,

Όχι πεθερούλα μου όπως ήξερες, όπως βρήκες!

Έχετε, αντί για μια γλυκιά φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα, πιει σκέτο λεμόνι; Έχετε ποτέ επιχειρήσει να δοκιμάσετε ένα μικρό κομματάκι έστω, μαύρης σοκολάτας 80% αντί για μία γευστικότατη σοκολάτα γάλακτος, που μπορείτε να καταναλώσετε τουλάχιστον δύο μπάρες; Αν ανήκετε στην ηρωική ομάδα που απάντησε θετικά και στις δύο παραπάνω ερωτήσεις, τότε καταλαβαίνετε τι σημαίνει ξινίλα και πικρίλα. Τότε εύκολα θα μπείτε στο νόημα και θα καταλάβετε τι σημαίνει Ευταξία (Έφη), η ηρωίδα μας, που μάλλον την πατήσατε, δεν είναι η πεθερά της ιστορίας μας αυτή τη φορά, αλλά… η νύφη!

Ο Νικόλας γνώρισε την Έφη στην εταιρία που εργάζονταν. Είχαν πάρα πολλά κοινά, καθώς και οι δύο διέθεταν άρτια επιστημονική κατάρτιση, όρεξη για δουλειά και φιλοδοξίες για επαγγελματική ανέλιξη. Ήταν επίσης πολύ εμφανίσιμοι με δυναμική προσωπικότητα. Ευτυχώς εργάζονταν σε διαφορετικά τμήματα και δεν είχαν άμεσο ανταγωνισμό. Είναι άξιο απορίας πώς ο καθένας επέστρεψε στην Ελλάδα, καθώς στο εξωτερικό τόσο οι προοπτικές, όσο και οι αποδοχές, ήταν σαφώς καλύτερες. Ο μεν Νικόλας γύρισε για συναισθηματικούς λόγους, αλλά και για πρακτικούς, διότι απεβίωσε ο πατέρας του και η μητέρα του χρειαζόταν ένα στήριγμα. Δεν είχε και άλλη επιλογή εφόσον ήταν μοναχοπαίδι. Η δε Έφη ακολούθησε ένα amore στην Ελλάδα, αλλά η σχέση τελείωσε άδοξα. Αποφάσισε να παραμείνει, ελπίζοντας ότι αυτός θα άλλαζε γνώμη, εφόσον χώρισαν με δική του πρωτοβουλία. Όσο περίμενε, μάταια, την επιστροφή του ασώτου, βρήκε τη δουλειά στην εταιρία. Το ίδιο και ο Νικόλας, αποφάσισε να βρει δουλειά στα πάτρια εδάφη, καθώς η άμεση επιστροφή στο εξωτερικό φαινόταν χλωμή. Ήταν μάλλον το γραφτό τους να γυρίσουν από τα ξένα, να γνωριστούν και να παντρευτούν.

Η κυρία Σοφία ήταν η μητέρα του Νικόλα. Παίζει να ήταν η πιο μελίρρυτη και καλοσυνάτη γυναίκα που γέννησε η πλάση. Δεν είχε ποτέ κακό λόγο για κανέναν, δεν κουτσομπόλευε και προπάντων δεν ήθελε να ψαλιδίσει τα φτερά του μοναχογιού της. Αυτή τον ενθάρρυνε να τα απλώσει και να φτάσει όσο πιο ψηλά μπορούσε. Περισσότερη ήταν η στενοχώρια της που χάλασε η βολή του γιου της, παρά ο θάνατος του άντρα της.

«Γιε μου, μην μένεις για μένα. Πήγαινε πίσω στη ζωή που έχεις φτιάξει, στη δουλειά σου, στο κορίτσι σου. Εγώ θα τα βολέψω. Όσο για τα περιουσιακά, όλα δικά σου είναι. Τα είχε τακτοποιήσει ο πατέρας σου, για να μην τρέχεις εσύ», τον ενθάρρυνε η μητέρα του.

«Μαμά μένω μαζί σου επειδή θέλω, όχι επειδή πρέπει. Μην ανησυχείς. Επιθύμησα και την πατρίδα. Όσο για τη Σούζαν, μάς τελείωσε. Ελληνίδα και πάλι Ελληνίδα!», την καθησύχαζε ο γιος της.

Η κυρία Σοφία ήταν πολύ διακριτικός άνθρωπος και δεν ανακατευόταν ποτέ στα προσωπικά του γιου της. Το νέο αυτό όμως, ότι προτιμούσε να φτιάξει τη ζωή του με κορίτσι από τον τόπο του, την χαροποίησε ιδιαίτερα. Ονειρευόταν την ημέρα που θα κρατούσε το εγγονάκι της στα χέρια της. Η ίδια δεν είχε μείνει στο ένα παιδί από επιλογή, αλλά από “θέλημα Θεού”, όπως έλεγε. Η κυρία Σοφία ήταν γυναίκα παλιάς κοπής, μία θρησκευόμενη νοικοκυρά, δούλα και κυρά. Έχαιρε της εκτιμήσεως και του σεβασμού όλης της κοινωνίας και όχι άδικα. Δεν ήταν “δήθεν”, ούτε κάλπικη. Η ευγένειά της ήταν γνήσια και η συμπόνια της ειλικρινής. Ένιωθε τον συνάνθρωπό της και ήταν πάντα πρόθυμη να βοηθήσει τον άγνωστο ακόμα, πόσο μάλλον τους δικούς της ανθρώπους.

Η Έφη με τη σειρά της διέθετε μία αφοπλιστική ειλικρίνεια, με την έννοια ότι δεν κατέβαλλε καμία προσπάθεια να παρουσιάσει τον εαυτό της διαφορετικό από ό,τι ήταν. Ιδιόρρυθμη, ξινή, επηρμένη, ακατάδεκτη, πέραν του δέοντος σοβαρή και σχεδόν αγέλαστη. Η πρώτη επίσκεψη γνωριμίας με τη μέλλουσα πεθερά της, ήταν από μέρους της καθαρά τυπική. Καμία προσπάθεια δεν έκανε να είναι ευχάριστη και προσιτή. Απαντούσε μονολεκτικά, δεν συνέχιζε με δική της πρωτοβουλία τη συζήτηση και ήταν εμφανώς βιαστική. Δεν καταδέχτηκε το χειροποίητο γλυκό της κυρίας Σοφίας, παραπονέθηκε για τον άβολο καναπέ και επ’ ουδενί να ακούσει κουβέντα να μείνουν για δείπνο. Όταν μάλιστα άκουσε για αρνάκι στο φούρνο με πατάτες και τυρόπιτα βραδιάτικα, ξίνισε τα μούτρα της. Η κυρία Σοφία δε βαρυγκώμησε, ούτε την κατηγόρησε στο γιο της.

«Είναι μία κούκλα Νικόλα μου! Ψηλή, λιγνή, με όμορφο πρόσωπο. Μορφωμένη κοπέλα, μετρημένη και σοβαρή. Μπράβο γιε μου για την επιλογή σου! Άντε, καλά στέφανα και γρήγορα σας εύχομαι παιδί μου!», του ευχήθηκε και τον φίλησε γλυκά.

«Ευχαριστώ μαμά. Για το τελευταίο, κοίτα… ξέρω ότι θα ήθελες θρησκευτικό γάμο, αλλά η Έφη δεν το πολυέχει με τα θεία και προτιμάει πολιτικό. Συγγνώμη μαμά, ξέρω ότι σε στεναχωρώ…», απολογήθηκε ο γιος της.

«Τι λες παιδάκι μου! Τι δουλειά έχω εγώ; Δικός σας γάμος είναι. Δική σας ζωή».

«Είσαι χρυσή μαμά μου. Ευχαριστώ για την κατανόηση. Θα κατάλαβες ότι η Έφη είναι δύσκολος χαρακτήρας».

«Μια χαρά κορίτσι είναι και σε κοιτάει στα μάτια. Να την προσέχεις και να πας με τα νερά της. Είναι η γυναίκα σου. Κορώνα στην κεφαλή να την έχεις. Μη νομίζει η κοπέλα ότι μεγάλωσα κανέναν αγροίκο!», τον ορμήνεψε η μητέρα του.

Μετά το γάμο, οι νεόνυμφοι εγκαταστάθηκαν στο ρετιρέ στην ιδιόκτητη πολυκατοικία της οικογένειας. Η κυρία Σοφία έμεινε σε ένα δυάρι στο ίδιο οικοδόμημα. Πάντα διακριτική, ποτέ δεν εμφανιζόταν απροειδοποίητα, ούτε ανακατευόταν στη ζωή του ζευγαριού.

Προθυμοποιήθηκε να αναλάβει το μαγείρεμα και το σίδερο ή όποια άλλη δουλειά, για να ξεκουράσει τη νύφη της που δούλευε ατέλειωτες ώρες. Η Έφη έβρισκε τα φαγητά της πολύ “βαριά” και για τις οικιακές εργασίες προτιμούσε εξωτερική βοήθεια από το να έχει την πεθερά μέσα στα πόδια της. Μία απ’ αυτές τις εξωτερικές βοηθούς της είχε ξαφρίσει τα χρυσαφικά βέβαια. Ο Νικόλας τιμούσε κρυφά τα φαγητά της μάνας του, καθώς είχε πήξει στη σαλάτα και στα στεγνά κρεατικά που προτιμούσε η Έφη για τη σιλουέτα της. Κάθε δεύτερη Κυριακή, η κυρία Σοφία ήταν καλεσμένη στο σπίτι των παιδιών για τραπέζι. Δεν ήταν μαθημένη στα φαγητά που σέρβιρε η νύφη της, αλλά τα έτρωγε και τα παίνευε από πάνω. Ακόμα και τα chopsticks μισοκατάφερε να κουμαντάρει. Τα περισσότερα εδέσματα είχαν παράξενα ονόματα, ξενικά, αλλά όλα χαρακτηρίζονταν “γκουρμέ”. Τώρα τελευταία την άκουγε συχνά και στην τηλεόραση τη λέξη αυτή. Αυτό το σημερινό, το φιλέ μινιόν με σάλτσα μαυροδάφνης, τρωγόταν, μόνο που δεν της πέτυχε στο ψήσιμο και έσταζε αίμα. Και εκείνο το ψάρι την προ-περασμένη Κυριακή, το σάσι/ σούσι, πώς το λέγανε, ωμό ήτανε.

«Μπράβο κόρη μου, γεια στα χέρια σου!», έλεγε πάντα τον καλό της λόγο.

«Σας παρακαλώ κυρία Οικονόμου, έχω όνομα. Έφη με λένε και δεν είμαι κόρη σας. Ευτυχώς έχω μητέρα», είπε κοφτά και σταράτα η Έφη, που δεν είχε καμία όρεξη για χαριεντισμούς και οικειότητες με την πεθερά της.

«Συγγνώμη κορίτσι μου, Έφη ήθελα να πω. Όλα ήταν άψογα. Εμένα με συγχωρείτε, πάω να αποσυρθώ, να ξεκουραστείτε κι εσείς», είπε η κυρία Σοφία και αποσύρθηκε διακριτικά.

«Ήταν ανάγκη ρε Έφη να είσαι τόσο απότομη; Τι σου είπε πια!», της έκανε παρατήρηση ο άντρας της μόλις έφυγε η μάνα του.

«Γι’ αυτό πρέπει το ζευγάρι να μένει μόνο του. Καλύτερα μακριά και αγαπημένοι, παρά κοντά και μαλωμένοι!», διαμαρτυρήθηκε η Έφη.

«Είδαμε πόσο αγαπημένη είσαι με τη μάνα σου που μένει πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά!», της πέταξε ειρωνικά ο Νικόλας. Τέλος πάντων, όχι τίποτ’ άλλο, αλλά χαλάσαμε και την έκπληξη», έληξε την κουβέντα ο Νικόλας, καθώς η Έφη είχε ήδη αποχωρίσει μουτρωμένη.

Η έκπληξη ήταν η εγκυμοσύνη της Έφης μετά από τρία χρόνια γάμου. Καιρός ήταν η καριέρα της να μπει σε δεύτερη μοίρα. Η κυρία Σοφία ξετρελάθηκε με το χαρμόσυνο νέο. Ποτέ στο διάστημα αυτό δεν είχε κάνει την παραμικρή νύξη για το θέμα αυτό, ούτε καν ιδιαιτέρως με το γιο της. Οι νύφες είναι λαγωνικά και το μυρίζονται όταν ο άντρας τους τα λέει κρυφά με τη μάνα του. Όταν γεννήθηκε το κοριτσάκι, ετέθη επί τάπητος το θέμα του ονόματος. Η κυρία Σοφία φυσικά δεν είχε καμία αξίωση. Ο γιος της όμως…

«Γιατί ρε Έφη, τι έχει το ‘Σοφία’, μια χαρά όνομα είναι. Εδώ εσένα σε βαφτίσανε ‘Ευταξία’. Μας δουλεύεις τώρα;»

«Νικόλα, πρώτον άσε με εμένα. Οι μικροαστοί γονείς μου ακολούθησαν τις εθιμοτυπικές παραδόσεις και έβγαλαν το όνομα της γιαγιάς μου. Εμείς όμως είμαστε αλλιώς, ανήκουμε σε άλλη γενιά. Το ‘Σοφία’ είναι κοινότυπο. Τι θα ’λεγες για Μυρτώ, Δάφνη; πρότεινε η Έφη. Επίσης Νικόλα, μιας και αναφέρθηκες στο θέμα ‘βάφτιση’, με την ονοματοδοσία θεωρώ ότι είναι περιττή. Εξάλλου, γνωρίζεις ότι τον τελευταίο καιρό πειραματίζομαι με το βουδισμό. Ποια η γνώμη σου;»

«Η γνώμη μου είναι να πάμε να κοιμηθούμε και να κόψεις τις βλακείες! Έγινε το δικό σου με τον πολιτικό γάμο. Βάφτιση θα γίνει!», της έκοψε τη φόρα ο Νικόλας.

Όταν τελείωσε η άδεια ανατροφής, η Έφη έπρεπε να επιστρέψει στη δουλειά. Η κυρία Σοφία φυσικά προθυμοποιήθηκε να κρατήσει το μωρό. Η νύφη της ήταν ανένδοτη.

«Έχω κανονίσει με agency για live-in nanny. Θα είναι English native speaker. Να γίνει από νωρίς το παιδί bilingual».

«Συγνώμη Έφη μου, αλλά δεν κατάλαβα τίποτα».

«Σημασία έχει που κατάλαβε ο πατέρας της μικρής, τον οποίο και αφορά το θέμα», απάντησε όλο ειρωνεία η Έφη βάζοντας έξτρα δόση ξινίλας.

«Εσείς ξέρετε παιδιά μου. Εμένα με συγχωρείτε», αποσύρθηκε ως συνήθως διακριτικά η κυρία Σοφία.

Η αγγλόφωνη νταντά που προσέλαβε ήταν εσωτερική, έμενε μαζί τους. Η Έφη της είχε δώσει σαφείς οδηγίες να μην ανοίγει στην πεθερά της, ώστε το παιδί να ακούει και να αφουγκράζεται μόνο την αγγλική γλώσσα. Μάλλον αφορμή ήταν, για να κρατήσει την κυρία Σοφία μακριά από τη μικρή.

«Τι κάνεις ρε Έφη τώρα, είσαι σοβαρή;»

«Θέτω όρια».

«Άλλο να θέτεις όρια και άλλο να περιθωριοποιείς. Δε φτάνει που δε δέχτηκες να κρατήσει το μωρό η μάνα μου και μου κουβάλησες αυτό το ξυλάγγουρο στο ίδιο μου το σπίτι, τώρα επιδιώκεις να την αποκλείσεις τελείως από τη ζωή της εγγονής της. Είσαι απαράδεκτη. Έχεις ξεπεράσει τον ίδιο σου τον εαυτό!».

«Δε θέλω υποχρέωση από τη μάνα σου! Μεθαύριο θα έχει κι αυτή απαιτήσεις από μένα. Δεν έχω όρεξη να ξεσκατίζω γριές!».

«Εδώ δε ξεσκατίζεις το ίδιο σου το μωρό! Σιγά μη πέσει στην ανάγκη σου η μάνα μου».

Η στιχομυθία έληξε με το κλάμα του μωρού, το οποίο σημειωτέον, ήταν πολύ δύστροπο και γκρινιάρικο. Ποτέ δε χαμογελούσε (πού να έμοιασε άραγε;). Η νταντά είχε ρεπό και αναγκαστικά το ανέλαβε η Έφη. Ο Νικόλας είχε να ετοιμάσει τη βαλίτσα του, καθώς θα έφευγε για ένα δεκαήμερο επαγγελματικό ταξίδι. Πετούσε πολύ νωρίς το πρωί.

Η ώρα είχε πάει εννέα και η νταντά ακόμα να εμφανιστεί. Η Έφη είχε ήδη αργήσει στη δουλειά.

Είναι κι αυτό το σημαντικό ραντεβού σήμερα. Αδύνατο να λείψω! Τι ατυχία! Μα πού είναι αυτή η γυναίκα;

Το μήνυμα στο κινητό της την ενημέρωνε για την παραίτηση της νταντάς, η οποία ήταν σε ένα πλοίο για Κρήτη με τον κρητικό που είχε γνωρίσει σε ένα ρεπό της.

Συμφορά! Τι θα κάνω τώρα; σκέφτηκε η Έφη.

«Κυρία Οικονόμου δεν θα σας το ζητούσα αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη. Σας υπόσχομαι θα είναι για λίγες μόνο μέρες, μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτρια».

«Τι λες κορίτσι μου; Χαρά μου! Μείνε ήσυχη! Πήγαινε ξέγνοιαστη στη δουλειά σου», η κυρία Σοφία πέταγε από τη χαρά της.

«Θυμάστε τους κανόνες. Σας παρακαλώ να τους τηρήσετε. Εγώ θα αργήσω. Χαίρετε», διέταξε όλο ξινίλα.

Τις δύο πρώτες μέρες που γύριζε στο σπίτι, το ίδιο τροπάρι. Τα τραγούδια και τα χάχανα της πεθεράς της ακούγονταν μέχρι έξω.
“Πόσες φορές της έχω πει να μη τραγουδάει αυτές τις σάχλες στο παιδί! Και αυτό το πρακτορείο, ακόμα να στείλει άλλη κοπέλα! Και εκείνος ο Νικόλας τώρα βρήκε να λείπει!”.

Από την τρίτη μέρα και ύστερα, το σκηνικό άλλαξε. Τώρα ακούγονταν οι φωνούλες και τα γέλια της μπέμπας. Το παιδάκι της επιτέλους χαμογελούσε, ήταν χαρούμενο! Περιορίστηκαν οι δυστροπίες και οι γκρίνιες του.

«Ποιος ήρθε; Η μανούλα! Κάνε παλαμάκια πριγκίπισσά μου εσύ! Στείλε και φιλάκι στη μαμά! Μπράβο κοκόνα μου! Έλα να τραγουδήσουμε στη μανούλα ‘Όταν θα πας κυρά μου στο παζάρι, να μου πάρεις μία κοτούλα, η κοτούλα κο κο, το σκυλάκι γαβ γαβ… ,το κοκοράκι κι κι ρι κι κι… θα με ξυπνάει κάθε πρωί», παίζανε και γελούσαν γιαγιά και εγγονή. Τους ήχους των ζώων τους έλεγε η μικρή μόνη της και ξεκαρδιζόταν στα γέλια.

Η Έφη ήταν μία επιτυχημένη, δυναμική γυναίκα που ήξερε την αξία της. Η καριέρα της ήταν ψηλά στις προτεραιότητές της. Μα πάνω απ’ όλα ήταν μάνα. Μία μάνα που έβλεπε επιτέλους το παιδί της ευτυχισμένο και ήξερε το λόγο, ήξερε ποια ήταν υπεύθυνη γι’ αυτό.

«Άντε να πηγαίνω κι εγώ, να περάσετε μαμά και κορούλα χρόνο μαζί. Είναι αλλαγμένη και ταϊσμένη Έφη μου. Είναι έτοιμη για ύπνο. Αν θέλεις, έχει φαγητό στο θερμοθάλαμο για σένα. Ψητό κοτόπουλο με λαχανικά. Ξεκουράσου κι εσύ Έφη μου. Κουράζεσαι πολύ. Καλό απόγευμα», ετοιμάστηκε να αποχωρίσει διακριτικά, ως συνήθως, η κυρία Σοφία.

Η ξινή νύφη έσκασε το πιο γλυκό χαμόγελο στην πιο καλή πεθερά του κόσμου.

«Μείνε μαζί μας μητέρα. Η μικρή Σοφία σε έχει ανάγκη».

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: