,

Σταύρος

Μια φορά λοιπόν, σε έναν ίσως όχι και τόσο μακρινό καιρό, στην αυλή μιας μονοκατοικίας, ένα κοριτσάκι δώδεκα ετών φρόντιζε τα τριαντάφυλλα της μητέρας της, η οποία βρισκόταν στο νοσοκομείο. Είχε μια ασθένεια που άρχιζε με Κ, το όνομα της οποίας από φόβο δεν τολμούσε να προφέρει. Η γιαγιά της, άφησε την οικογένεια ένα από τα βράδια εκείνου του Αυγούστου και ο μπαμπάς της συχνά έλειπε. Την νύχτα εκείνη, το κοριτσάκι ένιωσε αφόρητη μοναξιά. Μακάρι να υπήρχε κάποιος να της μιλήσει, να την ζεστάνει στην αγκαλιά του. Δίχως να το σκεφτεί, έγραψε σε ένα χαρτί την επιθυμία της και έπειτα το έθαψε στο χώμα, σκεπάζοντας με ένα κόκκινο ρόδο το μικρό μυστικό της.

Ύστερα από λίγους μήνες, ήρθαν στην ζωή της οι πρώτες μεγάλες δοκιμασίες οι οποίες διήρκησαν χρόνια. Παρά την αδυναμία της να κοιμηθεί, τους εφιάλτες της διέκοπταν παράξενα οράματα. Στην σκέψη της υπήρχε η μορφή ενός νέου. Με το πέρασμα του χρόνου, τα οράματα γίνονταν ξεκάθαρα. Ο νέος ήταν γεροδεμένος, καστανόξανθος, με λευκό δέρμα και κόκκινη γενειάδα. Το βλέμμα του είχε μια απροσδιόριστη απόχρωση μεταξύ του γκρίζου, του πράσινου και του καστανού. Ωστόσο, το χαμόγελό του ήταν εγκάρδιο απέναντί της. Το κορίτσι άρχισε να σχεδιάζει την εικόνα του στο χαρτί, προσπαθώντας να καταλάβει τι σήμαιναν ετούτα τα οράματα. Με την φαντασία της, επιχείρησε να του δώσει μια προσωπικότητα, έναν χαρακτήρα. Τον ονόμασε λοιπόν Σταύρο, ήταν περίπου 24 ετών, δούλευε σε μια εταιρία όπου το αντικείμενο δυσκολευόταν να το κατονομάσει και το σπίτι του βρισκόταν κοντά σε ένα βουνό.

Τα οράματα γίνονταν εντονότερα και πίστεψε πως το μυαλό της βρίσκεται σε άρνηση των άσχημων συνθηκών που την κατέβαλαν, ψάχνοντας ένα τρόπο διαφυγής. Ήταν μια εξήγηση που εύκολα την αγκάλιασε και αποτέλεσε την αρχή μιας μεγαλειώδους ιστορίας, η οποία βρισκόταν αποτυπωμένη σε δεκάδες τετράδια. Της ιστορίας τους. Ο Σταύρος δεν απουσίασε ποτέ. Τον έντυσε με μπλουτζίν και πουκάμισα. Στο σπίτι του όμως, όταν βρίσκονταν οι δυο τους, φορούσε είτε ένα λευκό, είτε ένα μαύρο t-shirt. Λάτρευε τα ταξίδια, τις θέες και τις μπύρες και δεν αποχωριζόταν τον βυζαντινό σταυρό που φορούσε στον λαιμό του. Το αγαπημένο του ζώο ήταν ο λύκος. Άλλωστε και εκείνος αυτό δήλωνε. Ένας μοναχικός και περιπλανώμενος λύκος, μέχρι που γνώρισε εκείνη.

Το πρώτο της εφηβικό άγγιγμα ήταν μαζί του, με εκείνον να φοράει το λευκό μπλουζάκι του και εκείνη ένα φανελάκι μια Αυγουστιάτικη βραδιά, σε ένα δωμάτιο από επενδυμένο ξύλο. Η πρώτη της φορά, το πρώτο της σκίρτημα, τα πάντα μαζί του. Στην πρώτη της – πραγματική –  σχέση δεν κατάφερε να τον βγάλει από το μυαλό της. Στις Πανελλήνιες, συνέχιζε να γράφει την ιστορία τους, ερωτευμένη με μια ιδέα. Κάποτε έφτασε η στιγμή να μετακομίσει στην Αθήνα, να σπουδάσει, να αλλάξει, να ζήσει. Αποφάσισε λοιπόν, να βγάλει από το μυαλό της εκείνο το παιδικό αίσθημα και να επικεντρωθεί στις αληθινές σχέσεις. Η ιστορία έμεινε με ερωτηματικά. Ίσως βαθιά μέσα της ήλπιζε να μην ήταν απλά μια φαντασίωση.

***

Έφευγε από το πάρτι της σχολής της ξενερωμένη με τον κολλητό της. Ενάμισης χρόνος πέρασε και ποτέ της δεν κατάλαβε τι ενδιαφέρον έβρισκαν οι συμφοιτητές της σε όλες εκείνες τις συνευρέσεις με άφθονο αλκοόλ, ναρκωτικά και σεξ. Ήταν υπερβολικά ντυμένη για την περίσταση με το μαύρο δαντελωτό της φόρεμα από τριαντάφυλλα και το μακρύ παλτό της. Μπήκαν για ποτό στο μαγαζί όπου συνήθιζαν να επισκέπτονται τα Σάββατα τους τελευταίους τρεις μήνες. Στο βάθος του μαγαζιού ένα χέρι τεντώθηκε. Τέλεια, γνωστοί και εδώ σκέφτηκε. Κούνησε το κεφάλι της προς την μεριά τους και ξαφνικά πάγωσε. Θα ορκιζόταν πως ο χρόνος σταμάτησε, οι θαμώνες έπαψαν να κουνιούνται και οι φωνές εξαφανίστηκαν. Μια περίεργη λάμψη φώτισε τον χώρο όταν εκείνος γύρισε προς το μέρος της χαμογελώντας. Ζαλίστηκε. Δεν υπήρχε αμφιβολία.

«Τι κάνετε εδώ εσείς ρε, μην μου πείτε ότι έρχεστε από το πάρτι στην σχολή;».

Γύρισε σαστισμένη και κοίταξε τον γνωστό της ο οποίος ξεγλίστρησε από το τραπέζι που καθόταν αυτός. Έκανε πως δεν άκουσε.

«Να ρωτήσω κάτι; Αυτός εκεί είναι… φίλος σου;»

«Α, ο Σπύρος, ναι, γιατί σου αρέσει;»

«Είναι… πολύ όμορφος… δηλαδή ναι, όχι, δεν ξέρω, άσε με!»

Ο Σπύρος; Επέμενε να της τον γνωρίσει. Το έπαιξε ενοχλημένη και δύσκολη. Στην πραγματικότητα ήθελε να φύγει. Ή να μείνει. Με τα πολλά, πήγε στο τραπέζι όπου εκείνος με τα καστανόξανθα μαλλιά, το λευκό δέρμα, τις απροσδιόριστες αποχρώσεις των ματιών του και το κόκκινο μούσι, της έσφιξε το χέρι χαμογελώντας της εγκάρδια.

Στην πραγματικότητα ήταν 23, φοιτητής Πολυτεχνείου σε ένα επάγγελμα που δυσκολεύτηκε η ίδια αρχικά να κατονομάσει, το σπίτι του είχε θέα στο βουνό, καθώς η πολυκατοικία ήταν χτισμένη αντικριστά, είχε πολλά πουκάμισα και t-shirt, λάτρευε τις θέες και τις μπύρες και φορούσε έναν βυζαντινό σταυρό. Το όνομα που θα του δινόταν ήταν άλλο. Οι δυο τους μοιράστηκαν και μοιράζονται πολλά βράδια, ανθοδέσμες και μουσικές, θέες και ποίηση. Σε ένα δωμάτιο με επενδυμένο ξύλο κοιμήθηκαν στις πρώτες τους διακοπές. Εκείνη φορούσε ένα λευκό φανελάκι και εκείνος το λευκό του t-shirt.

Α, και οι μπύρες τώρα κομμένες, έχει 5 βαθμούς.

BluezGuest

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading