,

Το ταξίδι

Μία μέρα σαν όλες τις άλλες. Έτσι φαινόταν. Τουλάχιστον στην αρχή. Άλλη μια μέρα της εβδομάδας χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις. Μέχρι που συνέβη αυτό.

Το πρωί χτύπησε το ξυπνητήρι. Το άφησε να χτυπά για κανένα πεντάλεπτο, πριν ορμήξει μέσα η μικρή και αρχίσει να χοροπηδάει στο κρεβάτι. “Σήκω, σήκω!” φώναζε με την τσιριχτή φωνή της. Στοίχημα ότι όλη η πολυκατοικία ξυπνούσε την ίδια ώρα. Ένιωσε ένα συνεχόμενο χτύπημα στα πλευρά. Όχι δυνατό, μα νευρικό. “Σήκω επιτέλους, να κοιμηθούμε” είπε η σύντροφος κοιμισμένη ακόμη, ενώ συνέχισε να τον χτυπάει στα πλευρά.

Μάζεψε τις δυνάμεις του, έκλεισε το ξυπνητήρι και σηκώθηκε. Ζαλισμένος ακόμα από τον ύπνο πήρε αγκαλιά την μικρή και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ετοίμασε γρήγορα πρωινό στο παιδί, ψωμί με μερέντα, και άρχισε να φτιάχνει τον καφέ του. “Καλημέρα…” στην άκρη της πόρτας εμφανίστηκε αγουροξυπνημένη η μεγάλη. Καμιά άλλη κουβέντα. Απλά πήγε και άνοιξε την τηλεόραση, να χαζέψει, μέχρι να ξυπνήσει τελείως. Άλλωστε σήμερα δεν είχαν σχολείο.

Παράτησε τα παιδιά και βγήκε στο μπαλκόνι να πιεί δυο γουλιές καφέ πριν ξεκινήσει να ετοιμάζεται για τη δουλειά. Άναψε το τσιγάρο και σκέφτηκε όλα τα χρόνια που πέρασαν. Όλες τις επιλογές του. Όλα όσα ήθελε και ένιωθε. Η ζωή του χαμογέλασε. Δύο υπέροχες κόρες. Μια όμορφη και υπέροχη σύντροφο, δεν του άρεσε ποτέ η λέξη γυναίκα ή σύζυγος. Και μια δουλειά που μαζί με την δουλειά της γυναίκας, τους πρόσφερε αρκετά για να ζούνε άνετα. Δεν του άρεσε όμως.

Σκεφτόταν καιρό τώρα να παραιτηθεί. Είχε εκμυστηρευτεί τις σκέψεις του στον άνθρωπό του. Εκείνη όμως τον προσγείωσε. “Άντε και παραιτείσαι. Τί θα κάνεις; Έχεις βγεί ποτέ να ψάξεις δουλειά; Νομίζεις ότι είναι εύκολο; Και μέχρι να βρεις κάτι να κάνεις, νομίζεις ότι θα μας ταΐζω εγώ μόνο;”. Σκληρά λόγια, που τον προσγείωσαν απότομα. Είχε δίκιο όμως. Η τέχνη δεν τρώγεται. Έτσι πέρασαν τα χρόνια, κάνοντας αυτό που ονειρευόταν σαν χόμπι όπως του έλεγαν.

Δεν του έφτανε. Ήθελε να κάνει το επόμενο βήμα. Εκείνη τη μέρα το είχε πάρει απόφαση. Θα παραιτούνταν. Θα ξεκινούσε με ό,τι δουλειά έβρισκε.  Αρκεί να καταφέρει να πραγματοποιήσει το όνειρό του.

Ετοιμάστηκε και φίλησε τα παιδιά. Φίλησε την σύντροφό του, που μόλις είχε σηκωθεί και έφυγε. Ήταν αποφασισμένος.

Βγήκε από την πολυκατοικία και με σταθερό βήμα, σίγουρος και έτοιμος να αντέξει τις συνέπειες της απόφασής του, ξεκίνησε, όχι για να πάει για δουλειά. Ξεκίνησε να πάει να απελευθερωθεί. Μια καινούρια ζωή. Έβαλε το πόδι στον δρόμο να περάσει το φανάρι…

Και τότε συνέβη αυτό.

Η σύνταξη από την δουλειά που μισούσε ήταν καλή για να συντηρήσει την χήρα και τα παιδιά. Κι ο διορισμός της φρόντισε για το μέλλον.

Μέσα στην τσάντα του, η σύντροφος του βρήκε το χαρτί της παραίτησής του. Κι ένα γράμμα προς εκείνη. Άλλωστε προτιμούσε να γράφει παρά να μιλάει. Μόνο τότε έλεγε πραγματικά τί σκεφτόταν. Το διάβασε. Έκλαψε μέχρι να μην υπάρχουν άλλα δάκρυα και μόνη ώστε να μην τη δει κανείς. Έβαλε τα χαρτιά πίσω στην τσάντα και δεν ξαναμίλησε ποτέ ξανά για αυτό. Η ζωή συνεχίστηκε και όλα τράβηξαν το δρόμο τους.

Το όνειρο όμως παρέμεινε.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: