,

Επαναπροσδιορισμός διαδρομής

Ο Σωτήρης αγριοκοίταξε το GPS, λες και του έφταιγε εκείνο που έφτασε σαράντα χρονών μαντράχαλος κι ακόμα δυσκολευόταν να πει όχι.

«Επαναπροσδιορισμός διαδρομής» ακούστηκε για χιλιοστή φορά από το μαραφέτι.

Πάλι λάθος είχε στρίψει, αλλά τι πιθανότητες είχε να βρει το σωστό δρομάκι μέσα σε εκείνον το δαίδαλο από χωματόδρομους στη διασταύρωση του πουθενά με το τίποτα;

Καθηγητής γερμανικών κι ανάθεμα την ώρα που είχε συμφωνήσει να αναλάβει αυτό το νέο ιδιαίτερο σε εκείνο το κυριλέ προάστιο πάνω στον καραφλό λόφο που έμοιαζε με νταμάρι. Ποιος πάει να χτίσει σπίτι εκεί που ο θεός είπε καληνύχτα στο διάβολο; Αν έκρινε βέβαια από τη θέα προς τη θάλασσα και τις βιλάρες που ήταν σκαρφαλωμένες πάνω σε εκείνη την γκρεμίλα, η αφρόκρεμα της πόλης. Είχε κάνει παρόλα αυτά φιλότιμες προσπάθειες να το αποφύγει. Εντάξει, αυτό του το αναγνώριζε του εαυτού του. Τι ότι δεν είχε βολικές ώρες είχε πει, τι πολλά χρήματα είχε ζητήσει για να αποτρέψει τους γονείς του υποψήφιου μαθητή, αλλά αυτοί εκεί, απτόητοι να επιμένουν…

«Όποτε σας βολεύει εσάς, θα τις κανονίσουμε τις ώρες. Και τα χρήματα δεν είναι πρόβλημα, αρκεί να τον αναλάβετε. Έχουμε πάρει τις καλύτερες συστάσεις και ειλικρινά θέλουμε πολύ να συνεργαστούμε. Θέλουμε να κάνουμε το καλύτερο για τη μόρφωση του γιού μας. Έναν τον έχουμε!»

«Οπότε, σκαρφάλωνε εσύ τώρα Σώτο τα κατσάβραχα, να βρεις κατά πού πέφτει το σπίτι του μοναχογιού. Για να μάθεις άλλη φορά να λες και κάνα όχι» μουρμούρισε στον εαυτό του μέσα από τα δόντια και έκανε μια τελευταία προσπάθεια να ακολουθήσει έναν λοξό χωματόδρομο που φαινόταν να οδηγεί κάπου.

Το «φαινόταν» είναι η καίρια λέξη που χαρακτήριζε αυτή την επιλογή, γιατί μετά από κάποια μέτρα και μπόλικα αγκομαχητά και χοροπηδητά του αυτοκινήτου πάνω από λακκούβες και κοτρόνες, ο Σωτήρης είδε να απλώνεται μπρος του ένα μεγαλoπρεπές αδιέξοδο. Ένα λογγωμένο χωράφι φραγμένο με χοντρό κοτετσόσυρμα.

Δύο ήταν τώρα οι λύσεις, εκ των οποία τη μία ­­– να το κόψει με την όπισθεν μέχρι να βγει σε πλάτωμα για να κάνει αναστροφή ­­– την απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες. Το δρομάκι ήταν πολύ στενό και φιδωτό κι αριστερά είχε χαντάκι, πράγμα που σήμαινε ότι αν του έφευγε λίγο το τιμόνι και κολλούσε καμιά ρόδα στο χαντάκι, θα τον έβρισκε το βράδυ χορεύοντας μπλουζ με τους λύκους. Η άλλη επιλογή αναπτέρωσε κάπως το ηθικό του. Στα δεξιά του, μόλις λίγα μέτρα πιο πίσω, υπήρχε η ψηλή γκαραζόπορτα μιας βίλας. Αν στεκόταν λιγάκι τυχερός και ήταν κάποιος μέσα, μπορούσε να χτυπήσει το κουδούνι, να εξηγήσει πως έχει κολλήσει με το αμάξι και να ζητήσει βοήθεια. Όχι τίποτα σπουδαίο, απλά να του ανοίξουν την γκαραζόπορτα για να μπορέσει να βρει λίγο χώρο να κάνει αναστροφή και να φύγει.

Στο τέταρτο χτύπημα του κουδουνιού, λίγο πριν αποδεχτεί πλέον ότι θα νύχτωνε για τα καλά εκεί πάνω, η θυροτηλεόραση φωτίστηκε και μια νεανική φωνή άρθρωσε ένα κοφτό και ενοχλημένο:

«Ναι!»

Ο Σωτήρης αιφνιδιάστηκε από την καλή του τύχη κι επιστράτευσε όλη του την ευγένεια:

«Καλησπέρα και χίλια συγγνώμη για την ενόχληση! Έχω κολλήσει εδώ πιο κάτω στο αδιέξοδο με το αυτοκίνητο και χρειάζομαι λίγο χώρο για να μπορέσω να το στρίψω. Αν δε σας είναι πρόβλημα, θα μπορούσα να κάνω μια αναστροφή μέσα στο γκαράζ σας; Θα με υποχρεώσετε πραγματικά…»

Πριν καλά καλά προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ακούστηκε ένα παρατεταμένο «μπίιιιπ» και η πόρτα της εισόδου άνοιξε απότομα, ενώ ταυτόχρονα εμφανίστηκε ένα αμολημένο λαμπραντόρ που έτρεξε με ανεξιχνίαστες διαθέσεις προς το μέρος του.

«Ρόκι, ήσυχα! Κάτσε κάτω!» ακούστηκε ο νεαρός που εμφανίστηκε πάνω στην ώρα στο μαρμάρινο πλατύσκαλο.

Κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα τον Σωτήρη με ύφος αδιάφορο κι έπειτα χωρίς να πει κουβέντα του έδειξε την κεντρική πόρτα και του έκανε ένα νεύμα να περάσει μέσα. Ο Σωτήρης τον έκοψε ρίχνοντάς του ένα γρήγορο βλέμμα από πάνω ως κάτω. Ο πιτσιρικάς θα πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαέξι κι αν έκρινε από την έκφρασή του περνούσε εκείνη τη φάση που ήταν τσαντισμένος με το σύμπαν και ό,τι ζούσε κι ανέπνεε μέσα σε αυτό.

«Φίλε, να ‘σαι καλά αλλά δε θα περάσω μέσα. Μόνο την γκαραζόπορτα κάνε ένα κόπο να μου ανοίξεις για να γυρίσω το αμάξι».

«Ορέστης» του είπε ο νεαρός, «και κλειδί για την γκαραζόπορτα δεν έχω. Αν θες να  μπεις να περιμένεις, μπορεί να φανεί όπου να ‘ναι κάποιος από τους –λέμε τώρα– γονείς μου και να σου ανοίξει τις πύλες του ανακτόρου για να στρίψεις».

Μπλέξαμε… σκέφτηκε ο Σωτήρης κι αφού συστήθηκε κι αυτός, ακολούθησε απρόθυμα τον μικρό στο εσωτερικό του σπιτιού. Τουλάχιστον θα του ζητούσε να χρησιμοποιήσει το σταθερό τηλέφωνο για να ειδοποιήσει στο νέο μάθημα να μην τον περιμένουν, αφού το σήμα του κινητού του ­–ώ, τι έκπληξη!– ήταν πιο φλατ κι από καρδιογράφημα νεκρού.

Μόλις πέρασε μέσα, αισθάνθηκε ξαφνικά περικυκλωμένος από ένα συνονθύλευμα ακριβών υλικών και αντικειμένων. Το καθιστικό ήταν ένας αχανής, ενιαίος χώρος που το ύψος του άγγιζε την οροφή του κτιρίου, με ελάχιστους τοίχους και γύρω γύρω τεράστιες τζαμαρίες με πανοραμική θέα ως τη θάλασσα. Το δάπεδο ήταν όλο στρωμένο με μεγάλου μεγέθους γυαλιστερό, ανοιχτόχρωμο πλακάκι, που έκανε το χώρο να φαίνεται ακόμα πιο αχανής . Στο κέντρο του καθιστικού δέσποζε ένα μοντέρνο τζάκι με τρεις γυάλινες όψεις, που είχε σαν φόντο έναν σκούρο, πέτρινο τοίχο πάνω στον οποίο ακουμπούσαν λευκοί καναπέδες. Στο βάθος, σε ένα ψηλότερο επίπεδο, διέκρινε μια μεγάλη, υπερμοντέρνα κουζίνα από μαύρη λάκα, που έμοιαζε με εκείνες στις εκθέσεις επίπλων που βρίσκονται εκεί απλά για να τις θαυμάζεις και κανείς δεν έχει ποτέ μαγειρέψει σε αυτές ούτε ένα αβγό.  Η πρώτη σκέψη που έκανε ο Σωτήρης μόλις πρωτοαντίκρισε το εσωτερικό του σπιτιού, ήταν πως εκεί μέσα δεν υπήρχε πουθενά ούτε μια γωνιά να κρυφτείς.

«Θα αργήσουν οι γονείς σου;» ρώτησε έχοντας ήδη αρχίσει να νιώθει άβολα περιτριγυρισμένος από αυτήν την κραυγαλέα επίδειξη πλούτου και κενής πολυτέλειας.

«Εξαρτάται» απάντησε αδιάφορα ο Ορέστης.

«Αν δεν πεθαίνει κάποιος, λογικά μέσα στην επόμενη ώρα θα έρθει ο πατέρας μου κι αν δε γεννηθεί κανείς εκτός προγράμματος, θα έρθει και η μητέρα μου σε λίγο».

«Φίλε μου, ε… Ορέστη ήθελα να πω, συγγνώμη κιόλας, αλλά αυτό δεν είναι απάντηση. Είναι χρησμός της πυθίας στο μαντείο των Δελφών».

«Εντάξει, σόρι, έχεις δίκιο. Οι γονείς μου είναι γιατροί κι έχουν πολλά έκτακτα περιστατικά κι έτσι. Ο πατέρας μου είναι χειρουργός και η μητέρα μου μαιευτήρας.  Το ‘πιασες τώρα;»

«Ναι, κατάλαβα» απάντησε ξέπνοα ο Σωτήρης και κάθισε στην άκρη του λευκού καναπέ όσο πιο προσεκτικά γινόταν, φοβούμενος πως η παραμικρή άγαρμπη κίνηση θα μπορούσε να χαλάσει την τελειότητα αυτού του αποστειρωμένου χώρου. Άφησε να του ξεφύγει μόνο ένα αμυδρό χαμόγελο, όταν ασυναίσθητα φαντάστηκε τον πατέρα του Ορέστη να πραγματοποιεί εγχειρήσεις πάνω στο γυάλινο, γλειμμένο από σκόνη τραπέζι του σαλονιού κι αντί για προβολέα να χρησιμοποιεί το φως που έμπαινε από τις τεράστιες τζαμαρίες και έλουζε τα πάντα. Αυτή εδώ θα μπορούσε να είναι μια τέλεια αίθουσα χειρουργείου, σκέφτηκε ο Σωτήρης. Όλα πεντακάθαρα, κατάλευκα, άψυχα. Τουλάχιστον το αίμα θα έδινε λίγο χρώμα εδώ μέσα. Πώς είναι άραγε να ζει ένα παιδί μέσα σε μια αίθουσα χειρουργείου;

Το μόνο σημάδι ανθρώπινης έκφρασης στο χώρο ήταν τρεις μεγάλες, ασπρόμαυρες  φωτογραφίες σε διαστάσεις αφίσας στον τοίχο που οδηγούσε στην κουζίνα. Η μία έδειχνε τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου σε ένα στιγμιότυπο θαλασσοταραχής, με άγρια κύματα να δέρνουν τους πυλώνες της. Στη δεύτερη ερωδιοί κολυμπούσαν γαλήνιοι σε μια λιμνοθάλασσα, ενώ η τρίτη ήταν τραβηγμένη εν ώρα πτήσης και έδειχνε το φτερό ενός αεροπλάνου να βυθίζεται μέσα στα λευκά σύννεφα. Ο Σωτήρης σηκώθηκε να τις δει από κοντά κι ενώ τις παρατηρούσε άκουσε τον Ορέστη να λέει με απαξίωση:

«Τι κοιτάς; Τις μαλακίες που έχει κρεμάσει η μάνα μου στον τοίχο για να παινεύεται στις φίλες της ότι τάχα έχει γιο φωτογράφο;»

«Δικές σου είναι αυτές οι φωτογραφίες; Μπράβο! Είσαι καλλιτέχνης!»

«Μπα, μην τρελαίνεσαι. Απλώς έχω πολύ ελεύθερο χρόνο και κάπως πρέπει να τον γεμίσω. Ή να τον αδειάσω μια και καλή, αλλά χρώστα χάρη που μου χτύπησες το κουδούνι».

Μέσα στο μυαλό του Σωτήρη άρχισαν ξαφνικά να χτυπάνε καμπανάκια. Τα χρόνια που είχε δουλέψει με παιδιά έκαναν τις κεραίες του πολύ ευαίσθητες στα σήματα κινδύνου που εξέπεμπαν οι νεαρές ψυχές όταν βασανίζονταν από κάτι. Το βάσανο μπορεί να ήταν μπούλινγκ, κακοποίηση ή απλά παραμέληση κι εδώ κάτι του φώναζε ότι ο φαινομενικά αδιάφορος Ορέστης ήταν έτοιμος να κάνει οτιδήποτε για να πάρει μια στάλα προσοχής από τους πολυάσχολους, επιτυχημένους γονείς του. Ζήτησε ένα ποτήρι νερό, περισσότερο για να τον παρατηρήσει παρά γιατί διψούσε.

«Έχεις αδέλφια;» ρώτησε και τον παρακολούθησε καθώς άνοιξε το διπλό ψυγείο, έβγαλε ένα μπουκάλι Evian κι έπειτα σέρβιρε το νερό σε ένα ψηλό, κολονάτο ποτήρι.

«Όχι, μόνο εγώ ήμουν ο τυχερός. Και να φανταστείς ότι ο ντόκτορ και η γιατρίνα παιδεύονταν χρόνια με εξωσωματικές για να με αποκτήσουν! Είναι σχεδόν ανέκδοτο αν σκεφτείς ότι αμέσως μόλις το κατάφεραν, με παράτησαν στις νταντάδες για να συνεχίσουν ότι έκαναν. Λες και ήμουν κι εγώ κάνα πτυχίο, να το κρεμάσουν στον τοίχο να το καμαρώνουν. Έτσι, σκέφτηκα να τους κάνω τη χάρη να κρεμαστώ μόνος μου, αλλά κάπου εκεί εμφανίστηκες εσύ και άρχισες να χτυπάς κουδούνια αγνώστων. Σωτήρης όνομα και πράγμα δηλαδή».

Το μυαλό του Σωτήρη άρχισε να παίρνει γρήγορα στροφές. Είχε υπάρξει κι εκείνος παραμελημένο παιδί. Αυτός βέβαια δεν είχε στερηθεί τους γονείς του από φιλοδοξία, όπως ο Ορέστης, αλλά από ανάγκη. Οι γονείς του είχαν φύγει και οι δύο για δουλειά στη Γερμανία και τον είχαν αφήσει πίσω με τους παππούδες του. Πέρασαν κάμποσα χρόνια μέχρι να βρουν τα πατήματά τους στον ξένο τόπο και να καταφέρουν να τον πάρουν μαζί τους. Όποιος όμως κι αν είναι ο λόγος της παραμέλησης, η ερημιά και η απόγνωση που δημιουργεί στην ψυχή ενός παιδιού είναι ίδια. Είχε υπάρξει κι εκείνος απελπισμένος και ευτυχώς σωσμένος. Εκείνον τον είχε σώσει ένα όνειρο, να ταξιδέψει, να γυρίσει τον κόσμο. Κι αφού ένα όνειρο είχε σώσει εκείνον, μπορούσε να σώσει και τον Ορέστη. Το σκέφτηκε λίγο ακόμα πριν μιλήσει.

«Έχεις πάει ποτέ στη Γαύδο;»

«Όχι, πού πέφτει;»

«Νότια της Κρήτης, στο Λιβυκό πέλαγος».

«Και γιατί με ρωτάς αν έχω πάει;»

«Λοιπόν, θα σου πω μια ιστορία. Έχει εκεί μια μοναδική παραλία που είναι η νοτιότερη ακτή της Ευρώπης. Όταν φτάσεις –γιατί θα πας κάποτε– θα παρατηρήσεις ότι στα ανατολικά της είναι γεμάτη από άμμο, ενώ στα δυτικά της θα δεις μεγάλες πέτρες και βότσαλα. Κάποιοι Ρώσοι, μετά την καταστροφή του Τσέρνομπιλ, αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί για να ξεφύγουν από το θάνατο και να ζήσουν μέσα στη φύση. Τότε τους ήρθε και μια ιδέα. Πήραν μια τεράστια καρέκλα και την τοποθέτησαν στον πιο ψηλό βράχο πάνω από την παραλία. Ήθελαν να δείξουν με αυτό τον τρόπο ότι η πραγματική ζωή είναι μέσα στην αγνή φύση κι ότι όπως ατενίζεις το πέλαγος και βλέπεις ότι συνέχεια κινείται, έτσι κινείται κι η ζωή κι εσύ μαζί της. Κι όσο κινείσαι υπάρχει ελπίδα».

«Ωραίο ακούγεται. Αλλά, πού κολλάει όλο αυτό στην κουβέντα μας;»

«Κολλάει, επειδή θέλω να μου υποσχεθείς κάτι. Θέλω όταν κάποτε πας στη Γαύδο, να φωτογραφήσεις αυτή την καρέκλα που κοιτάει το Λιβυκό από τις εσχατιές της Ευρώπης και μετά να με βρεις και να μου δείξεις τη φωτογραφία. Κι αν σου ξαναέρθει η σκέψη να κάνεις κακό στον εαυτό σου, να σκεφτείς τους Ρώσους που έφυγαν από τη ραδιενέργεια για να πάνε να στήσουν μια καρέκλα στη Γαύδο που να αγναντεύει την απέναντι ήπειρο. Και σώθηκαν. Γιατί τα όνειρα πάντα σώζουν, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό, μικρέ! ».

Ο Ορέστης έμεινε για λίγο σιωπηλός κι ακίνητος σαν να ήθελε να αφήσει χώρο στα λόγια του Σωτήρη να τον διαπεράσουν. Κι ύστερα από λίγο ψέλλισε:

«Σωτήρη… σε ευχαριστώ… φίλε!».

«Παρακαλώ… φίλε!» απάντησε ο Σωτήρης.

«Α, και κάτι ακόμα…» συνέχισε ο Ορέστης. «Το τηλεκοντρόλ της γκαραζόπορτας είναι στο τραπεζάκι δίπλα στην εξώπορτα. Πάτα το δεξί κουμπί κι άνοιξέ τη για να στρίψεις. Σόρι…»

Ειρήνη Κουτσουβέλη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading