,

Ελπίδα

Λένε ότι πολλές φορές η αλήθεια είναι μπροστά στα μάτια μας αλλά αρνούμαστε κατηγορηματικά να τη δούμε. Εγώ λέω ότι συμφωνώ. Θέλει μεγάλα κότσια να δεχθείς γεγονότα και καταστάσεις που δε θέλεις, που δεν συμβαδίζουν με αυτά που σκέφτεσαι ή έχεις ονειρευτεί. Είναι βολικό να εθελοτυφλούμε, να τυλιγόμαστε με το πέπλο της ελπίδας παραβλέποντας όλες τις ενδείξεις της πραγματικότητας. Είναι όμορφο να ελπίζεις.

 

Πάνε πολλά χρόνια που τον γνώρισα. Μη με ρωτήσεις πόσα, δε θυμάμαι. Δεν έχει σημασία άλλωστε. Ξέρω ότι τον ερωτεύτηκα. Όχι, δεν έπεσε πάνω μου κατεβαίνοντας τις σκάλες ρίχνοντάς μου τους φακέλους, ούτε γνωριστήκαμε σε κάποιο τραπέζι λόγω κοινών γνωστών. Δεν τον γνώρισα στη δουλειά, ούτε συχνάζαμε στο ίδιο μαγαζί. Ένα μήνυμα ήταν, τίποτα περισσότερο. Ένα μήνυμα στο facebook που το μόνο που μου προξένησε ήταν εκνευρισμό, καθώς υπαινισσόταν πως η φωτογραφία στο προφίλ μου ήταν ψεύτικη. Κι εγώ τι έκανα; Εγώ, που αν δεν διασταύρωνα την ταυτότητα του εκάστοτε προφίλ, ούτε λόγος για απάντηση σε μήνυμα ή αποδοχή, ξεκίνησα να πληκτρολογώ ένα ωραιότατο μήνυμα με όχι και τόσο ευπρεπείς χαρακτηρισμούς. Ποιές θεωρίες περί ασφαλείας και αγνώστων προφίλ; Ποιος ήταν αυτός στο κάτω κάτω της γραφής που θα με αμφισβητούσε; Τρελό το ξέρω, αλλά τόσο πατριωτικά το πήρα. Και κάπως έτσι γίναμε φίλοι στα social.

Υπήρχε έντονη κόντρα ανάμεσά μας στην αρχή. Περίεργος άνθρωπος. Ο τρόπος ζωής του και ο δικός μου, η μέρα με τη νύχτα. Όσο με εκνεύριζε, άλλο τόσο με εξίταρε. Λάτρευα την εξυπνάδα του, το πόσο ετοιμόλογος ήταν. Μου έμαθε πολλά πράγματα. Πράγματα στα οποία δεν με μύησε κανένας άνθρωπος που ήδη γνώριζα. Μαζί του έμαθα να ακούω ποιοτική μουσική, να βλέπω ταινίες που είχαν κάτι να μου αφήσουν, να διαβάζω βιβλία και όχι σκουπίδια, να έχω καλύτερη αισθητική. Με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Ακόμη αναπολώ τις συζητήσεις μας που κρατούσαν συνήθως έως τις πρωινές ώρες. Ανατριχιάζω στη σκέψη της χροιάς της φωνής του όταν πρόφερε το όνομά μου. Τα θυμάμαι. Τίποτα δεν έχω ξεχάσει. Μιλούσαμε ατέλειωτες ώρες οι οποίες περνούσαν σαν μερικά λεπτά. Είχα μόνιμα κολλημένο ένα ηλίθιο χαμόγελο πάνω μου. Τον ήθελα, τον ήθελα όσο δεν έχω θελήσει τίποτα περισσότερο στη ζωή μου. Πίστευα ότι αυτός ο άνθρωπος είναι το άλλο μου μισό. Δεν ήξερε κανένας τίποτα. Σε ποιον να τολμήσω να μιλήσω άλλωστε, χωρίς να με περάσει για τρελή; Απέρριπτα χωρίς δεύτερη σκέψη, οποιαδήποτε ευκαιρία να ξαναφτιάξω τη ζωή μου, υπό φυσιολογικές συνθήκες. Συμπεριφερόμουν σαν να είχα κανονικό δεσμό. Όμως στη πραγματικότητα ήμουν μόνη μου.

 

Πολλές φορές είχε συζητηθεί το σενάριο να βρεθούμε από κοντά. Η δουλειά μου όμως σε συνδυασμό με τη δική του απροθυμία να ξεβολευτεί και να έρθει να με βρει, δεν βοήθησαν. Πολλά τα χιλιόμετρα. Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος. Με πλήγωνε που δεν ήταν τόσο μεγάλη η δική του επιθυμία να με δει, με πλήγωνε και θύμωνα. Επεδίωξα λοιπόν να γνωρίσω ανθρώπους, να δώσω μια ευκαιρία σε κάποιον, στον εαυτό μου περισσότερο. Μαλακίες. Το μυαλό κολλημένο εκεί. Σε εκείνον. Γιατί κανένας δεν είχε τη φωνή του, κανένας δε μπορούσε να κρατήσει το ενδιαφέρον μου αμείωτο όπως εκείνος, κανένας τους δε μπορούσε να μαντέψει τη σκέψη μου από έναν αναστεναγμό ή ένα ανεπαίσθητο κόμπιασμα την ώρα που μιλούσα. Δεν μπορούσα να μη τους συγκρίνω όλους μαζί του. Υπερτερούσε σε όλα.

 

Πολλές φορές προσπάθησα να ξεκόψω, υπήρξαν διαστήματα μηνών ολόκληρων που κάναμε να μιλήσουμε. Κι εκεί που το έπαιρνα απόφαση, εμφανιζόταν η γνώριμη κόκκινη ειδοποίηση που έκανε τα γόνατά μου να κόβονται. Και πάλι από την αρχή. Ήξερα ότι δεν ένιωθε το ίδιο. Μπορεί ένας άνθρωπος κενός από συναισθήματα να καταλάβει; Δεν με εξαπάτησε, το ήξερα εξ’ αρχής. Πίστεψα όμως ότι υπήρχαν στιγμές που αισθανόταν κάτι παραπάνω. Το πίστεψα και δε γινόταν να έκανα λάθος. Οι στιγμές αυτές όμως δεν ήταν παρά μόνο μικρά διαλείμματα ανίκανα να αλλάξουν την όλη ορθολογική του στάση. Κι εγώ δεν άντεξα, δεν μου αρκούσε πλέον αυτό. Ένιωθα πως είχα αδικηθεί.

 

Πλέον ξέρω λοιπόν πως δεν θα αντικρίσω τα μάτια του. Δεν θα πιούμε ποτέ καφέ το πρωί, δεν θα τσακωθούμε για τις δουλειές του σπιτιού ή για το ποια ταινία θα δούμε το βράδυ. Ξέρω πως δεν θα έχω την ευκαιρία να μαγειρέψω το αγαπημένο του φαγητό, ούτε να τον περιμένω να γυρίσει από τη δουλειά. Δε θα είμαι εγώ εκείνη που θα του πει να προσέχει στο δρόμο, δεν θα του δώσω ποτέ τη ζακέτα του πριν φύγει από το σπίτι…

 

Ξέρω επίσης πως ακόμα ακούω τα τραγούδια που μου έμαθε, ακόμα βλέπω τη ταινία που είδαμε ένα βράδυ μαζί, έστω εξ’ αποστάσεως. Ακόμη θυμάμαι τον τόνο της φωνής του, ακόμη διαβάζω τα μηνύματά μας, ακόμη τον συγκρίνω με τους πάντες, κι ακόμα κερδίζει στη σύγκριση.

 

“Μπορεί να μη ξαναμιλήσουμε ποτέ, μπορεί αύριο να ζούμε στην ίδια πόλη και να περάσω δίπλα σου χωρίς καν να με προσέξεις. Κατά βάθος ακόμη ελπίζω. Έχω για παρηγοριά, το τραγούδι που μου αφιέρωσες, ένα ποτό κι ένα χαρτί να γράφω. Να γράφω για εσένα, για εμάς και για ένα υποθετικό «μαζί» που δεν θα γίνει ποτέ πραγματικό”.

 

.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: