,

Η ευχή των γονιών…

«Σε μαζέψαμε από τους ξεβράκωτους τους φυσικούς γονιούς σου και σε μεγαλώσαμε σαν πριγκιπέσα, για να σε δώσουμε στο γιο του μπακάλη; Αυτόν τον ξετσίπωτο, τον τιποτένιο που τόλμησε να σηκώσει μάτια πάνω σου το μασκαρόπαιδο! Αλλά κι εσύ την κούνησες την ουρά σου, μουσίτσα, σιγανοπαπαδιά! Πάρε τώρα μία ανάποδη για να έχεις χαμηλό το βλέμμα και κλειστά τα πόδια, ξεδιάντροπη, αχάριστη που τολμάς να μας ρεζιλέψεις εσύ στην κοινωνία! Εμείς είχαμε πάντα καθαρό το μέτωπό μας, δε θα μας το μαγαρίσεις τώρα εσύ! Και του τα ‘λεγα του αντρός μου! Μια χαρά δεν είμαστε οι δυο μας; Τι μου το κουβάλησες το ξενοσπόρι; Αλλά όχι, αυτός φαγώθηκε να σε πάρουμε!», είπε και ξεθύμανε η Διαμάντω , η θετή μητέρα της Αρετής.

Ο κυρ Αργύρης, ο θετός της πατέρας ήταν ένας καλοσυνάτος άνθρωπος που αγκάλιασε το κορίτσι με στοργή και αγάπη. Δε συμφωνούσε βέβαια ‘μ’ αυτά τα πράματα’, να δίνει δικαιώματα δηλαδή η Αρετή στην κοινωνία. Αν τον ήθελε τον Χρήστο, το γιο του μπακάλη, να τον έπαιρνε, δεν είχε αντίρρηση ο Αργύρης, αλλά να γίνονταν όλα καθώς πρέπει. Να ερχόταν με τον πατέρα του να τη ζητήσουν όμορφα και ωραία όπως ήταν το σωστό. Σε αυτό είχε απόλυτο δίκιο η κυρά του.

Ο Χρήστος, ο υποψήφιος γαμπρός, ήταν ο γιος του μπακάλη. Λεβεντόπαιδο, όμορφος σαν αρχαίος θεός. Όλες τον λιμπίζονταν. Αφού λοιπόν μπορούσε να είχε όποια ήθελε, γιατί να μην επέλεγε την πλουσιότερη και συνάμα ομορφότερη του χωριού, την Αρετή, που συν τοις άλλοις ήταν ένα τίμιο κορίτσι που είχε μάτια μόνο γι’ αυτόν; Αρετή, όνομα και πράμα δηλαδή. Βέβαια, όταν άρχισε το νταραβέρι τους, η Αρετή ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών. Καιρός ήταν πια, στα δεκαοκτώ της, να το επισημοποιήσουν. Το μόνο εμπόδιο ήταν εκείνη η κάργια η Διαμάντω, που δεν τον χώνευε επειδή ήταν φτωχός. Αυτή φαντασιωνόταν να συμπεθερέψει με την οικογένεια του προέδρου, του γιατρού ή κάποιου μεγαλέμπορα της περιοχής, ανθρώπων ανώτερης κοινωνικής και οικονομικής κλάσεως και όχι με τον μπακαλόγατο τον κυρ Θόδωρα που βρώμαγε ξυνόγαλο και την κακομοιριασμένη παραδουλεύτρα γυναίκα του με την τριμμένη ρόμπα και τα σκασμένα χέρια.

Η Αρετή ήταν μεγαλωμένη στα πούπουλα. Μπορεί να σιχτίριζε η Διαμάντω πού και πού, αλλά στην ουσία καμάρωνε σαν παγώνι όταν έβγαιναν οικογενειακώς με τη ‘θυγατέρα’ της καθώς η Αρετή ήταν ένα πανέμορφο πλάσμα που περπατούσε και έτρεμε όλη η γης στο διάβα της. Δύο χρονών κοριτσάκι ήταν όταν της την ‘κουβάλησε’ στο σπίτι ο άντρας της. Αδυνατούλι, ρακένδυτο, με ένα φοβισμένο βλέμμα. Η Διαμάντω στραβομουτσούνιασε μόλις την είδε και μάλωσε τον άντρα της για την πρωτοβουλία του να ‘πάρει’ ένα ξένο παιδί χωρίς να τη ρωτήσει πρώτα. Το ζευγάρι ήταν άτεκνο. Το πρόβλημα το είχε η Διαμάντω. Οι γονείς της το ήξεραν, γι’ αυτό την καλοπροίκισαν για να την παντρέψουν. Η ίδια δεν είχε ιδιαίτερα αναπτυγμένο το μητρικό ένστικτο, αλλά ο καλοκάγαθος κυρ Αργύρης λαχταρούσε ένα παιδί, να φέρει χαρά με τα γέλια και την τσαχπινιά του σε εκείνο το μίζερο σπίτι. Η Αρετούλα ήταν το τελευταίο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας, πάμφτωχης, που ζούσε σε ένα ορεινό χωριό. Ο κυρ Αργύρης, πήγαινε καμιά κούρσα με το ταξί του το γιατρό της περιοχής όταν τον καλούσαν.

«Πάρ’ το, βρε Αργύρη το παιδάκι, να γλιτώσει. Ψυχικό θα κάνεις. Δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Να μην είσαστε κι εσείς μαγκούφηδες, να δείτε αύριο μεθαύριο ένα ποτήρι νερό», τον παρότρυνε ο γιατρός που ήξερε την κατάσταση. Έτσι έγινε η ανεπίσημη υιοθεσία της Αρετής, χωρίς χαρτιά χωρίς τίποτα. Η Διαμάντω δεν ήθελε δεσμεύσεις.

«Μη βγει κάνας σατανάς, θα τη στείλω από κει που ήρθε», δήλωνε στον άντρα της και στον κόσμο. Στην πορεία των χρόνων η Αρετή δεν είχε πολλά πολλά με τη βιολογική της οικογένεια, γνώριζε όμως τις ρίζες της. Με τον καιρό, η Διαμάντω τη δέχτηκε την Αρετή και δεν την έστειλε πίσω. Με την περιποίηση και τα λούσα, το ασχημόπαπο των πρώτων ημερών, μεταμορφώθηκε σε ένα σωστό κύκνο. Εκτός από φυσική ομορφιά, η Αρετή ήταν ένας άγγελος στην ψυχή. Σεβόταν τους θετούς γονείς της. Τον ‘μπαμπά’ της μάλιστα τον λάτρευε. Η ’μητέρα’ μπορεί να ήταν ψυχρή και απόμακρη, αλλά η Αρετή τη συμπαθούσε και προσπαθούσε να μη τη στεναχωρεί. Δεν είχε κακία μέσα του αυτό το πλάσμα.

Τη βραδιά του λογοδοσίματος, όταν ήρθε ο Χρήστος με τους γονείς του να ζητήσουν την Αρετή σε γάμο, η Διαμάντω ήταν όλο μούτρα. Ο λεγάμενος, η αλήθεια να λέγεται, κούκλος ήταν, αλλά η μοσχαναθρεμμένη της δεν ήταν για τα δόντια του. Τώρα πια βέβαια ήταν αργά…
Όταν ήρθε η κουβέντα στο θέμα της προίκας, η Διαμάντω με περίσσιο θάρρος και με ύφος απόλυτο, πήρε το λόγο.

«Όπως ξέρετε, εμείς το κορίτσι αυτό το πήραμε πάμφτωχο από τους δύστυχους γονείς της και υποσχεθήκαμε να το μοσχοαναθρέψουμε και να το καλοπαντρέψουμε. Φαίνεται ότι αξιωθήκαμε μόνο το πρώτο να φέρουμε εις πέρας. Αν ζητάτε προίκα, να απευθυνθείτε στους φυσικούς γονιούς της. Δεν έχουμε καμία υποχρέωση να της περάσουμε την περιουσία μας. Εξάλλου, υπάρχουν εξ αίματος συγγενείς να μας κληρονομήσουν», δήλωσε κοφτά η Διαμάντω αναφερόμενη στα ανίψια της. Ο κυρ Αργύρης καθόταν μαζεμένος σε μια γωνιά. Τι να ’λεγε! Η αλήθεια ήταν ότι το μεγαλύτερο μέρος από το βιός του ήταν προίκα της γυναίκας του. Αν λοιπόν αυτή δεν ήθελε να τη γράψει στην ‘ψυχοκόρη’ τους όπως την αποκαλούσε η ίδια, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά ο ίδιος. Η Διαμάντω ήταν δύσκολος άνθρωπος και αγύριστο κεφάλι. Δεν ήθελε ο κυρ Αργύρης, με την εύθραυστη πια υγεία του, να της πάει κόντρα, γιατί πάντα γύριζε εναντίον του. Πήρε όμως μία πρωτοβουλία. Έδωσε στο γαμπρό ένα σεβαστό χρηματικό ποσό από τα λεφτά που είχε βγάλει με τον ιδρώτα του, τόσα χρόνια πίσω από το τιμόνι.

Ο δε γάμος ήταν μεγαλοπρεπέστατος και πλούσιος. Η Διαμάντω δεν τσιγγουνευόταν όταν επρόκειτο για προβολή και φιγούρα. Η Αρετή έλαμπε στο ολοκέντητο λευκό της νυφικό. Ίσα που διαγραφόταν η κοιλίτσα της, καθώς ήταν σχεδόν τεσσάρων μηνών έγκυος.

Ο Αργύρης δεν πρόλαβε το εγγόνι του, καθώς απεβίωσε λίγους μήνες μετά το γάμο. Τα ανίψια της Διαμάντως στο 40ήμερο μνημόσυνο του Αργύρη ήρθαν και πήραν μαζί τους τη θεία τους. Αυτά ήταν εξάλλου ‘αίμα’ της, οι φυσικοί της συγγενείς, τα παιδιά της μακαρίτισσας της αδελφής της, οι πραγματικοί απόγονοι της οικογένειας που δικαιούνταν φυσικά και την περιουσία. Τι δουλειά είχε μια ‘ξένη’ να την καρπωθεί; Και τι δουλειά είχε η θεία τους να βοηθά και να μεγαλώνει το παιδί της ‘ξένης’ αυτής; Η Διαμάντω ήταν μεγάλη γυναίκα, χήρα με προβλήματα υγείας. Είχε ανάγκη από στοργή και φροντίδα. Τα ανίψια της ήταν αυτά που θα της τα πρόσφεραν.

Μόλις ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση της περιουσίας, την οποία πούλησαν την ίδια μέρα, τα ‘στοργικά’ αυτά ανίψια έχωσαν τη Διαμάντω σε ένα γηροκομείο της κακιάς ώρας στο οποίο δεν πάτησαν ποτέ πόδι.

Ο Χρήστος επένδυσε τα λεφτά της προίκας στο μπακάλικο και έκανε επέκταση, μετατρέποντάς το σε ένα ‘προχωρημένο’ για την εποχή mini market. Η Αρετή γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι και ρίχτηκε στη δουλειά δίπλα στον άντρα της. Πέντε χρόνια μετά από την μπέμπα, όταν άρχισαν να στρώνουν λίγο τα οικονομικά τους, έκανε και το γιο της. Ο Χρήστος αγόρασε και ένα μεταχειρισμένο σκεπαστό αγροτικό και κάθε δεύτερη μέρα πήγαινε μόνος του να φέρει τη μαναβική, ώστε να γλιτώσει τη προμήθεια του μεσάζοντα. Δε βαρυγκώμησε ποτέ για την κουτσουρεμένη προίκα της Αρετής. Όχι ότι θα τον χαλούσε να κληρονομούσε την περιουσία της Διαμάντως, αλλά την Αρετή την αγαπούσε έτσι κι αλλιώς, με ή χωρίς τα χωράφια και τα σπίτια.

Η ζωή δε χαρίστηκε στο ζευγάρι. Έτυχαν αναποδιές και φτώχειες, αλλά τα ξεπέρασαν όλα με την σκληρή δουλειά και την αγάπη.

Η Αρετή γηροκόμησε τους φυσικούς της γονείς, καθώς όλα της τα αδέλφια είχαν φύγει από το ορεινό χωριό τους και ως μετανάστες αναζήτησαν στο εξωτερικό μια καλύτερη τύχη, αφήνοντας όμως πίσω μόνους και ανήμπορους τους ηλικιωμένους και ταλαίπωρους γονείς τους. Η Αρετή μόλις πληροφορήθηκε ότι θα έφευγε και η τελευταία της αδελφή για τη μακρινή Αυστραλία, πήγε στο απομακρυσμένο της χωριό και έφερε τα γερόντια στο σπίτι της. Η ειρωνεία της τύχης. Τα παιδιά που κράτησαν και με τόσες στερήσεις ανάθρεψαν, τους εγκατέλειψαν και το παιδί που αυτοί ‘εγκατέλειψαν’ ήταν αυτό που τους κράτησε κοντά του. Ποτέ δεν τους κατηγόρησε που την ‘έδωσαν’ τότε σε εκείνον τον ταξιτζή, τον κυρ Αργύρη, που τους τη γύρεψε. Ήταν αγνοί άνθρωποι και το έκαναν καλοπροαίρετα για να έχει το κορίτσι μια καλύτερη ζωή. Τους φρόντισε και τους ντάντεψε όπως τα μωρά της. Η παρέα των ‘μωρών’ συμπληρώθηκε από ένα ακόμα μέλος, τη Διαμάντω.

Μόλις η Αρετή έμαθε ότι τα θετά της ξαδέλφια είχαν κλείσει τη μητέρα της σε γηροκομείο, πήγε αμέσως να τη βρει και να τη φέρει κοντά της. Η γυναίκα αυτή την είχε μεγαλώσει και την είχε φροντίσει τόσα χρόνια ώστε να μην της λείψει κανένα υλικό αγαθό. Η Αρετή ήταν καθαρή, ταϊσμένη, καλοντυμένη, ζούσε σε ένα όμορφο σπίτι, πήγαινε σχολείο. Είχε τόσα πράγματα που στερούνταν τόσα παιδιά που δεν είχαν ούτε τα βασικά είδη. Τα φυσικά της αδέλφια, φερ’ ειπείν την ίδια εποχή δεν είχαν τίποτα, ούτε καλά καλά ένα πιάτο φαγητό.
Θεωρούσε ότι ήταν αμαρτία από μεριάς της να ήταν αγνώμων.

Η Διαμάντω πέρασε χρυσά γεράματα κοντά στην Αρετή της. Έφυγε δίνοντας της ολόψυχα την ευχή της, που ήταν και το μόνο που της είχε απομείνει. Το ίδιο και οι φυσικοί γονείς της, που κοντά της γνώρισαν την θαλπωρή και επιτέλους έζησαν λίγα χρόνια ξεκούραστα. Φιλούσαν τα χέρια του παιδιού αυτού, του μοναδικού από τα έξι που έφεραν στον κόσμο, που τους τίμησε πραγματικά και τους στάθηκε.

Η φυσική ομορφιά της Αρετής, η εξωτερική, με την τόση δουλειά και τις υποχρεώσεις, ξεθώριασε γρήγορα. Δεν ήταν καν πενήντα και ήταν μια γυναίκα γερασμένη. Η ωραία της ψυχή όμως, η εσωτερική της ομορφιά, δεν έχασε ποτέ τη λάμψη της. Κουράστηκε. Κουράστηκε πολύ. Να μεγαλώνει τα παιδιά, να συντηρεί το μαγαζί, να συγυρίζει τόσα γερόντια. Δε λύγισε, ούτε ποτέ βαρυγκώμησε. Εξάλλου ό,τι έκανε το έκανε με την καρδιά της , ήταν επιλογή της. Ο Χρήστος, στήριγμα και πραγματικός συνοδοιπόρος στη ζωή. Να τρέχει κι αυτός για το μαγαζί, να κάνει διανομές στα σπίτια, να πηγαίνει και στα χωράφια. Ποτέ δεν παραπονέθηκε που το σπίτι του είχε καταντήσει ένα ιδιότυπο ‘γηροκομείο’.

Τα παιδιά της ήταν καλότυχα. Πρόκοψαν, σπούδασαν, καλοπαντρεύτηκαν δημιούργησαν υπέροχες και δεμένες οικογένειες. Οι κόποι του ζευγαριού αυτού, που αγαπήθηκε τόσο πολύ, ευοδώθηκαν. Η Αρετή, πιστή στις παραδόσεις και με έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα, απέδωσε την καλοτυχία αυτή στους ανθρώπους που είχε δίπλα της και φρόντιζε τόσα χρόνια. Στα δύο παρατημένα γεροντάκια που μάζεψε κοντά της και περιέθαλψε, αυτά που την έφεραν στον κόσμο. Στη γυναίκα που της άνοιξε το σπίτι της και την μεγάλωσε, τη θετή της μητέρα. Αυτή που εκμεταλλεύτηκαν και εγκατέλειψαν οι εξ αίματος συγγενείς της. Στα πεθερικά της, που της στάθηκαν σαν πραγματικοί γονείς και παρά τις ταλαιπωρίες και την κούραση τόσων ετών, προσέφεραν αγόγγυστα τη βοήθεια και συμπαράστασή τους, όσο στέκονταν στα πόδια τους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ‘έφυγαν’, αφήνοντας στην Αρετή και την οικογένειά της, ό,τι πολυτιμότερο είχαν. Την ευχή τους. Την ευχή των γονιών…

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


%d