Η Δέσποινα ήταν μαζί με το Φίλιππο από τα φοιτητικά τους χρόνια. Γνωρίστηκαν όταν εκείνη τελείωνε τη Νομική και εκείνος ήταν ένας αμούστακος πρωτοετής από την επαρχία, που είχε περάσει σε κάποια οικονομική σχολή. Ο Φίλιππος από μικρή ηλικία ήταν ορφανός από μητέρα. Ζούσε σε δεινή οικονομική κατάσταση με έναν πατέρα αδιάφορο και αλκοολικό. Στο πρόσωπο της μεγαλύτερής του Δέσποινας, βρήκε την στοργή και την φροντίδα που τόσο είχε ανάγκη. Αμέσως σχεδόν άρχισαν να συζούν. Η ευκατάστατη Δέσποινα είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου όλες τις ανάγκες του Φίλιππου και τον “παρακολουθούσε” και στα μαθήματα, ώστε να μην “χρωστάει” και μείνει πίσω στις σπουδές. Τον στήριζε, τον εμψύχωνε, ζούσε και ανέπνεε για τον έρωτα αυτό. Ο Φίλιππος ήταν ένα όμορφο και συνεσταλμένο παλικάρι και η Δέσποινα τον αγάπησε πολύ. Κι αυτός την αγάπησε. Ποτέ δεν της είχε δώσει κανένα δικαίωμα να αμφισβητήσει την αγάπη και αφοσίωσή του.
Όταν ο Φίλιππος πήρε πτυχίο, πήγε φαντάρος και τελειώνοντας τη θητεία του, παντρεύτηκαν. Η Δέσποινα είχε τελειώσει εν τω μεταξύ την πρακτική της και με τη στήριξη του πατέρα της, άνοιξε δικό της δικηγορικό γραφείο. Με τις γνωριμίες του πεθερού του κατάφερε και ο Φίλιππος να βρει μια καλοπληρωμένη δουλειά σε μία ιδιωτική εταιρεία. Μετακόμισαν στη νεόδμητη μεζονέτα που είχε αγοράσει στην κόρη του ο πατέρας της Δέσποινας και οι δύο νέοι ξεκινούσαν τη ζωή τους με τους καλύτερους οιωνούς. Το ζευγάρι απέκτησε αμέσως την κορούλα τους και αρκετά χρόνια αργότερα το στερνοπούλι τους, τον Νέστωρα. Η μοίρα μπορεί να τον χτύπησε σκληρά στα παιδικά του χρόνια, αλλά ευτυχώς βρέθηκε στο δρόμο του και τον “μάζεψε” η Δέσποινα. Ζωή χαρισάμενη περνούσε ο Φίλιππος με τη γυναίκα του και τα γλυκύτατα παιδάκια του. Τα χρόνια περνούσαν νερό. Τίποτα δε τους έλειπε. Είχαν μία δυνατή αγάπη, αλλά και οικονομική ευχέρεια.
Η Δέσποινα ήταν μάχιμη δικηγόρος. Εκτός από τις επί πληρωμή υποθέσεις, στήριζε αφιλοκερδώς ένα σωματείο κακοποιημένων γυναικών. Είχε αναλάβει την υπεράσπιση μιας ομάδας αλλοδαπών κοριτσιών που είχαν ξεφύγει από τα νύχια ενός σωματέμπορου. Αυτός ο αδίστακτος ομοεθνής τους, έταξε στα κορίτσια τίμιες δουλειές στην Ελλάδα κι αυτός σκόπευε να τις εκπορνεύσει. Απειλούσε μάλιστα να βλάψει τους συγγενείς που άφησαν τα κορίτσια στην πατρίδα τους, έτσι και δεν υπέκυπταν στα αρρωστημένα του σχέδια. Ευτυχώς, οι κοπέλες την τελευταία στιγμή γλίτωσαν και κατέφυγαν στο σωματείο. Η Δέσποινα τις παρότρυνε να τον καταγγείλουν, αλλά αυτές φοβόντουσαν αντίποινα. Μία κοπέλα μάλιστα, είχε πέσει στα πόδια της Δέσποινας και με λυγμούς της έλεγε «No, no police! He kill my mama!». Το κορίτσι αυτό, η Βαλεντίνα, ήταν ένα φοβισμένο πλάσμα που έτρεμε ολόκληρο στη σκέψη ότι μπορεί αυτό το κάθαρμα να έβλαπτε τη μητέρα της. Η Δέσποινα τη σήκωσε με τα χέρια της, την αγκάλιασε και την καθησύχασε.
Τελικά η υπόθεση αυτή πήγε στο δικαστήριο. Η περιπέτεια των κοριτσιών ήταν το κερασάκι στην τούρτα, καθώς ο λεγάμενος μαζί με την “εκλεκτή” του παρέα καταδικάστηκαν για σωρεία εγκλημάτων. Τα υπόλοιπα κορίτσια είχαν συγγενείς στην Ελλάδα και πήγαν να μείνουν σ’ αυτούς. Η Βαλεντίνα δεν είχε κανέναν. Έμεινε για ένα διάστημα σε ένα κατάλυμα του σωματείου, αλλά αυτή δεν ήταν μόνιμη λύση. Ενώ το όνειρό της ήταν να βρει μια δουλειά στην Ελλάδα και να φέρει τον μοναδικό δικό της άνθρωπο, την μητέρα της, εδώ, τώρα πια στην απελπισία της επάνω έβλεπε την επιστροφή στη χώρα της σαν μονόδρομο. Η Δέσποινα είχε δεθεί με το κορίτσι αυτό. Ήταν λίγο μεγαλύτερη από την κόρη της. Με τη βοήθεια του διερμηνέα έμαθε την πονεμένη της ιστορία και ήθελε να τη βοηθήσει. Άξιζε τη βοήθεια. Της πρότεινε δουλειά στο σπίτι της. Η οικιακή βοηθός που είχε από τότε που παντρεύτηκε είχε πια μεγαλώσει και ήθελε να αποσυρθεί. Θα αναλάμβανε η Βαλεντίνα το πόστο της. Θα έπαιρνε κανονικό μισθό και θα έμενε στο σπίτι της Δέσποινας. Υπήρχε άπλετος χώρος, καθώς τα παιδιά έλειπαν. Η Νεφέλη, η κόρη της, έκανε μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και ο Νέστωρας σπούδαζε σε άλλη πόλη. Οι δυο τους είχαν μείνει πια, με τον Φίλιππο, αλλά καθώς η Δέσποινα δούλευε όλη μέρα, κάποιος έπρεπε να φροντίζει το σπίτι και να φτιάχνει κι ένα φαγητό. Κάθε λίγο και λιγάκι κατέφτανε και ο Νέστωρας φέρνοντας τόνους άπλυτων ρούχων! Το κορίτσι αυτό ένιωσε απέραντη υποχρέωση που τη “μάζεψε” η Δέσποινα. Φίλησε τα χέρια της ευεργέτιδάς της για την ευκαιρία αυτή και της έλεγε αμέτρητες φορές ευχαριστώ.
Η Βαλεντίνα αποδείχτηκε θησαυρός! Ήταν πολύ άξια στη δουλειά της και φοβερή μαγείρισσα! Είχε μάθει τη νοικοκυροσύνη από τη γιαγιά της. Η Δέσποινα τη συμπαθούσε και τη συναισθανόταν τόσο πολύ! Έκανε σύγκριση της ζωής της Βαλεντίνας μ’ αυτή της Νεφέλης. Πόσα είχε στερηθεί το κορίτσι αυτό και πόσο άδικο ήταν! Ήταν πανέξυπνη η Βαλεντίνα. Αμέσως έμαθε τα ελληνικά. Ήταν και πολύ οικονόμα όταν πήγαινε για τα ψώνια του σπιτιού. Χώρια η τιμιότητά της. Ούτε κατά διάνοια να κλέψει κάποιο αντικείμενο ή χρήματα. Όλοι τη συμπάθησαν στο σπίτι και ο Φίλιππος και τα παιδιά στις επισκέψεις τους. Τους είχε γίνει απαραίτητη! Η Δέσποινα μάλιστα υποψιαζόταν ότι ο Νέστωρας ήταν τσιμπημένος μαζί της. Τι κι αν ήταν ξένη και μεγαλύτερή του; Η Δέσποινα δεν είχε τέτοια κολλήματα. Δεν έβαζε ταμπέλες στους ανθρώπους. Την ενδιέφερε μόνο η καλή ψυχή και το καθαρό βλέμμα. Και η Βαλεντίνα είχε περάσει τις εξετάσεις με “Άριστα” μάλιστα! Ζούσε με την οικογένεια για πάνω από δύο χρόνια και ποτέ δεν είχε δώσει αφορμή. Ένας καημός την έτρωγε όμως… η μανούλα της. Πόσο θα ήθελε να τη δει και αν ήταν δυνατό να την φέρει στην Ελλάδα. Η Δέσποινα θα έκανε, όπως πάντα, ό,τι ήταν δυνατόν να τη βοηθήσει. Καιρός ήταν να κάνει μία επίσκεψη στην πατρίδα της να δει τη μαμά της και να ετοιμάσει τα διαδικαστικά. Θα την πήγαινε ο Φίλιππος στο αεροδρόμιο καθώς το πρόγραμμα της Δέσποινας ήταν γεμάτο.
«Να προσέχεις κούκλα μου. Καλό ταξίδι! Θα μας λείψεις! Χαιρετίσματα στη μανούλα σου!», της ευχήθηκε η Δέσποινα.
«Ευχαριστώ πολύ κυρία Δέσποινα, για όλα!», απάντησε η Βαλεντίνα και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του Φίλιππου.
Το σπίτι της φαινόταν άδειο χωρίς την παρουσία της Βαλεντίνας. Οι δυο γυναίκες είχαν γίνει πλέον φίλες. Η Βαλεντίνα βέβαια, παρά την παρότρυνση της Δέσποινας, δεν αισθανόταν άνετα να της μιλά στον ενικό. Έπιναν όμως μαζί τα καφεδάκια τους, έλεγαν τα νέα τους και περνούσαν ποιοτικό χρόνο μαζί, ακόμη κι αν η Δέσποινα δούλευε συνεχώς. Το ίδιο και ο Φίλιππος. Τα παιδιά σπούδαζαν ακόμα και ήταν οικονομικά εξαρτημένα από τους γονείς τους. Τρία σπίτια συντηρούσε το ζευγάρι, συν το μισθό της Βαλεντίνας. Ο Φίλιππος για να συμπληρώσει το μισθό του, είχε αναλάβει τα λογιστικά μιας εταιρίας. Θα ταξίδευε μάλιστα για Θεσσαλονίκη με το αφεντικό για να διευθετήσουν κάποια ζητήματα του υποκαταστήματος εκεί.
Η Δέσποινα ήταν πνιγμένη στη δουλειά το διάστημα εκείνο επίσης. Δεν καταλάβαινε πώς περνούσαν οι ώρες της ημέρας. Το βράδυ μόνο που γύριζε σε ένα άδειο σπίτι αντιλαμβανόταν τη μοναξιά.
Δεν πρόλαβε να ανοίξει την πόρτα και την καλούσε με βιντεοκλήση από το laptop ο Φίλιππος. Σωριάστηκε στον καναπέ και πήρε μια ανάσα για να μιλήσει με τον καλό της. Είπαν για την μέρα τους, αναφέρθηκαν στα παιδιά τους, μελέτησαν την Βαλεντίνα και όπως μιλούσαν και γελούσαν ανέμελα, άνοιξε ξαφνικά η πόρτα του ξενοδοχείου που έμενε ο Φίλιππος.
«Αγάπη μου, ξέχασα το μπουρνούζι για το spa», ακούστηκε να λέει η νεαρή εντυπωσιακή κοπέλα που φάνηκε πίσω από τον Φίλιππο, την οποία ‘τσάκωσε’ η κάμερα του υπολογιστή.
Ξαφνικά μαύρισε η οθόνη, μαύρισε η ψυχή της Δέσποινας, μαύρισε η ζωή της ολόκληρη.
Χρειάστηκε χρόνο να ξεπεράσει το σοκ, να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της, να μαζέψει τα κομμάτια της ψυχής της. Είναι απίστευτο σε πόσα λίγα δευτερόλεπτα μπορεί η καρδιά να ραγίσει. Ένιωθε ότι έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της, συρρικνωνόταν κάθε γραμμάριο του “είναι” της. Ό,τι θεωρούσε στη ζωή της δεδομένο καταρρίφθηκε κυριολεκτικά εν ριπή οφθαλμού. Η βαθιά και ανιδιοτελής αγάπη, η συζυγική πίστη, η τυφλή αφοσίωση, η απόλυτη εμπιστοσύνη, η ειλικρινής ενσυναίσθηση. Τα σημεία αναφοράς και αυτοπροσδιορισμού της γκρεμίστηκαν σαν χάρτινη τράπουλα μπροστά στα ίδια της τα μάτια. Το μόνο που ένιωθε πια ήταν η προδοσία και τα συμπαρομαρτούντα αυτής. Η ακύρωση, το μίσος, η εκδίκηση.
Έκλεισε αμέσως το κινητό της. Αποσύνδεσε και το σταθερό τηλέφωνο. Σαράντα οκτώ κλήσεις είχε μέσα στη νύχτα! Όλες απ’ αυτόν. Δεν απάντησε σε καμία. Τον ενημέρωσε ότι θα του έδινε τρεις ημέρες περιθώριο να μαζέψει τα πράγματά του και να της αδειάσει τη γωνιά. Το σπίτι ήταν στο όνομά της, προίκα της, αγορασμένο πριν από τον γάμο από τον πατέρα της. Αυτές τις μέρες η Δέσποινα θα έμενε με το γιο τους που σπούδαζε σε άλλη πόλη.
Ήρθαν τα πάνω κάτω στη ζωή της Δέσποινας. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν θα έκανε καθόλου εύκολη τη ζωή του Φίλιππου. Τρέναρε το διαζύγιο, το οποίο επ’ ουδενί τρόπω δεχόταν η Δέσποινα να βγει κοινή συναινέσει. Στην καθυστέρηση της έκδοσής του βοήθησε και το ξέσπασμα της πανδημίας. Η τελευταία συνετέλεσε να βγει σε αναστολή στη δουλειά του ο Φίλιππος και έτσι να στερηθεί ένα μεγάλο μέρος του μισθού του που ήταν απαραίτητος, καθώς η κατάσταση με την ερωμένη του είχε προχωρήσει. Εκτός από το γεγονός ότι συζούσαν, είχαν κάνει και παιδί. Η Δέσποινα ενημέρωσε πλήρως τα παιδιά της για την επικρατούσα κατάσταση. Έπεσαν από τα σύννεφα. Δεν ανέμεναν ποτέ μια τόσο επιπόλαιη και ανεύθυνη στάση από τον πατέρα τους. Το εν διαστάσει – αλλά χωρίς επίσημο χαρτί διαζυγίου – ζευγάρι συναντήθηκε δύο φορές όλες κι όλες, τυπικά. Η μία ήταν στην ορκωμοσία του γιου τους και η άλλη στον πολιτικό γάμο της κόρης τους. Τα παιδιά δήλωσαν ότι η παρουσία της συντρόφου του Φίλιππου ήταν ανεπιθύμητη.
Οι δύο γυναίκες του Φίλιππου, η σύζυγος και η ερωμένη, συναντήθηκαν αναγκαστικά σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά τα συμβάντα… στην κηδεία του! Η Δέσποινα δεν καταδέχτηκε να της δώσει ούτε μια φευγαλέα, κλεφτή ματιά. Τόση ήταν η αποστροφή της για τη γυναίκα αυτή. Πόσο νέος έφυγε ο Φίλιππος και πόσο άδοξα! Πόσα σχέδια είχαν κάνει με τη Δέσποινα για τη στιγμή αυτή που θα ελευθερωνόταν από τις υποχρεώσεις των παιδιών, θα ελάττωναν τις ατέλειωτες ώρες εργασίας τους και θα ταξίδευαν! Μόνο που ο Φίλιππος βιάστηκε να κάνει το τελευταίο ταξίδι.
Η καρδιά της Δέσποινας είχε πετρώσει. Δεν είχε ούτε ένα δάκρυ να χύσει για τον άντρα αυτόν με τον οποίο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της και με τον οποίο είχαν μοιραστεί άπειρες ευτυχισμένες στιγμές και δύο υπέροχα παιδιά. Το μόνο που είχε μείνει από την κοινή αυτή ζωή ήταν η πίκρα.
Η Δέσποινα ασφυκτιούσε. Βγήκε από την εκκλησία να πάρει αέρα. Έξω ακριβώς στεκόταν μια ηλικιωμένη κυρία που κρατούσε από το χέρι ένα τρισχαριτωμένο αγοράκι. Η Δέσποινα έβλεπε μπροστά στα μάτια της τον κλώνο του γιου της στην αντίστοιχη ηλικία . Ήταν ίδιος ο πατέρας του! Έσκυψε και χάιδεψε το κεφαλάκι του μικρού νοσταλγικά. Πόσο ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι ήταν ακόμα με το Φίλιππο όταν ο Νέστωρας ήταν μικρός! Άρχισαν να την κατακλύζουν οι αναμνήσεις. Ξέσπασε ένας χείμαρρος δακρύων καθώς πέρασε από μπροστά της η κοινή τους ζωή με τον Φίλιππο.
Πίσω της αισθάνθηκε ένα άγγιγμα παρηγοριάς. Ήταν αυτή.
«Συγχώρα με κυρία Δέσποινα, ήταν ένα λάθος!», ψέλλιζε η γυναίκα με αναφιλητά.
Η Δέσποινα κάρφωσε τα μάτια της στη γυναίκα αυτή που της ζητούσε συγχώρεση. Μπροστά στα μάτια της έβλεπε μια μάνα καταβεβλημένη, μια γυναίκα ταπεινωμένη που έχασε το στήριγμά της, τον άνθρωπό της, τον πατέρα του παιδιού της. Συνέπασχε μαζί της.
«Δε χρειάζεται να ζητάς συγχώρεση… Βαλεντίνα. Δεν είναι δυνατόν το πλάσμα αυτό να είναι ένα λάθος», της απάντησε η Δέσποινα κοιτάζοντας το αγόρι.
Η ψυχή της Δέσποινας δεν άντεχε άλλη προδοσία, ταπείνωση, μίσος .Έπρεπε να απαλλαγεί από τα βαρίδια. Είχε ανάγκη την λύτρωση που μόνο με την συγχώρεση θα επερχόταν.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι, οι δύο σταθμοί της ζωής της, οι άνθρωποι στους οποίους έδωσε την ψυχή της ολόκληρη και την πρόδωσαν, ήταν πλέον συγχωρεμένοι.
Η Βαλεντίνα, επειδή η Δέσποινα δέχτηκε τη συγγνώμη της και ο Φίλιππος, εκ των πραγμάτων, εφόσον δεν υπήρχε πια.
Οι δύο γυναίκες ξανασυναντήθηκαν στο σαρανταήμερο μνημόσυνο του ανθρώπου που αμφότερες αγάπησαν βαθιά. Η Βαλεντίνα ανακοίνωσε την επιστροφή της στην πατρίδα της. Σε μία χώρα από την οποία έκανε τα πάντα για να δραπετεύσει και στην οποία δεν υπήρχε καμία προοπτική και κανένας δικός της άνθρωπος πλέον, εφόσον είχε καταφέρει να φέρει στην Ελλάδα τη μητέρα της.
Η Δέσποινα ούτε να το ακούσει το σενάριο αυτό. Η γυναίκα αυτή ήταν εκ φύσεως δοτικός άνθρωπος. Τα συναισθήματα μίσους που ένιωθε τόσο καιρό έτρωγαν τα σωθικά της. Μετά τη συγχώρεση επήλθε η κάθαρση. Ξαλάφρωσε η καρδούλα της. Άνθισε ξανά ο κήπος της ψυχής της. Φύτρωσαν ολόφρεσκα πολύχρωμα λουλούδια που σκέπασαν το έρεβος που είχε απλωθεί τα τελευταία χρόνια.
Η Δέσποινα επέμενε η Βαλεντίνα με τη μητέρα της και το μικρό να μείνουν στο σπίτι της, στο σπίτι του πατέρα του μικρού. Εδώ ανήκαν, εδώ ήταν οι δικοί τους άνθρωποι, η οικογένεια του μικρού Φίλιππου, τα αδέλφια του. Δάκρυα χαράς, ανακούφισης και ευγνωμοσύνης άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της κοπέλας. Φίλησε τα χέρια της Δέσποινας… όπως τότε.
«Ευχαριστώ κυρία Δέσποινα. Συγχώρα με…»
«Έλα, έλα. Τα είπαμε αυτά! Και Δέσποινα σκέτο! Πάμε τώρα! Περιμένει ο Νέστωρας στο αυτοκίνητο!».
Αναστασία Λαζαράκη