,

Η Ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία (Εξαίρεση οι Κυριακές και οι λοιπές αργίες)

Έχω ανάμεικτα συναισθήματα για τις Κυριακές. Είναι συνήθως ήσυχες, ακόμα και μ’ ανοικτή την πόρτα του μπαλκονιού δεν βουίζουν στ’ αυτιά μου όπως οι πρόγονοί τους τα Σάββατα ή οι διάδοχοί τους οι Δευτέρες. Αν μάλιστα η Κυριακή τυχαίνει να είναι βροχερή, η ρυθμικότητα των μαινόμενων επουράνιων σταγόνων υπερκαλύπτει κάθε άλλο θόρυβο, ανάγοντάς τον σε κάτι ασήμαντο, μηδαμινό κι ανάξιο λόγου. Σήμερα είναι μία περίεργη Κυριακή. Είναι κάπως αναποφάσιστη, προετοιμάζεται να βρέξει κι ύστερα σαν να το μετανιώνει. Στο κεφάλι μου όμως σήμερα είναι μια μέρα βροχερή, λίγο θλιμμένη κι εγώ αφηρημένη αφήνω (για δεύτερη σήμερα φορά) τον καφέ μου στην κούπα να κρυώνει.

Από μικρή μου άρεσε ο καφές, πρώτα η μυρωδιά κι έπειτα η γεύση, εκείνη η παράδοξα γλυκερή πικράδα. Σε συνδυασμό μ’ ένα κομμάτι σοκολάτα δε, κατά προτίμηση γλυκιά προς χάριν αντιθέσεων, μου έφτιαχνε πάντα το απόγευμα. Μα σήμερα η σοκολάτα ξίνιζε στο στόμα και ο καφές κατέβαινε καυτός και άχαρος σαν μεσημεριανή αγγαρεία. Ευτυχώς, η μέρα δεν είναι ζεστή και μπορώ με σχετική άνεση να κάτσω έξω στο μπαλκόνι. Ακόμα κι έξω όμως, νιώθω πως το κεφάλι μου θα εκραγεί, δονείται εδώ και μέρες σ’ έναν ρυθμό που ενδόμυχα εύχομαι να συντονιστεί με την ιδιοσυχνότητα του οστού, θρυμματίζοντας το κρανίο μου. Μα πού τέτοια τύχη…

Οι κυριακάτικες μου σκέψεις υπήρξαν ανέκαθεν αδάμαστες, αλλά σήμερα με ανησυχούν κάπως οφείλω να ομολογήσω – στο χαρτί, σε μια προσπάθεια να συμμαζέψω τις διανοητικές φλόγες με τις οποίες αυτοπυρπολούμαι απ’ το πρωί. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, ξύπνησα χαρούμενη σήμερα. Είδα φαίνεται όμορφο όνειρο το βράδυ κι ίσως γι’ αυτό να ήταν τόσο δυσβάσταχτη η τελική αφύπνισή μου. Έχω λοιπόν απ’ το πρωί την αδιόρατη εντύπωση πως κάποιον περιμένω, μια αναπάντεχη (κι ωστόσο παντελώς προβλέψιμη) κυριακάτικη επίσκεψη. Νομίζω πως αυτή τη στιγμή το βλέμμα μου μοιάζει παρακλητικό, καθώς ασυναίσθητα στρέφεται προς την πόρτα. Η πόρτα όμως είναι κλειστή, για την ακρίβεια κλειδωμένη και είναι μήνες από την τελευταία φορά που ακούστηκε το κουδούνι. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, έτσι δε λένε; Αυτή την Κυριακή όμως αποφάσισα πως ήρθε η ώρα να τη σκοτώσω πρώτη.

Όσο ακόμα πήγαινα σχολείο, ένα σχόλιο που πάντα έβρισκα γραμμένο στα τετράδιά μου από τους εκάστοτε αυστηρούς και συνεπείς καθηγητές μου, ήταν πως μου αρέσουν πολύ οι μεταφορές, ίσως υπερβολικά πολύ. Είχαν δίκιο, ακόμη μου αρέσουν, ίσως όντως υπερβολικά πολύ. Ταυτόχρονα όμως μου αρέσουν πολύ και οι ανατροπές. Κανείς άλλωστε δεν θέλει (όσο κι αν κάποιοι δεν το παραδέχονται) να ξέρει από την αρχή της ταινίας ποιος είναι ο δολοφόνος ή εν πάση περιπτώσει ο κακός της υπόθεσης. Έτσι λοιπόν σήμερα, αυτή την αλλοπρόσαλλη Κυριακή του Οκτωβρίου, η ελπίδα θα πεθάνει πρώτη, προτού με σκοτώσει αυτή.

Ντύνομαι στα γρήγορα, δεν με απασχολεί καν το τι θα φορέσω και βγαίνω έξω από την σιωπηλή, ανάξια επισκεπτών πόρτα του σπιτιού μου. Θα επιδοθώ σε μια νοητική άσκηση παραδόξου. Διαβάζω ένα – ένα τα ονόματα στα κουδούνια των πολυκατοικιών ψάχνοντας για το σημερινό μου θύμα, την Ελπίδα, δεν έχει πολύ σημασία ποια, κάποια Ελπίδα. Ώσπου τη βρίσκω. Το όνομά της είναι γραμμένο χειρόγραφα σ’ ένα χαρτάκι κάπως άτσαλα κολλημένο δίπλα στο θυροτηλέφωνο. Τα γράμματά της είναι μ’ έναν περίεργο τρόπο ακριβώς όπως τα περίμενα. Ευανάγνωστα μεν αλλά με εμφανείς προσπάθειες εξωραϊσμού τους με έναν τρόπο που τα κάνει να φαίνονται επιτηδευμένα και ως εκ τούτου άχαρα. Εκείνο όμως που με έπεισε ήταν το γράμμα π. Γραμμένο (ή μάλλον ζωγραφισμένο) μ’ εκείνον τον περίεργο τρόπο που το κάνει να μοιάζει με παραμορφωμένο ωμέγα που πρωταγωνιστεί σε κιτς παράσταση ατάλαντων ηθοποιών.

Υπερβάλλω ε; Αυτό ήταν το δεύτερο σε συχνότητα εμφανιζόμενο σχόλιο στα σχολικά μου τετράδια. Ίσως και να υπερβάλλω, αλλά τελικά εκείνο που έχει σημασία είναι μόνο ότι βλέποντας εκείνο το π σκαλισμένο στο χαρτί του θυροτηλεφώνου, σφράγισα την απόφασή μου. Η Ελπίδα πρέπει να πεθάνει. Όχι στην πραγματικότητα φυσικά, μα στο χαρτί, σ’ ένα τετράδιο που δεν μπορούν ν’ αγγίξουν οι καθηγητές του εφηβικού εαυτού μου με τα παράφωνα, κόκκινα στυλό τους. Γελώντας αυθάδικα στην ιδέα, στρέφομαι να φύγω νιώθοντας ήδη κάπως καλύτερα. Ήρθε η ώρα να γυρίσω σπίτι, έχω άλλωστε πρωινό ξύπνημα αύριο, όπως κάθε Δευτέρα που διαδέχεται την Κυριακή. Και τότε το βλέπω.

Η εξώπορτα του σπιτιού της Ελπίδας είναι μισάνοιχτη και μια σειρά από καστανέρυθρες μισοξεραμένες κηλίδες – πιθανά αίματος ή ίσως μελανιού – σχηματίζουν ένα μονοπάτι μεταξύ της πόρτας και του σημείου στο οποίο στέκομαι εδώ και αρκετή ώρα. Τις κοιτάζω για λίγο, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι μου προς τη μία πλευρά σαν σκύλος που δυσκολεύεται να κατανοήσει τι συμβαίνει. Και ξαφνικά μου έρχεται να γελάσω με την ψυχή μου, γιατί φαίνεται πως ακόμη και τα γνωμικά της λαϊκής σοφίας δε λειτουργούν τις Κυριακές και ίσως ούτε τις αργίες. Κι έτσι, με τα πνεύματα μου εξυψωμένα αρχίζω να προχωράω ήρεμα προς το σπίτι παίζοντας αφηρημένα μέσα στην τσέπη του μπουφάν μου με ένα σπασμένο κόκκινο στυλό που μου λεκιάζει το χέρι.

Δέσποινα Φλουρή

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading