/Ο Οδυσσέας, είναι ένας νέος 23 χρονών, που αποφασίζει να γράψει κάποιες γραμμές στην Δάφνη, την κοπέλα που ήταν κρυφά ερωτευμένος στην εφηβεία του. Ουσιαστικά της ζητάει συγγνώμη που ανήκε στο σύνολο των ανθρώπων που την κατέκριναν για το γεγονός ότι είχε το μυαλό πάντα πάνω από το κεφάλι της – όντας πειραγμένος με την αλλαγή που έχει συμβεί στον χαρακτήρα της./
Είναι στιγμές που πολλά ψάχνω να βρω για σένα. Και είναι κάποιες στιγμές που νιώθω πως σε γνώρισα πλήρως. Και αυτές οι δεύτερες είναι που με κάνουν να επιμένω στο να σου αποδείξω πως όσο και αν φαινόταν να φοράω παρωπίδες, έβλεπα. Έβλεπα στα αλήθεια. Με τα μάτια της καρδιάς έβλεπα – όπως συνήθιζες να λες. Και εγώ ο ανόητος, όταν έλεγες πως αγαπάς τα λαμπερά μάτια, καταλάβαινα ό,τι οι υπόλοιποι. Εκείνοι που ποτέ δεν θα σε άγγιζαν.
Ξέρω πως τα πρώτα χρόνια της ζωής σου, μέχρι και την εφηβεία σου, δεν σε πείραζε που ήσουν μια χαώδης και ατσούμπαλη παρουσία. Και είμαι σίγουρος ότι δεν το έδειχνες απλά. Πράγματι δεν σε πείραζε. Πείραζε όμως τους άλλους. Πείραζε τον περίγυρό σου. Ενοχλούσε όσους σε συναναστρεφόμασταν. Σαν να έφερνες έναν άνεμο παραλόγου κοντά μας. Και φοβόμουν τα κρυώματα κι εγώ. Κι ας έκανα παρέα με την παγωμάρα την ίδια.
Ήταν και το ότι πολλές φορές έφαγες το κεφάλι σου στον παρορμητισμό των επιλογών σου και δεν άργησε να γίνει το κακό. Σε θεωρήσαμε επιπόλαια. Αναιδή. Αυτοκαταστροφική.
Άρχισαν οι ισχυρισμοί “για το καλό σου στο λέω”’. Και άρχισες η ίδια να μισείς το καλό σου, μάλλον. Μετά από πολλές τούμπες , αναρίθμητα λάθη, αφού βρήκες δύσκολα ξανά την ισορροπία σου, αποφάσισες να αλλάξεις, έτσι και έκανες λοιπόν. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως τόσο εύκολα αλλάζει κάποιος. Νόμιζα μόνο ο αφόρητος πόνος από κάτι, μπορεί να αλλάξει έναν άνθρωπο.
Και εγώ μένω πίσω, να μετανιώνω που ανήκα στο σύνολο των προαναφερθέντων. Αυτών που με τόση ευκολία σε έκριναν.
Μακάρι να μην ήμουν ποτέ από αυτούς που ξεφυσούσαν όταν έλεγες πως δεν ξέρεις τι θέλεις. Ήξερες πιο πολύ απ’ όλους μας γαμώτο. Μακάρι να μην ξεφυσούσα όταν μετά από κόπο πέτυχες ένα στόχο σου και ξαφνικά τον αναίρεσες και θέλησες να αλλάξεις τα πάντα ξανά. Σε είχα πει τρελή θυμάμαι. Γελούσα με τους άλλους στο πίσω μέρος της πλατείας.
Ακόμα το πληρώνω. Ακόμα γελάω. Με εμένα πια. Γελάω με δάκρυα. Όχι, δεν ξελιγώθηκα. Μακάρι να μην κορόιδευα που δεν ήξερες αν θέλεις να ζήσεις σε πόλη ή νησί. Στην πρώτη πήγαινες θέατρο που το αγαπούσες. Στο δεύτερο ζούσες θάλασσα – που μόνο έτσι ζούσες εδώ που τα λέμε.
Μακάρι να σε προέτρεπα να μπεις στο τρένο και να φύγεις χωρίς προορισμό. Ήθελες ένα ταξίδι να σκεφτείς. Το ΚΤΕΛ δεν της έφτανε; έλεγα. Ακόμα γελάω. Όχι για εσένα. Όχι με τους άλλους. Με εμένα. Μακάρι να μην σου έλεγα να μπεις σε τάξη. Εγώ που ξέρω πως η κυριολεκτική πνίγει. Μόνο από ένα παράθυρο, να βλέπεις την ίδια εικόνα. Δεν είναι για σένα αυτά. Η αταξία και οι αφηρημένες εικόνες σου πάνε. Μακάρι να σε προέτρεπα να φύγεις για το ταξίδι που χρειαζόσουν. Και ακόμα πιο πολύ, μακάρι να έφευγα μαζί σου. Μακάρι να σε άκουγα όταν μίλαγες για το πεπρωμένο. Έλαμπαν τα μάτια σου. Γιατί να μην πιστέψω μια κοπέλα με χρωματιστή ψυχή που πίστευε πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο;
Μου λείπει η τρέλα σου και με πονούσε που πρόσφατα σε έβλεπα να παίρνεις μια συγκοινωνία από τη σχολή – σπίτι και από το σπίτι στη σχολή. Εσύ αγαπάς τις διαδρομές, μα πόσο άχρωμη αυτή στα αλήθεια! Σοβαρευτήκαμε επιτέλους; σε ρώταγα. Το έπαιζα οργανωμένος. Επειδή πέρασα στο πολυτεχνείο και έπαιρνα δεκάρια. Κι ας ήμουν ένα μηδενικό. Δεκάρια μου βάζανε. Γι’ αυτό σου λέω ρε, μην τους ακούς όταν δεν σου βάζουν βαθμούς επειδή γράφεις λογοτεχνικά. Εσύ έχεις γεννηθεί για παραμύθια και αυτοί δεν έχουν φαντασία. Εσύ είσαι μια πριγκίπισσα που δεν χρειάζεται φορέματα, αλλά φαρδιά μπλουζάκια.
Πτυχίο λοιπόν. Το πήρες. Και έπειτα έναν καφέ, χωρίς να κάνεις τη γκριμάτσα του πικρίσματος. Εσύ πάντα παραπονιόσουν για τον καφέ. Και πάντα τον έπινες. Εσύ πάντα παραπονιόσουν που δεν σε καταλαβαίναμε. Και πάντα μας άκουγες. Ένα επιπλέον πτυχίο στην ζωή σου πρόσφατα. Και πολλά επιπλέον σεμινάρια. Μια ζωή που έδειχνε να στρώνεται. Ή μάλλον να καλύπτεται από ένα χαλί σαν αυτά που έχουν οι νοικοκυρές στα σαλόνια και με το ζόρι κατεβάζουν κάθε χρόνο. Υστεριάζουν γι’ αυτά. Και καλύπτουν το πάτωμα που κύλαγαν τα αυτοκινητάκια των παιδιών. Σαν να μικραίνει το δάπεδο αυτό το χαλί. Η ζωή στρώθηκε ή καλύφθηκε εν τέλει.
Πήρες μια υποτροφία στην Ελβετία και έπρεπε να κάνεις ένα ταξίδι που απαιτούσε αεροπλάνο. Σε ρώτησα αν είσαι ενθουσιασμένη και απάντησες θετικά. Σιχαινόσουν τα αεροπλάνα και το ήξερα. Όμως δεν είπες τίποτα. Καμία παιχνιδιάρικη γκριμάτσα. Ένας συμβιβασμός. Το κενό σου έδειξε να υπάρχει. Όχι επειδή το γέμισες. επειδή στο άδειασαν κι αυτό.
Με την κατάκρισή μας, αφαιρέσαμε την εσωτερικότητά σου και τώρα δεν έχω να ξεφυσήξω πλέον με τις παρορμητικές αποφάσεις σου, ούτε να σε κοροϊδέψω θαυμάζοντάς σε καταβάθος για την τόλμη σου.
Ξεκίνησες θέατρο χωρίς να ακούσεις κανέναν. Αυτό αγαπούσες. Δεν ήσουν για την επιστήμη τους εσύ. Άφησες το πιάνο και σε είπα τεμπέλα. Δεν ήσουν ποτέ για θεωρία. Ήσουν μελωδική. Σε έπρηξαν όμως. Πάντα μίλαγες για την αγγλική ποίηση. Έλεγες πόσο τυχεροί είναι και πόσο πιο εύκολο είναι να κάνεις ποίηση στα αγγλικά. Ήξερες τέλεια αγγλικά ποιήματα. Δεν μπορούσες να μιλήσεις τη γλώσσα. Τους πείραζε κι αυτό. Δεν μπορούσες να σκεφτείς μαθηματικά. Μας πείραζε κι αυτό.
Όλα έπεφταν οφειλή στην ελλιπή σου προσπάθεια. Γιατί ως γνωστόν, ξέρουμε τα πάντα. Όσοι δεν έχουμε τον χαρακτήρα τον δικό σου. Που πάντα απορροφάς και μαθαίνεις. Και ήξερες ήδη τόσα. Απορώ πως δεν έσκασες. Ή μάλλον λάθος πρόταση. Την μετανιώνω ήδη. Απορώ πώς δεν έσκασες. Πώς το έγραψα αυτό.
Είμαι ένα σκουπίδι. Ένας ανόητος. Ακόμα και τώρα κοιμάμαι. Όταν λες στον άλλον να αλλάξει, δεν ξέρεις ποτέ ποια στοιχεία του να θυσιαστούν.
Μακάρι αυτό το γράμμα να στο έστελνα ζητώντας συγγνώμη που δεν σε καταλάβαινα σαν έφηβη. Μακάρι αυτό να ήταν ένα γράμμα συγχώρεσης. Είναι όμως ένα γράμμα αποχαιρετισμού. Γιατί δεν γύρισες ποτέ από την Ελβετία. Μόνο το άψυχο σώμα σου γύρισε.
Δεν έμαθες ποτέ ότι ήσουν πολλή γι’ αυτόν τον κόσμο. Δεν περίσσευες.
The BluezGuest