Ο Σπύρος είναι ο μικρός μου αδελφός. Είναι η αδυναμία της μαμάς μας, της Έλενας. Το αγοράκι της, το στερνοπούλι της κι ας ειν’ κοτζάμ μαντράχαλος που κοντεύει τα τριάντα. «Ό,τι θέλει ο κανακάρης μου, ο πασάς μου» κι άλλες τέτοιες βλακείες ακούγονται επί καθημερινής βάσεως, χρόνια τώρα. Έχει καταντήσει γελοίο το πράγμα. Εγώ είμαι η “Μαριάννα”, σκέτο. Ούτε κανακέματα, ούτε ιδιαίτερα φαγητά, ούτε τίποτα. Σκασίλα μου όμως, δεν με πειράζει καθόλου. Εγώ εξάλλου έχω τον μπαμπά μου. Αυτός δε μου χαλάει ποτέ χατίρι. Από μικρή πάντα με υποστήριζε όταν η μαμά φόρτωνε όλες τις σκανταλιές του Σπυράκου της πάνω μου. Αυτός να με τρέχει στα μπαλέτα, στα θεατρικά, στα ωδεία – έχω βλέπεις και καλλιτεχνικές ανησυχίες. Η μαμά δεν ενέκρινε τις τόσες εξωσχολικές δραστηριότητες.
«Αναγκάστηκες να πιάσεις και δεύτερη δουλειά για να πληρώσεις τις μούρλες της κόρης σου!», του γκρινιάζει ακόμα και σήμερα.
«Τ’ αξίζει η πριγκηπέσα μου!», απαντάει πάντα ο μπαμπάς.
Τώρα ιδίως, που ετοιμάζομαι να παντρευτώ μου ετοιμάζει παραμυθένιο γάμο. Είναι διπλά ευτυχισμένος επειδή είμαι έγκυος και θα κάνει το πρώτο του εγγόνι. Το έχω ξεκαθαρίσει με το Μάνο, τον αρραβωνιαστικό μου, γερό να ’ναι το μωρό, αλλά αν είναι αγόρι θα βγάλουμε το όνομα του μπαμπά μου, Αντώνης. Αν είναι κορίτσι ας βγει η πεθερά μου.
Τον μπαμπά μου δεν τον λατρεύω για τα υλικά αγαθά που πασχίζει να μου προσφέρει. Όχι. Τον λατρεύω γιατί μου έχει σταθεί και είναι μονίμως δίπλα μου. Ήταν και είναι ο γεφυροποιός στους ομηρικούς καυγάδες με τη μαμά. Ακόμα και τώρα η γυναίκα νομίζει ότι θέλω να κάνω θρησκευτικό γάμο για να της πάω κόντρα επειδή είναι αριστερή!
«Ευτυχώς έχω το γιο μου, την παρηγοριά μου», μουρμουράει συνέχεια η μαμά.
«Κι εγώ την κοράκλα μου! Θα έχω ένα ποτήρι νερό στα γεράματά μου!», αντιτείνει ο μπαμπάς και ξεσπάμε όλοι στα γέλια.
Βλέπετε, το κλου της ιστορίας μας είναι ότι ο Αντώνης δεν είναι ο βιολογικός μου πατέρας και η Έλενα δεν είναι η βιολογική μητέρα του Σπύρου, άρα ούτε εμείς είμαστε βιολογικά αδέλφια. Αλλά ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή….
Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, μία νεαρή γυναίκα είχε αφήσει στην άκρη του δρόμου, επί της εθνικής οδού, το αυτοκίνητό της. Την είχε πιάσει λάστιχο. Δεν ήξερε να το αλλάξει και δεν διέθετε κινητό για να ζητήσει βοήθεια, καθώς την εποχή εκείνη δεν ήταν ευρέως διαδεδομένα. Να αφήσει το αμάξι και να αναζητήσει τηλέφωνο επίσης αδύνατον, εφόσον μαζί της είχε ένα εξάχρονο παιδί. Εμένα. Σε λίγο νύχτωνε. Την έπιασε πανικός και απελπισία. Βγήκε από το αμάξι και άρχισε να κλαίει. Θέλεις να το πεις timing, να το ονομάσεις κάρμα, θεία πρόνοια, συγκυρία, συνομωσία του σύμπαντος, όπως θέλεις πες το. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε ένα αυτοκίνητο. Ο από μηχανής θεός, ο σωτήρας μας, ο Αντώνης. Μαζί του είχε ένα ασυμπάθηστο κλαψιάρικο νιάνιαρο γύρω στα τρία, τον γιο του τον Σπύρο. Όσο ο Αντώνης άλλαζε το λάστιχο, η μαμά παρηγορούσε το γκρινιάρικο. Εν τω μεταξύ, το σκασμένο λάστιχο ήταν στη μεριά που καθόμουνα. Όση ώρα το άλλαζε ο Αντώνης, εγώ, από το ανοιχτό παράθυρο, του έκανα ερωτήσεις παντός είδους. Χωρίς να δυσανασχετεί μου απαντούσε και είπε και δυο – τρία αστεία ανέκδοτα που μ’ έκαναν να γελάσω. Πόση ανάγκη το είχα αλήθεια το γέλιο εκείνη την εποχή. Μικρή μικρή στα βάσανα κι ας μην είχα πάει ούτε πρώτη δημοτικού ακόμα.
Ήταν η εποχή που ο Χρήστος, ο βιολογικός μου πατέρας, μας είχε εγκαταλείψει για μία άλλη γυναίκα. Είχε φύγει μαζί της στο εξωτερικό, αφήνοντας τη μητέρα μου απένταρη με ένα μικρό παιδί. Η Έλενα, η μαμά μου, κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Δεν είχε καταλάβει τίποτα. Της ήρθε κεραμίδα. Δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Εκείνη τη μέρα πήγαινε να με ‘παρκάρει’ στους παππούδες, στο χωριό, ώστε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της και κάποια χρήματα. Όσο εγώ μεγάλωνα, η μαμά δεν δούλευε, φρόντιζε της ανάγκες μας ο ‘μπαμπάς’, μέχρι που έγινε λούης.
Ο Αντώνης ήταν χήρος. Είχε χάσει από αρρώστια τη γυναίκα του μόλις χρόνισε ο πιτσιρίκος. Δύσκολα τα πράγματα και για εκείνον. Κοντολογίς, εκείνο το σούρουπο αυτοί οι δύο άνθρωποι γνωρίστηκαν και ένωσαν τις ζωές τους. Μη με ρωτήσετε αν αγαπηθήκανε. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι αγάπησε περισσότερο από δικό του, ο ένας το παιδί του άλλου. Κι εγώ με το βλαμμένο είμαστε τα πιο αγαπημένα αδέλφια. Τσακωνόμαστε, βριζόμαστε, μαζί δεν κάνουμε και χώρια δε μπορούμε. Αυτός θα μας παντρέψει και θα βαφτίσει με το καλό το παιδί.
Ο Χρήστος, ο βιολογικός, ούτε φωνή ούτε ακρόαση για δύο δεκαετίες. Εννοείται ότι ούτε λόγος για διατροφή τόσα χρόνια. Μία μέρα στα social λαμβάνω μήνυμα από έναν 20άρη, ότι είναι αδελφός μου, έρχεται διακοπές στην Ελλάδα κι αν γουστάρω να γνωριστούμε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Φυσικά έτρεξα για βοήθεια στον μπαμπά μου, δηλαδή τον Αντώνη. Με συμβούλεψε να γνωρίσω τον αδελφό μου.
«Μα έχω αδελφό. Αυτός είναι ένας άγνωστος. Εγώ με το Σπύρο μεγάλωσα, μ’ αυτόν γελάω, μ’ αυτόν τσακώνομαι, σ’ αυτόν λέω τα μυστικά μου».
Τελικά δε γνώρισα μόνο τον ετεροθαλή αδελφό μου, τον Στράτο, ξαναείδα τον Χρήστο που τον θυμόμουν ελάχιστα. Ιδέα του μπαμπά μου ήταν να έρθουν όλοι για φαγητό, μαζί και η αντροχωρίστρα, η δεύτερη γυναίκα του Χρήστου. Σκέτη Σουηδία γίναμε. Η μαμά όχι μόνο δεν πρόβαλε αντίρρηση, αλλά βρήκε την ιδέα του μπαμπά πολύ συγκινητική.
«Το αίμα νερό δε γίνεται», έλεγε και ξανάλεγε στο δείπνο ο Χρήστος.
Νωρίς το θυμήθηκες μαλάκα, έλεγα από μέσα μου εγώ.
Με τον Στράτο μιλάμε συχνά στα social. Με τον Χρήστο, τα τυπικά. Χριστούγεννα, Πάσχα και καμιά μεγάλη γιορτή.
Την περασμένη εβδομάδα τους έστειλα το προσκλητήριο του γάμου, για τους τύπους περισσότερο. Πριν δυο μέρες με πήρε ο Χρήστος στο κινητό να μου ανακοινώσει την συναρπαστική είδηση ότι θα παραβρεθούν (να ψάξω να βρω το κόκκινο χαλί να στρώσω). Εξέφρασε το παράπονό του ότι δεν αναφέρθηκε το όνομά του στο προσκλητήριο, ως πατέρας της νύφης, αλλά αυτό του Αντώνη. Για κάτσε ρε μεγάλε, είσαι άφαντος είκοσι χρόνια, δεν έχεις δώσει μία για το μεγάλωμα του παιδιού σου, δεν έχεις καν ενδιαφερθεί αν ζει ή αν πέθανε, συνάπτεις εδώ και μία πενταετία μία τυπική σχέση μαζί της με πρωτοβουλίες άλλων και ζητάς και τα ρέστα; Ε όχι ρε φίλε. Δεν πρόλαβα να φάω την πρώτη κατραπακιά και ακολουθεί στο καπάκι δεύτερη, μεγαλύτερη ακόμα! Μου πουλάει την υποχρέωση ότι, αν και τα έξοδα είναι πολλά ,θα έρθει στο γάμο διότι έχει λέει καθήκον, μαζί με τον αδελφό μου τον Στράτο, να με παραδώσουν στο γαμπρό!
Όπα, τώρα θα γίνει ο χαμός, είναι και οι ορμόνες της εγκυμοσύνης.
«Χρήστο, στο γάμο θα με συνοδεύσει ο μπαμπάς μου και ο αδελφός μου ο Σπύρος», του λέω κοφτά και με όση ηρεμία μπορώ να διαθέσω.
«Μα εμείς είμαστε οι βιολογικοί σου συγγενείς», αντιπροβάλλει.
«Τυχαίνει να μοιραζόμαστε κάποια κοινά γονίδια. Με τον μπαμπά μου και τον αδελφό μου μοιραζόμαστε μία ζωή από κοινές αναμνήσεις, είμαστε μαζί στα εύκολα αλλά κυρίως στα δύσκολα», απαντάω με ένα τόνο εκνευρισμού κι εγώ.
Αρχίζει τρίτος γύρος. Απαιτεί συν τοις άλλοις να τον αποκαλώ ‘πατέρα’, ή ‘μπαμπά’. Ανησυχεί ότι και το εγγόνι του θα τον αποκαλεί ‘Χρήστο’.
Οι ορμόνες χτύπησαν κόκκινο.
«Έ, όχι μωρέ. Αν εμφανιστείς και στο εγγόνι σου μετά από 20 χρόνια μάλλον κύριο Χρήστο θα σε αποκαλεί, λόγω ηλικίας. Λοιπόν Χρήστο, το κουράσαμε το πράμα. Εγώ έναν πατέρα έχω. Αυτόν που είναι στο πλάι μου για πάνω από 25 χρόνια, που με μεγάλωσε, μου στάθηκε στα δύσκολα και δεν με εγκατέλειψε. Είστε ευπρόσδεκτοι στις χαρές μου σαν απλοί καλεσμένοι. Αντίο.», του είπα και το ’κλεισα.
Δεν είμαι μωρέ για πολλές συγκινήσεις. Δεν θέλω να έχω νεύρα τώρα που παντρεύομαι. Τέλος πάντων, ο γάμος είναι σε δύο εβδομάδες με το καλό. Αν θέλουν ας έρθουν. Δε θα μου βάλει όμως όρους ένας εξαφανισμένος και αδιάφορος ‘βιολογικός συγγενής’, που τώρα το θυμήθηκε να το παίξει πατέρας. Τις περισσότερες προετοιμασίες τις έχει αναλάβει ο μπαμπάς. Δεν θέλει να κουράζομαι στην κατάστασή μου. Δε μπορώ να πω και ο Σπύρος βοηθάει. Η μαμά στον κόσμο της. Ονειρεύεται τον πολιτικό γάμο του κανακάρη της!
Αναστασία Λαζαράκη