,

Somnia chimaericum – Το Πλεχτό

Ένας μπόγος από ρούχα σαν να κινήθηκε ανάμεσα στο σωρό με τα σκουπίδια. Στο κακοφωτισμένο στενάκι τέτοια ώρα, βαθιά την νύχτα, δεν κυκλοφορούσε ούτε γάτος.  Και όμως, σε μια γωνιά, μια γυναίκα ήταν καθισμένη πάνω σε μια τεράστια μαύρη σκουπιδοσακκούλα (σαν αυτοσχέδιο πουφ). Ήταν μία από τους πολλούς αστέγους όπως φαινόταν ξεκάθαρα από την εμφάνισή της. Ρούχα παράταιρα και βρώμικα, ένα κασκόλ έκρυβε το κάτω μέρος του προσώπου της και στα μάτια της φορούσε κατάμαυρα γυαλιά ηλίου παρόλο το σκοτάδι. Αν και η εμφάνισή της δεν διέφερε από τους όλους τους τυπικούς ταλαίπωρους άστεγους αυτού του κόσμου, αυτό που έκανε νυχτιάτικα ήταν πολύ ασυνήθιστο. Με τέτοιο κακό φωτισμό, φορώντας και τα σκούρα γυαλιά ηλίου, έπλεκε! Χρησιμοποιούσε ένα βελονάκι με ασυνήθιστα μακριά λαβή. Στην άκρη της λαβής ήταν δεμένο με σύρμα το σπασμένο κομμάτι μιας λεπίδας, που το χρησιμοποιούσε αντί ψαλιδιού να κόβει τις άκρες από τα νήματα. Χαζομουρμούριζε έναν σκοπό του συρμού και το αλλόκοτο βελονάκι της δούλευε ασταμάτητα και το πλεχτό προχωρούσε γρήγορα.

Κάποια στιγμή γύρισε το βλέμμα προς τον απέναντι τοίχο. Η πολυτελής πενταόροφη πολυκατοικία του κ. Άντριου Ρόουζγοτερ έστεκε μεγαλοπρεπής. Ήταν τόσο καλά φωταγωγημένη, που τα άλλα κτίρια έμοιαζαν μουντά και σκοτεινά δίπλα της. «Είναι που αύριο ο κ. Ρόουζγοτερ έχει μια τόσο σημαντική επέτειο”, μουρμούρισε στον εαυτό της.” Το ετήσιο μνημόσυνο της μητέρας του. Γι’ αυτό μου παρήγγειλε  η θεία Τισιφόνη το πλεχτό ειδικά γι’ απόψε». Ήταν σημαντικό να το τελειώσει στην ώρα του. Δεν ήθελε να απογοητεύσει την θεία Τισιφόνη. Το θέμα του ήταν λίγο ασυνήθιστο, άλλα δεν ήταν κάτι που μια έμπειρη πλέχτρια σαν και εκείνη δεν μπορούσε να καταφέρει. Εξ άλλου πείναγε  πολύ, αν τελείωνε το πλεχτό όπως έπρεπε και στην ώρα του, θα έτρωγε πολύ καλά. Η θεία Τισιφόνη είχε δώσει πολύ συγκεκριμένες οδηγίες και εκείνη είχε είδη σχεδιάσει τα μοτίφ για το τελικό αποτέλεσμα.

Τι υπέροχο βράδυ το αποψινό! σκέφτηκε ο κ. Ρόουζγοτερ, απολαμβάνοντας την θέα από την μπαλκονόπορτα του πέμπτου ορόφου. Ένας χρόνος πραγματικά ελεύθερος επιτέλους! Χωρίς την μέγαιρα πάνω από το κεφάλι μου να ελέγχει και να κατακρίνει το κάθε τι. Τόσα χρόνια περίμενα, μένοντας στάσιμος, ακίνητος και απελπισμένος όσο η ζωή με προσπερνούσε. Και εκείνη λες και το έκανε επίτηδες, εβδομήντα πέντε χρονών και δεν εννοούσε να παραιτηθεί, όλα έπρεπε να τα ελέγχει η κωλόγρια! Έπρεπε όλα να έχουν την έγκρισή της. Μα επιτέλους η παλιά ζωή τελείωσε! Ένα χρόνο έπρεπε να κρατήσει το πένθος. Ένας χρόνος που ήταν περίλυπος και τσακισμένος για τον τραγικό χαμό της μανούλας. “Τραγικό ατύχημα” το είχαν χαρακτηρίσει τα κοράκια οι δημοσιογράφοι. Χαμογέλασε ειρωνικά. Ένα τραγικό ατύχημα που κατά πως έδειξε η νεκροψία, ήταν εντελώς αχρείαστο καθώς σε δύο-τρεις μήνες θα τα τίναζε ούτως ή άλλως η γριά. Ας είναι, σε δυο μέρες το πολύ θα είμαι επιτέλους ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω. Η νέα μου ζωή, αν και λίγο καθυστερημένα, στα πενήντα, είναι μπροστά μου. Λίγο θέατρο ακόμη… Μετά από αυτές τις σκέψεις, ο κ. Ρόουζγότερ αποφάσισε να αποσυρθεί για ύπνο, αύριο τον περίμενε μια σημαντική μέρα.

Ξάπλωσε αναπαυτικά στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Κάνοντας γλυκά όνειρα για το πώς σε λίγες μέρες θα ξεπούλαγε τα πάντα και θα σκορπούσε τα χρήματα όπως ήθελε. Τον γαλήνιο ύπνο του τάραξε ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Ένοιωσε ότι κάποιος στεκόταν στο δωμάτιο και τον παρακολουθούσε να κοιμάται. Άνοιξε με το ζόρι τα μάτια του και τρόμαξε. Απέναντι από το κρεβάτι του ήταν και τον κοίταγε η μάνα του. «Όχι δεν μπορεί!» μουρμούρισε και έτριψε τα μάτια του να ξεθολώσουν από τον ύπνο. Κοίταξε ξανά και αυτό που είδε ήταν μια λευκή γούνα της μητέρας του να κρέμεται από τον καλόγερο. Αγριεμένος που τον τάραξε η γούνα της μητέρας του, σηκώθηκε νευριασμένος από το κρεβάτι. «Κάποια από τις ανόητες υπηρέτριες θα την ξέχασε έξω. Αύριο θα μάθω και θα το απολύσω το ζώον για την αποψινή τρομάρα!». Ξεκρέμασε με φούρια την γούνα και όπως έκανε να την πετάξει στο χολ κοντοστάθηκε, η μητέρα του είχε μόνο μια άσπρη γούνα, αυτή που φορούσε όταν υποχώρησαν τα κάγκελα του μπαλκονιού. Τι περίεργο! σκέφτηκε, ετούτη η γούνα είναι ίδια με εκείνη που φόραγε, αλλά δεν μπορεί να είναι η ίδια. Εκείνη η γούνα ξεσκίστηκε από τα γυαλιά και ήταν μουσκεμένη στο αίμα. Συγκέντρωσε την σκέψη του. Σίγουρα κάποιο κακό σκοπό είχε η εμφάνιση αυτής της παρόμοιας γούνας στο δωμάτιό του και μάλιστα την παραμονή του μνημόσυνου. Εκβιασμός ίσως; Θα το μάθαινε! Και αλίμονο σε αυτόν που τόλμησε να σκεφτεί κάτι τέτοιο! Εδώ δεν είχε διστάσει για την ίδια του την μάνα, ο εκβιαστής ήταν ήδη νεκρός, απλά δεν το ήξερε ακόμη. Αύριο θα μάθω! Φουρκισμένος πέταξε την γούνα με δύναμη στο χολ. Γύρισε στο κρεβάτι του και παρά τα νεύρα του μετά από πολύ στριφογύρισμα κατάφερε να ξανακοιμηθεί.

Κάτι συμβαίνει…

Κάτι με πνίγει…

Δεν μπορώ να ανασάνω!

Κάτι είναι στο στόμα μου!

Κάτι προσπαθεί να…

Άνοιξε τα μάτια του με δυσκολία. Προσπάθησε, ενώ ακόμα δεν είχε συνέλθει από τον ύπνο, να βγάλει από το στόμα του ό,τι τον έπνιγε. Επιτέλους μπορούσε να πάρει ανάσα. Οι παλμοί του είχαν φτάσει στα ύψη. Άκουγε τον παλμό του να αντηχεί στα αυτιά του. Τα μάτια του μπόρεσαν να ξεθολώσουν και είδε με τρόμο ότι κρατούσε το μανίκι της άσπρης γούνας. Η άσπρη γούνα ήταν πάνω στο κρεβάτι του. Κατατρομαγμένος προσπάθησε να βγάλει νόημα. Πώς βρέθηκε η γούνα πάνω στο κρεβάτι, αυτός την είχε πετάξει πέρα. Μα τούτη ήταν σκισμένη, γεμάτη αίματα και σπασμένα γυαλιά. Ακριβώς σαν την γούνα της μάνας του εκείνο το βράδυ. Η σκέψη αυτή τον παρέλυσε. Δεν ήταν δυνατόν! Δεν μπορεί! Άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα, η αναπνοή του έγινε ακανόνιστη και ένας οξύς πόνος διαπέρασε το στήθος του. Ένιωθε να σβήνει και ξαφνικά, σκοτάδι.

Ξύπνησε πλημμυρισμένος στον ιδρώτα και ασθμαίνοντας. Κοίταξε τριγύρω του με αγωνία, μα δεν είδε πουθενά την μισητή γούνα. Ξεφύσησε με ανακούφιση. «Ευτυχώς ένας εφιάλτης ήταν». Μα ακόμα ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Προσπάθησε να συγκροτήσει τον εαυτό του. «Ήταν μόνο ένα όνειρο! Ένα ηλίθιο όνειρο!». Προσπαθούσε να ηρεμήσει, όταν ξάφνου η περιφερειακή του όραση έπιασε μια παράξενη αντανάκλαση στο τζάμι της κρεβατοκάμαρας. Γύρισε το κεφάλι του για να δει καλύτερα και το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει, ήταν η μορφή της μητέρας να στέκεται πίσω του. Ήταν φριχτά παραμορφωμένη από την πτώση, ντυμένη με την ματωμένη και ξεσκισμένη γούνα της. Στο χέρι της κρατούσε ένα τεράστιο θραύσμα γυαλιού δίπλα στον κρόταφό του. Θέλησε να ουρλιάξει, αλλά δεν μπόρεσε…

«Εσπευσμένα στο νοσοκομείο διακομίσθηκε ο γνωστός επιχειρηματίας Άντριου Ρόουζγοτερ, γιος της αείμνηστης Έβελυν Ρόουζγοτερ. Πληροφορίες από το νοσοκομείο αναφέρουν ότι υπέστη βαρύ εγκεφαλικό, αλλά η κατάσταση της υγείας του παραμένει σταθερή. Τραγική ειρωνεία είναι ότι πέρυσι, σαν σήμερα, η μητέρα του είχε ένα φρικτό ατύχημα όταν υποχώρησε το κιγκλίδωμα του μπαλκονιού, με αποτέλεσμα τον τραγικό χαμό της από πτώση πέντε ορόφων. Για περισσότερα νέα σχετικά με την υπόθεση θα ενημερωθείτε κατά την διάρκεια της μέρας».

Πίσω από την ρεπόρτερ πέρασε μια  άστεγη φορτωμένη στην πλάτη της με μια τεράστια μαύρη σκουπιδοσακούλα. Με αργά βήματα χώθηκε σε ένα απόμερο σοκάκι. Ακούμπησε την σκουπιδοσακούλα κάτω και βολεύτηκε πάνω της. Έβγαλε ένα κουβάρι και ξεκίνησε να πλέκει με το παράξενο βελονάκι της. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της από το πλεχτό της ψιθύρισε. «Καλημέρα θεία Τισιφόνη, βρήκες το πλεχτό του γούστου σου;».  Από το πουθενά εμφανίστηκε μια χλωμή καλοβαλμένη κυρία με αρχοντικό παράστημα, ντυμένη με ρούχα με χρώμα βαθύ κόκκινο, σαν αίμα.

«Καλημέρα Μελανή. Άψογη δουλειά όπως πάντα».

«Εάν και δεν είμαι ο μεγάλος αδερφός μου ο Μέλας Όνειρος, νομίζω ότι και εγώ κάτι κουτσοκαταφέρνω στους εφιάλτες. Εξάλλου και εγώ σόμνια είμαι σχεδόν» είπε με ειρωνικό τρόπο στην φωνή της. «Ήταν λίγο δύσκολο να υπολογίσω την κατάλληλη δόση τρόμου ώστε να μην τον σκοτώσω, έγινε όμως ακριβώς όπως το παρήγγειλες. Από ‘δω αναλαμβάνεις εσύ θεία μου. Εγώ έκαμα τον κόπο μου και περιμένω την ανταμοιβή μου» είπε και κατέβασε το κασκόλ που έκρυβε το πρόσωπό της, φανερώνοντας ένα στόμα με παράδοξο άνοιγμα σχεδόν από αυτί σε αυτί. Χαμογέλασε και αποκάλυψε ένα στόμα γεμάτο μυτερά πασαλόδοντα. Με μια αποτυχημένη γκριμάτσα προσπάθησε να κάνει αυτό το χαμόγελο χαριτωμένο, αλλά έγινε ακόμα πιο αποκρουστικό και τρομακτικό, κάτι όμως που δεν την ένοιαξε καθόλου. Καλοταϊσμένη από τον τρόμο που είχε νιώσει το θύμα της, δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο. Φτάνει που είχε φάει καλά και άμεσα θα έπαιρνε την ανταμοιβή της.

«Η τιμωρία που έφερε πάνω του για το τρομερό έγκλημα της μητροκτονίας, θα είναι σκληρή. Θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του στην απόλυτη ακινησία με την τρέλα που θα του προκαλέσουν οι τύψεις του». Λέγοντας αυτό, η θεία Τισιφόνη εμφάνισε στα χέρια της ένα τεράστιο καρούλι. «Η αμοιβή σου! Πρώτη ποιότητα νήμα για το πλέξιμο εφιαλτών».

Η Μελανή το πήρε από τα χέρια της θείας της χωρίς να το κοιτάξει, απλά το ακούμπησε δίπλα της «Τα χαιρετίσματά μου στις άλλες δυο θείες Ερινύες. Somnia chimaericum, για πάντα στις υπηρεσίες σας» είπε γέρνοντας το κεφάλι της, σαν μια υποτυπώδη υπόκλιση και ανασήκωσε το κασκόλ να κρύψει ξανά το κάτω μέρος του προσώπου της. Χωρίς άλλη κουβέντα, η θεία Τισιφόνη ένευσε για αντίο και εξαφανίστηκε στις σκιές.

zouftero

______________

* Η υπάρχουσα ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας και τα πρόσωπα και οι καταστάσεις δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.

**Μία από τις τρεις Ερινύες είναι η Τισιφόνη που τιμωρεί εγκλήματα ενδοοικογενειακά όπως μητροκτονίες, πατροκτονίες, παιδοκτονίες κτλ

***Οι όνειροι και οι σόμνιες είναι δαιμόνια (αρχαιοελληνικά προσωποποιημένα πνεύματα) που φέρνουν τα όνειρα στους ανθρώπους. Από τους πιο γνωστούς όνειρους είναι ο Επιάλτης ή αλλιώς Μέλας Όνειρος που είναι το δαιμόνιο που φέρνει τους εφιάλτες.

****Somnia Chimaericum ακολουθεί την ταξονομική διαδικασία για την ονομασία ενός είδους όπου πρώτο πάει το όνομα του γένους και μετά ακολουθεί ένας προσδιορισμός για το είδος. Συνήθως βρίσκονται σε λατινική μορφή εξ ου και έχει επικρατήσει να λέγεται λατινική ονομασία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το chimaericum χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χιμαιρική ιδιότητα, αλλά και ίσως ένα πλάσμα υπαρκτό μόνο στην φαντασία κάποιου.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: