Ο Γιάννης, ή αλλιώς Τζων, ήταν οικονομικός μετανάστης. Τα πολλά λεφτά τα έκανε, εκεί, στην Αμερική, τότε που θεωρείτο η γη της Επαγγελίας. Έφυγε από την Ελλάδα, τη δεκαετία του εξήντα, αφήνοντας πίσω μία χρεοκοπημένη επιχείρηση και παίρνοντας μαζί τους δύο ανήλικους γιους του και τη Φρόσω, την ξινή και ψηλομύτα γυναίκα του. Το σόι του έλεγε ότι εξαιτίας της φαλίρισε η επιτυχημένη επιχείρηση που είχε στήσει μόνος του, τόσο πολυέξοδη και επηρμένη που ήταν η συμβία του. Λούσα, φιγούρα, εξόδους και άγιος ο Θεός. Η γυναίκα του την είχε δει μεγάλη κυρία και για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία της τον κυνηγούσαν προμηθευτές, δοσατζήδες, τοκογλύφοι. Όποια πέτρα και να σήκωνες από κάτω ήταν κάποιος στον οποίο χρωστούσε λεφτά ο Γιάννης.
Η κυρά Μαρίκα, η μάνα του Γιάννη, προκειμένου να τον σώσει από όσους τον κυνηγούσαν για να πληρωθούν, έγραψε στον αδελφό του αντρός της, τον Αρίστο, στη Νέα Υόρκη. Ο Αρίστος ήταν ένα γεροντοπαλίκαρο, που είχε φύγει για την Αμερική ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του. Του έκανε ‘πρόσκληση’ αυτός ο άκληρος μπάρμπας του και έτσι έφυγε ο Γιάννης, ο μετονομαζόμενος Τζων, για την Αμερική. Κουτί του ήρθε αυτή η ευκαιρία. Αλλιώς θα ήταν να τον κλαίνε οι ρέγγες και όχι μεγάλος και τρανός όπως έγινε στη συνέχεια. Την εποχή αυτή, η Αμερική ήταν η Μέκκα του καταναλωτισμού. Η Φρόσω θαμπώθηκε από τα πολυκαταστήματα. Ο Γιάννης όμως της τα μάζεψε τα λουριά της λεγάμενης. Η Φρόσω ζητούσε διαμάντια και γούνες αλλά επ ουδενί δε θα επέτρεπε ο Γιάννης να την πατήσει πάλι και να του ξανακαεί η δική του γούνα. Στην Αμερική δεν μπορούσε πια να τον απειλεί η Φρόσω ότι θα έπαιρνε τα παιδιά και θα πήγαινε στη μάνα της έτσι και δεν ικανοποιούσε το κάθε της ακριβό καπρίτσιο. Δεν μπορούσε η κυρά Φρόσω να πάει πουθενά, δεν ήξερε κανέναν, δεν ήξερε τη γλώσσα και δεν είχε μία στην τσέπη της. Ο Γιάννης φρόντισε να τη ‘γκαστρώσει’, όπως τον συμβούλεψε η μάνα του στο μηνιαίο ρεπόρτο τους μέσω αλληλογραφίας και μετά να τη ‘στρώσει’ στη δουλειά. Τέρμα το καθισιό που ήξερε στην Ελλάδα. Η Αμερική απαιτούσε δουλειά, σκληρή δουλειά απ’ όλους. Ο θείος δεν ήταν διατεθειμένος να τους φορτωθεί στο σβέρκο του για πολύ. Τα αγόρια, που ήταν στην πρώιμη εφηβεία, σήκωσαν κι αυτά μανίκια. Η δε Φρόσω, αντί για μανίκια, ήταν έτοιμη να σηκώσει ‘μπαϊράκι’ μα δεν την έπαιρνε πια.
Ο Γιάννης και η φαμίλια του άρχισαν να ορθοποδούν. Έφυγαν από το στενό καμαράκι που τους παραχώρησε αρχικά ο θείος και μετακόμισαν σε ένα φτηνό apartment (διαμέρισμα). Οι μήνες πέρασαν και η Φρόσω γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Επέμενε να δώσει το όνομα της μάνας της. Εκεί όμως δεν ήταν Ελλάδα, που περίμεναν να βαπτιστεί το παιδί για να πάρει επισήμως το όνομα. Στην Αμερική η ονοματοδοσία γινόταν στο μαιευτήριο, μόλις γεννιόταν. Μέχρι να συνέλθει η Φρόσω από τον τοκετό και να καταλάβει τι της γίνεται, το ‘Μαρικάκι’, η Maria δηλαδή, είχε πάρει και με τη βούλα το βαπτιστικό όνομα της γιαγιάς της, της Μαρίκας. Αφρούς έβγαζε η Φρόσω. Συγχύστηκε τόσο πολύ που της κόπηκε το γάλα, όπως διατεινόταν. Η πανούργα Φρόσω βέβαια ήξερε για το γάλα σε σκόνη που χρησιμοποιείτο ευρέως στην Αμερική και εξαρχής δεν σκόπευε να θηλάσει τη μικρή. Φοβόταν ότι θα χαλούσε το στητό της στήθος που με κάτι πανάκριβες κρέμες (τις οποίες χρωστούσε ακόμα!) κατάφερε να διατηρήσει ακμαίο μετά τις δύο πρώτες γέννες. Είχε μάθει επίσης για τα αντισυλληπτικά χάπια. Θα έπαιρνε άμεσα. Δεν είχε σκοπό να γεννοβολάει αβέρτα! Χώρια που η συγκεκριμένη γέννα την ταλαιπώρησε πολύ! Το μωρό αυτό ήταν πολύ ζόρικο (Και που να δεις ταλαιπωρία στη συνέχεια Φροσάρα!).
Τα χρόνια περνούσαν… Το φτηνό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα που αντικατέστησε το καμαράκι έδωσε με τη σειρά του τη θέση του σε ένα ιδιόκτητο σπίτι μεσαίας κατηγορίας. Το αμερικάνικο όνειρο άρχιζε δειλά δειλά να αποκτά σάρκα και οστά. Είχαν βέβαια το δάνειο να πληρώσουν για να το διατηρήσουν και να γίνει ολόδικό τους. Γι’ αυτό ο Τζων έστρωσε ακόμα περισσότερο τα αγόρια στη δουλειά, που είχαν μπει για τα καλά στην εφηβεία και ήταν κοτζάμ άντρες πια. Όσο σκληρός και ανάλγητος ήταν με τα παλικάρια του, τόσο μαλακός και επιεικής ήταν, αργότερα, με τη Μαιρούλα του, την πριγκηπέσα του. Τα χαστούκια, και το ζωνάρι ακόμα, ήταν συνήθης τακτική έτσι και λουφάριζαν οι γιοι του ή έκαναν ότι έβγαζαν γλώσσα. Ο Τζων έπρεπε να αποδείξει στον άκληρο θείο, ότι η φαμίλια του ήταν άξια όχι μόνο να κρατήσει αλλά και να ανθίσει τη μπίζνα που έστησε ο ίδιος από το μηδέν στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν έφτασε λαθραίος στο Αμέρικα απένταρος και κυνηγημένος. Παράλληλα, ο Γιάννης έπρεπε να παραγκωνίσει κάτι πρωτοξάδελφα που ζήλεψαν και εκλιπαρούσαν κι αυτά το θείο για ‘πρόσκληση’, σε μία εποχή μάλιστα που τα πράγματα είχαν ζορίσει πολύ στην Ελλάδα και η φυγή στο εξωτερικό ήταν μία πολύ βολική διέξοδος.
Το μικρομεσαίο σπίτι, μία δεκαετία μετά, αντικαταστάθηκε από ένα mansion, κοινώς έπαυλη, σαν αυτή στη θρυλική ‘Λάμψη’. O θείος είχε αποδημήσει αφήνοντας μοναδικό κληρονόμο τον Τζων (ο οποίος παρεμπιπτόντως έφερνε λίγο στον Γιάνγκο Δράκο!). Η επιχείρηση είχε επεκταθεί. Τα αγόρια είχαν ενηλικιωθεί. Ο ένας μάλιστα είχε κιόλας παντρευτεί. Ήταν υπεύθυνοι και επιβλέποντες των νέων καταστημάτων της οικογενειακής εταιρείας. Η Φρόσω, με κάτι κουτσογράμματα που ήξερε και την ευχέρεια στη γλώσσα που είχε πλέον αποκτήσει, προσέφερε με τη σειρά της στην επέκταση και ανθοφορία των μαγαζιών τους. Τώρα μάλιστα που έβλεπε πόσο δύσκολα έβγαιναν τα χρήματα, είχε γίνει οικονόμα από σπάταλη! Τη σκυτάλη των αλόγιστων εξόδων την είχε πάρει πια η Μαίρη, μιας και ήταν η μόνη, που με τις πλάτες του μπαμπά της έκανε ζωάρα! Κανείς δεν τολμούσε να της κάνει παρατήρηση. Έτρεχε αμέσως και μυξόκλαιγε στον daddy (μωρέ σύμπτωση… κι αυτή θυμίζει κάτι από Τατιάνα Δράκου… για τους μυημένους) .
«Όποιος τολμήσει να μου στενοχωρήσει το κορίτσι, έχει να κάνει μαζί μου!», τόνιζε ο Γιάννης, δείχνοντας το ζωνάρι, παράλληλα ( Όπα ρε νταή, οι γιοι σου είναι άντρες πια, σιγά μη κάτσουν να τις φάνε από σένα!).
Τα αγόρια είχαν τόση διαφορά ηλικίας με την αδελφή τους που ποτέ δεν ανέπτυξαν αδελφικό συναισθηματικό δέσιμο με το spoiled brat (κακομαθημένο). Θεωρούσαν βέβαια κοροϊδία να δουλεύουν αυτοί σαν τα σκυλιά και αυτή να απολαμβάνει. Στην ηλικία της, αυτοί έβγαζαν κανονικό μεροκάματο, κι αυτή όλη μέρα σουλατσάριζε στα mall και ξόδευε τα dollars τους. Ακόμα και η μάνα της είχε απαυδήσει! Κανείς όμως δεν τολμούσε να ενοχλήσει τον Τζων με τις σκέψεις αυτές και τα παράπονα. Η Μαίρη ήταν στο απυρόβλητο. Ήταν το κοριτσάκι του, το καμάρι και η χαρά του Γιάννη, his pride and joy, όπως την αποκαλούσε, μπερδεύοντας ελληνικά και αμερικάνικα. Ήταν… daddy’s little girl.
Έτσι και την έβλεπε λίγο σκυθρωπή ανησυχούσε και έπεφτε ο ίδιος σε μελαγχολία! Η Μαιρούλα είχε πάντα δίκιο, ακόμα κι όταν είχε άδικο. Η Μαιρούλα ήταν πάντα το θύμα, ακόμα κι όταν ήταν ο θύτης. Η Μαιρούλα στα μάτια του πάντα αρίστευε ακόμα κι όταν πάτωνε. Η Μαιρούλα ήταν η ομορφότερη, η εξυπνότερη και η καλύτερη, γι’ αυτό όλοι τη ζήλευαν και ήθελαν το κακό της. Σε αυτές λοιπόν τις βάσεις οικοδομήθηκε η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας της Μαιρούλας…
Κι όταν ‘έσπαγε’ η Μαιρούλα ο μπαμπάς ήταν πάντα εκεί να μαζέψει τα κομμάτια της. Πόσα σχολεία είχε αλλάξει η μικρή, όλα ιδιωτικά βέβαια. Σε κάθε ένα απ’ αυτά όλα μα όλα τα κακομαθημένα αμερικανάκια τα έβαζαν με τη Μαιρούλα του και τη στεναχωρούσαν! Αυτή δεν έφταιγε ποτέ μα ποτέ. Και καλά όταν ήταν παιδί, αλλά το βιολί αυτό συνεχίστηκε και όταν μεγάλωσε. Όπως τότε που η κόρη του μπήκε ανάμεσα στην κολλητή της και τον αρραβωνιαστικό της και τους χώρισε ‘έτσι για την πλάκα της’. Ο Γιάννης εκεί, βράχος, να την υποστηρίξει. Η άλλη ήταν το παλιοθήλυκο που δεν μπορούσε να κρατήσει τον αρραβωνιάρη. Γύρευε με πόσους τραβιόταν και την παράτησε ο νεαρός. Η περιγραφή αυτή , βέβαια, απείχε παρασάγγας από το πραγματικό ποιόν του χαρακτήρα της φίλης. Η κοπέλα αυτή ήταν ένα ευαίσθητο και συνεσταλμένο κορίτσι που ανεχόταν τα καπρίτσια της Μαίρης από το νηπιαγωγείο και της στάθηκε όλα αυτά τα χρόνια που όλες οι ‘κουλ’ φίλες της την εγκατέλειπαν. Και ιδού το νόμισμα με την οποία την πλήρωσε. Να της κλέψει τον άντρα που ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Άλλο ένα καπρίτσιο, βέβαια, που κράτησε μόλις λίγες εβδομάδες.
Ο Γιάννης πάλι σωτήρας τότε που την τσάκωσαν με ναρκωτικά.
«Το κορίτσι μου είναι καθαρό. Την έμπλεξαν ‘εκείνοι οι αλήτες’ και φύτεψαν στο κάρο της (ελληνοποιημένη λέξη εκ του αγγλικού ‘car’) τις ουσίες».
Ο Τζων επέμενε για τη θυματοποίησή της κι ας του στοίχισαν οι δικηγόροι και το κέντρο αποτοξίνωσης μία περιουσία.
Όταν παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε η μονάκριβή του, ο Γιάννης πάλι εκεί συμπαραστάτης. Σε κάθε διαφωνία με το σύζυγό της αυτός εκεί, να πάρει πάντα το μέρος της και να απαξιώνει πλήρως το γαμπρό του. Όταν ο τελευταίος τα μάζεψε κι έφυγε, απηυδισμένος, ο Γιάννης πάλι εκεί να του σύρει τα εξ αμάξης και να παρηγορήσει την πριγκηπέσα που το μόνο της λάθος ήταν ότι ο άντρας της την έπιασε στα πράσα με τον εραστή της.
Τέλος, ο Γιάννης συμπαραστάτης και χρηματοδότης, όταν η Μαιρούλα αποφάσισε ότι χρειαζόταν ένα time-out από το pressure που υφίστατο (αχ κοινωνία άδικη!). Επιβαλλόταν να κάνει ένα ταξίδι ανά την υφήλιο για να ξεχαστεί από τα προβλήματα και το stress. Μόνο που το ταξίδι αυτό είχε τόση μεγάλη διάρκεια που κινδύνευσε να ξεχαστεί κι από το παιδί της.
Όταν ο πρώην σύζυγος, ένα χρυσό παιδί, ελληνόπουλο, ζήτησε την επιμέλεια του παιδιού τους, ο Γιάννης έκανε τα πάντα να το αποτρέψει. Μέχρι και ψευδομάρτυρες μοσχοπλήρωσε να καταθέσουν ότι ήταν ακατάλληλος πατέρας (ενώ η κόρη του ήταν παράδειγμα μητρός!).
Ο Γιάννης πάλι εκεί … to the rescue.
Έκανε πάντα τα αδύνατα δυνατά για το πλάσμα αυτό. Ήταν το κοριτσάκι του που είχε το όνομα της μανούλας του, της μεγάλης του αδυναμίας. Δούλευε νυχθημερόν για να μην της λείψει τίποτα. Όντως, από υλικά αγαθά ήταν κομπλέ. Το μόνο που της έλειπε ήταν η καλοσύνη και η ενσυναίσθηση. Πάσχιζε ο Τζων να είναι το κορίτσι του πάντα χαμογελαστό κι ας ήταν τις περισσότερες φορές σαρδόνιο το γέλιο της. Επιθυμούσε η αθώα του η περιστέρα να περιστοιχίζεται από ανθρώπους με καθαρή ψυχή κι ας ήταν η ίδια μαυρόψυχη. Γιατί η Μαιρούλα ήταν… daddy’s little girl.
Να δούμε τι θα κάνεις Μαιρούλα τώρα που ο daddy έπαθε heart attack και πάει να βρει το θείο… Πάντα την έβγαζες καθαρή με άδεια καρδιά και γεμάτο πορτοφόλι. Τώρα όμως που έφυγε ο φύλακας άγγελος, πάνε οι πλάτες, πάνε και τα λεφτά. Από τα αδέλφια σου μην περιμένεις cent!
Μμμμ, τώρα που το σκέφτομαι… κάτι τέτοιες δε χάνονται. Μπορεί η Μαιρούλα μας να βρει υποκατάστατο, κανένα ξεκούτη φραγκάτο και να γίνει… sugar daddy’s little girl! H κοινωνία μας βρίθει παραδειγμάτων!
*sugar daddy είναι η αγγλική έκφραση για έναν μεγάλο σε ηλικία άντρα με οικονομική επιφάνεια που παρέχει παντός είδους στήριξη σε νεαρή ύπαρξη με απώτερο σκοπό μία ‘στενή σχέση’