, ,

Πεταλούδα του Ουρανού – Μέρος Τρίτο και Τέταρτο

Το δεύτερο μέρος θα βρείτε εδώ

 

3

 

Για ελάχιστα δευτερόλεπτα κοιτάζονταν σαν κεραυνόπληκτοι και οι δύο.

Έχει τόσο διαπεραστικά μάτια, ήταν η μόνη σκέψη που είχε σκαλώσει στο νου της Τάλα που για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, είχε την εμπειρία να αντιλαμβάνεται κάποιος την ύπαρξή της.  Τα ίσια φρύδια τώρα είχαν υψωθεί γεμάτα δέος και το στόμα του, τόσο εκφραστικό, τώρα ανοιγόκλεινε προσπαθώντας να αρθρώσει κάποια λέξη με λογική συνοχή.  Η Τάλα είχε απομείνει ακίνητη σαν άγαλμα με την ελπίδα, σε μια ενστικτώδη παιδική αντίδραση, πως έτσι ίσως εκείνος να μην την έβλεπε στ’ αλήθεια.

«Ήρθες;»  άκουσε τότε τη φωνή του, καθαρή και ελαφρά μπάσα με ένα μικρό γρέζι στον τόνο της, σαν να είχε να μιλήσει για καιρό.

Το σοκ για την Τάλα από τη συνειδητοποίηση ότι όντως την έβλεπε ήταν τόσο μεγάλο που ενστικτωδώς γύρεψε να ξεφύγει γέρνοντας πίσω για να πετάξει μακριά.

Και τότε ξαφνικά αντί να γλιστράει, άρχισε να καταρρέει.

Πέφτω;  Μα γιατί…;

Τα μάτια της διαστάλθηκαν από τον τρόμο της ξαφνικής βαρύτητας, αλλά δεν πρόλαβε να φωνάξει.  Ένιωσε ένα απότομο σφίξιμο και μ’ ένα τράνταγμα κοκάλωσε εκεί που βρισκόταν.  Κοίταξε εμβρόντητη το χέρι της, που μέχρι λίγο πριν ήταν στον αέρα.  Η παλάμη του άντρα ήταν εκεί στον καρπό της κι η λαβή του ήταν αυτή που την είχε σώσει.  Όχι, μόνο την έβλεπε, αλλά την κρατούσε απροσδόκητα σταθερά με το χέρι του πάνω από το σκοτεινό βάραθρο που τώρα συνειδητοποιούσε πόσο ψηλό κι επικίνδυνο ήταν.

Τρέμοντας ολόκληρη κι ανίκανη να ψελλίσει οτιδήποτε, αφέθηκε να την τραβήξει πίσω στο περβάζι και τα πόδια της κρέμασαν στο εσωτερικό του σπιτιού.  Τα μάτια του την κοίταζαν με προσεκτική ενθάρρυνση, σαν να αντιμετώπιζε κάποιο άγριο ζώο με τα χέρια του, εκείνα τα όμορφα και ντελικάτα χέρια να της νεύουν να πλησιάσει.  Ξεροκατάπιε  και πήδηξε ανάλαφρα βλέποντας για πρώτη φορά στο δωμάτιο που τόσες φορές είχε αεροβατήσει γύρω του.  Η φιλόξενη ζεστασιά από το τζάκι και το απαλό φως διαχεόταν σε μυριάδες χρυσαφένιους κόκκους φωτός, απαλύνοντας τις γωνίες και γαληνεύοντάς την μια σταλιά.

«Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε εκείνη τη στιγμή ο νεαρός βλέποντας την χλωμή ακόμα.  Ήταν αλήθεια, ένιωθε ζαλάδα, όμως δεν ήταν από φόβο πια.  Ήταν εκείνη η αίσθηση κατάπληξης σχεδόν, καθώς δεν χόρταινε το βλέμμα του που έπεφτε πάνω της, με την ίδια τρυφερότητα όπως πρωτύτερα τα ακροδάχτυλά του γλιστρούσαν πάνω στα πλήκτρα του πιάνου.  Με κάποιον αλλόκοτο τρόπο αισθανόταν τη ματιά του, όχι μόνο να την προστατεύει, αλλά και να την υλοποιεί κατά κάποιον τρόπο, κάνοντάς την να νιώθει, μετά από τόσο πολύ καιρό, πώς μπορούσε να το πει;  Α, ναι.   Αληθινή.

Με βλέπει… πραγματικά με βλέπει, γλιστρούσε μέσα από το μούδιασμα μια αδιόρατη ευχαρίστηση, που της φανέρωνε πόσο της κόστιζε που τόσο καιρό ζούσε σαν εξόριστη μακριά από την ανθρώπινη επαφή.  

«Έλα, κάθισε εδώ που είναι ζεστά» τον άκουσε να λέει με πιο μαλακή φωνή καθώς της έδειχνε δίπλα στο πιάνο, κρυμμένη ως τότε από το οπτικό της πεδίο μια βαθιά, ρετρό πολυθρόνα.  Σχεδόν κατέρρευσε μέσα εκεί, τόσο αλλόκοτα ζεστή και απαλή αίσθηση της προκαλούσε, τελείως διαφορετική από τις κρύες και σκληρές γωνιές που ως τότε συνήθιζε να γέρνει για να λαγοκοιμάται.  Όλη αυτή την ώρα ο νεαρός την παρατηρούσε με μια έκφραση ανεξιχνίαστη, σαν να ‘ταν γοητευμένος και προβληματισμένος μαζί.  Τελικά, με ένα ελαφρό ανασήκωμα των ώμων, κάθισε πάλι στο πιάνο.  Από αυτή τη μεριά τον έβλεπε καθαρά και πολύ κοντά της, σαν να κάθονταν δίπλα δίπλα.

«Με λένε Ζεν» της συστήθηκε με ένα ελαφρύ γέρσιμο του κεφαλιού χαμογελώντας ελαφρά «μου φαίνεται ότι σου αρέσει η μουσική μου.  Θέλεις να σου παίξω λίγο ακόμη;»

«Ναι» ψιθύρισε εκείνη ανακουφισμένη που ο άντρας που λεγόταν Ζεν, δεν την πίεζε για περισσότερα.  Όπως το πώς είχε έρθει μέχρι εκεί ή τι έκαμνε κρεμασμένη πάνω από εκείνο το τεράστιο κενό, παρακολουθώντας τον σαν παρανοϊκή παρείσακτη.  Ένιωθε ξαφνικά αφάνταστα ντροπιασμένη κι εξαντλημένη.  Κόμπιασε μόνο για μια στιγμή καθώς πρόσθεσε «χάρηκα… και με λένε Τάλα».

Ο Ζεν χαμογέλασε σε ανταπόκριση κι ακούμπησε τα πλήκτρα με την ίδια προσήλωση σαν να άγγιζε κάτι πολύ εύθραυστο, κοιτάζοντας μόνο φευγαλέα προς το μέρος της.  Η Τάλα, αναδευόταν σε εκείνη την ήρεμη ζεστασιά των ματιών του, ανταποδίδοντάς του το χαμόγελο όλο και πιο αχνά.  Καθώς η μελωδική μουσική, σαν την πεταλούδα του τίτλου, πετάριζε ολοένα γύρω της ακραγγίζοντάς την με τις εύθραυστες νότες της, τα μάτια της βάρυναν και βυθίστηκε σε έναν ύπνο ανάλαφρο και βαρύ ταυτόχρονα.  Λίγο πριν χαθεί στην ανυπαρξία, ένιωσε λες και βούλιαζε μέσα σε εξωπραγματικά σύννεφα, φτιαγμένα από το πιο μεταξένιο, ελαστικό βαμβάκι πλημμυρισμένο με ένα αμυδρό άρωμα πορτοκαλιού και λουλουδιών.  Ένας μακρινός απόηχος μιας φωνής, της δικής του φωνής έλεγε ολοένα και πιο απαλά νανουρίζοντάς την.  Ζεν, με λένε Ζεν…

Όταν ξύπνησε, ώρες αργότερα, ο Ζεν ήταν ακόμα εκεί.  Το τραγούδι του πιάνου συνέχιζε και κείνο να ακούγεται κατευναστικό, σαν το τριζοβόλημα των φρέσκων κούτσουρων στο τζάκι.  Το πρόσωπο του Ζεν ήταν ήρεμο με τα μάτια μισόκλειστα, καθώς έπαιζε όπως πάντα την Πεταλούδα κι όταν την είδε να ξυπνάει, της χαμογέλασε.  Κι ύστερα θυμήθηκε αυτό που είχε δει ενώ κοιμόταν.  Είχε ονειρευτεί και πάλι τις ίδιες εικόνες όπως πριν, μονάχα που αυτή τη φορά ήταν κάπως ασυνήθιστο. Ταξίδευε σε ένα λεωφορείο, ήταν πιο ξεκάθαρο τώρα, ακούγοντας την ίδια μουσική που ο Ζεν έπαιζε τώρα στο πιάνο.   Όμως αυτό που την παραξένεψε περισσότερο δεν ήταν το όνειρο καθαυτό, αλλά ο Ζεν που εκείνη τη στιγμή, καθώς έπαιζε την μελωδία, της έριχνε πότε πότε ματιές.  Την παρατηρούσε σιωπηλά με ένα κάπως συμπονετικό χαμόγελο, σαν να ήξερε τι σκεφτόταν η Τάλα.  Και σαν να γνώριζε κάτι περισσότερο.

Τι ήξερε που η ίδια αγνοούσε;

«Ξεκουράστηκες καθόλου, Τάλα;» τον άκουσε να λέει και μεμιάς όλες οι σκέψεις της εξαφανίστηκαν.  Μα τι καθόταν και έβαζε με τον νου της;  Τεντώθηκε με ένα μειδίαμα ευχαρίστησης σαν γάτα, πράγμα που του έδωσε ολοκάθαρα την απάντηση.  «Μάλιστα, χαίρομαι γι’ αυτό τότε» της είπε ικανοποιημένος.  «Θα ήθελες να φας κάτι;» πρόσθεσε και της έδειξε σε ένα τραπεζάκι δίπλα τους πιάτα σερβιρισμένα με φρούτα, γλυκά και περίτεχνα σάντουιτς.  «Βέβαια, για τη γεύση μην έχεις μεγάλες προσδοκίες, εμένα μου φαίνονται όλα το ίδιο, σαν γύψος».  Χαμογέλασε απολογητικά αλλά η Τάλα έγνεψε με κατανόηση «κι εμένα το ίδιο» είπε με απλότητα κι αυτό τον έκανε να χαμογελάσει.

Έπιασαν την κουβέντα ανταλλάζοντας εμπειρίες καθώς η Τάλα ανακάλυψε πως ο Ζεν μοιραζόταν την ίδια απορία για το πώς είχε βρεθεί εκεί.  «Θυμάμαι ότι έπρεπε να πάω κάπου, ότι είχα αργήσει για κάτι και μετά… ξύπνησα σ’ αυτό το δωμάτιο».

«Δεν αναγνωρίζεις δηλαδή το μέρος;» τον ρώτησε με ανανεωμένο ενδιαφέρον.  Εκείνος έγνεψε αρνητικά.  «Κι εγώ βρέθηκα σε έναν δρόμο, ούτε καν σε σπίτι.  Τριγύριζα δεν ξέρω κι εγώ πόσο καιρό εδώ κι εκεί και κοιμόμουν όπου έβρισκα, αν μπορεί να το πει κανείς ύπνο αυτό βέβαια».  Ο Ζεν την κοίταξε με μια σκεφτική έκφραση κι ετοιμάστηκε να πει κάτι, αλλά μετά φάνηκε να αλλάζει γνώμη.  «Έχεις παρατηρήσει κάποια αλλαγή στον εαυτό σου από τότε που έχεις έρθει σ’ αυτόν τον κόσμο;» της είπε.  Στο ερωτηματικό της βλέμμα χαμογέλασε φευγαλέα «κάποια ικανότητα ας πούμε, έξω από τα συνηθισμένα» της εξήγησε με κάποια αμηχανία.

Η Τάλα ξεροκατάπιε, διστάζοντας.  Για κάποιο λόγο την ενδιέφερε το τί άποψη μπορεί να είχε αυτός ο άνθρωπος για εκείνη, κάτι που ήταν τελείως έξω από τον χαρακτήρα της, από όσο θυμόταν τουλάχιστο.  Χωρίς να πει λέξη, σηκώθηκε από την πολυθρόνα με μια κίνηση πιρουέτας και το σώμα της σηκώθηκε μερικά εκατοστά από το δάπεδο, αιωρούμενο στον αέρα σαν κολιμπρί.  Ο Ζεν εντυπωσιάστηκε, αλλά δεν έδειξε να τη φοβάται ή να ξαφνιάζεται.  Άφησε μόνο ένα χαμηλόφωνο επιφώνημα θαυμασμού μονολογώντας σχεδόν «Ώστε μ’ αυτό τον τρόπο βρέθηκες έξω από το παράθυρό μου τελικά».  Εκείνη προσπάθησε να δικαιολογηθεί  «Ναι, με τράβηξε η μουσική σου και ήρθα από μακριά να βρω από πού προερχόταν».  Κι η μουσική σου είχε γίνει ένα χρυσαφένιο νήμα σε παράξενα σχήματα, ήθελε να του πει αλλά κόμπιασε «… ε, μου άρεσε, είναι το αγαπημένο μου τραγούδι η Πεταλούδα και–»

«Κι εμένα» έσπευσε εκείνος να συμφωνήσει γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι.  «Από όσο θυμάμαι, πάντα  μου άρεσε αυτό το τραγούδι αλλά από τότε που ήρθα εδώ, νιώθω συνέχεια την ανάγκη να το παίζω στο πιάνο.  Και πραγματικά δεν ξέρω γιατί» κατέληξε χαμογελώντας αμήχανα.  Συνέχισαν τη συζήτηση για αρκετή ώρα κι ύστερα ο Ζεν κάθισε ξανά στο πιάνο όπου άρχισε να παίζει τη μελωδία που τους άρεσε, ξανά και ξανά.

Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει η Τάλα, αν και δεν το συζήτησαν, ούτε τότε ούτε αργότερα, ότι η ιδιαίτερη ικανότητα που είχε αποκτήσει κι ο Ζεν, ήταν το χρυσαφένιο πλέγμα της μελωδίας που έπαιζε στο πιάνο.  Αν κι είχε απαλύνει πολύ τώρα, σχεδόν δεν ξεχώριζε από το φωτεινό δωμάτιο, ήταν ένα πλάσμα ονειρικό που είχε γεννηθεί από τα χέρια του, υπήρχε και παλλόταν μόνο όσο εκείνος έπαιζε τη μελωδία.  Δεν ήξερε αν συμπεριφερόταν το ίδιο αλλού, αλλά με την ίδια φαινόταν να έχει μια πολύ παιχνιδιάρικη διάθεση, αφήνοντάς την να παίζει με τα νήματά της και δημιουργώντας διάφορες παραλλαγές των φτερών μιας πεταλούδας, σε όλους τους ευφάνταστους συνδυασμούς που μπορούν να υπάρξουν ποτέ.

Τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό χλόμιασαν και έλαμψαν ξανά, το φεγγάρι γλίστρησε στον ουρανό σαν σαλιγκάρι στο καμπυλωτό, βελούδινο μονοπάτι του.  Είχε αρχίσει πια να χιονίζει όταν καληνυχτίστηκαν.  Δεν υπήρξε κανένας ενδοιασμός στο να μείνει εκεί η Τάλα, καθώς σαν να ήταν αυτονόητο, άρχισαν να συμπεριφέρονται με την άνεση αυτών που γνωρίζονται χρόνια.  Μονάχα κάθε φορά που πλησίαζαν πολύ ο ένας τον άλλο, ένιωθαν κι οι δύο αμέσως ένα κύμα αμηχανίας που τους απωθούσε σαν τους αντίθετους πόλους του μαγνήτη, κάνοντάς τους να χαμογελούν.

Ο Ζεν αποσύρθηκε σε ένα άλλο δωμάτιο ενώ η Τάλα, αρνούμενη οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός από εκείνη την τεράστια, ζεστή και φιλόξενη αγκαλιά της πολυθρόνας, βούλιαξε εκεί και κοιμήθηκε πριν καν καλά-καλά, ακουμπήσει το κεφάλι της.

Μονάχα κάποια στιγμή μέσα στο σκοτάδι, ώρες αργότερα, ξύπνησε για μια στιγμή συνειδητοποιώντας ότι ο Ζεν δεν της είχε πει, ποια είσαι, όταν την πρωτοείδε.

Την είχε ρωτήσει, ήρθες;

 

4

 

Ήταν ευτυχία;  Κάτι περισσότερο ή λιγότερο;

Ήταν κάτι διαφορετικό.

Φαινόταν απίστευτο κι όμως λίγο μόνο καιρό μετά, δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς να βλέπει, έστω κι ένα λεπτό, το τόσο ξεχωριστό πρόσωπο του Ζεν.  Να ακούει τη φωνή του και να μην χορταίνει να τον παρακολουθεί να παίζει μουσική, ακόμα κι αν ήταν πάντα το ίδιο τραγούδι και απαράλλαχτη η μελωδία του.  Δεν είχε να κάνει με το αν ήταν όμορφος, έξυπνος ή αξιόπιστος.  Ακόμα και σ’ αυτόν τον ονειρικά φτιαγμένο κόσμο, ή μάλλον σ’ αυτή τη σουρεαλιστική διάσταση της πραγματικότητας, η Τάλα είχε συνείδηση του χαρακτήρα της.

Δεν αναζητούσε σωτήρα ή έστω τον πρίγκιπα των παραμυθιών, της φαινόταν γελοίο, σαν ιδέα και μόνο κι ήταν σίγουρη ότι αν και δεν θυμόταν ποια ήταν η ζωή της πριν, ότι ποτέ της δεν είχε τέτοια ανάγκη για να νιώσει ολοκληρωμένη.  Όμως ένιωθε πως ο Ζεν, παρότι έμοιαζε να είχε βγει από μυθιστόρημα της Τζέιν Όστεν με το ρετρό ντύσιμό του, δεν είχε τίποτα το εξιδανικευμένο.  Είχε φυσικά μια ιδιαίτερη αιθέρια ευγένεια να τον περιβάλει, στο έντονο αλλά και κάπως μελαγχολικό βλέμμα του, στον ψηλό σαν κύκνου λαιμό του, έτσι όπως πρόβαλλε από τον βικτωριανού στιλ λαιμοδέτη του ή στον αβίαστα χαλαρό τρόπο που έστεκε ή καθόταν, σαν Άγγλος λόρδος που είχε δραπετεύσει από κάποιον πίνακα.  Όμως αυτό που είχε νιώσει με τον Ζεν ήταν ότι την συμπλήρωνε με την ύπαρξή του και μόνο.

Και δεν ήταν μόνο αυτό, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Ότι κάθε φορά που υπέθετε πως θα της έδειχνε κάποια απογοητευτική πλευρά του χαρακτήρα του, η συμπεριφορά του πάντα τη διέψευδε.  Όχι, γιατί συμφωνούσε συνέχεια μαζί της, ούτε γιατί ήταν τέλειος.  Γέλασε όταν σκέφτηκε την πιθανότητα και μόνο να ήταν έτσι.  Αντίθετα, ακόμα και οι διαφωνίες τους ή οι φορές που και οι δύο φέρονταν ανόητα ή είχαν τις ανάποδές τους είχαν πάντα την αύρα ενός ζευγαριού που είναι τόσο απολαυστικά εξοικειωμένο, ώστε ενδόμυχα να ευχαριστιούνται ακόμα κι αυτές τις στιγμές.

Όπως τώρα που ο Ζεν προσπαθούσε με πείσμα να ανοίξει το παράθυρο σκαρφαλωμένος πάνω στο στιβαρό εσωτερικό περβάζι από το πιάνο, με τα χείλη του να σουφρώνουν άπειρες φορές, καθώς πάλευε με την πετούγια που δεν έλεγε να γυρίσει. Το παράθυρο υπέκυψε τελικά κάτω από το ακατάβλητο πείσμα του Ζεν και μια δυνατή ριπή αέρα με οσμή αλατιού και κέδρου της έκοψε την ανάσα. Της ξέφυγε ένας σιωπηλός καγχασμός καθώς κοίταξε το γεμάτο παιδιάστικη περηφάνια πρόσωπο του, έτσι όπως της έδειχνε με μια μεγαλειώδη κίνηση του χεριού το κατόρθωμά του. Κι όλα αυτά επειδή η Τάλα είχε αναρωτηθεί πώς θα ήταν η θέα από εκεί, επειδή συνήθως εκείνο το παράθυρο ήταν μισοκρυμμένο από τις κουρτίνες κι ο Ζεν είχε πει ότι όχι μόνο είναι υπέροχη η θέα από εκεί, αλλά και ότι σίγουρα δεν θα είχε ξαναδεί όμοιά της,

Κι ήταν αλήθεια απίστευτα όμορφη η θέα από εκεί.  Σαν κάδρο, ολόκληρη σχεδόν η πλευρά εκείνου του τοίχου όπου ακουμπούσε το μεγάλο κλειδοκύμβαλο αποκάλυπτε μια ακόμη εντυπωσιακή πλευρά του τόπου εκείνου.  Μια λιλιπούτεια πόλη σκαρφαλωμένη πάνω σε μια χιονισμένη πλαγιά, λούφαζε με τα φωτεινά ματάκια των σπιτιών να λαμπυρίζουν σαν χρυσόσκονη.  Οι λευκές στέγες αντανακλούσαν το αλπικό φέγγος κι οι ευθείες τους διακόπτονταν μόνο από τις ακανόνιστες καμπύλες των αιωνόβιων δέντρων που περιστοίχιζαν την πόλη.  Φαινόταν ένα τμήμα της όχθης της γαλήνιας, ακύμαντης θάλασσας και μικρές λάμψεις που σηματοδοτούσαν το σχήμα καραβιών μαζεμένων σε έναν όρμο.  Αλλά αυτό που την συνεπήρε, ήταν ότι πάνω στο σκοτεινό ουράνιο στερέωμα, το Βόρειο Σέλας, ένας τιτάνιος αιθέριος δράκοντας, φτιαγμένος από απαλό φως στα επτά χρώματα του ουράνιου τόξου, χόρευε γεμίζοντας τη νύχτα με φωσφορίζουσες λάμψεις τόσο αβίαστα κομψής, άφωνης μουσικότητας, που της έφεραν σχεδόν δάκρυα στα μάτια.

Γιατί συνειδητοποίησε ότι ένα τέτοιο ουράνιο πλάσμα απίστευτης ομορφιάς ήταν ο Ζεν για εκείνη.

Ο Ζεν έγειρε κοντά στο πρόσωπό της, σαν ένα δέντρο που το φύλλωμά του πλαισίωνε χωρίς να της κρύβει την φαντασμαγορική θέα.  Έμοιαζε τόσο νέος και αιώνιος ταυτόχρονα, ένας Μικρός Πρίγκιπας που είχε μεγαλώσει μαζί με το αγαπημένο του τριαντάφυλλο.  Ένιωσε τη ζεστή ανάσα του σαν χάδι στον κρόταφό της καθώς της ψιθύριζε, κοιτάζοντάς την με τρυφερό βλέμμα.

«Αυτή η θέα είναι αυτό που είσαι εσύ για μένα, Τάλα».

Τα δάκρυα ξεπήδησαν πριν προλάβει εκείνη να τα συγκρατήσει την ώρα που τα μάτια της στράφηκαν στα δικά του.  Το στόμα της τρεμούλιασε κυριευμένο από το ξαφνικό κύμα συγκίνησης, ανίκανο να αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη.  Όμως όταν το χέρι της γαντζώθηκε στο στέρνο του,  ο Ζεν κατάλαβε ποια ήταν η απάντηση που πάσχιζε να του δώσει.  Τότε τα χέρια του, που με τόση αβρότητα άγγιζαν τα πλήκτρα του πιάνου ξετυλίγοντας θεσπέσιες μελωδίες, ακούμπησαν τώρα απαλά το πρόσωπό της.  Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της, βυθίζοντάς τα μέσα σε ένα φιλί απέραντα μαγικό, σαν τον χορό του ουράνιου δράκου εκεί έξω από το παράθυρο.  Και καθώς το ουράνιο πλάσμα συνέχισε ακάθεκτο να περιδινείται με συντροφιά το χιόνι το παράσερνε μαζί με τον αέρα με αποτέλεσμα να αρχίσει να πέφτει μέσα στο δωμάτιο, πασπαλίζοντάς τους με δαντελένιες πεταλούδες από πάγο.

Όλη αυτή την ώρα ο νους της Ταλα είχε σωπάσει, αιωρούμενος πάνω σ’ εκείνο το φιλί, με τα χέρια της να αγκαλιάζουν το σώμα του, χαμένη σε μια αιωνιότητα όπου οι δυο τους είχαν γίνει ένα, ουρανός και θάλασσα μαζί και χόρευαν έναν δικό τους, προαιώνιο και μοναδικό χορό.  Κι όμως, ακόμα κι όταν στάθηκαν ξέπνοοι χωρίς να χορταίνουν να κοιτάζονται χωρίς λέξη, ήξεραν ότι δεν χάνονταν ο ένας μέσα στον άλλο.  Δημιουργούσαν ένα μοναδικό σύμπλεγμα, διττό και μοναδικό ταυτόχρονα, όπως αυτό που έπλαθε το Σέλας.  Που χρειαζόταν το φως του χορευτή και το σκοτάδι της αυλαίας για να γεννηθεί αυτό το μαγικό έργο Τέχνης.

Πώς ήταν δυνατόν να μην είναι ευτυχία αυτό;

The Two Godmothers

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: