Το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο, με μόνο φως, εκείνο των κεριών που ήταν τοποθετημένα σε περίοπτη θέση πάνω στο τραπέζι. Η Ελισάβετ κοίταξε τα τρία κόκκινα αυγά που ήταν αφημένα δίπλα της. Το πορφυρό τους χρώμα, είχε μια περίεργη απόχρωση.
Έσφιξε τα χείλη και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και παρατήρησε το είδωλό της, ανέκφραστη. Τα μαλλιά της ήταν ακατάστατα και τα ρούχα της γεμάτα λεκέδες. Οι μαύροι κύκλοι σκίαζαν τα νεανικά της μάτια, ενώ το μέχρι πρότινος αψεγάδιαστο δέρμα της, έμοιαζε ταλαιπωρημένο. Έφτιαξε στα γρήγορα ένα σφιχτό κότσο, μακιγιάρισε τις ατέλειες του προσώπου της και άλλαξε ρούχα. Πήρε τα τρία αυγά από το τραπέζι και τα έριξε στην τσάντα της.
«Σημαδιακός ο αριθμός τρία» σκέφτηκε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της κι έβγαινε στο μικρό πλακόστρωτο δρομάκι. «Συμβολίζει τη Θεία Τριάδα, Πατέρας-Υιός και Άγιο Πνεύμα». Για τη Ελισάβετ όμως συμβόλιζε και κάτι άλλο. Συμβόλιζε…
Κούνησε βιαστικά το κεφάλι και απόδιωξε τις σκέψεις. Δεν ήταν ώρα να ανακαλέσει τον άλλο συμβολισμό. Όχι ακόμη.
Έκλεισε τα μάτια και ρούφηξε λαίμαργα τα αρώματα των λουλουδιών της εποχής που είχαν πλέον ανθίσει. Γύρω της τα σπίτια ήταν αδειανά. Όλοι είχαν ξεκινήσει για τη Λειτουργία. Φτάνοντας στην εκκλησία της πλατείας, είδε πολλά γνώριμα πρόσωπα να της χαμογελούν. Ανταπέδωσε και προχώρησε στο εσωτερικό.
Μια μικρή γύρα με το βλέμμα, ήταν αρκετή, για να διαπιστώσει πως βρίσκονταν και οι τρεις εκεί, κρεμασμένες από τα μπράτσα των συζύγων τους. Πρώτη την είδε η Μαίρη. Της χαμογέλασε με δυσκολία και σκούντησε διακριτικά την Ευαγγελία – Έβελιν όπως ήθελε να την αποκαλούν πλέον. Εκείνη δεν μπήκε καν στον κόπο να τη χαιρετήσει, παρά μόνο ειδοποίησε την Ελίνα. Η γυναίκα, μόλις την είδε, άστραψε ένα παγωμένο χαμόγελο και την πλησίασε. Πάντα το έκανε. Ήταν αυτή που είχε αναλάβει να τη συνετίσει τότε, να την καλοπιάσει, αυτή που έστελναν πάντα οι άλλες για να μιλήσει εξ’ ονόματος όλων τους. Και η Ελισάβετ την περίμενε. Γι’ αυτό πήρε μαζί της τα αυγά. Η Ελίνα την αγκάλιασε και τη φίλησε σταυρωτά. Μα εκείνη ένιωσε αγκάθια να την τρυπούν ως τα τρίσβαθα της ψυχής της. Της χάιδεψε τα μάγουλα, όμως αισθάνθηκε νύχια να της ξύνουν το δέρμα και πύρινες γλώσσες να το καίνε.
Έβγαλε τα αυγά και της τα έδωσε, νεύοντας προς τις άλλες δυο.
«Για το καλό» της ψιθύρισε στο αυτί.
Η Ελίνα χαμογέλασε ακόμη περισσότερο και απομακρύνθηκε. Και όταν επέστρεψε στην αρχική της θέση, η Ελισάβετ λούφαξε σε ένα σημείο παραπίσω. Εκεί το βλέμμα τους δεν μπορούσε πλέον να την αγγίξει.
Η νύχτα προχωρούσε και ο παπάς διάβαζε τα δώδεκα ευαγγέλια. Και όταν ήρθε η ώρα να ψαλεί το αντίφωνο «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», μέσα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε, οι εικόνες κατέκλυσαν το μυαλό της σαν χείμαρρος.
«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» ακούστηκε πεντακάθαρη η φωνή του.
Η Ελισάβετ, έσκυψε το κεφάλι κι έσφιξε τα δόντια. Θυμήθηκε ένα άλλο σώμα να κρέμεται, με τα χέρια δεμένα σε ένα κλαδί δέντρου.
«ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται»
Θυμήθηκε ένα άλλο σώμα να το χαρακώνουν με κοφτερές λεπίδες. Έσφιξε ασυναίσθητα την κοιλιά της και την έτριψε με τα χέρια.
«ο των αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται»
Θυμήθηκε ένα σώμα γυμνό, με απομεινάρια ρούχων να κρέμονται πάνω του.
«ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο»
Θυμήθηκε το ίδιο σώμα να δέχεται ανυπόφορα χτυπήματα.
«ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου»
Θυμήθηκε το ίδιο σώμα, το δικό της σώμα, να το πετούν στο υγρό λασπωμένο έδαφος, να μπαίνουν με βία μέσα του, κάνοντάς το να αιμορραγήσει, ποτίζοντας με το αίμα του το χώμα.
«Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν»
Σήκωσε απότομα το κεφάλι.
Είχε έρθει η ώρα για τη δική της ανάσταση. Γλίστρησε διακριτικά ανάμεσα στο πλήθος και βγήκε από την εκκλησία.
Ήξερε πως θα βρισκόταν πλέον πολύ μακριά, όταν οι τρεις γυναίκες θα ούρλιαζαν με πόνο.
Με πρόσωπο σκληρό, ανέκφραστο, της φανταζόταν να λαμβάνουν ταυτόχρονα το προγραμματισμένο μήνυμα στο κινητό τους, εκείνο που θα έδειχνε τους τρεις γιους τους κρεμασμένους από το ταβάνι του υπογείου της, στεγνούς πλέον από αίμα, αφού θα είχε πια στραγγίσει πάνω στις τρεις γαβάθες με τα κόκκινα αυγά που είχε τοποθετήσει κάτω από τα σώματά τους. Τις φανταζόταν να κοιτούν με τρόμο τα κόκκινα αυγά που τους είχε χαρίσει πρωτύτερα, ενώ η καρδιά τους θα σκιζόταν στα δύο, ακριβώς όπως είχε σκιστεί η δική της καρδιά όταν την είχαν βιάσει τα τρία βλαστάρια τους, ακριβώς όπως είχε σκιστεί, όταν κατάφεραν να τους αθωώσουν και να ρίξουν όλο το φταίξιμο στην ίδια.
Σταμάτησε απότομα και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Ανάστασιν» ψιθύρισε.
Ερωδίτη Παπαποστόλου