,

Κεκλεισμένων των θυρών

TW : Ενδοοικογενειακή β*α

«Φεύγω» πέταξε η Αργυρώ.

«Σουπερμάρκετ πας;» ρώτησε καχύποπτα ο άντρας της, ο Παύλος.

«Φεύγω. Πάω να ζήσω τη ζωή μου» απάντησε με αποφασιστικότητα η γυναίκα και φεύγοντας βρόντηξε με δύναμη την πόρτα πίσω της.

Έξω από το σπίτι της, το πρώην σπίτι της πια, την περίμενε ένα ταξί.

Το πρώτο πράγμα που θα κάνω, είναι να μάθω το “τιμόνι”. Τόσα χρόνια με τέσσερα παιδιά, σχολεία, φροντιστήρια, αθλοπαιδιές, τρέχα δω τρέχα εκεί, δε μ’ άφησε ο κέρβερος να μάθω οδήγηση. Τι ταλαιπωρία τράβηξα Θεέ μου! Να είμαστε μία ολόκληρη οικογένεια εξαρτημένη απ’ αυτόν. Και να ‘ταν μόνο για τα παιδιά… Ένα κομμωτήριο ήθελα να πάω και τον είχα εκεί, μπάστακα να περιμένει, πότε απ’ έξω, πότε μέσα, έτσι και υπήρχε άντρας στο χώρο. Φοβόταν βλέπεις μην πιάσω γκόμενο τον καθένα που βρισκόταν στο δρόμο μου. Και να ήταν μόνο αυτό! Τι να πρωτοθυμηθώ από τα βασανιστήρια που πέρασα κοντά του, σωματικά και ψυχικά. Κι όλα αθόρυβα, διακριτικά, να μην πάρουν χαμπάρι τα παιδιά, να μην καταλάβουν οι γείτονες, να μη το μυριστούν οι συγγενείς. Η έξωθεν μαρτυρία ήταν άριστη. Ο Παύλος ήταν παράδειγμα συζύγου και οικογενειάρχη, στην κοινωνία, έξω. Γιατί “τα άλλα” γίνονταν μέσα, όταν ήμασταν μόνοι, πίσω από κλειδαμπαρωμένες πόρτες, μακριά από αδιάκριτα μάτια. Γίνονταν… κεκλεισμένων των θυρών.

Τον Παύλο τής τον γνώρισε μία θεία της. Ήταν καλό παιδί, νοικοκύρης και μετρημένος. Συμπαθητικός στην όψη, δεν τον έλεγες μήτε όμορφο, μήτε άσχημο. Ούτε κοντό, ούτε ψηλό. Μέτριος στα όλα του, εμφανισιακά. Είχε όμως τον τρόπο του. Εκτός από την επιτυχημένη επιχείρηση που διατηρούσε με τον αδελφό του στην Αθήνα, είχε περιουσία στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στην επαρχία. Η θεία λοιπόν ήταν τακτική πελάτης και φιλοπερίεργο άτομο (κομψός όρος για την κουτσομπόλα) και διαπίστωσε σε μία από τις ανακρίσεις της ότι ήταν ελεύθερος, προς άγραν νύφης.

Κουτί θα της έρθει της ανιψιάς μου μετά από το χουνέρι που έπαθε μ’ αυτόν τον ανεπρόκοπο που έμπλεξε, σκέφτηκε από μέσα της η θεία. Η Αργυρώ είχε δυστυχώς προδοθεί όχι μόνο από τον έρωτα της ζωής της, αλλά και από την παιδική της φίλη. Το χτύπημα λοιπόν ήταν διπλό, δύσκολα διαχειρίσιμο από μία ευαίσθητη ψυχή σαν την Αργυρώ. Δεν έτυχε να τους κάνει τσακωτούς. Χαμπάρι δεν είχε πάρει. Τόσο τυφλή εμπιστοσύνη τους είχε. Οι ίδιοι της εξομολογήθηκαν το πάθος που προέκυψε ανάμεσά τους, που ήταν πάνω από τις δυνάμεις τους και δεν είχαν κανέναν σκοπό να την πληγώσουν, μα θα ήταν χειρότερο αν την κορόιδευαν και τα λοιπά και τα λοιπά…

Μαύρες πλερέζες φόρεσε η Αργυρώ. Εβδομάδες ολόκληρες ήταν κλεισμένη σε ένα δωμάτιο με ένα απλανές βλέμμα. Ούτε μιλούσε, ούτε έτρωγε, ούτε φαινόταν να είχε επαφή με το περιβάλλον. Τη σημερινή εποχή θα είχε διαγνωστεί με μελαγχολία ή και κατάθλιψη και οι οικείοι της μάλλον θα ζητούσαν επαγγελματική βοήθεια. Τόσα χρόνια πίσω όμως, η αντιμετώπιση των θεμάτων ψυχικής υγείας ήταν τελείως διαφορετική, επιδερμική σχεδόν και οι πάσχοντες ξεπερνούσαν μόνοι τους εν καιρώ το πρόβλημά τους, αν το κατάφερναν βέβαια…

Στην περίπτωση της Αργυρώς, το ρόλο της ψυχολόγου είχε αναλάβει η θεία. Δεν μπορούσε να βλέπει το κορίτσι της αδελφής της να μαραζώνει έτσι. Αφού την άφησαν να “μοιρολογήσει τους ζωντανούς-νεκρούς”, η θεία προσπάθησε με τον τρόπο της και καλοπροαίρετα πάντα, να τη συνεφέρει. Ξεκίνησε με γλυκόλογα και στο τέλος έπαιξε το χαρτί των τύψεων, κάνοντας την Αργυρώ να αισθάνεται ενοχική.

«Κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά και κάθεσαι εδώ μέσα κλεισμένη όλη μέρα! Ούτε μιλάς, ούτε λαλάς, ούτε βάζεις μπουκιά στο στόμα σου. Αξίζει μωρέ να πετάξεις το μέλλον σου στα σκουπίδια για τα μούτρα ενός τζαναμπέτη και ενός παλιοθήλυκου; Εκείνους τους δόλιους τους γονιούς σου, δε τους σκέφτεσαι καθόλου; Μία σε έχουν. Σκασμένοι θα φύγουν κι αυτοί στο τέλος. Ξέρεις ότι η καρδιά της μάνας σου δε βαστά στεναχώριες. Κοίτα μπροστά. Βρες ένα νοικοκυρόπαιδο και άφησέ τα όλα πίσω σου. Άντε κοκόνα μου, αρκετά τους έκλαψες τους αχαΐρευτους», τη συμβούλεψε.

Την επόμενη κιόλας εβδομάδα, πήρε η θεία την ανιψιά της για ψώνια στο μαγαζί του Παύλου και του αδελφού του. Οι εντυπώσεις της Αργυρώς ήταν χλιαρές προς μέτριες, σε αντίθεση με τον Παύλο που έμοιαζε να ενθουσιάζεται με τη νέα του πελάτισσα. Η Αργυρώ, βλέποντας κι αυτή τους γονείς της να υποφέρουν εξαιτίας της, αποφάσισε όντως να κάνει την καρδιά της πέτρα και να προχωρήσει με τη ζωή της. Δεν υπήρχε εξάλλου πισωγύρισμα. Με την παρότρυνση της θείας, όλο και πιο συχνά επισκεπτόταν το κατάστημα του Παύλου. Μετά από κάποια ραντεβού και με συνοπτικές διαδικασίες, επισημοποίησαν τη σχέση που αναπτύχτηκε στο σύντομο αυτό διάστημα της γνωριμίας τους. Ο Παύλος καθ’ όλη τη διάρκεια, φορούσε το καλό του πρόσωπο ή αλλιώς, προσωπείο. Ήταν τρυφερός, περιποιητικός, διέθετε κατανόηση και ενσυναίσθηση και πρόσφερε στην Αργυρώ έναν ώμο για να κλάψει, όταν έκανε το κορίτσι το μοιραίο λάθος και του άνοιξε την καρδιά της. Ό,τι του εκμυστηρεύτηκε με αγνότητα συναισθημάτων και αφέλεια, το χρησιμοποίησε εναντίον της σαν όπλο σε όλες τις διενέξεις και τις αδικαιολόγητες σκηνές ζηλοτυπίας του. Του είχε καρφωθεί στο μυαλό ότι η γυναίκα του ήταν ακόμα ερωτευμένη μ’ αυτόν τον τύπο. Την κατηγορούσε μάλιστα ότι διατηρούσε παράλληλη σχέση μαζί του! Καθώς περνούσαν τα χρόνια, της είχε προσάψει και πλείστες άλλες εξωσυζυγικές σχέσεις. Από το φούρναρη της γειτονιάς, μέχρι τον άγνωστο περαστικό που την κοίταξε “με νόημα” στις οικογενειακές διακοπές τους.

Πέντε χρόνια μετά το γάμο και έχοντας ήδη δύο παιδιά, ο Παύλος ήρθε στο σπίτι και ανακοίνωσε ότι πούλησε το μερτικό του μαγαζιού του στον αδελφό του και ότι θα μετακόμιζαν οικογενειακώς στο εξοχικό τους σπίτι στην επαρχία. Εκεί θα άνοιγε άλλο μαγαζί. Δεν έπαιρνε κουβέντα στις αντιρρήσεις της Αργυρώς. Η απόφαση ήταν ειλημμένη. Στο σπίτι έκανε κουμάντο αυτός. Εκείνη όλη μέρα καθόταν και απολάμβανε τα καλά των δικών του κόπων. Ήξερε όμως γιατί έφερνε η γυναίκα του αντίρρηση., δεν ήθελε ν’ αφήσει πίσω το γκόμενο! Θα της εξηγούσε όμως το όνειρο αργότερα… που θα έμεναν μόνοι.

Στην Αθήνα, τα πέντε αυτά χρόνια κοινής ζωής, δεν είχαν δώσει ποτέ δικαιώματα στην κοινωνία. Ήταν ένα φιλήσυχο ζευγάρι, που έβγαινε έξω χέρι-χέρι, είτε μόνο, είτε με τα χαριτωμένα παιδάκια του. Όποιος όμως είχε το χάρισμα να βλέπει πίσω και πέρα από την επιφάνεια και είχε την ικανότητα να διαβάζει την ψυχή των ανθρώπων, μπορούσε να διακρίνει το φόβο στο βλέμμα της Αργυρώς και την απύθμενη ζήλεια σ’ αυτό του Παύλου.

Στην μικρή επαρχιακή πόλη που εγκαταστάθηκαν, η Αργυρώ ήταν τελείως αποκομμένη από συγγενείς και φίλους. Έκανε στο μεταξύ άλλα δύο παιδιά και όσο ήταν μικρά, ήταν πλήρως απασχολημένη με το μεγάλωμά τους. Ο Παύλος έκανε φυσικά αιφνιδιαστικές εφόδους σε ανύποπτο χρόνο, μήπως και έμπαζε κανέναν αγαπητικό στο σπίτι η συμβία του. Τα χρόνια περνούσαν και η καθημερινότητα απορροφούσε κάπως τους κραδασμούς των βασάνων της Αργυρώς, που οφείλονταν στην ανασφάλεια του άντρα της. Όταν πλέον όλα τα παιδιά φοιτούσαν στο σχολείο και ήταν μόνη τις πρωινές ώρες, το επίπεδο της ζήλειας του Παύλου είχε φτάσει στο ζενίθ. Υποψιαζόταν τους πάντες. Έφτασε σε σημείο να αμφισβητεί την πατρότητα των παιδιών του. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα. Πολλά μπορούσε να ανεχτεί η ιώβεια υπομονή της Αργυρώς , όχι όμως κι αυτό! Ο Παύλος θεώρησε ότι σήκωσε κεφάλι και έπρεπε οπωσδήποτε να καταστείλει εν τη γενέσει την απαράδεκτη συμπεριφορά της γυναίκας του. Τώρα μάλιστα που τα παιδιά ήταν στο σχολείο και ήταν μόνοι τους στο σπίτι, την ξυλοφόρτωσε για τα καλά. Πάντα όμως διακριτικά και αθόρυβα. Το σώμα της ήταν γεμάτο μώλωπες. Τους χειμερινούς μήνες μάλιστα, είχε και περισσότερη άνεση, καθώς το καμουφλάρισμα ήταν πιο εύκολο. Απέφευγε το πρόσωπο, αλλά το κεφάλι δε γλίτωνε τις σφαλιάρες. Εξάλλου η Αργυρώ είχε πλούσιο μαλλί. Και τραυματισμός να προέκυπτε, δε θα φαινόταν. Το δε εξοχικό ήταν αρκετά απομονωμένο, επομένως και λίγο να φώναζε, δε θα ακουγόταν.

Το βιολί αυτό συνεχιζόταν για χρόνια. Η Αργυρώ τα υπέμεινε όλα αγόγγυστα. Δεν άνοιξε ποτέ και σε κανέναν την καρδιά της. Την πρώτη φορά μάζεψε τα κομμάτια της για χάρη των γονέων της. Αυτή τη φορά το έκανε για τα παιδιά της. Η ίδια ήταν ανεπάγγελτη. Δεν είχε χρηματικούς πόρους να πάρει τα παιδιά και να τα μεγαλώσει μόνη της. Επίσης δεν ήθελε να τους στερήσει τον πατέρα τους. Μπορεί στην ίδια να μη φερόταν καλά, με τα παιδιά όμως ήταν άψογος. Όλα αυτά περί πατρότητας εξάλλου, τα έλεγε πάνω στο θυμό του, ήξερε ότι δεν τα εννοούσε. Τέλος, αυτό το κόλλημα “τι θα πει ο κόσμος”, το είχε έντονα και η Αργυρώ. Της το είχε εμφυσήσει η οικογένειά της, έτσι είχε μεγαλώσει. Δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα στην κοινωνία και να λένε για τα παιδιά της ότι ο πατέρας τους ζηλεύει και χτυπάει τη μάνα τους. Σε μία επαρχιακή πόλη μάλιστα, με συνεκτικό τον κοινωνικό ιστό, τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα από την αχανή και απρόσωπη πρωτεύουσα.

Η Αργυρώ έκανε τις επιλογές της. Εν γνώσει της βίωνε ό,τι βίωνε. Υπήρχε όμως κι ένα δίχτυ ασφαλείας. Είχε ένα χρονοδιάγραμμα και ένα σχέδιο στο μυαλό της. Τα παιδιά μεγαλώνοντας είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν τι συνέβαινε κεκλεισμένων των θυρών, ιδίως τα δύο μεγάλα. Πέρασαν και στον Παύλο το μήνυμα ότι είχαν καταλάβει. Πόσες φορές εξάλλου θα “έπεφτε από τις σκάλες”, θα “σκόνταφτε” ή θα “χτυπούσε στην πόρτα” η μάνα τους; Ήταν ηλίου φαεινότερο τι συνέβαινε.

Ο Παύλος κάπως μαζεύτηκε στο σπίτι. Στην κοινωνία, η οποία δεν είχε πάρει πρέφα τίποτα, ήταν κύριος και υπογραμμός όπως πάντα. Στο μαγαζί του πάντα μειλίχιος και καλομίλητος, παρών στις εκδηλώσεις του δήμου και αρωγός και τακτικός στο εκκλησίασμα, συνοδευόμενος πάντα από την γλυκιά του σύζυγο. Μια χαρά τον έπαιζε το ρόλο του. Συμμαζεύτηκε μεν, δεν διορθώθηκε όμως. Τα μεγάλα παιδιά έφυγαν για σπουδές και νόμιζε ότι είχε ξανά το πεδίο ελεύθερο. Έλα μου όμως που πλέον είχαν μπει στην εφηβεία και τα δύο μικρότερα και είχαν κι αυτά το νου τους.

Πόσο όμως άδικο ήταν αλήθεια, τα παιδιά να επωμιστούν αυτό το ρόλο… Να αστυνομεύουν τον πατέρα τους μη ξυλοφορτώσει ή σκοτώσει τη μάνα τους. Τα μεγάλα παιδιά της έλεγαν να φύγει, θα έβρισκαν κι αυτά δουλειά και θα τα κατάφερναν. Θα έμεναν όλοι μαζί στο σπίτι των παππούδων στην Αθήνα. Η Αργυρώ όμως δεν είχε μπέσα στον Παύλο. Ήξερε ότι θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να πάρει την επιμέλεια των μικρότερων παιδιών και αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει, να είναι μακριά τους. Εξάλλου, δεν ήθελε να βγάλει στη βιοπάλη από τώρα τα μεγάλα παιδιά. Ήθελε να χαρούν τη φοιτητική τους ζωή και να αφοσιωθούν στις σπουδές τους. Κι αυτό απαιτούσε την οικονομική ενίσχυση του πατέρα τους.

Τα είχε δρομολογήσει όλα στο μυαλό της. Θα έκανε λίγη ακόμα υπομονή.

Ώσπου έφτασε το καλοκαίρι που η Ειρηνούλα, το στερνοπούλι τους, ενηλικιώθηκε και έδωσε κι αυτή πανελλαδικές.

Αποστολή εξετελέσθη.

Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια η Αργυρώ έμεινε στο πλάι ενός άντρα που ποτέ του δεν τη σεβάστηκε, που μονίμως την υποτιμούσε και την ακύρωνε. Ενός άντρα που σε καθημερινή βάση ασκούσε πάνω της σωματική, λεκτική και ψυχολογική βία. Δεν της επέτρεπε να εργαστεί, να κυκλοφορεί μόνη, να βγει για έναν καφέ με μία φίλη. Παντού παραμόνευαν υποψήφιοι εραστές. Ο Παύλος έβγαλε πάνω στη γυναίκα αυτή όλα τα πάθη, τα συμπλέγματα και τις ανασφάλειές του.

Η Αργυρώ έφυγε. Έστω και μετά από ένα τέταρτο του αιώνα, κατάφερε να ξεφύγει από τη καταδυνάστευση του συζύγου της και να γυρίσει σελίδα. Γλίτωσε τη ζωή της, μεταφορικά και ίσως κυριολεκτικά. Επέστεψε στην Αθήνα και έμεινε στο πατρικό της σπίτι. Έπιασε δουλειά ως πωλήτρια σε ένα συνοικιακό κατάστημα. Μετά από τις άσχημες εμπειρίες της δυσκολευόταν να ξαναεμπιστευτεί άντρα και προτίμησε να απολαύσει την ελευθερία της μόνο με τα παιδιά της.

Ο Παύλος έμεινε στήλη άλατος. Δεν περίμενε ποτέ μια τέτοια κίνηση από τη γυναίκα του. Είχε πιστέψει ότι ήταν πάντα του χεριού του, που ήταν και βαρύ! Το ίδιο εμβρόντητη έμεινε και η κοινωνία που δεν μπόρεσε να πιστέψει πώς έφτασε στο χωρισμό ένα τόσο αγαπημένο ζευγάρι. Η κοινωνία βέβαια δε γνώριζε τι συνέβαινε… κεκλεισμένων των θυρών.

Το πρώην ζευγάρι, μετά το πέρας των διαδικαστικών θεμάτων, συναντήθηκε ξανά ύστερα από μερικά χρόνια, στο γάμο του μεγάλου τους παιδιού. Κράτησαν τους τύπους και αντάλλαξαν δύο κουβέντες με ευχές για μακροημέρευση και “βίον ανθόσπαρτον” των νεονύμφων.

—————————————————————————–

Η 25η Νοεμβρίου έχει οριστεί ως η διεθνής ημέρα κατά της εξάλειψης της βίας εναντίον των γυναικών. Καθώς τα κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας συνεχώς πληθαίνουν, ας σπάσει η σιωπή, ώστε επιτέλους, όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου να είναι ασφαλείς.

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: