρνεϋ. Το αποδέχθηκα, άνοιξα το μήνυμα που μου έγραψε και δάκρυσα από τη συγκίνηση… Μου είχε στείλει τις φωτογραφίες από μερικές ζωγραφιές που είχε φτιάξει ο ίδιος. Απεικόνιζαν την εγγονή μου να παίζει στην αυλή, την κόρη μου να ποτίζει τα λουλούδια και τις τρεις μας να καθόμαστε στη βεράντα και να γελάμε. Έκλαψα από χαρά. Βλέπετε, δεν σκεφτήκαμε ποτέ να απαθανατίσουμε αυτές τις στιγμές. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι θα τις χρειαστούμε για να μας δώσουν κουράγιο να αντέξουμε, ώστε να μπορέσουμε να τις ξαναζήσουμε ασφαλείς. Υπήρχαν μόνο σαν αναμνήσεις. Πολλές φορές όμως, οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν, ειδικά όταν μπαίνει στη μέση η απελπισία. Ο Μπάρνεϋ λοιπόν, με βοήθησε να θυμηθώ αυτές τις στιγμές και να τις κρατήσω ζωντανές. Κάθε φορά που βυθίζομαι στη θλίψη μου, κοιτώ τις ζωγραφιές του και χαμογελώ. Ξέρω πως πρέπει να κάνω κουράγιο, ξέρω πως πρέπει να κάνουμε όλοι κουράγιο και να περιμένουμε να τις ζήσουμε ξανά».

«Δεν σταμάτησες όμως μόνο στη Στέισι, έτσι δεν είναι Μπάρνεϋ;» ρώτησε ο Τέρενς.

«Όχι», πήρε το λόγο εκείνος. «Βλέπεις, όλες αυτές τις σκηνές που ζωγράφισα, τις είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια. Γνώριζα τα πρόσωπα της εγγονής και της κόρης της Στέισι και είχα δει πώς περνούσαν τον χρόνο τους όταν την επισκέπτονταν. Βλέποντας τη χαρά που της έδωσα, ήθελα να κάνω το ίδιο και με άλλους ανθρώπους. Ζήτησα λοιπόν από τη Στέισι να μιλήσει γι’ αυτό το εγχείρημα σε φίλους και γνωστούς της. Εκείνοι μίλησαν με τη σειρά τους σε δικούς τους φίλους και γνωστούς κι έτσι δημιουργήθηκε μια αλυσίδα. Μου έστελναν φωτογραφίες από αγαπημένα τους πρόσωπα, που δεν μπορούσαν να δουν λόγω της καραντίνας, φωτογραφίες από τα μέρη του σπιτιών τους στα οποία συναντιούνταν συνήθως και μου περιέγραφαν τις στιγμές που περνούσαν μαζί. Κι εγώ με τη σειρά μου, προσπαθούσα να αποτυπώσω αυτές τις στιγμές στο χαρτί. Ξέρετε, ήταν μια μεγάλη πρόκληση για μένα. Αυτή τη φορά δεν ζωγράφιζα για να βγάλω χρήματα, ζωγράφιζα για να κάνω τους ανθρώπους να χαμογελάσουν ξανά, να τους θυμίσω αυτά που έχουν χάσει, ώστε να κάνουν κουράγιο για να τα κερδίσουν και πάλι. Ήταν ακόμα πιο δύσκολο λοιπόν. Σκεφτήκαμε το hashtag ‘painting life’, για να μπορέσουμε να διαδώσουμε αυτή την προσπάθεια σε όσους περισσότερους ανθρώπους γινόταν».

«Πολλές φορές», άρχισε η Στέισι, «για να μην πω όλες τις φορές, θεωρούμε πολλά πράγματα δεδομένα. Πιστεύουμε πως θα έχουμε πάντα την ευκαιρία, να περνάμε χρόνο με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, είτε αυτά είναι οικογένεια, είτε φίλοι. Σπάνια φωτογραφίζουμε τις απλές, καθημερινές μας στιγμές μας μαζί τους. Η καραντίνα λοιπόν, μας έκανε να καταλάβουμε την πραγματική τους αξία, ενώ ο Μπάρνεϋ τις ζωγράφισε για εμάς και μας τις θύμισε ξανά. Μας θύμισε τους λόγους για τους οποίους αξίζει να κάνουμε κουράγιο και υπομονή. Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρό μου, ξέρω πως η εγγονή και η κόρη μου βρίσκονταν και θα βρίσκονται στην αυλή και θα μου χαμογελούν. Ίσως όχι τώρα, αλλά αυτή την ώρα και αυτή τη μέρα στο μέλλον θα είναι εκεί. Κι εγώ θα είμαι μαζί τους».

«Μπάρνεϋ», έκανε ο Τέρενς, «αυτή τη στιγμή, στέλνεις τις φωτογραφίες από τους πίνακες που ζωγραφίζεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους αποδέκτες τους, έτσι δεν είναι; Τι σκοπεύεις να κάνεις όταν πλέον θα επιτρέπεται η επαφή με άλλους ανθρώπους;»

«Θα ήθελα να τους γνωρίσω από κοντά και να παραδώσω εγώ ο ίδιος τον πίνακα σε όποιον του ανήκει».

«Έχεις σκοπό να πουλήσεις αυτούς τους πίνακες;»

«Όχι. Η πληρωμή μου, είναι το χαμόγελο που τους προσφέρω».

«Μάλιστα. Και πώς θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να σε βρει για να σου ζητήσει να ζωγραφίσεις τη ζωή του γι’ αυτόν;»

«Μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μου στέλνοντας το μήνυμά του στην ηλεκτρονική διεύθυνση: ‘barneypaintinglife@gmail.com’».

«Πολύ ωραία. Στέισι, Μπάρνεϋ, σας ευχαριστούμε πολύ. Κυρίες και κύριοι η σημερινή εκπομπή μας έφτασε στο τέλος της. Να έχετε ένα ευχάριστο βράδυ και να θυμάστε: Ζωγραφίστε τη ζωή σας, κι εκείνη θα έρθει σύντομα να σας βρει».

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


%d