,

Ταξίδι στην Ιαπωνία

Πετούσα πάνω απ’ το Αιγαίο, ο αέρας τέντωνε το δέρμα στο πρόσωπό μου και κάθε ανάσα που έπαιρνα είχε τη γεύση της αλμύρας. Τα πλοία από κάτω, μου έμοιαζαν με μικρές σαπουνοθήκες και τα θαλασσοπούλια πετούσαν πλάι μου, χορεύοντας βαλς. Είχα φύγει εδώ και ώρες, αλλά δεν είχα δει τίποτα ακόμα. Σκόπευα να φτάσω στην Κίνα, να δω το Σινικό τείχος από κοντά, να φτάσω στην Ιαπωνία και να απολαύσω τα άνθη των κερασιών. Είχα σκοπό να φτάσω μακριά, αλλά κάτι που έπεσε από τα σύννεφα με έκανε να ταραχτώ. Πέταξα γρηγορότερα προς το μέρος του και το έπιασα στο τσακ. Ήταν ένα… παιδί κι αν το άφηνα να συνεχίσει την πτώση του, θα διαλυόταν στα κύματα σαν τραγούδι αποχωρισμού.

«Μη φοβάσαι» είπα. «Σ’ έπιασα».

Έτρεμε στα χέρια μου, τα νύχια του γαντζωμένα στη ρόμπα μου. Ήταν μόλις δώδεκα χρονών, ίσως λιγάκι μεγαλύτερο. Είχε μαύρα μαλλιά και πρόσωπο χλωμό, αγαλμάτινο.

«Δεν θέλω να πεθάνω» ψέλλιζε. «Μαμά… Μαμά…».

«Τι συνέβη;».

Έγειρε και με κοίταξε με τα γαλάζια μάτια του. Του πήρε μερικές στιγμές να συνηθίσει το άγνωστο πρόσωπό μου.

«Χτύπησα με το ποδήλατο μου» είπε. «Πήγα στο νοσοκομείο, αλλά καθώς με μετέφεραν κάπου μ’ ένα καρότσι αποκοιμήθηκα και βρέθηκα εδώ… Είμαι νεκρός;».

«Όχι» απάντησα γλυκά. «Όχι ακόμα, έστω».

«Πώς το κάνεις αυτό;» με ρώτησε, σκουπίζοντας τα μάτια του.

«Το πέταγμα; Είναι απλό. Σκέψου ότι βρίσκεσαι σ’ ένα όνειρο και κάνε αυτό που θες».

«Βρισκόμαστε σε όνειρο;».

«Όλη μας τη ζωή, χρυσό μου» αποκρίθηκα κι άφησα σιγά-σιγά το παιδί από τα χέρια μου. «Όλη μας τη ζωή… Σκέψου ότι μπορείς να το κάνεις και θα το κάνεις, αλλά σκέψου δυνατά».

Το παιδί κατάφερε να αιωρηθεί για λίγο, έχασε την ισορροπία του κι ύστερα τη ξαναβρήκε. Πετάξαμε για λίγο μαζί κι άφησα τον εαυτό μου να πιστέψει ότι θα το είχα για παρέα στα ταξίδια μου. Ίσως να μην έμενε για πολύ εδώ, αλλά θα είχα έναν άνθρωπο για να μοιραστώ μαζί του την ομορφιά του κόσμου σήμερα.

«Χτύπησες κι εσύ;» ρώτησε το παιδί.

«Όχι ακριβώς. Εγώ έρχομαι εδώ γιατί στην πραγματική ζωή δεν μπορώ να κάνω και πολλά».

«Τι εννοείς;» ρώτησε το παιδάκι, αλλά δεν πρόλαβα να του απαντήσω, γιατί εξαφανίστηκε με ένα δυνατό φύσημα του αγέρα. Και τότε άκουσα τη φωνή της Μαρκέλλας.

«Κυρία Τζίνα, πού ταξιδεύετε πάλι;».

Έκλεισα τα μάτια, τα ξανάνοιξα, και βρέθηκα μπροστά στην νοσοκόμα που με φρόντιζε επί δύο χρόνια τώρα, στο ίδρυμα μέσα στο οποίο ήταν φυλακισμένο το κορμί μου.

«Στην Ιαπωνία» απάντησα και κοίταξα το μεσημεριανό που μου ‘χε φέρει.

Φιδές σούπα. Ξανά. Μπλιάχ.

BluezGuest

Απάντηση


%d