,

Η ελιά

Για τη μάνα μου την ελιά:

Όταν αντίκρισες το φως του ήλιου για πρώτη φορά, ο κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός από αυτό που είναι τώρα. Όχι ότι αντιλήφθηκες ποτέ τις διαφορές, για σένα ο χρόνος ήταν ο επαναλαμβανόμενος κυκλικός χορός των εποχών, του ήλιου και του φεγγαριού. Δεν υπήρχαν γεγονότα που έπρεπε να τοποθετηθούν πάνω του. Υπήρχαν μόνο ιστορίες “από τα παλιά” που διηγούνταν οι γεροντότεροι, ιστορίες που έμεναν ίδιες και απαράλλαχτες από όσα στόματα κι αν περνούσαν. Και πόσο αξιοθαύμαστο, αυτές οι ιστορίες, ένα παράξενο πράγμα, όσες αμέτρητες φορές κι αν τις ακούσεις, δεν παύουν να σε μαγεύουν.

Τα καλοκαίρια, ο λίβας στέγνωνε τους χυμούς σου, που οι ρίζες με τόση προσπάθεια βύζαιναν μέσα από το ξεραμένο χώμα, σήκωνε σύννεφα σκόνης που μετά απλωνόταν στις ρυτιδιασμένες σου επιφάνειες και σου ‘κοβε την ανάσα. Γκρίζα τζιτζίκια κολλούσαν στο δέρμα σου, κάνοντας απίστευτη φασαρία.

Τους χειμώνες, άνθρωποι έρχονταν, πολλοί μαζί, έκοβαν, μάζευαν τον καρπό σου, έφευγαν κι έρχονταν πάλι, με βροχή και με κρύο, μαζί με τα ζώα τους και τα μικρά παιδιά τους και τα μωρά τους που κρεμούσαν απ’ τα οριζόντια χέρια σου μέσα σε αυτοσχέδιες κούνιες.

Για μερικούς μήνες δεν σε άφηναν σε ησυχία κι έπειτα, ξαφνικά, χάνονταν μαζί με το κρύο και τις βροχές. Εκατοντάδες χρόνια πέρασαν από πάνω σου. Τα βάσανα και τους πολέμους των ανθρώπων δεν τα έζησες, γιατί δεν τα αντιλαμβανόσουν. Όμως, ήταν εποχές που έλειπαν οι άντρες και έρχονταν να μαζέψουν τον καρπό μόνο οι γυναίκες με τα παιδιά. Και εκείνες τις εποχές δεν τραγουδούσαν όπως παλιά και τα ρούχα που φορούσαν ήταν μαύρα. Και το φαγητό τους λιγοστό.

Μετά, τα παιδιά μεγάλωναν, οι γενιές άλλαζαν κι όλα γυρνούσαν στο φυσιολογικό. Άλλαζαν τα ρούχα τους καθώς περνούσαν οι αιώνες, άλλαζαν σιγά σιγά και οι συνήθειές τους, όμως η δική σου γειτονιά ήταν πάντα η ίδια. Οι γειτόνισσες που μαζί μεγαλώσατε και βλέπατε η μία την άλλη να γερνάει. Τα απογεύματα, εκεί που έπεφτε το σκοτάδι, ήταν η ώρα της “ρούγας”. Ιστορίες χιλιοειπωμένες και κάθε φορά λες και λέγονταν για πρώτη φορά. Η μια έλεγε κι οι άλλες άκουγαν. Και μετά έπαιρνε και συνέχιζε η επόμενη. Αραιά και πού κάποια καινούρια ιστορία εμφανιζόταν κι αν άντεχε στο χρόνο, έμπαινε στα ράφια αυτής της άτυπης βιβλιοθήκης.

Ο κύριος Ευκάλυπτος στη γωνία δεν γερνούσε ποτέ, το δέρμα του πάντα λείο και λαμπερό. Πάνω του φιλοξενούσε τα αρχικά των ονομάτων των ανθρώπων που σαν παιδιά ή ερωτευμένοι πέρασαν κάποια στιγμή, σκάλισαν την ύπαρξη τους και δεν ματαφάνηκαν. Ψηλός και στητός, ήταν ο έρωτας του λόφου μας.

Μετά, μια μέρα ήρθαν άνθρωποι διαφορετικοί, με μηχανήματα περίεργα που τράνταξαν όλο το λόφο όταν τα έβαλαν μπρος. Σύννεφο πυκνής σκόνης σε κάλυψε. Για πρώτη φορά στη ζωή σου ένιωσες να κινείσαι. Δεν ήξερες πώς είναι αυτή η αίσθηση, αλλά σ’ έπιασε τρομερή ζαλάδα κι ένιωσες πως πεθαίνεις. Ό,τι γνώριζες για τον κόσμο εδώ και εκατοντάδες χρόνια, δεν υπήρχε. Ό,τι είχες ζήσει τυλίχτηκε σ’ ένα θολό πέπλο.

Το νέο σου περιβάλλον ήταν αποπνικτικό, θόρυβος πολύς, μηχανήματα που περνούσαν ασταμάτητα δίπλα σου. Η γη που σε είχαν τοποθετήσει ήταν πράσινη και δροσερή. Λίγη όμως. Τόσο μικρή, σαν κλουβί. Σε μικρή απόσταση κι άλλες ελιές, σαν και σένα γέρικες, από άλλα μέρη. Παραδίπλα ένας γίγαντας από πράσινο γυαλί.

Στην αρχή, έκλαιγες κάθε βράδυ. Τα πρωϊνά, οι ξεμομερίτισσες γειτόνισσες σου πετούσαν μια καλημέρα, αλλά τι άλλο να πεις. Όλη μέρα, κλεισμένη στον εαυτό σου, προσπαθούσες να συγκρατήσεις τις μνήμες σου, που ένιωθες σιγά σιγά να σε εγκαταλείπουν. Το δειλινό ήταν η ώρα που σ’ έπιανε η πιο μεγάλη νοσταλγία. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και οι ρίζες σου αγκάλιασαν το νέο τόπο, η μνήμη σου αφανίστηκε στο μολυσμένο αέρα. Ένα ξερό κούτσουρο απέμεινες να καλλωπίζεις με την αξιοθέατη ηλικία σου ένα ήμερο ανθρώπινο πάρκο, χωρίς παρελθόν, χωρίς μνήμες, χωρίς συναίσθημα κανένα.

Μόνο κάπου κάπου βάζεις τα κλάματα, χωρίς προφανή λόγο. Έχεις αυτή την αίσθηση, ότι έχεις ξεχάσει κάτι σημαντικό, που όσο και να προσπαθείς, δεν μπορείς να επαναφέρεις.

BluezGuest

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading