,

Φύλαγε τα ρούχα σου…

Τέλος η αγωνία των πανελλαδικών! Το παιδί μου, το καμάρι μου, ο Αλέξης μου μετά από σκληρό διάβασμα κατάφερε να αριστεύσει! Κουράστηκε και μαζί μ’ αυτόν κι εμείς! Μας άξιζαν λοιπόν οικογενειακές διακοπές για να το γιορτάσουμε. Έκλεισα λοιπόν για Σαντορίνη και θα τους έκανα έκπληξη!

«Ρε μαμά είσαι σοβαρή; Είμαι 18 χρονών, θα είναι οι πρώτες μου ξέγνοιαστες διακοπές και θα τις περάσω με τους γονείς μου και το βλαμμένο; Όχι! Έχω κανονίσει με τα παιδιά!»

«Θα πας βρε χαζούλη και με την παρέα σου! Αυτό είναι εξτρά!»

«Τουλάχιστον ας αλλάξουμε τον προορισμό. Να πάμε κάπου χωρίς πολύ κόσμο. Μη πέσουμε πάνω σε κανένα γνωστό. Δε γουστάρω να με περνάνε για κανένα βουτυρομπεμπέ!»

Λες και δεν είσαι! Εδώ δε βγήκες από το αυγό σου ακόμα και μου θέλεις ξεπορτίσματα μόνος! σκεφτόμουν από μέσα μου.

Ο Αριστείδης, ο άντρας μου, είχε κι αυτός τις επιφυλάξεις του για Σαντορίνη.

«Ρε γυναίκα είσαι σοβαρή;»

Όλοι αμφισβητούν τη σοβαρότητά μου σήμερα!

«Εδώ πουληθήκαμε στα φροντιστήρια τόσα χρόνια, διανύουμε οικονομική κρίση και εσύ θα μας τρέχεις σε πανάκριβα κοσμοπολίτικα νησιά; Το παιδί σε λίγο θα φύγει φοιτητής, έχουμε να νοικιάσουμε σπίτι, να δώσουμε προκαταβολές, να πάρουμε πράματα! Κράτα λίγο τα χέρια σου! Μόνο για τα ναύλα θέλουμε ένα σκασμό λεφτά. Βάλε ξενοδοχείο, φαγητό…»

Ωχ, καλός χρυσός ο Αριστείδης, κουβαλητής, νοικοκύρης αλλά μίζερος αδελφούλα μου, πολύ μίζερος!

«Ρε Αριστείδη τόσα χρόνια είμαστε παντρεμένοι! Ακόμα να καταλάβεις ότι έχω καβάντζα μερικά χρήματα», αποκαλύπτω το μυστικό μου.

«Και πρέπει να τα σπαταλήσουμε σε διακοπές, τόσες ανάγκες έχουμε!», απάντησε ολίγον θυμωμένα ο Αριστείδης που διόλου δεν εξεπλάγη με το κρυφό μου κομπόδεμα!

«Αυτό είναι διακοποκαβάντζα όπως λέμε διακοποδάνειο! Μία ζωή την έχουμε Αριστείδη! Ας γιορτάσουμε όλοι μαζί τη χαρά του παιδιού μας! Άσε την γκρίνια σου στην άκρη μία μέρα! Εσύ θέλω να βάλεις μόνο την καλή σου διάθεση!»

Πού να τη βρεις βέβαια!

«Εγώ θα πάω κατασκήνωση! Έχω κανονίσει με τους φίλους μου!», πετάχτηκε και η κοτσιλιά, ο μικρός.

«Δεν πας πουθενά! Θα έρθεις μαζί μας! Άκου εκεί! Έχει λέει κανονίσει!»

Ορίστε έχει άποψη και ο μικρός!

«Το ταξίδι στη Σαντορίνη θα γίνει πάει και τελείωσε! Πάω να ετοιμάσω βαλίτσες!», είπα εγώ την τελευταία κουβέντα (ως συνήθως!).

Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν ήμουν η μόνη που το ήθελα πραγματικά! Όσο και να κλωτσάγανε τα αρσενικά της οικογένειας, το ταξίδι αυτό ήταν γραφτό να γίνει! Όπως θα διαπιστώσετε στη συνέχεια, έβαλα τα χεράκια μου και έβγαλα τα ματάκια μου!

(Δεν είναι αυτό που νομίζετε! Δεν βρήκε ο Αριστείδης γκόμενα. Κάτι άλλο συνέβη… ακόμα χειρότερο!)

Η Σαντορίνη! Πόσο είχα ερωτευτεί το νησί αυτό. Από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισα από το πλοίο να στέκεται μεγαλόπρεπα πάνω στο θρόνο του, την Καλντέρα! Είχαμε πάει εκεί για την πέμπτη επέτειο του γάμου μας. Πόσα χρόνια πριν…

Πώς λαχταρούσα να ξαναδώ το πανέμορφο νησί, να το χορτάσω αυτή τη φορά. Στην πρώτη επίσκεψη, κάτι συνέβη και έφυγα άρον άρον (υπομονή θα το μάθετε στη συνέχεια!). Αυτή τη φορά όμως, κανείς δεν θα έμπαινε εμπόδιο στη λαχτάρα μου αυτή.

Φτάσαμε επιτέλους στο νησί υπερπηδώντας όλους τους σκοπέλους (Α και η Σκόπελος, πανέμορφη, παρεμπιπτόντως). Εκεί που χαλάρωνα στο κατάλυμα απολαμβάνοντας την καταπληκτική θέα, έρχεται ο Αλέξης μου κατενθουσιασμένος και μ’ αγκαλιάζει σφιχτά.

«Μαμά μου, μανούλα μου να σε φιλήσω! Είσαι η πιο υπέροχη μητέρα του κόσμου! Σ’ αγαπώ πολύ! Έλα φιλάκι!»

«Είσαι καλά παιδάκι μου; Σε όλη τη διαδρομή γκρίνιαζες. Τι άλλαξε μέσα σε δύο μέρες που είμαστε εδώ; Εκτίμησες την ομορφιά του νησιού και το υπέροχο γούστο μου;»

«Μαμά είμαι ερωτευμένος! Με το ομορφότερο πλάσμα του κόσμου!» (Ήταν και σουξέ τότε ο ΛεΠα!).

«Το βράδυ πριν βγούμε θέλω να της πεις ένα ‘γεια’»

«Καλά παιδί μου. Ας περάσει λίγο από το ξενοδοχείο και μετά συνεχίζετε τη βόλτα σας. Ελληνίδα είναι;»

«Ναι μαμά βέρα ελληνίδα και κορίτσι-σπαθί όχι σαν κάτι χαζογκόμενες που απ’ έξω κούκλα και από μέσα πανούκλα! Εκτός από όμορφη είναι έξυπνη, προσγειωμένη, με στόχους! Είναι τόσο ώριμη για την ηλικία της! Έδωσε κι αυτή φέτος πανελλήνιες. Με λίγη τύχη θα περάσουμε στην ίδια πόλη!»

Στην αρχή έλεγα ότι υπερέβαλλε, σαν ερωτευμένος που ήταν. Αλλά λίγα έλεγε. Όντως η κοπέλα εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, φαινόταν διαμάντι. Ήταν ευχάριστη, κοινωνική, χαμογελαστή, με τρόπους. Ήταν μοναχοπαίδι και είχε έρθει στο νησί με τους γονείς της κι αυτή να γιορτάσουν την επιτυχία στις εξετάσεις. Τι σύμπτωση! (Και να ήταν η μόνη!) Και η φυσιογνωμία της μου ήταν τόσο οικεία. Αλλά μπα! Από πού κι ως που να την είχα ξανασυναντήσει; Μέναμε σε διαφορετικούς νομούς. Στο τέλος, αφού χαιρετηθήκαμε εγκάρδια, είπαμε να κάνουμε και μία ‘συνάντηση γονέων’. Να βγαίναμε εμείς οι μεγάλοι για ένα χαλαρό ποτάκι να γνωριστούμε. Ο Αριστείδης βαριότανε, αλλά εγώ επέμενα να πάμε. Πάρ’ τα τώρα να μη στα χρωστάω! έδειξα την ορθάνοιχτη  παλάμη στον εαυτό μου!

Αφού φτάσαμε πρώτοι στο καφέ συνάντησης, καθίσαμε να απολαύσουμε αμέριμνοι το ηλιοβασίλεμα. Η μόνη παραφωνία, προς ώρας, γιατί θα ακολουθούσαν κι άλλες πολλές, ήταν η συνεχής γκρίνια του μικρού που ήταν χωρίς παρέα, καθώς ο αδελφός του ερωτοτροπούσε και με μας τα ΚΑΠΗ βαριότανε αφάνταστα. Με το ζόρι ήρθε στην έξοδο μαζί μας (ευτυχώς δηλαδή!). Εκεί που απολαμβάναμε λοιπόν τη μαγευτική θέα, εντόπισα το γιο μου με το κορίτσι του και ξοπίσω τους, μα ακριβώς ακριβώς ξοπίσω τους, τον ακατανόμαστο/αλήτη/παλιοτόμαρο πρώην σύζυγό μου και την αντροχωρίστρα/ξέπλυμα/παλιοθήλυκο πρώην κουμπάρα-πρώην κολλητή μου!

Και τώρα η ώρα για ένα flashback και για εξηγήσεις! Ω ρε γλέντια! Τι να πρωτομαζέψω!

Στη Σαντορίνη λοιπόν, γιορτάσαμε όντως την πέμπτη επέτειο του γάμου μας. Όχι με τον Αριστείδη, αλλά με τον Άγγελο (το Διάβολο καλύτερα! Θου Κύριε φυλακή τω στόματί μου, μα περί αυτού πρόκειται!). Μεταξύ μας, σιγά μη με ’φερνε ο καβουροεκτροφέας Αριστείδης στη Σαντορίνη για την επέτειό μας! Μη του ρίχνω άδικο όμως του καημενούλη! Στην πέμπτη μας επέτειο είχαμε δυο παιδιά, στεγαστικό δάνειο, δάνειο αυτοκινήτου και εγώ ήμουν ακόμα αναπληρώτρια χωρίς μόνιμη δουλειά. Σιγά μη περίσσευαν για Σαντορίνες!

Το ταξίδι αυτό το έκανα με τον πρώην άντρα μου λοιπόν. Δεν ήμασταν μόνοι να το γιορτάσουμε. Μαζί ήταν και η καλύτερη φίλη και κουμπαρούλα μου, που μόλις είχε χωρίσει από τον κουμπάρο και της προτείναμε να έρθει μαζί μας να ξεφύγει λίγο. Μόνο που αυτή ξέφυγε πολύ!

Είχαμε κλείσει για μια εβδομάδα. Την τρίτη μέρα, (κατά τας γραφάς) πήρε τηλέφωνο η μάνα μου ότι πέθαινε, η οποία σημειωτέον ζει και βασιλεύει και είναι κοτσονάτη! Αυτή τη φορά το επιβεβαίωνε και ο αδελφός μου (που όλως τυχαίως πετούσε για Ισπανία την επομένη να δει το αίσθημα!). Ήταν επιτακτική ανάγκη να πήγαινα. Η καρδιά της πάλι! Την προλάβαινα δεν την προλάβαινα! Μπήκα λοιπόν στο πρώτο αεροπλάνο την επομένη (μοσχοπλήρωσα και το εισιτήριο!) και έφυγα άρον άρον από το νησί. Η ίδια επέμεινα οι άλλοι δύο να μείνουν, αφού είχαμε ήδη πληρωμένες άλλες τρεις διανυκτερεύσεις. Κρίμα ήταν να ξεσηκωθούμε όλοι και να χάσουμε τα λεφτά! Στο βάθος ήμουν σίγουρη ότι ήταν άλλη μία κρίση ανασφάλειας της μάνας μου που έτρεμε στην ιδέα να λείπουν συγχρόνως και τα δύο της παιδιά.

Πόσο λυπήθηκα που αναγκάστηκα να φύγω εσπευσμένα πριν προλάβω να χαρώ την πανέμορφη Σαντορίνη! Ίσα που κατάφερα την τελευταία μέρα να απολαύσω το θεσπέσιο ηλιοβασίλεμα στη μαγευτική Οία! Τώρα μιλάμε για εποχή (αρχές των ‘90’s) που τα κινητά ήταν στα σπάργανα και τις φωτογραφίες τις τραβούσαμε με φωτογραφικές μηχανές με φιλμ που πηγαίναμε στο φωτογραφείο να μας τις εμφανίσουν με αναμονή μερικών ημερών. Ο φωτογράφος μάλιστα, τις πιο εντυπωσιακές, τις εξέθετε στη βιτρίνα του καταστήματός του.
Μία ωραία πρωία λοιπόν, αφού γύρισαν και οι υπόλοιποι εκδρομείς, τηλεφώνησα στην κολλητή να με περιμένει για καφέ. Καθώς πήγαινα στο σπίτι της κουμπάρας λοιπόν, στο φωτογραφείο της γειτονιάς της, βλέπω σε μεγάλη φωτό το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα της Οίας που όμοιό του δεν υπάρχει. Κάθισα να το χαζέψω χαμογελώντας ισχνά με ένα νοσταλγικό βλέμμα. Μπροστά από τον άρχοντα Ήλιο, που έδυε με τόση χάρη, στεκόταν ένα φανερά ερωτευμένο ζευγάρι που φιλιόταν με πάθος στο στόμα.

Ώπα, αυτό το παρδαλό πουκάμισο, που επίσης όμοιό του δεν υπάρχει, καθώς το είχε φέρει ο αδελφός μου από ένα ταξίδι του στην Ισπανία, κάπου το ξέρω! Όπως και αυτό το ολομέταξο βυσσινή πουκάμισο που ξέχασα στη Σαντορίνη, φεύγοντας βιαστικά και δια μαγείας χάθηκε δια παντός! Αυτός ήταν σίγουρα ο Άγγελος, αλλά δίπλα του σίγουρα δεν ήμουν εγώ! Εγώ είχα κοντά μαύρα μαλλιά, αγορίστικα και αυτή στη φωτό είχε μακρύ, σγουρό, πυρόξανθο μαλλί, ίδιο με της κουμπάρας! Και όχι μόνο φορούσε το ρούχο μου, αλλά το ‘σούφρωσε’ κιόλας!
Να πω την αλήθεια περισσότερο στεναχωρήθηκα που έχασα το πουκάμισο παρά τον Άγγελο! Φύλαγε τα ρούχα σου να ‘χεις τα μισά που λέει και η παροιμία!

Την ώρα εκείνη που είχα απομείνει στήλη άλατος, χαζεύοντας αποσβολωμένη τη φωτογραφία, να ‘σου φάντης μπαστούνης και ο κουμπάρος που είχε περάσει από το πρώην σπίτι του να πάρει μερικά πράγματα.

«Θωμά κοίτα εδώ στη φωτογραφία! Αυτοί οι δύο τα’ χουνε! Τα φτιάξανε στη Σαντορίνη!»

«Το ξέρω Μαίρη! Τα έχουνε φτιάξει καιρό τώρα. Πριν τη Σαντορίνη! Γι αυτό μ’ έδιωξε από το σπίτι η Λένα».

«Γιατί δεν είπες τίποτα ρε γαμώτο, να με προειδοποιήσεις!»

«Νόμιζα ότι το είχες καταλάβει και περίμενες να τους περάσει, όπως κι εγώ εξάλλου. Μπορεί να μην είναι σοβαρό. Η Λένα το ‘χει ξανακάνει, με τον καλύτερο φίλο μου»

«Α τόσο καλά! Εσύ Θωμά μου μπορεί να το γουστάρεις το κέρατο, αλλά εγώ δεν το σηκώνω!».

Μπούκαρα μέσα στο φωτογραφείο σαν μαινόμενος ταύρος. Ακούμπησα ένα πεντοχίλιαρο (ήταν ακόμα οι δραχμές τότε!) πάνω στον πάγκο και εξήλθα με την φωτογραφία ανά χείρας.

«Είσαι καλά; Τι πας να κάνεις;», απόρησε ο Θωμάς.

«Εγώ μια χαρά είμαι. Εσύ τράβα πάγιενε στη δουλειά σου, μη σε κρατάω! Ο Βασίλης σε περιμένει»

«Ποιος Βασίλης καλέ;»

«Μα ο Άγιος Βασίλης φυσικά! Ψάχνει για τάρανδους να σύρουν το έλκηθρο τα Χριστούγεννα. Κι εσύ με κάτι κέρατα… ΝΑ, μετά συγχωρήσεως, σίγουρα θα προτιμηθείς!»

Παράτησα πίσω τον -τα θέλει ο κώλος του- κερατά και συνέχισα για το σπίτι της κουμπάρας, με το κάδρο υπό μάλης.

Το σπίτι ήταν διώροφο. Κάτω έμενε η μάνα της, άλλη σκρόφα από ‘κει που της έκανε πλάτες και πάνω η αφεντιά της. Ήταν μια παλαιού τύπου γειτονιά χωρίς τις θεόρατες πολυκατοικίες, που ο κοινωνικός ιστός ήταν συνεκτικός, οι άνθρωποι καλημερίζονταν, γνωριζόντουσαν οικογενειακώς, αλληλοβοηθιόντουσαν και όπου… τίποτα δεν έμενε κρυφό!

Φτάνω κάτω από το παραθύρι της λοιπόν και αρχίζω να τσιρίζω:

«Κουμπάρα, κουμπαρούλα βγες που σου ’φερα ένα δωράκι! Έλα καλέ και είναι μαζεμένες και οι γειτόνισσες και τα λένε. Βγες να το δούνε κι αυτές!»

«Τι φωνάζεις έτσι ρε κολλητή! Ανέβα πάνω! Ο καφές είναι έτοιμος. Καλά τι κουβαλάς εκεί; Έχω γενέθλια και το ξέχασα;», ξέσπασε σε γέλια.

«Αμ, ξινά θα σου βγουν τα γελάκια, κιόσα ε κιόσα!», μουρμούρισα σιγανά.

«Να, είναι μια φωτογραφία από τη Σαντορίνη όπου εσύ φοράς το μεταξωτό μου πουκάμισο, είσαι αγκαλιασμένη και φιλιέσαι με πάθος στο στόμα… Με τον άντρα μου

Αυτή πάνιασε σαν το σεντόνι. Οι κυράτσες άρχισαν το σούσουρο. Η μάνα της κλειδαμπαρώθηκε. Εγώ αποχώρισα με το τρόπαιό μου και κίνησα για τη δουλειά του λεγάμενου. Δεν υπήρχαν τότε τα κινητά να ενημερωθεί εγκαίρως ‘για τα χαμπέρια’. Κατά διαβολική σύμπτωση ούτε το σταθερό τηλέφωνο λειτουργούσε την ημέρα αυτή στο τμήμα που δούλευε, γιατί κάτι είχε πάθει η γραμμή. Τον εξευτέλισα κι αυτόν μπροστά στους συναδέλφους και πήρα των ομμάτιον μου και έφυγα. Με αυτόν ζούσαμε στο ενοίκιο, παιδιά-σκυλιά δεν είχαμε, η μοιχεία δεν πιανόταν πια, κοινή περιουσία δεν μοιραζόμασταν. Πήγα σε ένα δικηγόρο και του είπα να εκδοθεί διαζύγιο όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν του έδωσα καν ευκαιρία να απολογηθεί. Τον σιχαινόμουν. Κι αυτόν κι αυτή. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω και να μην τους αντίκριζα ποτέ ξανά.

Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι από τα χαρτιά του διαζυγίου και υπέγραφα τα χαρτιά του δεύτερου γάμου μου, ούσα τριών μηνών έγκυος. Κοίταξα μπροστά.  Πήρα τη μάνα μου και έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου. Τον Αριστείδη, μου τον γνώρισε μία συνάδελφος στην καινούργια μου δουλεία, στον νέο μου τόπο κατοικίας. Είχα κάψει κάθε γέφυρα με το παρελθόν. Με βρήκε όμως αυτό… δια θαλάσσης!
Αρκετά χρόνια είχα κυριολεκτικά χαραμίσει με τον Άγγελο. Μία αφορμή ζητούσα στην ουσία να τον παρατήσω. Από την αρχή του κοινού μας βίου θέλαμε τελείως διαφορετικά πράγματα. Εγώ μία ήσυχη ζωή και οικογένεια, στην επαρχία κι αυτός να ζει στο κέντρο της Αθήνας μέσα στη βαβούρα, χωρίς υποχρεώσεις και σκοτούρες. Κάθε μέρα εξόδους και dolce vita. Μας ένωσε ένας επιπόλαιος έρωτας, μία βεβιασμένη απόφαση γάμου και μία κενή από κοινά ενδιαφέροντα ζωή. Το μόνο που άρεσε και στους δύο ήταν τα ταξίδια και οι εξορμήσεις! Τον υποψιαζόμουν για παρασπονδίες κατά καιρούς, αλλά αυτή με την Λένα υπερέβη τα εσκαμμένα! Εδώ δε μιλούσαμε για απιστία, αλλά για καθαρή προδοσία!

Η μεγάλη πλάκα ήταν ότι δεν ήθελε να χωρίσουμε! Έπεσε στα πόδια μου να τον συγχωρήσω! Μου ‘λεγε να μετακομίσουμε στο χωριό, να κάνουμε μωρό και να τα ξεχάσουμε όλα. Όχι αγοράκι μου. Σε σαθρό οικοδόμημα δε χτίζεις μια καινούργια ζωή. Τράβα στην ‘δυο φορες την εβδομάδα’ κουμπάρα και άδειασέ μας τη γωνιούλα της ζωής μας. Χωρίσαμε κάκιστα, με βαριές κουβέντες εκατέρωθεν. Κι αυτής της μουσίτσας δε της χαρίστηκα. Έγινα μια κανονική κατίνα και την εξευτέλισα σε όλη της τη γειτονιά! Το ευχαριστήθηκα! Τον καημένο το φωτογράφο λυπήθηκα που τα ’βαλε μαζί του η κάργια. Μέχρι που τον απείλησε με μήνυση που την εξέθεσε στη βιτρίνα του!
Αμ, η ίδια εξέθεσε τον εαυτό της με τα καμώματά της!

Είκοσι χρόνια είχαν περάσει από τότε. Είκοσι ολόκληρα χρόνια! Εγώ έφυγα από την Αθήνα, δεν κράτησα επαφή με κανέναν απολύτως κοινό γνωστό και ούτε ήξερα, ούτε με ενδιέφερε να μάθω οτιδήποτε γι’ αυτούς. Αν ήταν μαζί, αν χώρισαν, αν ζούσαν ή αν είχαν ψοφήσει! Μου ήταν παντελώς αδιάφορο.

Μετά από αυτές τις διευκρινίσεις πίσω στην εξιστόρηση της Σαντορίνης…

Στην επικείμενη συνάντηση με τους γονείς του κοριτσιού, τα μάτια μου δε με γέλασαν. Ήταν όντως αυτοί. Το κορίτσι που ερωτεύτηκε ο γιος μου ήταν η κόρη τους. Γι’ αυτό κάτι μου θύμιζε η φυσιογνωμία της!

Μείνανε κόκκαλο μόλις με είδαν. Ήμουν αναγνωρίσιμη. Ίδιο σωματότυπο, ίδιο κοντό μαλλί, ίδιο στυλ. Εγώ παρέμεινα ψύχραιμη. Τους είχα εντοπίσει από πριν και αυτός ο ελάχιστος χρόνος με βοήθησε να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου και έτσι δεν με κατέλαβε η κατάσταση εξαπίνης. Ο Αριστείδης δεν πήρε πρέφα τίποτα, γιατί όλες τις φωτογραφίες του ακατανόμαστου τις είχα κάνει φύλλο και φτερό. Ούτε ποτέ του είχα πει λεπτομέρειες για το χωρισμό μου. Η ίδια επίσης δεν είχα δείξει ποτέ ενδιαφέρον ή περιέργεια για τις προηγούμενες σχέσεις του. Συμφωνήσαμε με τον Αριστείδη να ξεκινήσουνε την κοινή μας ζωή tabula rasa, άγραφος πίνακας-καθαρή σελίδα.

Στην αμήχανη αυτή συνάντηση, οι τρεις μας το παίξαμε άνετοι και πολιτισμένοι στις ελάχιστες κουβέντες που ανταλλάξαμε. Αυτή βέβαια πάνιασε μόλις με είδε, όπως τότε με το ‘δωράκι’ κι αυτός είχε ένα χαζό ύφος που παρ’ ολίγον να καρφωθεί. Μετά έβαλα μπρος το σατανικό σχέδιο. Ουδεμία περίπτωση υπήρχε να τους ανεχόμουν έστω για πέντε λεπτά ακόμα!

«Κάνε ότι σου πω και θα τσιμπήσεις πενήντα ευρώ!», ψιθύρισα στο αυτί του μικρού μας γιου. Αυτός, φυσικά συμφώνησε!

«Τι έπαθες αγόρι μου; Δεν αισθάνεσαι καλά; Πάμε στο δωμάτιο! Εμάς μας συγχωρείτε! Θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή. Εσύ Αλέξη μου, μείνε με την παρέα! Θα φροντίσουμε εμείς τον αδελφό σου! Αριστείδη, πάμε!». Ο άντρας μου και ο μεγάλος μου γιος έμειναν στήλη άλατος αλλά δεν τους έδωσα πολλά περιθώρια να αντιδράσουν. Όπου φύγει, φύγει.

Το ζεύγος των αχώνευτων έδειξε σημάδια ανακούφισης, Παραδέχομαι ότι είμαι πανούργα!

Δεν επιδίωξα συνάντηση μαζί τους πάλι. Ευτυχώς την μεθεπόμενη μέρα θα φεύγαμε από το νησί. Αυτοί θα έμεναν κι άλλο. Και μαζί ο Αλέξης. Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Ήταν πλέον ενήλικας. Και την είχε δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα!

«Επιπόλαια καλοκαιρινά φλερτ!», ήθελα να πιστέψω.

Για καλή μου τύχη κάπως έτσι εξελίχτηκε. Πέρασαν σε διαμετρικά αντίθετες σχολές. Στην αρχή κράτησαν επαφή, κανόνιζαν να βρίσκονται κάπου στη μέση της απόστασης που τους χώριζε. Μετά κουράστηκαν, ήταν οι εξεταστικές, η φοιτητική ζωή, η γνωριμία με άλλους ανθρώπους, η δική μας προϊστορία που βγήκε στη φόρα, χωρίς τις πικάντικες λεπτομέρειες βέβαια. Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.

Μόνο ένας πολύ δυνατός έρωτας που έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου και έχει βγει αλώβητος μπορεί να αντέξει. Όταν το αποφασίσει η μοίρα τα απίθανα γίνονται πιθανά και τα αδύνατα δυνατά.

Με τον Άγγελο δεν ήταν γραφτό να συναντηθούμε είκοσι ολόκληρα χρόνια. Πόσες φορές είχα τρέξει τη μάνα μου στην Αθήνα σε γιατρούς! Ο ένας μάλιστα γειτόνευε με την υπηρεσία του Άγγελου! Ήταν γραφτό όμως να συναντηθούμε στο νοτιότερο σημείο των Κυκλάδων… Μέσα στα δισεκατομμύρια των ανθρώπων έμελλε ο γιος μου να γνωρίσει και να αγαπήσει τη δική του κόρη. Δεν ήταν γραφτό να κάνουμε μαζί ένα παιδί. Ήταν γραφτό όμως να μοιραστούμε ένα εγγόνι. Αυτό ήταν το γραφτό… Και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!

Δέκα χρόνια μετά από το ταξίδι αυτό στη Σαντορίνη ετοιμάζουμε από κοινού γαμο-βάφτιση με το ζευγάρι των αχώνευτων. Η εγγονούλα μας θα ονομαστεί Μαριλένα, παίρνοντας τα ονόματα των γιαγιάδων της. Οι σχέσεις μου με τους συμπεθέρους είναι καθαρά τυπικές.

«Χατήρι του βασιλικού ποτίζεται και το παλιοτσούκαλο», που λένε και στο χωριό μου.

Ο γιος μου είναι ευτυχισμένος και το κορίτσι είναι όντως εξαιρετικό. Από αγκάθι βγαίνει ρόδο και από ρόδο αγκάθι, που λέει και ο σοφός λαός μας. Δεν θα έκανα τίποτα να υπονομεύσω την ευτυχία του παιδιού μου για έναν πληγωμένο εγωισμό.

Στη δεξίωση του γάμου με πλησίασε ο Άγγελος. Ήταν την ώρα που είχα σηκωθεί από την καρέκλα του τραπεζιού και είχα πάει στο μπαρ να ανανεώσω το ποτό μου.

«Συγγνώμη για όλα. Να ξέρεις δεν σε ξεπέρασα ποτέ. Τα πράγματα θα μπορούσαν….»

Όσην ώρα μυξοαπολογιόταν ο Άγγελος, ο οποίος τα είχε ‘τσούξει’ κιόλας, με την άκρη του ματιού μου έπιασα την πρώην κουμπάρα και νυν συμπεθέρα να έχει ξεμοναχιάσει στο μπαλκόνι του κέντρου, όπου είχαν βγει για τσιγάρο, τον Αριστείδη. Παράτησα σύξυλο τον Άγγελο να παραλογάει.

Δεν πίστευα στα μάτια μου! Στους ώμους της είχε ριγμένο το μεταξωτό μου σάλι που είχα αφήσει στην καρέκλα μου. Έτρεξα να προλάβω το κακό. Από τη μία να μη χάσω άλλο ένα ακριβό ρούχο και από την άλλη να μην χάσω άλλον έναν σύζυγο! Φύλαγε τα ρούχα σου… να έχεις τα μισά!

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: