«Μαμά μ’ έπρηξες μ’ αυτόν τον τραχανά. Μη μου ξαναστείλεις. Δε μ’ αρέσει σου λέω!».
Από φοιτήτρια ακόμα, σε κάθε δέμα της έβαζε κι ένα γυάλινο βαζάκι τραχανά. Τον μισούσε τόσο πολύ, μαζί με οτιδήποτε προερχόταν από το άθλιο χωριό απ’ όπου ξεκίνησε. Λάσπη και κουτσομπολιό. Αυτά πήρε από ‘κει και πάσχισε χρόνια να τα αφήσει πίσω. Και τώρα στα 42 της , διευθυντικό στέλεχος σε μεγάλη διαφημιστική, τα είχε επιτέλους καταφέρει.
Η ντουλάπα της ήταν γεμάτη επώνυμα ρούχα, σούπερ μισθός, δικό της ρετιρέ και μια υπέροχη κορούλα. Στο χωριό είχε να πατήσει το πόδι της πάνω από δεκαετία. Ανέβαινε κάποτε για Χριστούγεννα και Πάσχα. Μετά το άφησε κι αυτό. Δεν άντεχε ούτε λεπτό τη φτώχεια και τη μιζέρια κι έτσι έβρισκε πάντα δικαιολογίες.
Μα κι αυτή η γυναίκα, η μάνα της. Όλο μες στη μίρλα. Έτσι τη θυμόταν. Κουρασμένη απ’ το χωράφι και το ράψιμο. Έφερε στο νου παλιά τις παρελάσεις. Τι ήθελε κι ερχόταν; Με το δάκρυ να τρεμοπαίζει, κακοντυμένη κι ασουλούπωτη, να καμαρώσει λέει την κόρη, σημαιοφόρο.
Κι αυτά τα δέματα με τα αυγά και τα κοτόπουλα για την εγγονή της. Λες και είμαστε στην κατοχή.
Είχε έρθει στην Αθήνα να τους δει πριν λίγους μήνες. Αδύναμη της φάνηκε, αλλά δεν πολυασχολήθηκε. Είχε τόσα στο νου της. Η μικρή ενθουσιάστηκε, εκείνη όμως δεν την ήθελε μες στα πόδια της. Πέρασε ο βοηθός του λογιστηρίου να πάρει τα χαρτιά και του έδωσε μια χούφτα φουντούκια. Θεέ και κύριε! Ποιος δίνει στις μέρες μας φουντούκια; Και γιατί στο καλό τον κάλεσε να μπει μέσα να τον κεράσει;
Όλο αυτό το μελόδραμα… Ο πόνος στα μάτια της για το διαζύγιο, λες κι ήταν δικός της άντρας. Άει σιχτίρ πια!
Η είδηση την βρήκε την ώρα ενός πολύ σημαντικού μίτινγκ. Η αδελφή της στο τηλέφωνο. Δεν το σήκωσε φυσικά, είδε όμως το μήνυμα.
«Αλίκη, χάσαμε τη μάνα. Ανέβα στο χωριό».
Το πήρε πιο πολύ σαν διεκπεραίωση. Έπρεπε να πάει, δε γινόταν αλλιώς. Στην κηδεία ήταν ψυχρή, ούτε καν να προσποιηθεί δε μπόρεσε. Όλοι αυτοί, θείες, ξαδέλφια… Δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις, ούτε σκόπευε να αποκτήσει.
«Μα πώς έγινε;» ρώτησε μονάχα μια στιγμή την αδελφή της. Δεν ήταν δα και τόσο μεγάλη, ούτε 75.
«Τι εννοείς πώς έγινε ρε Αλίκη; Είχε καρδιακή ανεπάρκεια η μάνα μας».
Α, ναι, το είχε σχεδόν ξεχάσει. Η μάνα ποτέ δεν αναφερόταν σε αυτό αν και χρόνια υπέφερε. Αναχώρησε την ίδια μέρα μετά την κηδεία. Στα εννιάμερα δεν πήγε καν. Προφασίστηκε επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό.
Δύο μήνες μετά, η Αλίκη έφευγε ένα απόγευμα από τη δουλειά μες στα νεύρα. Πόσο ανίκανοι ήταν οι βοηθοί της! Κι αυτή η σκύλα η γραμματέας του Προέδρου, καρφί κι ανταγωνιστική. Όλα έπρεπε να περνούν από κείνη και να ‘χει τα μάτια της δεκατέσσερα. Και τώρα να τρέξει σπίτι να μαγειρέψει κάτι στα γρήγορα.
Στις 20:00 ο Γιάννης θα έφερνε πίσω τη μικρή. Της έλειπε η μικρούλα τα διήμερα που περνούσε με τον πατέρα της και τη νέα του σύντροφο. Ξεφύσηξε απελπισμένα. Στο σούπερ μάρκετ στην Κηφισίας έκανε στάση. Ένα σπαγγέτι με παρμεζάνα και σάλτσα, σκέφτηκε. Ίσως της κάνω και λίγα κεφτεδάκια, θα δω. Έτρεξε αγχωμένη στους διαδρόμους. Κοίταξε το πακέτο με τα ζυμαρικά την ώρα που έφτανε σχεδόν στο ταμείο. Ανάθεμα. Δεν ήταν πένες.
Γλυκός τραχανάς Λαμίας, διάβασε στην ετικέτα. Και τότε ξαφνικά ο χρόνος πάγωσε. Μετά βίας σύρθηκε ως το αυτοκίνητο. Κι όταν πια κλείδωσε τις πόρτες, ξέσπασε σε αναφιλητά.
«Μαμά, μανούλα μου, πού είσαι μωρέ μάνα;»
Έσφιξε το πακέτο τον τραχανά στην αγκαλιά της κι όλη η πίκρα για όσα δεν πρόλαβε να κάνει, να εξομολογηθεί, βγήκαν σε ένα κλάμα δίχως σταματημό. Για τη μάνα της που δε θα ξαναβλέπε ποτέ πια, για τη μοναξιά και το φόβο της αποτυχίας που ένιωθε και ντρεπόταν να μοιραστεί.
Το κινητό χτυπούσε πολλή ώρα πριν το σηκώσει.
«Έρχομαι Γιάννη, απάντησε. Κόλλησα στην Κηφισίας».
Η μικρή της, την αγκάλιασε με λαχτάρα.
«Μανούλα πεινάω» είπε. «Θα μου παραγγείλεις κάτι;»
Της χαμογέλασε φιλώντας την γλυκά.
«Σήμερα θα σου μαγειρέψω εγώ Αννούλα» της απάντησε.
Και πάνω από ένα πιάτο ζεστό τραχανά, μαμά και κόρη μοιράστηκαν ιστορίες πολλές για το χωριό, την γιαγιά Άννα, τη μικρή Αλίκη που ξεκίνησε με όνειρα πολλά κι ήθελε τόσο πολύ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, αλλά δεν έμαθε τον τρόπο ν’ ανοίγει την καρδιά της. Μίλησαν και για τις χαραγματιές, που όταν τις αφήνουμε ανοιχτές, γίνονται πληγές βαθιές που δύσκολα γιατρεύονται. Κι έδωσαν την υπόσχεση ότι δε θα αφήσουν τίποτε, ποτέ, να μπει ανάμεσά τους…