Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ του και έσβησε το τσιγάρο του στο ξεχειλισμένο από γόπες, τασάκι μπροστά του. Ήταν Πέμπτη πρωί, είχε λαϊκή στη γειτονιά του. Έπρεπε να πάει να αγοράσει φρέσκα φρούτα, για να φτιάξει φρουτόκρεμα στις μικρές του κόρες. Θα αγόραζε τα καλύτερα. Θα αγόραζε μπανάνες, μήλα, πορτοκάλια και μακάρι να έβρισκε και φράουλες. Θα τα αγόραζε όλα από τον πάγκο με τα βιολογικά. Πήρε το τσαλακωμένο, διπλωμένο στα δύο κάποτε, λευκό χαρτί, το ξεδίπλωσε και το διάβασε, όπως έκανε κάθε πρωί τους τελευταίους 27 μήνες.
«Φεύγω. Παίρνω μαζί μου και τις μικρές. Ελένη»
Τι ανόητη που ήταν αυτή η Ελένη, σκέφτηκε ο άντρας. Νόμιζε ότι έτσι απλά θα έφευγε και θα του έπαιρνε τα κοριτσάκια του. Τα δικά του κοριτσάκια. Αν ήταν ποτέ δυνατόν! Μόνο ο ίδιος ήξερε πόσο είχε προσπαθήσει για αυτές τις μικρές. Επτά ολόκληρα χρόνια, έκανε την μία εξωσωματική θεραπεία μετά την άλλη. Επτά ολόκληρα χρόνια, έπαιρνε τη μία απογοήτευση μετά την άλλη. Επτά ολόκληρα χρόνια πλήρωνε τη μία ακριβή εξωσωματική θεραπεία μετά την άλλη. Ήταν πραγματικά ανόητη και αφελής η Ελένη, αν νόμιζε ότι θα του στερούσε ό,τι αγαπούσε περισσότερο σ’ αυτό τον κόσμο. Ήταν γελασμένη η Ελένη, αν νόμιζε ότι θα μπορούσε να του κλέψει τον μοναδικό λόγο που τον κρατούσε στην ζωή. Σιγά μην την άφηνε να του πάρει τις μικρές του, τρίδυμες, κόρες. Δεν υπήρχε λόγος να το σκέφτεται. Τώρα πια είχε μαζί του τις μικρές.
Ετοίμασε το παιδικό καρότσι, κλείδωσε την εξώπορτα και ξεκίνησε για την λαϊκή. Λάτρευε να ακούει τις ροδούλες του καροτσιού να κυλούν στα πλακάκια του πεζοδρομίου. Απέφευγε σπασμένα πλακάκια, λακκούβες και κατέβαζε το καροτσάκι προσεκτικά από τα πιο χαμηλά σημεία του πεζοδρομίου. Σε όλη τη διαδρομή μιλούσε δυνατά, χειρονομούσε έντονα και τραγουδούσε. Φόρτωσε το καροτσάκι με τα καλύτερα φρούτα, που διάλεξε ένα – ένα και πριν φύγουν από την λαϊκή, πήγε στους πάγκους με τα λουλούδια και έδωσε στις μικρές να μυρίσουν τις αγαπημένες του γαρδένιες.
Γύρισε πίσω στο διαμέρισμα, πήγε κατευθείαν στην κουζίνα, έβαλε το καροτσάκι δίπλα στον πάγκο της κουζίνας για να το βλέπει και ξεκίνησε να πλένει προσεχτικά τα φρούτα. Έβαλε δύο μεγάλες μπανάνες στο μπλέντερ, δύο κατακόκκινα μήλα, τρεις ζουμερές φράουλες και τέλος, έστυψε ένα μεγάλο πορτοκάλι. Άδειασε την φρουτόκρεμα σε τρία διαφορετικά μπολ. Άνοιξε την προστατευτική ζώνη του καροτσιού, έβγαλε την πρώτη μικρή και την έβαλε σε ένα παιδικό καρεκλάκι φαγητού. Το ίδιο έκανε με την δεύτερη και μετά με την τρίτη μικρή. Τοποθέτησε μπροστά στο κάθε καρεκλάκι από ένα γεμάτο μπολ με φρουτόκρεμα. Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το τάισμα με τα μικρά κουταλάκια.
Μπροστά του κάθονταν τρεις ροδαλές, φαλακρές, με γαλάζια μάτια, μικρές πλαστικές κούκλες. Πήρε το πρώτο κουταλάκι από το πρώτο μπολ, έκανε μία παιχνιδιάρικη κίνηση και τάισε την πρώτη μικρή. Πήρε το δεύτερο κουταλάκι από το δεύτερο μπολ με την φρουτόκρεμα και έκανε ξανά το αεροπλανάκι, για να ταΐσει την δεύτερη μικρή. Στην τρίτη μικρή, δεν χρειαζόταν να κάνει παιχνίδια, ήταν πιο φαγανή, της άρεσε πολύ η φρουτόκρεμα και την έτρωγε εύκολα. Ήταν πολύ ικανοποιημένος, είχαν φάει όλα τους τα φρούτα. Τους έπλυνε το στόμα και τις έβαλε για τον καθιερωμένο, ενδιάμεσο, πρωινό υπνάκο τους. Τις κοιτούσε, έτσι, όπως κοιμόντουσαν ήρεμες μέσα στο καροτσάκι και γαλήνευε η ψυχή του. Ήταν πολύ τυχερός. Οι μικρές ήταν ήρεμες, καλόβολες, κοιμόντουσαν εύκολα και έδειχναν ευτυχισμένες μαζί του. Ήταν πραγματικά περήφανος για τον εαυτό του. Ούτε ο ίδιος δεν περίμενε ότι θα τα κατάφερνε τόσο καλά με την φροντίδα των μικρών. Τις φρόντιζε ακόμα καλύτερα και από την Ελένη.
Καθάρισε το νεροχύτη από τα φρούτα, γέμισε τη μεγάλη κατσαρόλα με νερό, την έβαλε στο αναμμένο μάτι της κουζίνας και ξεκίνησε να καθαρίζει πατάτες και καρότα. Θα έφτιαχνε σούπα λαχανικών με μοσχαράκι για μεσημεριανό, για εκείνον και τις μικρές. Έψησε τον δεύτερο ελληνικό καφέ της μέρας, άναψε τσιγάρο, έβαλε το διπλωμένο χαρτί κάτω από το γεμάτο τασάκι και περίμενε τον καφέ να κρυώσει λίγο. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο της κουζίνας, την όμορφη φωτεινή ανοιξιάτική μέρα. Είχε λίγο χρόνο ακόμα να απολαύσει τον καφέ και το τσιγάρο του, πριν ξυπνήσουν οι μικρές…
Αναστασία