«Προσπαθώ να φερθώ κυρία. Να δείξω ανωτερότητα, για χάρη των παιδιών. Μέσα μου όμως βράζω. Δεν μπορώ να χωνέψω το γεγονός ότι το σπίτι μου διαλύθηκε. Σας παρακαλώ βοηθήστε με. Νιώθω ότι έχω ήδη ξεπεράσει τα όριά μου. Έτσι μου ’ρχεται να ζητήσω μετάθεση στην άλλη άκρη της χώρας, μόνο και μόνο για να του στερήσω τα παιδιά, για εκδίκηση. Περνάνε κι άλλες σκέψεις από το θολωμένο μου μυαλό, ακόμα χειρότερες, ακόμα πιο εκδικητικές».
Μέσα σε αυτό το κύμα οργής ξεκίνησε την αφήγηση του προσωπικού της δράματος η Χριστίνα, αρχικά στον πνευματικό της και αργότερα στον ψυχοθεραπευτή. Έφτασε στο σημείο να φοβάται τον ίδιο της τον εαυτό και αυτά που, δυνητικά μέσα στην απελπισία της, ήταν ικανή να διαπράξει. Αναζήτησε αμέσως, σχεδόν, βοήθεια. Την είχε ήδη εγκαταλείψει ο άνθρωπός της. Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει η ίδια τον εαυτό της. Πάσει θυσία θα ερχόταν στα συγκαλά της. Έδωσε υπόσχεση στον εαυτό της να συνέλθει γρήγορα και να μην κάνει σπασμωδικές και επιπόλαιες κινήσεις. Δεν πρόκειται να του έδινε πάτημα και να άφηνε το πεδίο ελεύθερο να της έπαιρνε τα παιδιά. Η μόνη λύση ήταν να δεχτεί την κατάσταση και να συμβιβαστεί με τα καινούργια δεδομένα.
Εκτός από τους δύο ‘επαγγελματίες’ ίασης της ψυχής, η Χριστίνα είχε επιστρατεύσει και την κολλητή της ως ανεπίσημο εξομολόγο, στην οποία μπορούσε να εκφραστεί πιο ελεύθερα και να πει πιο χύμα αυτά που έτρωγαν τα σωθικά της.
«Όχι πες μου ρε Κική, τι σκατά του ζήλεψε του Αναστάση; Λεφτά δεν έχει, ωραίος δεν είναι, τι του λιμπίστηκε, μου λες; Ένας δημόσιος υπαλληλάκος είναι που ίσα ίσα τα βγάζει πέρα με τις υποχρεώσεις δύο παιδιών. Αν δεν δούλευα κι εγώ θα πεθαίναμε της πείνας! Κι αυτή, πανάθεμά την, είναι νέα, όμορφη, μορφωμένη, όποιον θέλει μπορεί να έχει. Τι την καβάλησε να ξεμυαλίσει το δικό μου άντρα, μου λες; Λες και χάθηκαν οι ελεύθεροι! Ε κι αυτός ο βλάκας ο δικός μου κολακεύτηκε και με το δίκιο του, έτσι που είναι. Αλλά να φτάσει σε σημείο να διαλύσει το σπίτι μας, ε όχι αυτό πάει πολύ! Τι του έλειπε μου λες; Εσύ τόσα χρόνια μας είχες ζήσει, έβλεπες. Και το ζεστό του το φαγητό και τα καθαρά του τα ρούχα και τα παιδιά του περιποιημένα και όλα. Παρόλο που είμαι εργαζόμενη όλα ήταν πάντα στην εντέλεια», έλεγε με παράπονο στην κολλητή της τσακίζοντας παράλληλα ένα ακόμα κομμάτι γαλακτομπούρεκο.
Τι του έλειπε αλήθεια του ‘αχάριστου’ του Αναστάση; Μπορεί μεν να είχε το ζεστό του το φαΐ λαχταρούσε όμως κι ένα ζεστό χαμόγελο. Καλό και ευπρόσδεκτο το καθαρό το ρούχο μα περισσότερο ανάγκη είχε το καθαρό το βλέμμα. Καλύτερα να ήταν τσαλακωμένο το πουκάμισό του παρά το ‘εγώ’ του.
«Ένας άχρηστος είσαι! Μ’ ένα ψωρομισθό τι να πρωτοπληρώσουμε; Λογαριασμούς, εφορίες, ψώνια , τα φροντιστήρια των παιδιών; Να κόψεις το λαιμό σου να βρεις δεύτερη δουλειά και τρίτη! Αν δε δούλευα κι εγώ κακομοίρη, θα ψοφολογούσαμε! Ευτυχώς που είμαι και προικούσα και δε χρειάζεται να πληρώνουμε ενοίκιο! Γιατί αν περιμέναμε από σένα… φέξε μου και γλίστρησα!», τσαμπουκαλευόταν συνέχεια η Χριστίνα.
Η Κική τα ήξερε κι αυτά. Πόσες φορές ήταν μάρτυρας στις προσβολές της Χριστίνας που ο Αναστάσης δεχόταν αγόγγυστα. Η ίδια αισθανόταν άβολα να είναι μπροστά όταν η φίλη της όταν μιλούσε έτσι στον άντρα της. Βέβαια πού να τολμούσε να πει κουβέντα στη φιλενάδα της. Με τις κλωτσιές θα την έδιωχνε από το σπίτι έτσι και εκστομούσε ότι και ο Αναστάσης είχε τα δίκια του. Η Κική λοιπόν πήγαινε με τα νερά της Χριστίνας και συμφωνούσε με τα λεγόμενα και τις κατηγορίες της.
«Έτσι είναι όπως τα λες, Χριστινάκι. Όλοι οι άντρες έχουν το διάολο μέσα τους και έτσι και τους κουνηθεί καμία σουρτούκω ξεχνάνε και γυναίκα και παιδιά και όλες τις περιποιήσεις που απολάμβαναν στη συζυγική εστία. Ο δικός μου, λίγα μου έχει κάνει τόσα χρόνια; Πάντα όμως γυρίζει με την ουρά στα σκέλια. Κι εγώ τι να κάνω, τον δέχομαι. Δε μπορώ να κάνω κι αλλιώς με τρία παιδιά και χωρίς δικό μου εισόδημα», παραπονιόταν με τη σειρά της και η Κική. «Εσύ βέβαια, είσαι αλλιώς. Έχεις το δικό σου πορτοφόλι. Φαντάζεσαι να την κοπάναγε ο λεγάμενος και να ήσουν επί ξύλου κρεμάμενη; Ακόμα και τα παιδιά θα μπορούσε να διεκδικήσει. Ενώ τώρα όπως και να ’χει έχεις εσύ το πάνω χέρι. Εν τω μεταξύ, μην απελπίζεσαι. Μπορεί να κάνει απλώς το κέφι του και να ξαναγυρίσει. Έχε λίγη υπομονή», τη συμβούλευσε καλοπροαίρετα, ως παθούσα, η κολλητή της.
Η υπομονή της Χριστίνας είχε προ πολλού εξαντληθεί. Εξάλλου δεν τον ήθελε πίσω. Είχε τραβήξει ένα μεγάλο χι στο όνομα ‘Αναστάσης’ μετά από αυτό τον εξευτελισμό. Αυτό που επιδίωκε ήταν να τον δει δυστυχισμένο. Να μην χαρεί τον έρωτα αυτόν για τον οποίο διέλυσε την οικογένειά του. Ήθελε να τον χτυπήσει εκεί που πονούσε, στην φοβερή του αδυναμία στα παιδιά του. Ει δυνατόν να του τα στερούσε πλήρως, να μην τα ξανάβλεπε. Έλα μου όμως που η αδυναμία ήταν αμφίδρομη και υπερλάτρευαν κι αυτά τον πατέρα τους. Καθώς μάλιστα είχαν μεγαλώσει αρκετά, καταλάβαιναν τη χειριστική και προσβλητική στάση της μητέρας τους απέναντι στον πατέρα τους. Υπήρξαν φορές μάλιστα που τον λυπόντουσαν. Η τακτική της απομάκρυνσης λοιπόν, θα μπορούσε να στραφεί μπούμερανγκ εναντίον της. Όσο κρατούσε τα παιδιά μακριά, τόσο θα τον αναζητούσαν και μπορεί εν τέλει να επέλεγαν να ζήσουν μαζί του, μαζί τους δηλαδή, καθώς ο Αναστάσης συζούσε πλέον φανερά με το ‘αίσθημα’. Όχι, δε μπορούσε να το ρισκάρει να χάσει και τα παιδιά της . Πάνω απ’ όλα έπρεπε να πρυτανεύσει η λογική.
Ο παπά- Νιόνιος, ο εξομολόγος της, τόνιζε τη σημασία της ενωμένης οικογένειας. Η διάλυση ενός γάμου ήταν αμαρτία. Τη Χριστίνα την ήξερε και τη συμβούλευε από τα μικράκια της. Τον Αναστάση δεν τον είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση καθώς δεν πολυπάταγε στην εκκλησία, ούτε έκανε τίποτα γενναίες δωρεές. Της τόνισε βέβαια ‘να μην κάνει καμιά κουταμάρα’ και στη συνέχεια της διάβαζε την ευχή. Βλέποντας η Χριστίνα ότι δεν πολυέβγαζε άκρη με τον εξομολόγο, στον οποίο δεν πολυφανέρωνε τις δικές της ατασθαλίες και τα δικά της λάθη, στράφηκε σε έναν ψυχοθεραπευτή που βρήκε στο διαδίκτυο. Αυτόν τον επισκεπτόταν κρυφά. Κάποιος έπρεπε να τη βοηθήσει να κατευνάσει το θυμό, την προδοσία που ένιωθε και να βρει τις ισορροπίες τις δικές της και της διαλυμένης πια οικογένειάς της. Αυτός της ζήτησε να αναλογιστεί τα δικά της λάθη και το δικό της μερίδιο ευθύνης στην εξέλιξη του γάμου και της ζωής της. Τον Αναστάση τον αγαπούσε; Tον σεβόταν; Τον διεκδικούσε ακόμα; Tον θεωρούσε πραγματικά… τον άνθρωπό της; Της έδωσε πολλή τροφή για σκέψη και για μια βαθιά ενδοσκόπηση. Η Χριστίνα δε θα βρισκόταν απέναντι από τον Αναστάση αλλά απέναντι από τη Χριστίνα. Όχι εχθρικά για να την επιπλήξει αλλά για να τη μάθει και να την καταλάβει πραγματικά, για να συνειδητοποιήσει την κατάσταση , να ηρεμήσει και να προχωρήσει.
Aπ’ όλα τα ερωτήματα που της έθεσε, αυτό που πραγματικά την προβλημάτισε ήταν αν ο Αναστάσης ήταν πραγματικά ο άνθρωπός της ή αν υπήρξε ποτέ.
Ο Αναστάσης…
Τον Αναστάση της τον ‘κουβάλησε’ στο σπίτι, δήθεν τυχαία, ένα μεσημέρι μετά τη δουλειά ο πατέρας της. Ήταν γιος μιας κυρίας που είχε εξυπηρετήσει στο γραφείο. Ήταν κάτι σαν προξενιό λοιπόν. Ο κυρ Αριστείδης ήθελε να βοηθήσει το Χριστινάκι του να ξεπεράσει τον αποτυχημένο της αρραβώνα με το Νώντα, ένα λεβεντόπαιδο που η Χριστίνα αγαπούσε παράφορα. Ο αρραβωνιάρης όμως ΄έστριψε δια του αρραβώνος’ με την πρώτη ξαδέλφη της Χριστίνας με την οποία γνωρίστηκαν στον αρραβώνα! Στα πατώματα είχε πέσει η Χριστίνα. Τι εξευτελισμός! Χώρια τα μαλλιοτραβήγματα στο σόι!
Τον Αναστάση όχι μόνο δέχτηκε να τον παντρευτεί άμεσα αλλά άφησε να εννοηθεί ότι είχε δήθεν παράλληλη σχέση μαζί του και ότι η ξαδέλφη στην πραγματικότητα της έκανε χάρη ξεμυαλίζοντας τον Νώντα, που θα σουτάριζε έτσι κι αλλιώς! Βέβαια, κανείς δεν έχαψε το παραμύθι της, αλλά η ίδια θεώρησε ότι με τον τρόπο αυτό έσωσε ένα κομμάτι της αξιοπρέπειάς της. Τον Νώντα ακόμα δεν τον είχε ξεπεράσει. Την δε ξαδέλφη εξακολουθούσε να τη μισεί με το ίδιο σθένος, ακόμα περισσότερο από το μίσος που ένιωθε για την αντροχωρίστρα – τη Νατάσα – που της διέλυσε το γάμο.
Ο Αναστάσης δούλευε στο ίδιο γραφείο με την μετέπειτα ερωμένη του, τη Νατάσα. Η Νατάσα ήταν φρεσκοπαντρεμένη και παράλληλα φρεσκοχωρισμένη. Μετά από σχέση πέντε ετών με το Μάνο και ενώ τα δύο τελευταία χρόνια συζούσαν, μόλις έβαλαν την κουλούρα, συνειδητοποίησαν ότι δεν ταίριαζαν και έτσι χώρισαν οι δρόμοι τους. Η Νατάσα όψιμα κατάλαβε ότι ο Μάνος δεν ήταν ο ‘άνθρωπός’ της. Ήταν μεν πολύ εμφανίσιμος και γυμνασμένος αλλά ‘ρηχός’. Κατάλαβε ότι βαριόταν αφόρητα μαζί του. Ήταν δε σίγουρη ότι με τίποτα δεν ήθελε να κάνει οικογένεια με τον άνθρωπο αυτό. Ο Μάνος ενδιαφερόταν για την καλοπέρασή του, το σώμα του και τη βολή του γενικότερα. Δεν ήταν για ευθύνες. Όταν τον γνώρισε η Νατάσα κι αυτή κάπως έτσι σκεφτόταν. Πέντε χρόνια μετά όμως, είχε ωριμάσει και εξελιχτεί, σε αντίθεση με το Μάνο που όχι μόνο είχε μείνει στάσιμος αλλά γινόταν ακόμα πιο ανώριμος και ευθυνόφοβος. Ούτε μία δουλειά της προκοπής δεν είχε καταφέρει να βρει. Ουσιαστικά τον συντηρούσε η Νατάσα. Η μόνη του έγνοια εξακολουθούσε να ήταν πού θα παρτάρει. Του έδειξε κι αυτή με τη σειρά της την έξοδο της κοινής τους ζωής.
Η Νατάσα είχε ξεπεράσει και παράλληλα μπουχτίσει τη φάση της διασκέδασης και της ανεμελιάς και ζητούσε άλλα πράγματα από τη ζωή, ουσιώδη. Είχε ανάγκη από έναν άνθρωπο να την καταλαβαίνει, να τη νιώθει, να την ακούει, να ακουμπάει επάνω του, όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή της. Είχε ανάγκη από έναν άνθρωπο που θα ήταν ‘ο άνθρωπός της’.
Τον Αναστάση τον ξεχώρισε αμέσως. Την καλωσόρισε στο γραφείο όταν πρωτοπήγε να δουλέψει με πραγματική ευγένεια και ανυπόκριτη καλοσύνη χωρίς να έχει μία κρυφή ατζέντα. Στόχος του δεν ήταν ‘να τη ρίξει’ όπως κάτι λιγούρηδες που με το ‘καλημέρα σας’ της την έπεσαν κανονικά. Αρχικά η σχέση ήταν τυπικά συναδελφική. Με τον καιρό αναπτύχτηκε μία αμοιβαία συμπάθεια. Σιγά σιγά έδιναν ραντεβού στο κυλικείο της υπηρεσίας για έναν καφέ στο διάλειμμά τους. Στη συνέχεια οι συναντήσεις κανονίζονταν εκτός γραφείου, όταν πια η έλξη γινόταν ‘φως φανάρι’ και οι συνάδελφοι άρχιζαν να πετάνε μπιχτές. Για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα το μόνο που έκαναν στις συναντήσεις τους ήταν να μιλάνε. Για τη ζωή τους, τα βιώματά τους, τα όνειρά τους, τις προσδοκίες τους, για όσα είχαν ήδη ζήσει και για όσα θα ήθελαν να ζήσουν… μαζί πλέον.
Ο Αναστάσης από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι η Χριστίνα ουσιαστικά τον χρησιμοποίησε. Επήλθε όμως αμέσως εγκυμοσύνη και μετά ένιωθε εγκλωβισμένος. Ύστερα ήρθε το δεύτερο παιδάκι. Η καθημερινότητα, μαζί με τις αυξημένες υποχρεώσεις της οικογένειας, δεν του άφηναν πολύ χρόνο να σκεφτεί. Η ρουτίνα τους είχε κατακλύσει. Τις περισσότερες μέρες βλέπονταν ελάχιστα με τη Χριστίνα καθώς ο Αναστάσης μετά από τις έντονες υποδείξεις της γυναίκας του είχε αναγκαστεί να βρει και απογευματινή δουλειά. Η μόνη του παρηγοριά ήταν τα δύο υπέροχα αγγελούδια του. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάνε για ύπνο αν δεν τα καληνύχτιζε. Τον περίμεναν ακόμα και όταν γύριζε αργά από τη δεύτερη δουλειά του. Τα Σαββατοκύριακα ήταν αφιερωμένα αποκλειστικά στα παιδιά. Με τη Χριστίνα δεν υπήρχε δίαυλος επικοινωνίας. Είχε πάψει πια να δίνει σημασία στην υποτιμητική της συμπεριφορά. Το μόνο που τον στεναχωρούσε ήταν ότι η Χριστίνα ‘ξέφευγε’ μπροστά στα παιδιά που άρχιζαν να μπαίνουν στην εφηβεία και να καταλαβαίνουν πια. Η αυλαία του γάμου τους είχε πέσει πολύ πριν εμφανιστεί στη σκηνή της ζωής του η Νατάσα, ο πραγματικός ‘άνθρωπός’ του.
Με την οριστική και επίσημη λήξη του γάμου δεν είχε πληγωθεί η Χριστίνα αλλά ο εγωισμός της, για δεύτερη φορά μάλιστα.
Μετά από πέντε χρόνια ψυχανάλυσης και ‘γνωριμίας’ με τον εαυτό της, τα δυνατά και τρωτά της σημεία, τα πραγματικά της ‘θέλω’, η Χριστίνα διατηρεί μια αξιοπρεπή σχέση με τον πρώην σύζυγό της, όχι τόσο για χάρη των παιδιών αλλά για την ίδια. Συνειδητοποίησε ότι παντρεύτηκαν για όλους τους λάθος λόγους αλλά χώρισαν για όλους τους σωστούς. Όσο ήταν παντρεμένοι, ο Αναστάσης δεν ήταν πραγματικά ‘ο άνθρωπός της’ αλλά πλέον είναι ένας από τους κοντινούς της ανθρώπους. Η Χριστίνα είχε πολλά ‘θέματα’ να ξεκαθαρίσει με τον ίδιο της τον εαυτό. Η διαιώνιση ενός δυστυχισμένου γάμου ίσως να μην της έδινε ποτέ την ευκαιρία να τα βρει με τον εαυτό της και να γίνει η ίδια ο ‘άνθρωπός της’.