Η Μαρίνα ήταν τριάντα-πέντε ετών όταν πήρε την προαγωγή της στην τράπεζα. Θα γινόταν διευθύντρια σε ένα υποκατάστημα της επαρχίας, αρκετά κοντά στην Αθήνα. Το χρονοδιάγραμμα ήταν για ένα χρόνο και μετά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα γυρνούσε στην πρωτεύουσα σε αντίστοιχο πόστο. Είχε επενδύσει πολύ χρόνο και χρήμα στις σπουδές και στην επαγγελματική της ανέλιξη, βάζοντας σε αναμονή όλες τις άλλες πτυχές της ζωής. Η δουλειά της, εδώ και χρόνια, είχε την πρωτοκαθεδρία στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της. Τι κι αν γκρίνιαζαν η μητέρα της και η γιαγιά ότι «τα χρόνια περνούσαν και έπρεπε να βρει ένα καλό παιδί να ανοίξει σπίτι και προπάντων να κάνει ένα παιδάκι»;
«Καλά τόσος κόσμος περνάει από την τράπεζα. Τόσοι συνάδελφοι… Τόσοι επιχειρηματίες…», σχολίαζαν οι δύο γυναίκες μεταξύ τους κουνώντας το κεφάλι τους με απορία και μία ευδιάκριτη απογοήτευση.
«Τι της λείπει; Όμορφη, έξυπνη, προικούσα, καλό κορίτσι! Τι ζητάνε πια και οι άντρες σήμερα;», ξεφυσούσε η γιαγιά πλέκοντας το σεμέν της.
«Μάνα, το πρόβλημα το έχει η δικιά μας και όχι οι άντρες. Μόνο η δουλειά την ενδιαφέρει. Έχει βολευτεί βλέπεις και με μας τόσα χρόνια. Να δούμε τώρα που θα πάει να μείνει μόνη της…», απάντησε στην πεθερά της η κυρία Άννα, η μητέρα της Μαρίνας.
Οι τρεις γυναίκες είχαν πολύ ισχυρό σύνδεσμο. Πέντε χρονών ήταν η Μαρίνα όταν η Άννα έχασε σε δυστύχημα τον άντρα της και η Μαρίνα η πρεσβύτερη το μοναχοπαίδι της. Οι τρεις γυναίκες ήταν μία γροθιά από τότε. Η Άννα και η πεθερά της έδιναν κουράγιο και παρηγοριά η μία στην άλλη. Η πεθερά της μάλιστα, όταν πέρασε ένα εύλογο διάστημα πένθους, ενθάρρυνε την Άννα να ξαναφτιάξει τη ζωή της.
«Τι λες, μάνα; Δεν πρόκειται να βάλω ξένο άντρα στο σπίτι με το κορίτσι μου. Μια χαρά είμαστε οι τρεις μας», αρνιόταν σθεναρά την παρότρυνση της κυρά Μαρίνας να ξαναπαντρευτεί.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια με τη μικρή Μαρίνα να δίνει κουράγιο στη μητέρα και τη γιαγιά της και να μεγαλώνει με πολλή στοργή και αγάπη. Ευτυχώς, η Άννα είχε έναν δίδυμο αδελφό, που λάτρευε την ανιψούλα του και υπήρχε στην οικογένεια ένα αντρικό πρότυπο, ό,τι πιο κοντινό σε πατέρα. Είχε πολύ ισχυρό δεσμό και με τα ξαδέλφια της, επομένως το μοτίβο της διευρυμένης οικογένειας βοήθησε κατά πολύ την Μαρίνα να διαχειριστεί την απώλεια και κατ’ επέκταση την απουσία του πατέρα της.
Η Μαρίνα ενώ διέθετε δυναμική προσωπικότητα, ήταν παράλληλα ένα πλάσμα ευαίσθητο και ρομαντικό. Δεν την φόβιζε η δέσμευση, ούτε είχε απορρίψει το θεσμό του γάμου και της οικογένειας. Απλώς δεν είχε βρεθεί ο κατάλληλος να της κάνει αυτό το «κλικ». Πόσες φορές είχε κρυφακούσει τη μαμά και τη γιαγιά να μιλάνε για το συγκεκριμένο θέμα. Φυσικά και περνούσε τόσος αξιόλογος κόσμος από την τράπεζα, φυσικά είχε γνωριμίες και της γίνονταν προτάσεις, φυσικά και είχε συνάψει κάποιες σχέσεις με μορφωμένους, ευκατάστατους και καθώς πρέπει ανθρώπους που πληρούσαν τα στάνταρ της. Δεν είχε γνωρίσει όμως το αχαλίνωτο πάθος, την άνευ όρου παράδοση, την ακαταμάχητη έλξη. το απόλυτο δόσιμο, την πλήρη ένωση ψυχής και σώματος.
Ποτέ στα τριαντα-πέντε της χρόνια. Μέχρι που γνώρισε αυτόν…
Ένα μήνα μετά την εγκατάσταση στην επαρχιακή πόλη που είχε μετατεθεί, το αυτοκίνητό της έπαθε ζημιά και ήταν αναγκασμένη να κυκλοφορεί με ταξί. Ως διευθύντρια πήγαινε πρώτη και έφευγε τελευταία. Δεν μπορούσε, λοιπόν, να αγγαρεύει συνέχεια τους συναδέλφους. Το δε σπίτι που νοίκιασε ήταν παραθαλάσσιο, όχι κεντρικό. Ευκαιρία ήταν τις ώρες που δεν εργαζόταν να απολαύσει τη γαλήνη της θάλασσας και να το έχει και το καλοκαίρι για τα μπάνια. Θα άρεσε πολύ και στη μαμά και τη γιαγιά!
Το αμάξι θα έμενε για μία εβδομάδα στο συνεργείο. Τις πρώτες δύο ημέρες όλα κύλησαν ομαλά. Την τρίτη ημέρα, ήρθε να την παραλάβει με το ταξί του αυτός… ο Θέμης.
Μοσχομύριζε ακριβό άρωμα. Ήταν ψηλός, καστανόξανθος με αδρά χαρακτηριστικά και καλοντυμένος. Το δε ταξί ήταν πεντακάθαρο μέσα και άστραφτε απέξω. Την ‘έκοβε’ διακριτικά απ’ τον καθρέφτη. Ήξερε ποια ήταν, το μέρος ήταν μικρό. Την είχε δει αρκετές φορές, είτε να μπαινοβγαίνει στην τράπεζα είτε να βολτάρει στην πόλη. Την είχε προσέξει. Ξεχώριζε από τις κοπέλες που ο ίδιος συναναστρεφόταν. Ήταν μία κυρία με φινέτσα, αρχοντιά, ‘θεωρία’ καθώς ήταν ψηλή και λεπτή. Δεν φαινόταν η ηλικία της, αλλά κατάλαβε ότι δεν ήταν στην πρώτη της νιότη. Την έκοβε τριάντα-δύο με τριάντα-τρία, στην ηλικία του, ή λίγο μεγαλύτερη. Τώρα που την έβλεπε από κοντά, διέκρινε μία όμορφη επιδερμίδα και ένα διάπλατο γλυκό χαμόγελο. Τα μάτια της, ο καθρέφτης της ψυχής, είχαν ένα καθαρό βλέμμα. Τόσα χρόνια στο τιμόνι είχε σπουδάσει τους ανθρώπους. Τους διάβαζε σαν βουλωμένο γράμμα. Δεινός φυσιογνωμιστής και κριτής χαρακτήρων!
«Εγώ έχω βγάλει το πανεπιστήμιο της ζωής! Με άριστα μάλιστα!», καυχιόταν συχνά-πυκνά στις παρέες του. Η αλήθεια ήταν ότι αυτές ήταν και οι μοναδικές σπουδές του, καθώς είχε εγκαταλείψει το σχολείο από τη δευτέρα γυμνασίου. Η έπαρση με την οποία εκστόμιζε αυτά τα λόγια ίσως να ήταν και μία συγκεκαλυμμένη προσπάθεια να καμουφλάρει τα συμπλέγματα ανασφάλειας και κατωτερότητας που ένιωθε, ενίοτε, κυρίως παρουσία μορφωμένων ανθρώπων. Γενικά ο Θέμης, εκτός δουλειάς, είχε έναν άξεστο τρόπο συμπεριφοράς. Μέσα στο ιδιόκτητο ταξί του ήταν τύπος και υπογραμμός, με το ‘σεις και με το σας’. Και η αλήθεια να λέγεται, στη δουλειά του ήταν άψογος. Γι’ αυτό τον προτιμούσαν στις μακρινές κούρσες, κυρίως για Αθήνα ή και στα τουριστικά θέρετρα το καλοκαίρι που έσφυζε από κόσμο ο τόπος. Εκτός της καθαριότητας και των ευγενικών τρόπων με τους πελάτες, ήταν πολύ προσεχτικός οδηγός. Την αγαπούσε τη δουλειά του. Ο άψογος επαγγελματισμός του τον έκανε περιζήτητο. Είχε μία κερδοφόρα εργασία που του επέτρεπε μία οικονομική ευχέρεια.
Στη διαδρομή για την τράπεζα ήταν λιγομίλητος. Βγαίνοντας από το ταξί η Μαρίνα, μαζί με τα ρέστα πήρε και την κάρτα του.
«Στας υπηρεσίες σας, κυρία διευθύντρια», της πέταξε, ρίχνοντάς της μια ματιά που πετούσε σπίθες.
Η Μαρίνα ανταπέδωσε τη ματιά με ένα αμήχανο χαμόγελο, κοκκινίζοντας ελαφρά.
«Τα ρέστα δικά σας. Καλή σας μέρα», του είπε προσπαθώντας να κρύψει τον εφηβικό σχεδόν ενθουσιασμό της και το ελαφρύ γέλιο που της ήρθε για το συντακτικό λάθος της καθαρευουσιάνικης φράσης του. Κατάλαβε ότι ήταν μια άστοχη προσπάθεια να την εντυπωσιάσει.
Η Μαρίνα είχε μάθει απέξω το τηλέφωνό του, καθώς από εκείνη τη μέρα που της έδωσε την κάρτα του, μόνο το Θέμη προτιμούσε για σοφέρ. Καθόλου δε στεναχωρήθηκε όταν της είπαν από το συνεργείο ότι το ανταλλακτικό για το αμάξι δεν είχε έρθει ακόμα και ότι θα καθυστερούσε λίγο η παράδοση του αυτοκινήτου της.
Ένα απόγευμα που άργησε να φύγει από τη δουλειά η Μαρίνα, πήγαν με το Θέμη για ψαράκι, μετά από πρόσκληση της ίδιας. Ήταν αργά, δεν είχε ετοιμάσει κάτι για φαγητό, ήταν κουρασμένη και αποφάσισε να φάει έξω. Ο Θέμης δέχτηκε, αλλά της είπε ότι αργότερα είχε προγραμματισμένη κούρσα με πολύ καλό πελάτη, μόνιμο και δεν μπορούσε να μην πάει. Της πρότεινε με τη σειρά του να βρίσκονταν το Σάββατο για ποτό. Η Μαρίνα κάθε Σαββατοκύριακο έφευγε για Αθήνα, αλλά αυτό θα έκανε μία εξαίρεση, για χάρη του.
Μετά από τη βραδινή τους έξοδο, έγιναν ζευγάρι. Ήταν διακριτικοί, λόγω της θέσης της Μαρίνας, που δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα στη μικρή κοινωνία που έμενε και εργαζόταν. Οι πρώτοι μήνες ήταν παραδεισένιοι. Η Μαρίνα, προφασιζόμενη πολλή δουλειά στους δικούς της, δεν είχε ανέβει ούτε μία φορά στην Αθήνα. Είχαν κατέβει βέβαια για επίσκεψη η μαμά με τη γιαγιά. Στις γιορτές των Χριστουγέννων βέβαια, δε μπορούσε να μην πάει για μερικές μέρες. Τότε άρχισε το δράμα…
Όσο ο Θέμης την έβλεπε και την έλεγχε σε καθημερινή βάση, όλα ήταν καλά. Μόλις όμως έφυγε η Μαρίνα, ο Θέμης εκδήλωσε φοβερή ανασφάλεια και ζήλια. Της τηλεφωνούσε αμέτρητες φορές την ημέρα, απαιτώντας να ενημερωθεί πού ήταν και με ποιον. Σε μία έξοδο για καφέ με τις φίλες της, είχε την αξίωση να τους μιλήσει για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν με γκόμενο. Τα κορίτσια φρίκαραν με την επιμονή και τον άξεστο τρόπο συμπεριφοράς του. Η Μαρίνα είδε ένα πρόσωπο που δεν αναγνώριζε. Η οικογένειά της είχε καταλάβει ότι κάτι ‘παίζει’ με κάποιον, αλλά δεν την πίεσαν να μιλήσει. Το μόνο που εύχονταν ήταν να είναι ευτυχισμένη. Αυτά τα συνεχή τηλεφωνήματα και το συννεφιασμένο πρόσωπο της Μαρίνας κάθε φορά που έκλεινε το τηλέφωνο προβλημάτιζαν βέβαια τη μητέρα της που ήξερε την κόρη της πολύ καλά. Την τελευταία ημέρα των διακοπών, η Μαρίνα βγήκε με καφέ με έναν πολύ καλό συνάδελφο και φίλο, τον Παναγιώτη. Ο Θέμης βρισκόταν με πελάτη στην πρωτεύουσα. Απαίτησε άμεση συνάντηση. Όταν η Μαρίνα του εξήγησε ότι ήταν ήδη έξω με ένα παιδί από τη δουλειά, γύρισε το μάτι του Θέμη. Άρχισε σε κατάσταση πλήρους αλλοφροσύνης να της απευθύνεται με ακατονόμαστες εκφράσεις και να την κατηγορεί για απιστία. Η Μαρίνα, προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Έκλεισε το τηλέφωνό της. Όταν το ξανάνοιξε βρήκε αρκετά χυδαία, σχεδόν, μηνύματα.
«Όλα εντάξει;», τη ρώτησε ο Παναγιώτης μόλις έκλεισε το τηλέφωνο.
«Μία μικρή κρίση στο σπίτι», δικαιολογήθηκε όσο πιο πειστικά μπορούσε η Μαρίνα.
Η επιστροφή από τις διακοπές σήμανε μία νέα κατάσταση για το ζευγάρι. Ο Θέμης την υποδέχτηκε με ένα χαστούκι. Ακολούθησε κι άλλο. Ήταν προσεχτικός, δεν ήθελε να τη σαπίσει, γιατί θα πήγαινε την άλλη μέρα στη δουλειά. Να την προειδοποιήσει ήθελε και να θέσει τα όρια. Στη σχέση αυτή κουμάντο έκανε αυτός. Τα πτυχία της να τα έβαζε εκεί που ήξερε. Τα σούρτα- φέρτα με άντρες και με φιλενάδες κομμένα. Θα ήταν σπίτι δουλειά και δουλειά σπίτι.
Η κοπέλα αυτή, η γλυκιά Μαρίνα με τους καλούς τρόπους και την μόρφωση, αντί να σηκωθεί να φύγει και να τον καταγγείλει για ξυλοδαρμό του ζήτησε και συγγνώμη! Για τους επόμενους μήνες ήταν πειθήνια και υποτακτική. Ο Θέμης δεν έχανε ευκαιρία να τη μειώνει. Η Μαρίνα τα υπέμεινε. Είχε αποδώσει την αρρωστημένη αυτή ζήλια του συντρόφου της στο πάθος που ένιωθαν, στην αγάπη ακόμα.
Αμ, δεν είναι έτσι η αγάπη κοριτσάκι μου…
Το φλας το ’φαγε η Μαρίνα όταν άρχισε να της αραδιάζει κάτι γελοίες ιδέες «να κάνουν καμιά κομπίνα και να φάνε λεφτά από την τράπεζα». Στη συνέχεια την πίεζε να του εγκρίνει άτοκο δάνειο για ένα υπέρογκο ποσό με την ίδια ως εγγυήτρια! Ήθελε να στήσει μια επιχείρηση με το ξαδελφάκι του τον αστυνομικό «που είχε άκρες αλλά του ’λειπε το κεφάλαιο». Στο τέλος, αφού η Μαρίνα ήταν ανένδοτη και του εξηγούσε «ότι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται» ήθελε να την αναγκάσει να του δώσει από τα δικά της χρήματα ένα πολύ μεγάλο ποσό. Όταν η Μαρίνα αρνήθηκε όλες τις προτάσεις του Θέμη, απείλησε να την εγκαταλείψει αφού της έδωσε κάμποσες ανάποδες. Η Μαρίνα κουλουριάστηκε σαν μικρό παιδί και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Αυτός ο υπερόπτης βλάκας θεώρησε ότι έκλαιγε για πάρτι του. Τα κλάματα ήταν όμως για την ίδια. Έκλαιγε γιατί την είχε πατήσει σαν πρωτάρα, κοτζάμ γυναίκα τριάντα-πέντε χρονών, διευθύντρια τραπέζης. Έκλαιγε γιατί αυτός ο αλήτης δεν ήθελε μόνο να τη χειραγωγεί αλλά και να την εκμεταλλευτεί οικονομικά. Έκλαιγε γιατί παραλίγο να τινάξει στον αέρα τους κόπους μιας ζωής, τους δικούς της, της μάνας της, της γιαγιάς της, του θείου της. Έκλαιγε γιατί δέχτηκε, στο βωμό του δήθεν πάθους και της μασκαρεμένης αγάπης, τον απόλυτο εξευτελισμό και την ταπείνωση από ένα γελοίο υποκείμενο που την ξυλοκοπούσε.
Αυτή τη φορά ήταν της Μαρίνας το μάτι που γύρισε. Βγήκε έξω από το σπίτι και άρχιζε να ουρλιάζει. Ο Θέμης πανικοβλήθηκε μη γίνουν θέαμα και το ’βαλε στα πόδια. Η Μαρίνα μάζεψε δυο ρούχα και νοίκιασε ένα δωμάτιο κεντρικά, απέναντι από την τράπεζα που δούλευε. Το ίδιο βράδυ πήγε στο αστυνομικό τμήμα και ζήτησε να δει έναν συγκεκριμένο αστυνομικό. Ήταν το ‘ξαδελφάκι’ του Θέμη. Η Μαρίνα θα χτυπούσε το Θέμη εκεί ακριβώς που πονούσε. Έδειξε στον αστυνομικό τις μελανιές και τα σημάδια από το ξύλο.
«Να του πεις να μην με ξαναπλησιάσει, να μη μου ξανατηλεφωνήσει και να μην τολμήσει να με ξαναενοχλήσει. Εκτός από το ξύλο, έχω δεχτεί λεκτική και ψυχολογική βία. Έχω όλα τα μηνύματα που μου έχει στείλει. Ξέρει αυτός. Θα τον καταγγείλω και δεν πρόκειται να ξανασταυρώσει πελάτη. Θα τον καταστρέψω αν τολμήσει να μου κάνει οτιδήποτε! Έτσι να του παραγγείλεις!», είπε χαμηλόφωνα αλλά νευριασμένα η Μαρίνα και βγήκε από το αστυνομικό τμήμα.
Τώρα θα μου πεις, γιατί δεν έκανε έτσι κι αλλιώς την καταγγελία εκείνη τη στιγμή παρά του έδωσε την ευκαιρία να την σκαπουλάρει; Η Μαρίνα ντρεπόταν για την κατάντια της. Αν είχε προβεί σε μήνυση, το θέμα θα είχε λάβει διαστάσεις. Δεν ήθελε να δώσει περαιτέρω δικαιώματα στο μέρος που ζούσε και εργαζόταν. Δεν ήθελε να το μάθουν οι δικοί της. Πρώτη φορά στη ζωή της έμενε μόνη και είχε καταφέρει να τα κάνει θάλασσα. Αισθανόταν ενοχική, ότι σε ένα μεγάλο βαθμό έφταιγε η ίδια για την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα.
Αυτός μαζεύτηκε και δεν την πλησίασε ξανά, ούτε της τηλεφώνησε. Κάποιες τυχαίες συναντήσεις ώθησαν και τους δύο να στρίψουν αλλού το πρόσωπό τους. Η Μαρίνα έφυγε από την μικρή αυτή επαρχιακή πόλη μόλις τέλειωσε η θητεία της. Δεν επέστρεψε ποτέ.
Η Μαρίνα έκλεισε τις κουρτίνες στο παράθυρο των αναμνήσεων. Κάποτε, για ένα μικρό διάστημα, η θέα από το παράθυρο αυτό της φαινόταν πανέμορφη. Κι ύστερα… έρεβος και δυστυχία. Ευτυχώς που το συνειδητοποίησε εγκαίρως, που έλαβε μέτρα, που έφυγε, που σώθηκε. Το παράθυρο αυτό το κλειδαμπάρωσε να μην ξανανοίξει πια.
Έφτιαξε μία υπέροχη οικογένεια με τον Παναγιώτη που την αγαπά ειλικρινά και της φέρεται με τρυφερότητα και σεβασμό. Σημασία έχει μόνο το σήμερα και το αύριο. Η Μαρίνα κοιτάει μπροστά.
Το χθες… πονάει.
Αναστασία Λαζαράκη