Σκοτάδι κι εγώ ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Το μόνο φως, έρχεται απ’ τα κατακόκκινα ψηφία του ρολογιού στο κομοδίνο.  Δυο σπίθες φωτιάς που σκίζουν το σκοτάδι. Ίσα – ίσα για να αναγνωρίζω ότι όλα γύρω μου είναι ίδια. Όμως εγώ δεν είμαι ίδια. Όχι απόψε, όχι από απόψε, όχι, όχι πια. Και δεν ξέρω αν θα ξαναγίνω ποτέ. Δεν ξέρω αν θα γίνω ξανά ένα ολόκληρο. Γιατί τώρα είμαι κομμάτια. Τεμαχισμένη. Ακρωτηριασμένη. Αλλού τα πόδια, αλλού τα χέρια, αλλού το κεφάλι, αλλού το συκώτι, αλλού τα νεφρά.  Και το δέρμα. Ειδικά το δέρμα. Κομμάτι – κομμάτι η παλιά εγώ, σκορπισμένη στο κρεβάτι.

Θα πρέπει να καθαρίσω τα κομμάτια, να τα απολυμάνω. Ένα – ένα. Και μετά να τα συρράψω. Ποιος θα αναλάβει την κάθαρση και ποιος την συναρμολόγηση; Εγώ; Ούτε καν. Ένα – ένα τα κομμάτια στο καυτό νερό, μετά σε χλωριούχο διάλυμα και τρίψιμο με βούρτσα σκληρή. Τα κομμάτια είναι πολλά, άλλα μικρά και άλλα μεγάλα. Και κάποια πολύ μικρά, μικροσκοπικά. Κι αν χάσω κάποιο; Κι αν κάποιο διαλυθεί;  Θα μου πεις και τι έγινε;  Μπορώ να βρω ανταλλακτικά στα μεταχειρισμένα. Μπορώ ακόμη, να παραγγείλω και καινούργια. Ε, και τι έγινε αν χάσω και κάνα δυο; Δε θα φανεί στο σύνολο. Αν είμαι μάστορας στο ράψιμο, κανείς δεν θα το καταλάβει. Ούτε εγώ η ίδια. Αλλά ξέχασα, εγώ δεν είμαι πια η ίδια. Δεν είμαι καν εγώ.

Το δύσκολο μέρος είναι το δέρμα. Κάθε πόρος είναι αγκάθι. Όλο το δέρμα καλυμμένο από μικρά, αιχμηρά αγκαθάκια. Κάθε αγκάθι μια άμυνα. Κάθε αγκάθι μια επίθεση. Πώς να τα ξεριζώσω όλα αυτά; Και όταν φύγουν όλα, να το τρίψω με γυαλόχαρτο ξανά και ξανά. Να ισιώσει, να μαλακώσει, ν’ αλλάξει χρώμα. Από πράσινο σε ροζ. Το χρώμα είναι το πιο εύκολο. Μπορώ  να το φτιάξω, να βάλω πιο πολύ κόκκινο και λιγότερο μπλε και λίγο κίτρινο και μπόλικο άσπρο και μετά ένα γερό ανακάτεμα και ιδού. Αλλά τα αγκαθάκια; Ένα – ένα με το τσιμπιδάκι, χιλιόμετρα ολόκληρα. Μια ζωή, δυο ζωές δεν φτάνουν. Να το γυρίσω μέσα – έξω; Να τρυπάνε τα κόκκαλα, τους μύες, τα όργανα. Να γεμίσει το μέσα μου τρύπες.  Να γεμίσει το μέσα μου πόνο. Να καλύψει τον άλλο πόνο. Να γίνει πορώδες και εύπλαστο. Να του αλλάζω σχήμα όποτε μ’ αρέσει. Να το συρρικνώνω όταν φοβάμαι και να το απλώνω όταν χαίρομαι.  Ή μήπως να το αφήσω όπως είναι; Να μην αγγίζω τίποτα, να μη μ’ αγγίζει τίποτα.

Πώς τα κατάφερα να με διαλύσω τόσο πολύ;  Πώς το επέτρεψα; Γιατί εγώ με διέλυσα. Όταν σου τρώει ο άλλος κομμάτι – κομμάτι την σάρκα σου, την ψυχή σου, δεν είναι υπεύθυνος εκείνος. Όχι, εσύ του το προσφέρεις, το επιτρέπεις. Εσύ αφήνεσαι και αδιαφορείς για τα κομμάτια σου που χάνεις. Μπορεί να είσαι ευχαριστημένη κιόλας. Ηδονίζεσαι με την απώλεια. Κομμάτι και κατανόηση, κομμάτι και σεβασμός, κομμάτι και υποστήριξη, κομμάτι και συνενοχή. Κομμάτια κι οι συμβιβασμοί και οι ανοχές και οι αντοχές. Ένα βότσαλο που υποκρίνεται το διαμάντι. Μέχρι που τα κομμάτια κατασπαράζονται και δεν έχεις άλλο πια να δώσεις. Κι οι άλλοι πάντα να αποδρούν, με αγαστή πληρότητα.

Πώς γίνεται να βρίσκω τόσο εύκολα συνένοχο για την καταστροφή και να μην βρίσκω κανέναν για την επιδιόρθωση; Να πάω στους ειδικούς; Μα υπάρχουν ειδικοί; Ειδικοί για μένα, που δεν είμαι πια η ίδια; Πώς να ξέρουν πώς ήμουνα πριν, για να με φτιάξουν ακριβώς όπως ήμουν; Καλά – καλά δεν ξέρω αν θέλω να ξαναγίνω όπως ήμουν πριν. Και ας πούμε ότι βρίσκω τον ειδικό, μπορώ να του πω επί  τη ευκαιρία να κάνει κάποιες βελτιώσεις; Ή η ειδικότητά του φτάνει μέχρι να αναπλάσει το πρωτότυπο; Γιατί αν είναι να ξαναφτιαχτώ απ’ την αρχή, ας είναι πιο βελτιωμένη η καινούργια έκδοση. Να πρόσθετα δυο, τρία υλικά, να αφαιρούσα κάποια άλλα. Να μου πεις το αποτέλεσμα δεν θα είμαι εγώ. Ε και; Έτσι κι αλλιώς εγώ δεν υπάρχω πια. Κάποια κομμάτια μόνο,  κομμάτια ασύνδετα, δυσανάγνωστα, διάσπαρτα σ’ ένα κρεβάτι.

Δυσεπίλυτη η κατάσταση και καθώς η νύχτα προχωράει, εγώ κουράστηκα να σκέφτομαι, να ψάχνω εναλλακτικές. Βαρέθηκα. Βαρέθηκα να σκέφτομαι για μένα, να σκέφτομαι εμένα. Δεν έχει ενδιαφέρον πια. Τι θα γινόταν αν ήμουν αλλιώς, τι θα γίνει αν γίνω αλλιώς; Εικασίες και τολμηρή φαντασία. Μία η σταθερή. Εγώ δεν υπάρχω πουθενά. Ούτε καν στη μέση. Μάλλον θα πρέπει να ξεκινήσω απ’ την αρχή. Να βρω σε κάποιο απομεινάρι εκείνο το κύτταρο που θα μου πιστοποιήσει την οντότητα μου και την ανισότητά μου. Και από ‘κει, να βρω την ταυτότητά μου. Βαριέμαι όμως να ψάξω. Όχι απόψε, τουλάχιστον. Γιατί και γι’ αυτό θα χρειαστεί προσπάθεια. Κι εγώ βαρέθηκα να προσπαθώ. Δεν θέλω να προσπαθήσω για τίποτ’ άλλο. Ούτε για την παλιά εγώ, ούτε για τη νέα. Στ’ αλήθεια δεν βρίσκω κανένα λόγο. Την παλιά δεν θέλω να την ξαναφορέσω και την καινούργια φοβάμαι να τη δοκιμάσω.  Άσε που δεν έχω την αντοχή να ψάξω τρόπους επιδιόρθωσης, γιατί βλέπεις, είναι και η διαδικασία της επιδιόρθωσης που είναι επίπονη και επίφοβη και τα αποτελέσματα αμφίβολα. Βαρέθηκα και τα ρίσκα. Βαρέθηκα και τις αξίες.

Τα μάτια μου έχουν συνηθίσει στο σκοτάδι και μπορούν να διακρίνουν πλέον. Μα ναι, όγκοι και σκιές δείχνουν και δημιουργούν αντικείμενα.  Το φεγγαρόφωτο που μπαίνει απ’ τις γρίλιες του παραθύρου και το αμείλικτο φως του ψηφιακού ξυπνητηριού, είναι αρκετά για να δώσουν αναγνωρισιμότητα στα αντικείμενα. Όπως το γραφείο, η βιβλιοθήκη, η καρέκλα, το ρολόι, το φιαλίδιο με τα ηρεμιστικά στο κομοδίνο. Η φωσφορίζουσα η ώρα, 04.40, υποδεικνύει και επιδεικνύει τα πλησιέστερα αντικείμενα. Μικρά και καθημερινά. Και το φιαλίδιο. Το κοκαλάκι των μαλλιών μου, το βιβλίο μου, ένα ποτήρι νερό και το φιαλίδιο με την λατινική ετικέτα.

Πήρα ένα χάπι όταν ξάπλωσα, μπας και κοιμηθώ. Το μυαλό μου όμως νίκησε την μάχη με το ηρεμιστικό και ξαγρυπνώ, πότε μαζεύοντας κομμάτια, πότε σκορπίζοντας τα στα πέρατα της γης. Ξανακοίταξα το φιαλίδιο και το παρατήρησα με προσοχή. Ένας διάφανος κύλινδρος, ένα πώμα κίτρινο, ένα σπιράλ που λογχίζει κατακόρυφα και η ετικέτα με τους λατινικούς χαρακτήρες. Το κόκκινο φως, των ψηφίων του ρολογιού, διαθλάται στο διάφανο πλαστικό και δημιουργεί απόκοσμα χρώματα. Το φιαλίδιο γίνεται ελκυστικό. Αποκτά ενέργεια, ζωή. Μπορώ να το δω να αλλάζει μέγεθος, να μεγαλώνει και να μικραίνει. Ν’ αλλάζει σχήμα, να γίνεται κύβος, να γίνεται σφαίρα. Μπορώ σχεδόν να τ’ ακούσω να ψιθυρίζει. “Θα μπορούσα να περιέχω ένα φίλτρο, δεν θα μπορούσα; Ένα φίλτρο που θα μπορούσε να σε φτιάξει ή θα μπορούσε να σε εξαϋλώσει. Με τρία χαπάκια συναρμολογείσαι, με πέντε επισκευάζεσαι τελείως, με επτά προσθέτεις βελτιώσεις, κ.ο.κ., με 25 αφανίζεσαι”. Overdose. Game over.

Να ξαναρχίσω απ’ την αρχή, έστω και σε βελτιωμένη έκδοση; Τι θα μπορούσε ν’ αλλάξει; Θα ήμουν αλλιώτικη, καλύτερη, σοφότερη; Κι αν ήμουν; Οι άλλοι θα το έβλεπαν ή θα μάζευα πάλι τα κομμάτια μου ύστερα από λίγο; Τι εγγυήσεις υπάρχουν; Δεν είμαι έτοιμη ούτε για περιπλάνηση, ούτε για παραπλάνηση, ούτε για αποπλάνηση. Εγώ θα ήμουν αυτή που θα ήμουν και οι άλλοι θα έμεναν αυτοί που ήταν. Θα πρέπει να χορηγηθεί το φίλτρο μαζικά, για να υπάρχει αλλαγή. Και πάλι, τι θεωρώ εγώ βελτιώσεις και τι οι άλλοι; Κι αν δεν πετύχουν οι βελτιώσεις σε όλους;  Βαριέμαι να προσπαθήσω πάλι, βαριέμαι να χάνομαι και να βρίσκομαι, βαριέμαι να αισθάνομαι. Έχω γεμίσει προσπάθειες, γνώμες και συγγνώμες, αιτήματα και απαιτήσεις, υποκρισίες και επικρίσεις. Έχει φουλάρει και το συνειδητό και το υποσυνείδητο. Τόσο πολύ, που κι εγώ ακόμα με βαρέθηκα. Βαρέθηκα τα ψέματα, τα κόλπα και τις φάρσες. Βαρέθηκα την παραπλάνηση.  Βαρέθηκα να πορεύομαι σε δρόμους οικείους, παρόλα αυτά γεμάτους στροφές που καταλήγουν πάντα σε αχαρτογράφητα τοπία και να χάνομαι. Βαρέθηκα την περιπλάνηση.  Κουράστηκα να ξοδεύομαι τις μέρες και να σπαταλιέμαι τις νύχτες. Κουράστηκα να πλήττω και να πλήττομαι. Βαρέθηκα και την αποπλάνηση. Με βαρέθηκα. Δεν θέλω να με ξαναφτιάξω.

Θέλω να σταματήσει όλο αυτό και τα κομμάτια να μείνουν κομμάτια. Μπορώ να τα τεμαχίσω ακόμα πιο πολύ. Να τα κάνω πιο μικρά κι ακόμα μικρότερα. Μερικά χαπάκια, για να κρατήσω σφιχτά στη χούφτα μου το φιαλίδιο. Να νιώσω τη δράση στις φλέβες μου. Λίγα ακόμη και παίρνω δύναμη, γίνομαι πανίσχυρη. Λίγα παραπάνω και μπορώ να κάνω τα κομμάτια σκόνη. Θα αδειάσω το φιαλίδιο και θα φυσήξω με όση δύναμη έχω, μέχρι η σκόνη να απλωθεί παντού.  Dust in the wind. Game over.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading