,

O Κυανοπώγωνας

Με κοιτάζει κάθε μέρα. Η σύζυγός μου. Η νέα μου νύφη. Στέκεται στην είσοδο της ειδυλλιακής μας αγροικίας, με ένα γαλήνιο χαμόγελο στα χείλη. Έχει ένα γλυκανάλατο ύφος σκλάβας που είμαι σίγουρος ότι δεν εμφανίστηκε ποτέ στο δικό μου πρόσωπο. Απολαμβάνω τόσο πολύ όμως να το βλέπω στο δικό της. Απομακρύνομαι σιγά – σιγά από το βλέμμα της, ισιάζω τη μπλε μου γραβάτα και φεύγω για να ξεκινήσω τη μέρα μου.

Τετάρτη 18 Ιουνίου στις 21:00.

Η ώρα και η μέρα καταχωρήθηκαν στην προσωπική μου ατζέντα. Αύριο. Τότε θα γίνει. Όλα έχουν σχεδιαστεί και μελετηθεί εξονυχιστικά. Και το πώς και το πού και το πότε. Όσο για το γιατί, ας τραβάνε τα μαλλιά τους οι φίλοι μου στην αστυνομία να το βρουν. Μια μέρα αρκεί για να προετοιμάσω το έδαφος στον περίγυρό μας. Πρέπει να χτίσω ένα ισχυρό άλλοθι για το μοιραίο βράδυ. Από εκεί πέρα τα υπόλοιπα θα κυλήσουν ομαλά. Κανείς δεν πρόκειται να ακούσει τίποτα. Επέλεξα προσεκτικά την απομονωμένη μας κατοικία. Όχι ότι η σύζυγος θα προλάβει να φωνάξει. Θα πάρει λιγότερο από ένα λεπτό. Ένα άγγιγμα στον αυχένα, ο σπόνδυλος γυρίζει και μετά κρακ. Σπάει. Και εκείνη σωριάζεται. Και μόνο ο ήχος του αυχένα που θρυμματίζεται αρκεί για να με γεμίσει έξαψη. Αναρωτιέμαι αν θα πετύχω το φως να χάνεται από τα μάτια της. Όχι ότι με απασχολεί ιδιαίτερα το ζήτημα όμως.

***

Τετάρτη 18 Ιουνίου.

Το ρολόι δείχνει 19:30 μ.μ. ακριβώς. Κάθομαι στο καναπέ του σπιτιού μου και απολαμβάνω τον γλυκό καφέ που φτιάχνει κάθε απόγευμα με τα χεράκια της. Εκείνη κάθεται απέναντί μου και διαβάζει ένα βιβλίο. Πού και πού την πιάνω να με κοιτάζει με ύφος λατρείας.
Τον πρώτο καιρό απολάμβανα αυτή την ασυνήθιστη επίδραση που ασκώ στο αντίθετο φύλο. Με εντυπωσίαζε το πόσο γρήγορα μου προσέφεραν ψυχή, σώμα και περιουσιακά στοιχεία. Πλέον σκέφτομαι ότι έχει καταντήσει κάπως κουραστικό να τις βλέπεις όλες να πέφτουν ξερές. “Να πέφτουν ξερές”. Οξύμωρο.

Ανταποδίδω το βλέμμα της, ενώ στη πραγματικότητα αναλογίζομαι όλες τις παραμέτρους για το επικείμενο γεγονός. Τίποτα δε μπορεί να πάει στραβά. Δεν υπάρχει κανένα σημάδι ανησυχίας. Δε χρειάζεται να αλλάξω τη μέθοδό μου. Το άλλοθί μου θα τεθεί σε ισχύ αύριο το απόγευμα. Μίλησα με όσους έπρεπε να μιλήσω. Έχω εξασφαλίσει τουλάχιστον δύο μέρες προβάδισμα. Μέχρι να αντιληφθεί κάποιος ότι κάτι δε πάει καλά, θα είμαι πολλά μίλια μακριά. Στο χωριό βέβαια όλοι με γνωρίζουν, αλλά η εμφάνιση αλλάζει εύκολα.

Στο άκουσμα της φωνής της, διέκοψα απότομα τους συλλογισμούς μου. Ποτέ άλλοτε δε μου είχε κάνει ερωτήσεις για το παρελθόν μου. Και τώρα ρωτάει για τις προηγούμενες σχέσεις μου. Είναι δυνατόν; Συνειδητοποίησε μετά από μήνες γάμου ότι ουσιαστικά παντρεύτηκε έναν άγνωστο; Την κοίταξα διερευνητικά. Ήταν ήρεμη και μειλίχια όπως πάντα, ωστόσο η φωνή της είχε ένα τόνο επιτηδευμένης αδιαφορίας που δε μου άρεσε. Όχι, αποκλείεται να είχε υποψιαστεί κάτι. Μάλλον έχω να κάνω με μια καθυστερημένη κρίση ζήλιας. Τελικά πιάνει ακόμα και τις πλέον αφελείς και εύπιστες. Πέρασα στην αντεπίθεση.

«Θεωρείς φρόνιμο να ανοίξεις αυτή την υπόθεση γλυκιά μου, που θυμίζει την Κάμαρα του Κυανοπώγωνα;» τη ρώτησα για να την αιφνιδιάσω. Μόνο να ήξερε πόσο κυριολεκτούσα με αυτή την ερώτηση. Μόνο να ήξερε πως ο σκοτεινός θάλαμος φωτογραφίας στο υπόγειο θα γινόταν η τελευταία της κάμαρα. Και ότι ο Κυανοπώγωνας ήμουν εγώ. Δε θα προλάβαινε όμως να το συνειδητοποιήσει. Τώρα φαινόταν ακόμα πιο νευρική. Δεν είχα καταλάβει ότι διέθετε ενεργό νευρικό σύστημα.

Όπως και να έχει, την καθησυχάζω όπως μόνο εγώ ξέρω. Με μεγάλη μου χαρά την βλέπω να ανακουφίζεται. Τώρα χαμογελάει. Όχι με αυτό το συγκαταβατικό της χαμόγελο, αλλά βεβιασμένα. Αρχίζει και με εκνευρίζει. Ευτυχώς όλα θα τελειώσουν γρήγορα. Αναρωτιέμαι όμως γιατί να είναι τόσο νευρική. Ειδικά σήμερα. Τη ξαναρωτώ. Εξάλλου πλησιάζει η ώρα. Δε πρέπει να ξεφύγω ούτε δευτερόλεπτο από το χρονοδιάγραμμά μου.

Η απάντηση που βγαίνει από τα χείλη απλά καταστρέφει το αποψινό μου σχέδιο. Νιώθω την οργή να με κατακλύζει. Φοβάμαι ότι θα το προσέξει. Το πρόσεξε. Πώς να μη γίνω έξω φρενών; Το άλλοθί μου καταστράφηκε. Νόμιζα ότι τα είχα όλα υπό έλεγχο. Δεν υπολόγισα την ανθρώπινη βλακεία.

Ήμουν τόσο κοντά. Τόσο κοντά! Και σκόνταψα λίγο πριν το τέλος. Επειδή αυτός ο παλιόγερος ο κηπουρός μας αποφάσισε να δείξει υπερβάλλοντα ζήλο. Ήρθε εκτάκτως στην αγροικία για να δουλέψει και ξεφούρνισε στη γυναίκα μου την ιστορία που σκαρφίστηκα για το άλλοθι. Δε μπορώ να το ρισκάρω. Όχι απόψε. Πρέπει να επαναπρογραμματίσω το γεγονός. Τουλάχιστον εκείνη φαίνεται να ηρέμησε. Ίσως το ασυνείδητό της κατάλαβε ότι γλύτωσε παρά τρίχα από το θάνατο και της έστειλε εντολή να ηρεμήσει.

***

Πέμπτη 19 Ιουνίου στις 21:00 μ.μ.

Το γεγονός καταχωρήθηκε εκ νέου στην ατζέντα. Όλες οι λεπτομέρειες διευθετήθηκαν. Το μόνο που έμενε ήταν να γυρίσω σπίτι και να την οδηγήσω στο σκοτεινό θάλαμο με την πρόφαση να εμφανίσουμε φωτογραφίες. Ο θάλαμος είναι στο υπόγειο, τίποτα δε θα ακουστεί. Οι πλάκες στο πάτωμα σηκώνονται παρά πολύ εύκολα και ενσωματώνονται τόσο τέλεια, που είναι αδύνατον να καταλάβεις κανείς ότι μετακινούνται. Δε θα μείνουν ίχνη.

«Πάντα να προσέχεις να μην αφήνεις ίχνη» έτσι με συμβούλευε ο πατέρας μου. Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε να ψαχουλεύω το γραφείο του στα κρυφά. Αλλά εκείνος το καταλάβαινε. «Δε με πειράζει που ψαχουλεύεις, με πειράζει που αφήνεις ίχνη. Κάνε την σκανταλιά, αλλά φρόντισε μετά να αφήσεις τα πάντα στην εντέλεια. Να μη καταλάβεις κανείς ότι πέρασες και ακούμπησες» αυτό έλεγε πάντα. Μακάρι να ήξερε πόσο χρήσιμη αποδείχτηκε αυτή του η συμβουλή.

Η ένταση για αυτό που πρόκειται να συμβεί, αρχίζει και με κυριεύει. Και μόνο η προσμονή αρκεί για να ανεβάσει τους σφυγμούς μου. Τους μετράω. Το τελειωτικό χτύπημα το δίνω πάντα στο διάστημα μεταξύ δύο σφυγμών. Σίγουρη μέθοδος και δοκιμασμένη.

Περνάω για τελευταία φορά την πόρτα του σπιτιού μας. Μπαίνω μέσα στο σπίτι. Την πετυχαίνω στο τηλέφωνο. Πού να παίρνει άραγε; Κάτι άκουσα για παραγγελία κρεάτων. Τζάμπα θα τα ετοιμάσει ο κρεοπώλης. Της χαμογελώ. Εκείνη ανταποδίδει με βεβιασμένο χαμόγελο. Τι έπαθε πάλι; Καθόμαστε στο τραπέζι για φαγητό. Την παρατηρώ. Ναι, σίγουρα κάτι την απασχολεί. Ό,τι και να είναι, έχουμε μπει στην τελική ευθεία. Δεν έχει σημασία πια. Με κοιτάζει. Δεν έχει πια αυτό το γλυκανάλατο ύφος. Και ο καφές που μου έφτιαξε είναι εντελώς πικρός.

«Ασυνήθιστη γεύση έχει σήμερα ο καφές» σχολίασα.

«Καινούριο χαρμάνι» ήρθε η απάντησή της. Η φωνή της είχε μια επιτηδευμένη χροιά αδιαφορίας, αλλά ήχησε ταυτόχρονα και κάπως στριγκή. Μα τι συνέβαινε πια;

Ξαφνικά σηκώνεται και φεύγει. Την ακολουθώ. Της υπενθυμίζω, σε πολύ φυσιολογικό τόνο, το ραντεβού μας στο σκοτεινό θάλαμο. Φαίνεται ξεκάθαρα απρόθυμη να με ακολουθήσει. Κοιτάζει συνεχώς προς την πόρτα σα να περιμένει κάτι ή κάποιον. Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει κανείς τέτοια ώρα. Τώρα στέκεται απέναντί μου. Μας χωρίζει μόνο μια γαλάζια πολυθρόνα. Κοιτάζω την ώρα. Είναι 8:35 μ.μ. Αν δεν έρθει από μόνη της στο υπόγειο, θα την οδηγήσω με τη βία. Δε μπορεί να βγει έξω. Επιπλέον, είναι μισή από μένα.

Την καρφώνω με το βλέμμα μου. Αρχίζει και μιλάει. Θέλει λέει να εξομολογηθεί. Μα τι λόγια είναι αυτά που βγαίνουν από το στόμα της; Έχει αρχίσει όμως και δε σταματάει. Εν τω μεταξύ, εγώ ξανατσεκάρω την ώρα στο ρολόι μου.

8:45 μ.μ.

Μα τι ακούν τα αυτιά μου; Ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτή η ασήμαντη η γυναίκα μου αποκαλύπτει ότι είναι μια μαύρη χήρα. Μου κάνει φάρσα. Δε μπορεί να είναι αλήθεια. Ισχυρίζεται ότι έχει δολοφονήσει στο παρελθόν όχι έναν, αλλά τρεις συζύγους. Για να τους κλέψει την περιουσία. Και πάντα τη γλύτωνε.

8:50 μ.μ.

Τα μηνίγγιά μου σφυροκοπούν ανελέητα στο άκουσμα των πράξεων της γυναίκας μου. Μα πώς μπόρεσε αυτό το αδύναμο, καχεκτικό πλάσμα να νικήσει τρεις άντρες; Η απάντηση ήρθε από την ίδια. Δηλητήριο στον καφέ. Σκοπολαμίνη. Μη ανιχνεύσιμο. Αλάνθαστη μέθοδος δολοφονίας. Κατ’ εξοχήν γυναικεία. Οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ακόμα δε μπορώ να χωνέψω ότι παντρεύτηκα τη θηλυκή εκδοχή του εαυτού μου. Μια αδίστακτη φόνισσα που δηλητηριάζει τα ανυποψίαστα θύματά της προσφέροντάς τους καφέ. Κοιτάζω το συλλεκτικό ρολόι-κούκο στο σαλόνι. Οι δείκτες του προχωράνε ακάθεκτοι, χωρίς να έχουν ιδέα για το τι διακυβεύεται εδώ.

8:58 μ.μ.

Ο σημερινός καφές είχε ασυνήθιστη γεύση. Η συνειδητοποίηση με χτύπησε με τη δύναμη ηλεκτρικού ρεύματος.

«Καταραμένη!» ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη. «Με δηλητηρίασες και μένα. Εμένα! Τον άντρα σου!» Εκείνη εξακολουθεί να με κοιτάζει. Κάτι διαφορετικό έχει το βλέμμα της. Είναι αποφασιστικότητα αυτό που διακρίνω στα μάτια της; Προσπαθώ να την πιάσω, αλλά το σώμα μου δε με υπακούει. Το δηλητήριο. Αρχίζει να ενεργεί. Που να γίνει χαλκομανία αυτή η μάγισσα!

Σωριάζομαι στη γαλάζια πολυθρόνα. Ακούγεται ο χτύπος του ρολογιού.

21:00 μ.μ. Ακούω ένα κρακ. Σαν σπόνδυλος που έσπασε. Δε τη βλέπω πια. Χάθηκε. Σαν από μακριά ακούγονται κάτι άγνωστες φωνές.

21:01 μ.μ. Σκοτάδι. Γύρω μου σκοτάδι. Ίσως παρ’ όλα αυτά να κατάφερα να φτάσω στο σκοτεινό θάλαμο.

Ντόρα Βάγγια

———————————————–

Σημείωση : Ο Κυανοπώγωνας ήταν Γάλλος ευγενής που πολέμησε στο πλευρό της Ζαν ντ’ Αρκ. Είχε παντρευτεί πολλές γυναίκες, τις οποίες δολοφόνησε και κρατούσε τα πτώματα τους σε μια κάμαρα στο πύργο του. Συνήθιζε δε να βάφει τη μακριά γενειάδα του γαλάζια. Από εκεί πήρε το προσωνύμιό του.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading