«Έφυγε λοιπόν… αυτό ήταν, έφυγε» ακούστηκε πάντα ψύχραιμη και λιτή η φωνή του Στάθη, συνεχίζοντας «ώρα θανάτου 7:13 π.μ.» . Ο αδερφός μου, ο μοναδικός συγγενής που έχω στα 78 μου χρόνια, ήταν πάντα τυπικός και ακριβής στην ώρα, γεγονός που πάντα θαύμαζα σαν επίτευγμα πάνω του, αφού εγώ ήμουν γνήσιος άνθρωπος της τελευταίας στιγμής που όλο αναβάλλει και όλο τρέχει και δεν φτάνει κυνηγώντας τον Χρόνο.
Η αλήθεια όμως είναι, πως για την ώρα θανάτου μου θα προτιμούσα να είναι λίγο πιο ευέλικτος και αυτό γρουσούζικο το 13 δίπλα στο 7 να το άλλαζε, ας πούμε μπορούσε να πει 7:15 ή 7:10. Εμείς οι προληπτικοί τα προσέχουμε κάτι τέτοια και αφού έφυγα πια “στην άλλη πλευρά”, θα προτιμούσα να μην περάσω μια αιωνιότητα με το άγχος της κακοτυχίας. Βέβαια εδώ που τα λέμε, τι χειρότερο μπορεί να συμβεί; Είμαι ήδη νεκρή, άρα, δεν θα πεθάνω κιόλας! Φαίνεται πως ένα από τα καλά του θανάτου είναι πως δεν έχεις να φοβάσαι και πολλά πια.
Επίμονος και εκκωφαντικός ο ήχος του τηλεφώνου διακόπτει τις σκέψεις μου. Ας το σηκώσει κάποιος επιτέλους! Ο Στάθης το πλησιάζει ήρεμα, σχεδόν βαριεστημένα. Τον κοιτάζω που απαντάει μηχανικά, σαν προγραμματισμένο λογισμικό «Ναι, ευχαριστώ, να είστε καλά… Φυσικά, όποτε θέλετε… Καταλαβαίνω…». Άραγε ποιος να ήταν; Πεθαίνω να μάθω ή μάλλον… αυτό δεν γίνεται. Αλλά δεν έχει και τόση σημασία πια, δίχως άλλο θα είναι κάποιος εξίσου τυπικός και μηχανικά κουρδισμένος, που κάλεσε για να συλλυπηθεί την απώλειά μου.
Μια στιγμή! σκέφτομαι, μήπως τώρα να μπορώ να κινούμαι στον χωροχρόνο;
Στο μυαλό μου έρχονται ανούσιες αναμνήσεις από μια μεταμεσονύχτια εκπομπή που είδα κάποτε. Παρουσίαζαν μια νόστιμη κοπελίτσα, που υποστήριζε πως αφού είχε πέσει σε κώμα, μπορούσε να αιωρείται και να βρίσκεται όπου θέλει. Τώρα είναι η ευκαιρία μου να μάθω αν ισχύει. Έλα λοιπόν κουνήσου! λέω με απόγνωση και μια μικρή δόση πείσματος στον εαυτό μου. Τίποτα όμως, τα λεπτά περνάνε και εγώ βρίσκομαι ακόμα στο κρύο σαλόνι του σπιτιού μου. Τι χαζή ιδέα! Φαίνεται πως δεν πιάνει σε μένα ή η εκπομπή ήταν στημένη για να τη δουν υποψήφια κορόιδα ή τελοσπάντων άνθρωποι σαν εμένα, σκέφτομαι κάπως σαρκαστικά αφού εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια τηλεμεταφοράς.
Ακούω το κουδούνι της εξώπορτας! Επιτέλους! Κάποιος πρέπει να ήρθε, στο κάτω-κάτω είναι η κηδεία μου, το τελευταίο μου πάρτι και δεν θέλω να το περάσω μόνη.
Έχει περάσει αρκετή ώρα και κόσμος μπαινοβγαίνει και γενικότερα εισβάλει και κινείται μέσα στο άβολα μικρό για τέτοιες εκδηλώσεις σπίτι μου. Κάποιοι με κοιτάζουν με ύφος δήθεν περίλυπο και άλλοι αδιάφορα και ίσως με κάποια περιέργεια στο βλέμμα τους, παρά οίκτο. Αν έλεγα πριν πως δεν θέλω να μείνω μόνη, μου φαίνεται πως αρχίζω να δυσανασχετώ με όλη αυτή την βαβούρα. Τώρα πια η φράση «η ησυχία είναι για τους νεκρούς» έχει πάρει τελείως διαφορετικό νόημα μέσα μου. Ας μην γκρινιάζω όμως, άλλωστε μια φορά πεθαίνει κανείς, ας το διασκεδάσω όσο γίνεται.
Με ποιον μιλάει ο αδερφός μου; Κάπου τον ξέρω… Μα φυσικά! Είναι ο Μιχάλης από το γραφείο τελετών. Ο αθεόφοβος φοράει φούξια πουλόβερ και σχεδόν μου κλέβει την παράσταση μέσα σε τόσο μαυροφορεμένο πλήθος, δεν βαριέσαι; Ας είναι…
Εμένα βλέπω μου φόρεσαν αυτό το κακόγουστο μπλε ταγιέρ. Μα αυτό βρήκε; Τόσα ρούχα έχω, αφού όμως δεν προνόησα να το κανονίσω μόνη μου και αυτό, καλά να πάθω.
Ξαφνικά όλα γύρω μου αλλάζουν και αρχίζω να αναρωτιέμαι μήπως η προσπάθειά μου να τηλεμεταφερθώ δεν ήταν τελικά τόσο μάταιη όσο πίστευα. Βρισκόμαστε όλοι μαζί πια, εγώ και οι ύστατοι καλεσμένοι μου, ήδη στην εκκλησία. Ούτε που το κατάλαβα πώς έγινε και έφτασα κιόλας εδώ, άλλωστε δεν βιάζομαι πια. Πόσο τα βαριέμαι όλα αυτά τα τελετουργικά, από τα οποία το μόνο που καταλαβαίνω είναι η στιγμή που επιτέλους τελειώνουν, όμως μάλλον θα ήταν αγένεια να περιμένω έξω να τελειώσει.
Και όμως, φαίνεται πως τελείωσε πιο γρήγορα, και να ’μαι και πάλι έξω, ήρθε η ώρα της τελικής διαδικασίας. Βλέποντας τη χωμάτινη τρύπα νιώθω μια τάση να το βάλω κάπως στα πόδια. Όχι πως είναι έκπληξη, δηλαδή έχω δει πολλές φορές να θάβουν κάποιον, αλλά πρώτη και τελευταία τον εαυτό μου.
Καθώς περνάει η ώρα, βλέπω το κορμί μου να χάνεται όλο και πιο βαθιά σε αυτό το άχαρο μνήμα που στα μάτια μου μοιάζει με πηγάδι δίχως τέρμα. Τότε ξαφνικά συμβαίνει το πιο περίεργο πράγμα της ζωής μου, νιώθω πως ο πανικός μου είναι ήδη σε επίπεδα μεγαλύτερα των αντοχών μου. Βυθίζομαι συνεχώς στο σκοτεινό πηγάδι που πράγματι, φαίνεται πως είναι γεμάτο νερό. Αυτό ήταν μάλλον. Σκοτάδι και νερό. Τετέλεσται.
«Συγχαρητήρια!» είπε ο γιατρός και έδωσε το νεογέννητο βρέφος στην νεαρή μητέρα. «Είναι ένα υγιέστατο κορίτσι βάρους 3100 ώρα γέννησης 7:13 π.μ.»
Ελένη Εμινίδου