, ,

Στην πόλη της Λία Ο’ Κόνορ – 4

Προηγούμενο

Περπάτησαν ανάμεσα στα τραπέζια. Μπροστά ο Κάρτερ. Πίσω η Λία. Ο πιστολέρο ευχήθηκε να μην κάνει κανείς τίποτα το επικίνδυνο. Γιατί, για άλλη μια φορά, ένιωθε πόσο επισφαλής ήταν η θέση του, έχοντας κοντά του την Λία. Ώρες σαν αυτή ένιωθε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει γονιός. Αλλά θα βοηθούσε ένα παιδί να βρει το δικό του. Γιατί ήξερε ότι η μητέρα της Λία δεν ήταν σαν τους δικούς του θετούς γονείς. Εκείνος είχε μεγαλώσει στο σπίτι μιας άλλης οικογένειας, αφού οι γονείς του πέθαναν σε ένα στενό της Νέας Υόρκης, από κάτι ληστές. Ο Κάρτερ, ούτε τριών χρονών τότε, είχε δοθεί μέσω της ντόπιας εκκλησίας Προτεσταντών στην οικογένεια του Τζέιμς Κάρτερ, που ήταν ιδιοκτήτης μπαρ -στο οποίο είχε κάνει δεκατρία χρόνια θητεία ο Μαξ-, και της Λάουρα Κάρτερ, νοικοκυράς και μαγείρισσας που παρίστανε ότι τα φαγητά της ήταν περιωπής, πιο επαγγελματικά φτιαγμένα και από αυτά μεγάλων εστιατορίων. Είχαν και μια κόρη, την Μαίρη, που ήθελε να έχει τον Κάρτερ σα δούλο της, να της φέρνει ό,τι του ζητούσε, από παιχνίδια μέχρι γλυκά από τον απέναντι φούρνο –αλλά κλεμμένα τα γλυκά, γιατί δεν τους έφταναν τα δολάρια, για τέτοιες σπατάλες.

Μετά ήταν και το θέμα με τη θρησκεία. Κάθε Κυριακή στην εκκλησία, συν εξομολόγηση, συν αυστηρή νηστεία. Συν εκτεταμένη, νυχθημερόν μελέτη της Αγίας Γραφής. Συν «καταδίκη του Πάπα και των Καθολικών». Δεν του άρεσαν όλα όσα προσπαθούσαν να του μάθουν. Όχι μόνο λόγω του τρόπου, που ήταν υπερβολικά «στρατιωτικός» και προϋπέθετε πλήρη συνεργασία, διαφορετικά θα υπήρχε τιμωρία –από απαγόρευση στο να βγαίνει από το δωμάτιό του μέχρι ξύλο με τη ζώνη. Όχι, ήταν και το τι του έλεγαν. Να πιστεύει σε έναν θεό που διακήρυττε την αγάπη, αλλά ταυτόχρονα να σκέφτεται το τέλος. Την Αποκάλυψη. Τη ματαιότητα του να θέλεις οτιδήποτε ανθρώπινο. Την αμαρτία της απόλαυσης. Την υποχρέωση να μιλάς σε έναν άγνωστο, έστω και παπά, για κυριολεκτικά ό,τι έχεις κάνει ή σκεφτεί ή πει. Για να λάβεις άφεση αμαρτιών.

Ο Κάρτερ στην αρχή υπάκουε, αλλά δεν του άρεσε σχεδόν τίποτα από αυτά. Με εξαίρεση το τι πρέσβευε ο Θεός. Την αγάπη. Αλλά από κει και πέρα, υπήρχαν ένα σωρό λάθη ή ανακρίβειες ή ευκολίες. Και υποκρισία. Πολλή υποκρισία. Ακόμα και από τον παπά. Ο οποίος, κακά τα ψέματα, ήταν εμφανίσιμος. Δεν περνούσε απαρατήρητος. Ειδικά από τις γυναίκες. Ακόμα πιο ειδικά, από την Λάουρα. Όταν έφτασε στην εφηβεία, και η Μαίρη τον παρατηρούσε… διαφορετικά απ’ ό,τι συνήθιζε. Είχε επιρροή εκείνος ο παπάς. Και το ήξερε. Και, δεδομένου των «αγαθοεργιών» που λάμβανε στην εκκλησία του, αλλά και των κουτσομπολιών που κυκλοφορούσαν γι’ αυτόν -ότι έπινε και χαρτόπαιζε-, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το εκμεταλλευόταν.

Για τον μικρό Κάρτερ, ο κόμπος θα έφτανε το χτένι. Ήταν βέβαιο. Ήταν θέμα χρόνου. Που δεν άργησε πάρα πολύ. Στα δεκαπέντε, μίλησε για πρώτη φορά κατά του παπά. Και κατά άλλων πιστών που είχε γνωρίσει. Και κατά του Τζέιμς και της Λάουρα και της Μαίρη. Για όλους είχε κάτι να πει. Αντάλλαξαν σκληρά λόγια και ο Τζέιμς Κάρτερ του επιτέθηκε. Ο Μαξ, αν και πολύ ψηλότερος από τον πατριό του, δεν είχε πολλές ελπίδες απέναντί του και δεν περίμενε πως θα νικούσε. Αν και το ήλπιζε. Το φανταζόταν. Το ήθελε. Αλλά δεν τα κατάφερε.

Ωστόσο, ήταν κάτι. Μια αρχή. Που θα είχε συνέχεια. Αναγκαστικά. Ήταν αναπόφευκτο. Δεν υπήρχε αγάπη μεταξύ των τριών και του Μαξ. Ούτε τότε, ούτε νωρίτερα. Απλά οι Κάρτερ είχαν δεχτεί τον Μαξ, ως καλοί χριστιανοί. Κάποιο είδος καθήκοντος. Υποτίθεται. Αλλά δεν τον ήθελαν. Ούτε σε συγκεντρώσεις, ούτε στην προσευχή, ούτε στις δουλειές. Απλά τον εκμεταλλεύτηκαν όσο μπορούσαν. Τον έβαζαν να κάνει διάφορα, που εκείνοι δεν ήθελαν να κάνουν, για να μη χάσουν «το όνομά τους», τη φήμη τους. Αγγαρείες και κλεψιές και ψέματα.

Έτσι, ήρθαν κι άλλες στιγμές. Και ο Μαξ Κάρτερ γινόταν ολοένα και καλύτερος στο να συγκρούεται με τους άλλους. Η φωνή του έγινε πιο βροντερή. Το ύψος του απέκτησε μεγαλύτερο κύρος. Τα χτυπήματά του ήταν πιο στοχευμένα. Πλέον, δε φοβόταν τον Τζέιμς. Και σταμάτησε να αντιμετωπίζει τις δύο γυναίκες ως κυρίες, ως κάποιες που άξιζαν το σεβασμό και ένα φιλί στο χέρι. Δεν θεωρούσε εαυτόν ανώτερο, αλλά η οικογένεια που τον είχε αναλάβει αποτελούνταν από κατακάθια, από ανθρώπους που ξέφευγαν κατά πολύ από οποιονδήποτε σωστό δρόμο. Κι ο ίδιος δεν είχε κανένα ενδοιασμό να πέσει στο επίπεδό τους, να λογομαχήσει και να παλέψει μέχρι κάποιος να μείνει πεσμένος στο πάτωμα, μες στα αίματα. Δεν είχε ενδοιασμούς όταν τον έφερναν στα όριά του.

Ο Κάρτερ δεν είχε περάσει πολύ ευχάριστη παιδική ηλικία και δεν ήταν υπερήφανος για κάποια πράγματα που είχε αναγκαστεί να κάνει και να πει. Ευτυχώς, στα δεκάξι του βρήκε το γραφείο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Λούκυ Λουκ και κατατάχτηκε. Είχε γλιτώσει από περαιτέρω εξευτελισμό, τουλάχιστον για λίγο.

Αλλά όλα αυτά δε διέφθειραν την πεποίθησή του ότι κάθε παιδί πρέπει να είναι με τους γονείς του, εφόσον αυτοί είναι καλοί. Και το ότι η Λία αγαπούσε την μητέρα της ήταν ένας ακόμα λόγος, ο πιο επιτακτικός ίσως, για να πειστεί ο Κάρτερ να αναζητήσουν τη Βικτώρια. Ο άλλος λόγος ήταν το καθήκον του σαν μοναχικός πιστολέρο.

Ευτυχώς, κανείς από τους λεβέντες δεν είχε όρεξη για να σηκωθεί, να πει την κουταμάρα του και να αρχίσει το παιχνίδι. Κάθονταν και έπαιζαν και κοιτούσαν τους νεοφερμένους. Οι γυναίκες δεν αντέδρασαν στη θέα των υποψήφιων πελατών, παρά συνέχισαν να εξυπηρετούν τους ήδη υπάρχοντες.

Ο Κάβανα, όμως, σταμάτησε ό,τι έκανε. Χαμογέλασε (σαν τον Τέρνερ, σκέφτηκε ο Κάρτερ, ενθυμούμενος τον δικαστή από το Jackson, ο οποίος του είχε κάνει κακή εντύπωση). Κοιτώντας κυρίως την Λία. Είπε με σιγανή, καθάρια φωνή «Γεια σου, Λία. Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω». Φορούσε μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, ήταν μικρόσωμος και κοντά στα εξήντα, αλλά δυναμικός. Φαινόταν να ’ναι από εκείνους τους τύπους που, αν και ξεπεσμένοι, ήταν παμπόνηροι και κοιτούσαν να αποκομίσουν ό,τι μπορούσαν από την οποιαδήποτε περίσταση.

Εκείνη δεν του είπε κάτι.

Ο άντρας γύρισε προς τον Κάρτερ. «Γεια σου, καουμπόι». Έπιασε το ανύπαρκτο καπέλο που φορούσε και έκανε πως χαιρετάει τον πιστολέρο.

Κίνηση χλευασμού, αναμφίβολα, σκέφτηκε ο Κάρτερ. «Γεια. Είστε ο κύριος Ρόρι Κάβανα;»

«Αχα. Έτσι με βάφτισαν οι γονείς μου πριν πολλά χρόνια». Βλεφάρισε και έγειρε το κεφάλι, ούτως ώστε το αριστερό μάτι να κρυφτεί και να αναδειχτεί το δεξιό, σαν να έβλεπε καλύτερα με αυτό. «Κι εσείς είστε;…»

«Μαξ Κάρτερ. Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Λούκυ Λουκ». Ο Κάρτερ χτύπησε ελαφρώς το σήμα του.

«Λούκυ Λουκ; Τι περίεργο όνομα για μια κυβερνητική υπηρεσία!»

«Επινόηση του Αβραάμ Λίνκολν, κύριε Κάβανα. Κάτι θα ήξερε, δεν συμφωνείτε;»

«Ο Λίνκολν;»

«Ναι».

Ο Κάβανα μόρφασε με ειρωνεία. «Ναι. Δεν θα γινόταν πολιτικός, και δη Πρόεδρος, άμα ήταν κάνας τυχαίος».

Ο Κάρτερ δεν μίλησε.

«Αλλά το ότι τον έφαγαν σαν το σκυλί στ’ αμπέλι… Συγνώμη, στο Ford Theatre… τι να λέει αυτό άραγε για τον εν λόγω κύριο;»

«Ότι κυκλοφορούν πολλοί επικίνδυνοι εγκληματίες και οι υπηρεσίες του Νόμου δεν επαρκούν για όλους τους. Και ότι οι άντρες της ασφάλειάς του έκαναν κακή δουλειά. Υποθέτω».

«Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος, κύριε ομοσπονδιακέ Μαξ Κάρτερ;» ρώτησε ο Κάβανα, αγνοώντας την τελευταία κουβέντα του Κάρτερ.

«Για αρχή, θα θέλαμε λίγο φαγητό και νερό».

«Εξαιρετικά!» Ο Κάβανα, επιεικώς πιο ευχάριστος τώρα, με μεγαλύτερο, ίσως πιο αληθινό χαμόγελο, έδειξε προς το υπόλοιπο μαγαζί. «Παρακαλώ, καθίστε. Έχουμε φέτες χοιρινού μπέικον και πατάτες και ομελέτα. Για γλυκό, η καλή μου η κυρά έχει φτιάξει μηλόπιτα».

«Ωραία. Μας κάνουν». Αλλά ο Κάρτερ διερωτήθηκε πού μπορεί να βρήκαν χοιρινό. Και μήλα. Και αυγά. Δεν είδε γουρούνια, μηλιές ή κότες. Βέβαια, δεν είχε ψάξει όλη την Silent Desert, αλλά, απ’ όσα είχε δει, ήταν σίγουρος ότι δεν θα υπήρχαν. «Επίσης, να φέρετε μια κανάτα παγωμένο νερό και δύο ποτήρια».

«Σαφώς. Ό,τι θέλετε. Το σαλούν μου είναι ανοιχτό σε όλους». Κοίταξε ξανά την Λία, πριν καταλήξει στον Κάρτερ. «Ειδικά στους υπηρέτες του Νόμου».

Ο Κάρτερ και η Λία απομακρύνθηκαν και πήγαν σε ένα τραπέζι κοντά στο ένα από τα δύο παράθυρα. Λίγο πιο μακριά από το μαύρο πιάνο. Η Λία από τη μέσα μεριά και ο Κάρτερ δίπλα της, αλλά χωρίς να έχουν στριμωχτεί. Για παν ενδεχόμενο. Λόγω προηγούμενων εμπειριών του πιστολέρο.

«Πρέπει να φύγουμε» ξανάπε το κορίτσι.

«Σε λίγο, Λία».

«Μα πρέπει. Το υποσχέθηκες».

«Το ξέρω». Ο Κάρτερ έγειρε προς το μέρος της, για να τον ακούει μόνο εκείνη. «Αλλά πρώτα θέλω να βρούμε την μητέρα σου. Επίσης, θέλω να καταλάβω τι γίνεται σε τούτη την πόλη. Γιατί κάτι συμβαίνει. Κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου». Από το μυαλό του πέρασαν οι μακάβριες εικόνες που αντίκρισε στο ράντζο των Ο’ Κόνορ. Και η μυρωδιά. Και οι ήχοι –ή η ανυπαρξία αυτών.

«Δεν είναι σωστό».

Πήγε να της απαντήσει, αλλά τότε ήρθε η μία από τις σερβιτόρες. Μικρόσωμη, με λεπτή μέση και ξανθά μαλλιά που απλώνονταν γύρω από τους ώμους της και κάτω από το μαύρο μαντήλι που φορούσε. Το φόρεμά της είχε βαθύ ντεκολτέ, ενώ το λευκό πρόσωπό της, που ομοίαζε πολύ σε αυτό του Κάβανα (είχαν σχεδόν ίδια ζυγωματικά και παρόμοια λεπτή μύτη), φωτίστηκε από το χαμόγελο που χάρισε στην Λία. «Σκέφτηκα πως η μικρούλα θα ήθελε λίγο γάλα» είπε η κοπέλα και ακούμπησε στο τραπέζι ένα μεγάλο ποτήρι που γυάλιζε απέξω, σαν να είχε ιδρώσει από τη ζέστη.

«Ευχαριστούμε. Αν και δεν μου ζήτ…» έκανε να πει ο Κάρτερ, αλλά σταμάτησε, όταν είδε την Λία να πίνει με τόση θέρμη, ώστε δεν πήρε ανάσα μέχρι να το αδειάσει και να το δώσει στην σερβιτόρα, λέγοντας «Ευχαριστώ».

«Να ’σαι καλά, μικρούλα μου».

«Οκέι, μάλλον το χρειαζόσουν αυτό, ε, Λία;»

Εκείνη ένευσε και καθάρισε με την παλάμη της το άσπρο μουστάκι που είχε δημιουργηθεί στο πάνω χείλι της.

«Φυσικά και το χρειαζόταν. Παιδάκι είναι». Η σερβιτόρα άφησε ένα ακόμα ποτήρι με νερό και μια γεμάτη κανάτα.

«Ευχαριστούμε».

Η κοπέλα δεν απομακρύνθηκε αμέσως. «Κύριε;»

«Ναι;»

«Άκουσα ότι είστε σερίφης».

Ο Κάρτερ χαμογέλασε. «Βασικά, είμαι ομοσπονδιακός πιστολέρο. Κάτι σαν περιφερόμενος μάρσαλ, χωρίς μόνιμη κατοικία ή μόνιμο τόπο εργασίας. Τους ξέρετε τους μάρσαλ, έτσι δεν είναι; Έχετε γραφείο του σερίφη».  Μόρφασε και έχασε το χαμόγελό του. «Στο οποίο πήγα, μεν, αλλά, δυστυχώς, ήταν άδειο».

Η κοπέλα συμφώνησε. «Το γραφείο υπάρχει. Αλλά αυτοί δεν είναι πια εδώ. Ούτε ο σερίφης, ούτε ο μάρσαλ. Ούτε οι βοηθοί τους. Δεν έχουμε αστυνομία».

«Πώς έτσι;»

Η κοπέλα έσκυψε και ψιθύρισε «Φταίει το Σπίτι, κύριε. Το Σπίτι των Sioux».

Πάλι αυτό το μέρος. Ο Κάρτερ κούνησε το κεφάλι του. Ένιωσε την Λία να ανασκουμπώνεται δίπλα του, αλλά δεν την κοίταξε. «Εννοείς, το μεγάλο σπίτι στην πέρα άκρη, μετά την εκκλησία;»

«Μάλιστα, κύριε. Αυτό».

«Και πώς φταίει;»

Δεν πρόλαβε να του απαντήσει, γιατί ο Κάβανα τους πλησίασε, με δύο πιάτα. «Ελπίζω να μη σας τάραξε η κόρη μου, κύριε Κάρτερ. Η Κέιτι έχει πάρει από τη μητέρα της όσον αφορά το μυαλουδάκι της». Άφησε τα πιάτα και έδειξε στην κοπέλα να πάει κάπου αλλού. Εκείνη έφυγε, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Ο Κάβανα χαμογέλασε. «Καλή σας όρεξη, κύριε Κάρτερ. Και σε σένα, αγαπητή μου Λία».

«Ευχαριστούμε».

Ο ιδιοκτήτης του σαλούν αναστέναξε. «Δεν ξέρω τι θα κάνω με τις κόρες μου. Ώρες-ώρες, με απογοητεύουν. Ξέρετε, και η άλλη σερβιτόρα είναι σπλάχνο μου. Ναι, βέβαια. Η Τζούλια. Έχει κι αυτή τα δικά της… θεματάκια».

«Δηλαδή;»

«Ε, ξέρετε. Όταν είναι στο μήνα της, την πιάνουν κάτι σπασμοί. Δεν μπορείς να της μιλήσεις. Κι απ’ την άλλη, είναι η Κέιτι, με τις υπερβολές και τα ψέματά της. Να δω ποιος θα τις παντρευτεί αυτές τις δύο».

«Κατάλαβα». Ο Κάρτερ δοκίμασε μια φέτα από το μπέικον. Και μετά την ομελέτα. Ήταν ζεστά και νόστιμα. Σε καμία περίπτωση, μπαγιάτικα. «Την έχει δει γιατρός; Την Τζούλια;»

«Μπα, πού να βρεθεί εδώ στην ερημιά;»

«Σωστά. Εδώ δεν έχετε αστυνομία, γιατρό θα είχατε;»

Ο Κάβανα χασκογέλασε. «Τι να την κάνουμε την αστυνομία; Είμαστε φιλήσυχοι πολίτες, κύριε Κάρτερ. Δεν έχουμε προβλήματα που να απαιτούν επιτήρηση από τον Νόμο».

Ο Κάρτερ κοίταξε τον Κάβανα. «Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω γι’ αυτό».

«Γιατί;»

«Όλες οι πόλεις έχουν προβλήματα με τον Νόμο. Επίσης, πού είναι η κυρία Ο’ Κόνορ; Η κυρία Βικτώρια Ο’ Κόνορ, η μητέρα της Λία;»

«Αυτό δεν το γνωρίζω, κύριε Κάρτερ. Μπορεί να έχει πάει κάποιο ταξίδι».

«Και δεν άφησε κάποιον να προσέχει το ράντζο της; Γιατί πήγα εκεί και…» Ο Κάρτερ σκέφτηκε πώς να συνεχίσει, αφού είχε δίπλα του την Λία. «Και υπήρχε πρόβλημα με τα ζώα. Σοβαρό πρόβλημα, αν με εννοείτε, κύριε Κάβανα».

Ο άλλος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω τι να σας πω επί τούτου».

«Άλλα μου είπαν οι συμπολίτες σας».

«Τι σας είπαν;»

«Ότι, αν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να μας βοηθήσει, τότε αυτός είστε εσείς».

Ο Κάβανα γύρισε αλλού, ψελλίζοντας κάτι μέσα από τα δόντια του.

«Είπατε κάτι;»

«Ναι, κύριε Κάρτερ. Αλλά θα προτιμούσα να μην σας το πω. Δεν θα ήθελα να πέσω στην υπόληψή σας ή στην υπόληψη της Λία».

Κι άλλο να πέσεις;

«Μπορείτε να μας βοηθήσετε, κύριε Κάβανα, ναι ή όχι;»

Ο Κάβανα έτριψε τη φαλάκρα του. «Ίσως. Ίσως. Αλλά δεν είμαι σίγουρος αν θα θέλετε να μάθετε όσα έχω να πω».

«Και οι δυο μας είμαστε εδώ για να βρούμε την κυρία Βικτώρια. Αυτές είναι οι εντολές που έχω. Οπότε μπορείτε να συνεχίσετε, κύριε Κάβανα».

Ο άλλος ρώτησε «Τι σας είπε η Κέιτι;»

«Ότι δεν έχετε αστυνομία. Και ότι φταίει το Σπίτι των Sioux γι’ αυτό».

«Πάλι καλά. Είστε τυχεροί που δεν σας αράδιασε τίποτα ψέματα». Σκούπισε με την ποδιά του το ιδρωμένο πρόσωπό του. «Η Silent Desert ήταν ανέκαθεν μια ήρεμη πόλη, κύριε Κάρτερ. Είχαμε την εκκλησία μας, τον πάστορά μας, την αστυνομία μας. Τα ζωάκια μας. Την οικογένειά μας. Ζούσαμε χωρίς να προκαλούμε προβλήματα ο ένας στον άλλο, κάναμε εκδηλώσεις με χορούς και τραγούδι από την πατρίδα, την Ιρλανδία μας. Δεν θέλαμε μπελάδες και δεν είχαμε». Έκανε μια ημικυκλική κίνηση με το δεξί του χέρι. «Όπου κι αν κοιτάξετε, πέρα από τα ράντζα μας, δεν υπάρχει τίποτα άλλο, από άμμο και φίδια και τσακάλια. Θάμνοι, κάκτοι. Αλλά όχι άνθρωποι. Όχι άλλες πόλεις, κομητείες και τα ρέστα. Τίποτα».

Ο Κάρτερ δεν μίλησε.

Ούτε η Λία.

«Όταν ήρθαν οι πρόγονοί μας, πριν από δύο αιώνες, ήθελαν νέες ευκαιρίες σε μια νέα γη. Όπως και οι περισσότεροι που αποίκησαν στην Αμερική. Απογοητεύτηκαν με τους Άγγλους και την καταπίεση που επέβαλλαν στην μητέρα πατρίδα. Φόρους. Φυλακίσεις. Αδικίες. Δεν άντεχαν άλλο. Είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνετε τι εννοώ. Έστω, έως ένα βαθμό. Οπότε έφυγαν. Ήρθαν εδώ, σε έναν έρημο τόπο και δημιούργησαν μια μικρή πόλη».

Καμιά αντίδραση.

Ο Κάβανα συνέχισε. «Ναι, είχαμε αστυνομία, κύριε Κάρτερ. Από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Αλλά ήταν αχρείαστη. Αφού ξεπεράσαμε τα προβλήματα με τους άγριους, δεν υπήρχε κανένας λόγος να έχουμε σερίφη ή μάρσαλ. Μόνο κάτι καβγάδες είχαμε, αλλά τους λύναμε αμέσως, πριν ξεφύγει το πράγμα».

Ο Κάρτερ ρώτησε «Όταν λέτε άγριους, εννοείτε τους Sioux;»

«Ναι, αυτούς. Τους ινδιάνους. Που ήθελαν δήθεν τη γη τους. Ας μπορούσαν να την κρατήσουν, αν την ήθελαν τόσο πολύ. Μόνο ένας φάνηκε λογικός και πρότεινε να φύγουν και ξέρετε τι τον έκαναν οι δικοί του; Τον πέταξαν στο Σπίτι. Έχασαν τον μοναδικό άγριο που είχε λίγο μυαλό. Και το πλήρωσαν. Παλέψαμε και κερδίσαμε τη γη που έλεγαν ότι τους ανήκει. Και μη μου πείτε πως είστε από αυτούς τους δήθεν υποστηρικτές των ινδιάνων, που κατηγορούν τους αποίκους, ενώ και οι ίδιοι ζουν στην ίδια κατακτημένη γη. Δεν έχετε αυτό το δικαίωμα, κύριε Κάρτερ. Το χάσατε όταν γίνατε πιόνι της κυβέρνησης».

Ο Κάρτερ δεν μίλησε.

Ούτε η Λία.

«Οι Sioux ήταν εδώ πριν από εμάς, αλλά όχι πια». Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα, ξεφυσώντας με δυσαρέσκεια. «Με εξαίρεση το αναθεματισμένο το Σπίτι που είχαν χτίσει. Το βρήκαμε εκεί που είναι και σήμερα. Δεν το έχουμε πειράξει. Δεν θα το τολμούσαμε. Θα έπρεπε να έχει υποστεί πολλαπλές φθορές, αλλά αυτό μοιάζει… Δεν ξέρω».

«Τι τρέχει με αυτό, τέλος πάντων;»

«Πιστεύετε στα φαντάσματα, κύριε Κάρτερ; Οπτασίες αδικοχαμένων που δεν μπόρεσαν να ταφούν όπως έπρεπε και αναγκάζονται να κυκλοφορούν μόνο τη νύχτα;»

«Όχι».

«Καλά κάνετε. Αυτό το Σπίτι δεν έχει φαντάσματα. Έχει δαίμονες. Ινδιάνικους δαίμονες. Ό,τι χειρότερο μπορείτε να φανταστείτε, κύριε Κάρτερ. Καταραμένα ζώα, που διψούν για αίμα και ανθρώπινες ψυχές. Είναι ένα σκοτεινό νεκροταφείο και από μέσα μοιάζει μικροσκοπικό, σαν σκηνή θεάτρου που την έχεις διαχωρίσει με κουρτίνες».

  Τι του είχε πει η Λία; Είναι τρομαχτικό. Η μαμά λέει πως δεν πρέπει ποτέ κανείς να μπει σε αυτό το σπίτι… Πολύ κλειστό.

«Έχετε μπει εκεί μέσα και έχετε δει κάτι τέτοιο, κύριε Κάβανα;»

«Ναι».

Ο Κάρτερ δεν μίλησε. Η αλήθεια ήταν πως δεν περίμενε τέτοια απάντηση.

«Μπήκα και είδα. Όχι πολύ μέσα και όχι για πολλή ώρα. Και, ευτυχώς, βγήκα πριν χαθώ για πάντα».

«Μάλιστα».

«Δεν με πιστεύετε, κύριε Κάρτερ;»

«Μου είναι λίγο δύσκολο, για να είμαι ειλικρινής».

Ο Κάβανα χαμογέλασε με θλίψη. «Με ρωτήσατε κάτι προηγουμένως. Αν ξέρω πού βρίσκεται η κυρία Ο’ Κόνορ».

«Όντως. Μπορώ, όμως, να υποθέσω τι θα μου πείτε, κύριε Κάβανα. Θα μου πείτε να τη γυρέψω στο Σπίτι των Sioux».

Ο Κάβανα κατένευσε. «Φοβάμαι πως αυτό ακριβώς θα σας πω».

Ο Κάρτερ ήπιε κι άλλο από το νερό του. Είδε πως και της Λία είχε αδειάσει το ποτήρι, οπότε γέμισε και αυτής. Έπειτα, στράφηκε προς τον Κάβανα. «Γιατί δεν υπάρχουν γάτες και σκυλιά; Γιατί τα ράντζα είναι κατ’ ουσίαν άδεια;» Δεν ήθελε να τον ρωτήσει μπροστά στην Λία, όμως δεν ήθελε να τη διώξει από κοντά του.

Ο Κάβανα κοίταξε ξανά αλλού. Προς τους άλλους πελάτες. «Αναγκαστήκαμε» ψέλλισε. «Δεν το θέλαμε. Τα χρειαζόμασταν αυτά τα ζώα».

«Αναγκαστήκατε να κάνετε τι;»

«Να τα δώσουμε στους δαίμονες. Να τα θυσιάσουμε. Το ξέραμε ότι δεν θα τους ήταν αρκετά, μα… Τι άλλο να κάναμε;»

«Μπορούσατε να βάλετε φωτιά στο Σπίτι. Ή να το αναλάβει η ντόπια αστυνομία, αν εσείς φοβόσασταν τόσο πολύ. Όσο υπήρχε αστυνομία, δηλαδή».

«Δεν το κάναμε». Ο Κάβανα έριξε το πρόσωπό του. «Ω Θεέ μου, ούτε να το φανταστώ δεν θέλω».

«Ποιο πράγμα;»

«Τι μπορεί να απέγινε η Βικτώρια. Πριν δυο μέρες το αποφάσισε. Πήγε μόνη της. Για το καλό της Silent Desert. Έτσι είπε. Ήξερε ότι δεν είχαμε άλλα αποθέματα από ζώα και οι δαίμονες δεν θα περίμεναν αιωνίως πότε θα τους ταΐζαμε. Την καημένη».

Ο Κάρτερ άκουσε την Λία, που έκλαιγε. Είδε που είχε κρύψει το πρόσωπό της στις χούφτες της. Γαμώτο. Την αγκάλιασε και εκείνη αφέθηκε. Το κορμί της συγκλονιζόταν από τα αναφιλητά. Ένιωθε να ζεσταίνεται πάρα πολύ, αλλά δεν άφησε την Λία.

«Τα ζώα… στο ράντζο των Ο’ Κόνορ;…» ρώτησε. «Αν τα δώσατε κι αυτά στο Σπίτι… γιατί τα βρήκα στο ράντζο;»

«Το Σπίτι ποτέ δεν κρατάει ό,τι του δίνουμε. Παίρνει αυτό που θέλει και μετά βρίσκουμε στο κατώφλι της μπροστινής πόρτας του τα υπολείμματα που άφησε. Άδεια σάρκινα σακιά, θα μπορούσατε να πείτε. Κάποια στιγμή, είχαν στοιβαχτεί πέντε ζώα. Με τόσο ζεστό καιρό, σαν αυτόν που έχουμε τώρα. Δεν γινόταν να τα αφήσουμε εκεί».

Η επόμενη ερώτηση ήταν κρίσιμη και ο Κάρτερ ευχήθηκε να μη χρειαζόταν να την κάνει. «Και τότε… τι γίνεται με την κυρία Ο’ Κόνορ; Τη βρήκατε όπως…;»

«Όχι. Όχι ακόμα». Ο Κάβανα ρούφηξε τη μύτη του. «Συνήθως, σε μερικές ώρες έχει ξεμπερδέψει με το θύμα. Αλλά μόνο αν δεν είναι άνθρωπος. Με τους ανθρώπους αργεί. Σαν…» Καθάρισε το λαιμό του. «Σαν να θέλει να το ευχαριστηθεί όσο το δυνατόν πιο πολύ».

Με τους ανθρώπους; αναρωτήθηκε ο Κάρτερ, αλλά δεν το σχολίασε. Γιατί η Λία είπε «Μαμά! Μαμά μου!» Προσπάθησε να φύγει από την αγκαλιά του Κάρτερ, αλλά αυτός τη συγκράτησε. Τον χτύπησε στο θώρακα με τις γροθιές της. «Άσε με. Άσε με. Θέλω τη μαμά μου».

«Ηρέμησε, καλή μου. Ηρέμησε. Θα τη βρω. Θα τη βρω και θα τη φέρω πίσω σε εσένα» της είπε. «Το υπόσχομαι».

«Κύριε Κάρτερ» πετάχτηκε ο Κάβανα. «Πραγματικά, δεν το θέλετε αυτό. Δεν θέλετε να μπείτε στο Σπίτι των Sioux».

Η Λία σήκωσε το κεφάλι της και ατένισε τον πιστολέρο. «Αλήθεια; Αλήθεια, θα τη βρεις;»

Ο Κάρτερ της χαμογέλασε και κατένευσε. «Ναι». Αγκάλιασε ξανά την Λία, για να μη δει το αγέλαστο βλέμμα του προς τον Κάβανα. «Θα τη βρω».

Επόμενο

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading