, ,

Στην πόλη της Λία Ο’ Κόνορ – 5

Προηγούμενο

Οι άλλοι πελάτες γύρισαν προς το μέρος του. Οι κόρες του Κάβανα τον κοίταξαν κι αυτές. Με εξαίρεση την Κέιτι -που γούρλωσε τα μάτια της- οι υπόλοιποι ήταν ανέκφραστοι, αλλά για τον Κάρτερ δεν είχε και μεγάλη σημασία του τι νόμιζαν. Αν νόμιζαν κάτι, δηλαδή. Για αυτόν, ήταν ξεκάθαρο ότι θα πήγαινε να βρει την Βικτώρια Ο’ Κόνορ, ακόμα και αν έπρεπε να γυρίσει όλη την Αμερική. Είχε ένα σήμα που τον προσδιόριζε ως μοναχικό πιστολέρο που ήταν στην υπηρεσία των πολιτών. Δεν νοιαζόταν για ό,τι κι αν πίστευαν οι Ρόρι Κάβανα αυτού του κόσμου. Μόνο έως ένα σημείο, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση το είχε έτσι κι αλλιώς υπ’ όψιν του. Η αποστολή είχε σημασία. Η Λία είχε σημασία. Η Βικτώρια Ο’ Κόνορ είχε σημασία.

Αφού πλήρωσε, βγήκε από το σαλούν μετά από δέκα λεπτά, ακολουθούμενος από το κορίτσι, τον Κάβανα και την Κέιτι. Έσαξε το καπέλο του και γύρεψε το Σπίτι των Sioux. Είδε πρώτα την εκκλησία. Πέρασαν δυο άνθρωποι απέξω απ’ αυτή και απομακρύνθηκαν με βιασύνη.

Ο ήλιος είχε πέσει προς τη δύση. Τα σύννεφα, όμως, σαν να είχαν αυξηθεί. Η ζέστη παρέμενε φλογερή.

Ο Κάρτερ είπε «Λία;»

«Ναι;»

«Θέλω να μείνεις με τη δεσποινίδα Κέιτι». Γύρισε προς τους άλλους. Είχε μαζευτεί κι άλλος κόσμος, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Ή τουλάχιστον αυτό φαινόταν, γιατί οι φάτσες τους δεν ήταν εντελώς αναγνωρίσιμες. «Θα είσαι κοντά της» συνέχισε. «Μέχρι να γυρίσω».

Η Λία, ίσως για πρώτη φορά από τη στιγμή που έμαθε για την μητέρα της και για την απόφαση του πιστολέρο, σκέφτηκε τι ακριβώς είχε σκοπό να κάνει ο φίλος της. Θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας της και του θείου Σον. Ένιωσε άσχημα που ο Κάρτερ θα αναλάμβανε να μπει στο τρομαχτικό Σπίτι των Sioux.

Πήγε να του πει κάτι, αλλά αυτός σήκωσε το χέρι του και τη σταμάτησε. «Θα γυρίσω. Μαζί με την μητέρα σου. Το υπόσχομαι».

Η Λία συμφώνησε και πήγε κοντά στην κόρη του Κάβανα.

«Δεσποινίς Κέιτι;» είπε ο Κάρτερ.

«Ναι;» έκανε η κοπέλα, με αμφιβολία, λόγω του πατέρα της.

«Θα έχεις το νου σου στην Λία, ναι;»

Η Κέιτι ίσιωσε το κορμί της. Αψήφησε τον πατέρα της, που την παρακολουθούσε με υπερβολική σοβαρότητα. «Ναι. Σίγουρα».

«Ωραία». Ο Κάρτερ έτριψε τα χέρια του. «Οπότε. Ας πηγαίνω κι εγώ. Θα σας δω αργότερα».

Καμία αντίδραση. Όλοι τον κοιτούσαν. Αλλά μόνο η Λία και η Κέιτι και ο Ταξιδιώτης και η Μικρή έδειχναν κάτι πολύ περισσότερο από το αόριστο τίποτα που έδειχναν οι άλλοι, με τα μισόκλειστα μάτια, το τσιγάρο που σιγόκαιγε στο στόμα τους και τα ριγμένα χέρια τους, που έμοιαζαν λες και ήταν σπασμένα.

Ο Κάρτερ κοίταξε με ένταση την Λία. Δεν ήθελε να την αφήσει. Εμπιστευόταν την Κέιτι, γιατί είχε δείξει ενδιαφέρον για αυτούς, αλλά όχι τους άλλους. Αναστέναξε, ενθυμούμενος που πριν δύο μήνες είχε ξεκινήσει το ταξίδι από το Jackson ως τη Silent Desert. Τότε που του ανατέθηκε η αποστολή να οδηγήσει τη δεσποινίδα Λία Ο’ Κόνορ, ετών δέκα, στην γενέτειρά της, την Silent Desert του δυτικού Texas. «Κάπου στην Chihuahuan Desert» του είχε πει ο δικαστής Γιόζεφ Τέρνερ, ένας γκριζομάλλης χοντρός τύπος με μουστάκι πιο παχύ και από λεπίδα κυνηγετικού μαχαιριού, που φορούσε σκούρο ακριβό κουστούμι, και έλεγξε αν είχε διαβάσει σωστά το όνομα, που του φαινόταν κάπως γελοίο. «Όπου κι αν είναι αυτή» σχολίασε.

«Μάλιστα» ήταν η απάντηση του Κάρτερ. Δεν ένιωθε πολύ άνετα, και δεν έφταιγε μόνο η φριχτή ζέστη που δεν περιοριζόταν ακόμα και αν είχαν φτιάξει κι άλλα παράθυρα, για να τα έχουν ανοιχτά το κατακαλόκαιρο.

Η νεαρά Ο’ Κόνορ είχε βρεθεί τόσο μακριά από την πατρίδα της μαζί με τον ηλικιωμένο θείο της, Σον Ο’ Κόνορ, ο οποίος, όταν τον ανέκριναν μετά από μια διαμάχη που είχε με κάτι ντόπιους, ανέφερε ότι είχαν φύγει με την ανιψιά του εσπευσμένα από την Silent Desert «για να μην μας πιάσουν και μας σκοτώσουν». «Ποιοι;» τον ρώτησε τότε ο σερίφης. Όταν άκουσε την ιστορία, γέλασε και ανήγγειλε απλώς ότι θα εξέταζε την περίπτωση κάποιος δικαστής. «Μέχρι τότε, θα σας φιλοξενήσουμε στο φτωχικό μας». Και τους έριξε σε ένα κελί.

Όταν ένας δικαστικός υπάλληλος έφερε μέσα στο αδιάφορο γραφείο του δικαστή το κορίτσι με τα κοκκινωπά, ατημέλητα μαλλιά και το γκρίζο φόρεμα, εκείνο ήταν κατατρομαγμένο και φοβόταν και ζητούσε να δει τον θείο της, τον οποίο «εμπιστεύτηκε η μαμά. Η μαμά μου είπε να είμαι μαζί με τον θείο Σον», μόνο και μόνο για να της πει ο Τέρνερ ότι «ο κύριος από δω θα κάνει κάτι καλύτερο, Λία. Θα σε πάει στην μαμά. Υπάρχει κάτι καλύτερο απ’ αυτό;» Το χαμόγελο που χάρισε ο ηλικιωμένος δικαστής στην Λία δεν άρεσε στον Κάρτερ. Του θύμιζε πιωμένο καουμπόι που φλερτάρει τη σερβιτόρα του μπαρ. Έδωσε το χέρι του στην μικρή και της συστήθηκε. Εκείνη φοβήθηκε από τον πανύψηλο άγνωστο άντρα, αλλά μόνο για μια στιγμή. Άπλωσε το δικό της, που ήταν κρύο και ιδρωμένο, τον κοίταξε με τα λυπημένα της μάτια και μετά ζήτησε ξανά να δει τον θείο της.

Ο Τέρνερ της απάντησε ξανά. «Λυπάμαι, Λία, αυτό δεν γίνεται. Ο θείος σου έχει συλληφθεί για βιαιοπραγία. Όμως, εσύ θα πας στη μαμά σου».

Ο Κάρτερ είδε τον άλλο να απλώνει το χέρι του να την καλμάρει. Αμέσως, έπιασε όσο πιο ήπια μπορούσε την Λία και την έφερε κοντά του. Ήταν μια ενστικτώδης κίνηση. Σαν να είχε ακούσει πυροβολισμό και έσπευδε να καλυφτεί. Χαμογέλασε στον δικαστικό υπάλληλο και στον Τέρνερ, λέγοντας «Μπορείτε να μου δώσετε τώρα το χαρτί της μικρής, κύριε δικαστά».

Τον είχαν εκπαιδεύσει ώστε να σέβεται τις Αρχές και να συνεργάζεται πρόθυμα με όλους όσους υπηρετούσαν τον νόμο και την ηθική, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, από τη στιγμή που του ανέθεσαν την Λία και την γνώρισε -έστω και λίγο-, είχε δει στη φάτσα του χοντρού δικαστή μια αδιόρατη απειλή για την μικρή. Και ένιωσε σχεδόν σαν να ήταν ο πατέρας του παιδιού και κάποιος πήγαινε να το βλάψει μπροστά στα μάτια του.

Σαν πατέρας; Ελπίζω όχι σαν τον δικό μου πατέρα, σκέφτηκε με πικρία. Ή, μάλλον, όχι σαν τον δικό μου πατριό.

«Ναι, ναι, σαφώς» είπε ο δικαστής.

«Ευχαριστώ».

Έφυγαν με την Λία λίγο μετά. Χάρηκε που πήρε την μικρή από κει μέσα. Επίσης, χάρηκε που εκείνη σχεδόν ξέχασε τα παράπονά της όταν είδε τον Ταξιδιώτη, που τους περίμενε στην είσοδο του κτιρίου. Η Λία έφυγε από το χέρι του Κάρτερ, πέρασε από τον κόσμο που μπαινόβγαινε βιαστικά στο μέγαρο και πλησίασε το άλογο με τη μαύρη χαίτη. Ο Ταξιδιώτης μύρισε τα μαλλιά της Λία και ήταν φανερό ότι του άρεσε που επιτέλους κάποιος του χάιδευε τη μουσούδα, τόσο πολύ που δεν καταδέχτηκε να ρίξει μια ματιά στον Κάρτερ. Σαν να του κρατούσε μούτρα που τον μάλωνε πότε-πότε.

Η Λία ρώτησε «Πώς το λένε, πώς το λένε;»

«Ταξιδιώτη» της απάντησε. «Απ’ ό,τι βλέπω, θα γίνετε καλά φιλαράκια. Έτσι δεν είναι, μεγάλε;»

Ο Ταξιδιώτης γύρισε αλλού τη μουσούδα του.

«Ταξιδιώτη» είπε η μικρή και το άλογο γύρισε προς αυτήν και χλιμίντρισε. «Μ’ αρέσει!»

Ο Κάρτερ άναψε τσιγάρο, βοήθησε την Λία να ανέβει στη σέλα και μετά ακολούθησε και εκείνος. Άφησαν το Jackson πολύ σύντομα, πριν καν μεσημεριάσει για τα καλά. Όταν είδαν το τραμ, ο Ταξιδιώτης αναστατώθηκε και έτρεξε μερικά μέτρα. Παραλίγο να χτυπήσουν μερικούς περαστικούς. Όσες φορές και να το έβλεπε -και είχαν ξαναδεί, και εκείνος και ο Κάρτερ, σε άλλες πόλεις-, πάντα θα τον φόβιζε. Αλλά εντάξει, ο Κάρτερ τον καταλάβαινε. Κι ο ίδιος εντυπωσιαζόταν. Ήταν ένα όχημα που προμήνυε το μέλλον. Η Λία, από τη μεριά της, είπε ότι δεν της αρέσει.

«Γιατί;» την ρώτησε ο Κάρτερ.

«Είναι πολύ κλειστό».

«Και;»

«Είναι σαν το Σπίτι των Sioux. Πολύ κλειστό». Η Λία ανατρίχιασε, ανασηκώνοντας τους ώμους της και φτύνοντας στο δρόμο.

Ο Κάρτερ δεν είχε αποκριθεί σε αυτό. Αλλά το συγκράτησε στο μυαλό του για αργότερα. Του είχε φανεί σημαντικό στοιχείο και θα ήθελε να το ξανασυζητήσουν. Αλλά πριν φτάσουν στην Silent Desert. Συν τοις άλλοις, θα έπρεπε να συζητάνε πού και πού. Αλλιώς το ταξίδι θα ήταν βαρετό. Όχι ότι ο ίδιος είχε πρόβλημα. Όταν διασχίζεις ολόκληρη τη χώρα, σε ένα ατέρμονο ταξίδι με προορισμό την κάθε πόλη και το κάθε χωριό που θα συναντήσεις, περνάς πάρα πολύ χρόνο με τον εαυτό σου. Και, εντάξει, πόσο να συζητήσεις με το άλογο που σε κουβαλάει στην πλάτη του; Πόσο να θέλει το ίδιο να συζητήσετε;

Στο ταξίδι τους, συνάντησαν καραβάνια και γελαδάρηδες με μαστίγια και γέρους χρυσοθήρες, που κατά βάση τους άφηναν στην ησυχία τους. Η Λία αποκτούσε όλο και περισσότερη άνεση στο να ιππεύει, ενώ, παρά το ότι πλησίαζαν στην πόλη της, δεν έδειχνε να είναι αναστατωμένη, αλλά μάλλον εκστασιασμένη. Έκανε συνέχεια ερωτήσεις στον Κάρτερ, ποιο είναι εκείνο το βουνό, γιατί ο κύριος έχει λίγα δόντια, τι είπαν εκείνη η κυρία με το παιδάκι και γελάς… Ένα μεσημέρι, πέρασαν πολύ κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή και είδαν την μακρόστενη, μαύρη αμαξοστοιχία που κάπνιζε κι αυτή, αν και πολύ περισσότερο από τον Κάρτερ. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Η Λία έκλεισε τα αυτιά της, μέχρι να τους αφήσει πολλά μίλια πίσω της η αμαξοστοιχία.

Συνέχισαν το δρόμο τους.

Μερικές φορές, στα δεκάξι χρόνια από τότε που τέλειωσε την Ακαδημία, ο Κάρτερ αναρωτιόταν για κάποια πράγματα. Το ίδιο είχε κάνει και το προηγούμενο βράδυ, λίγο πριν την Silent Desert, ενώ η Λία και τα άλογα κοιμόντουσαν. Είχε συλλογιστεί   πώς συνέβη και ένας άνθρωπος σαν τον Λίνκολν πίστευε σε έναν μύθο, και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε να ιδρύσει ολόκληρη υπηρεσία με βάση τις διαδόσεις γι’ αυτόν; Ο Λούκυ Λουκ δεν υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια. Μόνο στο μυαλό των ανθρώπων και στα λόγια που ψιθύριζε ο αέρας. Ήταν ένας θρύλος, ένα παραμύθι, από αυτά που λες στα παιδιά, για να κοιμηθούν –αλλά σε άλλα παιδιά, όχι στον κάποτε μικρό Μαξ Κάρτερ, γιατί αυτός δεν άκουσε ποτέ παραμύθι από τους θετούς γονείς του. Ή σαν τις υποτιθέμενες αλήθειες που έφερνε μαζί του στο κάρο του ένας μπαγαπόντης γυρολόγος. Ή σαν τους θρύλους των Ινδιάνων για διάφορα ζώα που υποτίθεται ότι είχαν θεϊκές δυνάμεις.

Ένας μοναχικός πιστολέρο που πυροβολεί πιο γρήγορα από τη σκιά του. Ακραίο. Ωραίο σαν ιδέα, αλλά όχι και να το πιστέψεις. Γιατί δεν υπήρχε άνθρωπος που να μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.

«Και να ’ταν μόνο αυτό;» έλεγε ο Κάρτερ στον εαυτό του, ενώ η φωτιά έκαιγε και τα κογιότ ούρλιαζαν. Το ότι περιμένουν στην Ακαδημία να καταφέρνουμε να πυροβολούμε κι εμείς τόσο γρήγορα, πού το πας; Όντως, οι εκπαιδευτές τους τους έλεγαν να αρπάζουν από τη λαβή το όπλο, παράλληλα να τραβούν τον κόκορα και την επόμενη στιγμή να ρίχνουν. Ένα-δύο-τρία. Χωρίς να σηκώσουν το πιστόλι ως το επίπεδο των ματιών τους και να στοχεύσουν. Λες και ήταν κάτι τόσο απλό, όσο το να ξύσεις το μάγουλό σου που σε ενοχλεί.

Τη σκέψη του είχε διακόψει η Λία, όταν μαζεύτηκε δίπλα του. Την είδε που είχε κολλήσει σε αυτόν, ενώ προσπαθούσε να σκεπαστεί καλύτερα με το πανωφόρι της, το οποίο ήδη κάλυπτε το σώμα της. Έκανε λίγη ψύχρα. Ο Κάρτερ έβγαλε το δικό του από τα πόδια του και σκέπασε την Λία με αυτό.

Ο Κάρτερ τα κατάφερνε. Μπορούσε να πυροβολήσει ταχύτερα από τους ληστές, τους κυνηγούς ή οποιονδήποτε άλλο κακούργο είχε συναντήσει. Στην αρχή, ήταν δύσκολο. Λόγω των ηθικών αναστολών του. Δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο να ρίξεις σε έναν άνθρωπο, ακόμα και αν δεν τον σκότωνες –και ο Κάρτερ, συνήθως, δεν σκότωνε. Έπρεπε να κάνεις συμβιβασμούς με τον εαυτό σου, για να προχωρήσεις. Κάτι που έπαιρνε χρόνο και ο εχθρός δεν θα σε περίμενε να αποφασίσεις. Οπότε ή θα δρούσες ή θα πήγαινες να συναντήσεις τον Δημιουργό, όπως έλεγαν και στην Ακαδημία.

Ο Κάρτερ είχε φτάσει δύο φορές κοντά στον θάνατο, γιατί δυσκολεύτηκε να δεχθεί τις συνέπειες των πράξεών του. Τη μία από αυτές, μάλιστα, παραλίγο να πεθάνουν και αθώοι. Ένα ζευγάρι που κάποιοι ήθελαν να το ληστέψουν και ο Κάρτερ έτυχε να είναι κοντά και να δει τι συμβαίνει. Είχε πλησιάσει και ζητήσει από τους άλλους να φύγουν, αλλά οι ληστές δεν τον άκουσαν και του έριξαν. Αυτός σάστισε για μερικές στιγμές, καθώς οι σφαίρες περνούσαν σφυρίζοντας από δίπλα του, αλλά, ευτυχώς, οι άλλοι δεν είχαν καλό σημάδι και μπόρεσε να τους τραυματίσει, για να φύγουν.

Δεν είναι χειρότερη η πρώτη φορά που θα ρίξεις σε άνθρωπο. Όποιοι το λένε κάνουν λάθος. Η δεύτερη είναι, γιατί ξέρεις τι θα γίνει. Η τρίτη είναι η αποφασιστική, καθώς τότε ξεκαθαρίζεις αν θα χρησιμοποιήσεις ποτέ ξανά ένα όπλο στην ζωή σου. Ο Κάρτερ είχε περάσει τις είκοσι φορές στους πρώτους δέκα μήνες από τότε που του έδωσαν το σήμα των πιστολέρο. Ο κόσμος ήταν γεμάτος με κακία και πίσω από κάθε βουνοπλαγιά ή στο επόμενο σοκάκι της πόλης μπορεί να βρεις τον μπελά σου. Ή θα ήσουν έτοιμος και αποφασισμένος για όλα ή θα σε έβρισκαν νεκρό, να σε τρώνε τα κοράκια.

Η περίπτωση, όμως, της συνοδείας περιέπλεκε τα πράγματα, σκεφτόταν ο Κάρτερ, ενώ η Λία, απ’ ό,τι φαινόταν, είχε ηρεμήσει από το κρύο. Είχε μεγάλη ευθύνη. Πολύ μεγάλη ευθύνη, αν συνυπολογίσει κανείς ότι επρόκειτο για παιδί. Αυτός είχε τα μάτια του δεκατέσσερα, ενώ ο παραμικρός ύποπτος θόρυβος τον ανάγκαζε να αγγίξει τη λαβή του ενός πιστολιού του, μέχρι να καταλάβει ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Έτσι και πάθαινε κάτι η Λία, ο Κάρτερ θα αυτοκτονούσε, ήταν σίγουρος. Είχε αναλάβει να την προστατέψει, να την πάει με ασφάλεια στην μητέρα της. Κι αυτό του έδινε ένα παραπάνω κίνητρο, για να τα καταφέρει. Γιατί πάντα ήθελε να γνωρίσει την πραγματική του οικογένεια. Όσους ζούσαν ακόμη, δηλαδή. Αλλά δεν ήξερε ούτε το όνομα των γονιών του, ενώ η εκκλησία και οι Κάρτερ δεν του είπαν ποτέ κάτι σχετικό, παριστάνοντας πως δεν ήξεραν και ότι απλά βρέθηκε στην πόρτα της εκκλησίας, τυλιγμένος σε κουβέρτες. Και εκείνοι, φυσικά, θα «έκαναν το καθήκον τους σαν καλοί χριστιανοί». Το ’χε παράπονο ο Μαξ Κάρτερ, να μάθει από πού καταγόταν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνόδευε κάποιον, αλλά τις προηγούμενες ήταν είτε καραβάνια, είτε γελάδια με τους ιδιοκτήτες τους, είτε κάποια μεταφορά κρατουμένων. Δύσκολες αποστολές, όμως όχι πολύ. Οι κακούργοι δεν ρίχνονταν εύκολα σε μαζικές μετακινήσεις ανθρώπων. Πολλές οι πιθανότητες να πέσουν πάνω σε περισσότερους από αυτούς ενόπλους. Το σκέφτονταν. Αντίθετα, αν έβλεπαν έναν ενήλικα και ένα παιδί και κανέναν άλλο, το πράγμα άλλαζε, γινόταν πιο ενδιαφέρον, κατά μία έννοια. Καλύτερα μερικά ψίχουλα, παρά να βρεθούν αντιμέτωποι με καμιά τριανταριά τουφέκια.

Όμως, δεν είχαν συναντήσει επίδοξους ληστές ή απαγωγείς, γεγονός για το οποίο ο Κάρτερ χαιρόταν πάρα πολύ. Δεν ήθελε να βρεθεί η Λία στη μέση ανταλλαγής πυρών, ούτε να δει τον άνθρωπο που ίσα που τον γνώριζε και τον συμπαθούσε να γίνεται ξαφνικά ένας άλλος τύπος, που τραυματίζει ανθρώπους. Στο μυαλό της, σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να χανόταν η εμπιστοσύνη της για τον Κάρτερ. Και μετά πώς θα συνέχιζαν;

Αλλά δεν είχε γίνει κάτι και, ακόμα και με εκείνη την οικογένεια, η Λία δεν ήταν μπροστά στην αναμέτρηση του Κάρτερ με τους Νότιους. Άκουσε τους πυροβολισμούς, αλλά οι ένοικοι φρόντισαν να την καθησυχάσουν. Ωστόσο, ο άντρας είπε αργότερα στον Κάρτερ ότι η Λία ρωτούσε συνέχεια γι’ αυτόν, πού ήταν και ότι ήθελε να είναι μαζί της και γιατί έφυγε. Συνεχείς ερωτήσεις. Ο πιστολέρο όφειλε να το παραδεχτεί, είχε συγκινηθεί. Κάτι που οδηγούσε ξανά στο ίδιο συμπέρασμα. Η Λία Ο’ Κόνορ έπρεπε να φτάσει σώα και ασφαλής στην Silent Desert και στην μητέρα της. Πάση θυσία.

Αλλά θα την αφήσω με αυτούς; αναρωτήθηκε τώρα.

Πρέπει. Για λίγο. Μόνο για λίγο. Πρέπει να βρω τη Βικτώρια. Και το μέρος που πάω ίσως είναι χειρότερο από αυτούς τους ανθρώπους.

  Αλλά…

Γύρισε από την άλλη και περπάτησε ως το Σπίτι των Sioux. Αγνόησε τα χλιμιντρίσματα του Ταξιδιώτη και της Μικρής, δίχως να πει κάτι. Αν έβλεπε τον παλιόφιλό του ή το πιο μικρόσωμο άτι, μπορεί να λιποψυχούσε. Και δεν έπρεπε.

Πέρασε έξω από σπίτια, αλλά τα προσπέρασε με αδιαφορία. Γύρισε μονάχα για την εκκλησία και μόνο για πολύ λίγο. Για να δει και να καταλάβει σε τι κατάσταση ήταν ο μοναδικός χριστιανικός ναός μιας πόλης Ιρλανδών, σε μια ακτίνα πολλών μιλίων. Δεν αισθάνθηκε κάτι άλλο, από λύπη, για την κατάντια της. Αλλά συγκράτησε στο μυαλό του τη σκέψη. Που είχε συνδυαστεί με άλλες, προγενέστερες σκέψεις που έκανε από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την αποστολή, στο δικαστικό μέγαρο του Jackson, στο Mississippi.

Παραδίπλα από την εκκλησία, ήταν το τοπικό νεκροταφείο. Γεμάτο ταφόπλακες και σκαμμένα σημεία. Κάλυπτε μια έκταση ενός χωραφιού. Ίσως ογδόντα πόδια μήκος. Ο Κάρτερ θυμήθηκε τι του είχε πει η Λία και γύρεψε τον τάφο του πατέρα της. Δεν πήρε πολλή ώρα. Βρήκε μια ταφόπλακα, περιτριγυρισμένη από ξεραμένα λουλούδια, στην οποία είχαν χαραχτεί τα εξής:

 

ΤΖΟΝ Ο’ ΚΟΝΟΡ

1860 – 1888

Σερίφης της Silent Desert

Αγαπημένος Σύζυγος

Πιστός στον Νόμο

 

Δεν τον ανέφερε ως πατέρα. Οπότε είχε πεθάνει πριν γεννήσει η Βικτώρια. Ο Κάρτερ αναρωτήθηκε για τις χρονολογίες και την υπηρεσία του Τζον. Από τα όσα του είχε πει ο Κάβανα, είχε συμπεράνει πως η αστυνομία σταμάτησε να λειτουργεί πιο παλιά από το ’75 με ’80, όταν μάλλον ανέλαβε δουλειά ο πατέρας της Λία. Όμως, η κατάσταση στο γραφείο του σερίφη συνηγορούσε στο ότι είχε εγκαταλειφθεί πιο μετά. Πιο κοντά στο 1888. Να είχε καταλάβει λάθος; Ή ο Κάβανα έλεγε (κι άλλα) ψέματα;

Επίσης, αριστερά και δεξιά του τάφου του Ο’ Κόνορ υπήρχαν τρεις άλλοι, οι δύο που, κάτω από το όνομα και την ημερομηνία, έλεγαν «Βοηθός Σερίφη» και ο τρίτος που έγραφε «Μάρσαλ». Όλοι νεκροί το 1888. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα του Κάρτερ ήταν πως είχαν πεθάνει και οι τέσσερις την ίδια μέρα, στην ίδια μάχη. Ή, αν είχε κρατήσει παραπάνω η αστυνομική τους επιχείρηση, μπορεί να σκοτώθηκαν διαφορετικές μέρες. Θα μπορούσε, βέβαια, να τους σκοτώσει κάποιος χωρίς μάχη, πχ με το να τους δηλητηριάσει τον καφέ ή το ουίσκι ή τη μπίρα. Τους φαντάστηκε να ξεκουράζονται στο γραφείο και να πέφτουν ξεροί ο ένας μετά τον άλλο. Το οποίο οδηγούσε σε άλλα ερωτήματα. Όπως το ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο. Ντόπιος; Ή καμιά ομάδα ληστών που λυμαινόταν την Chihuahuan Desert;

Αναστέναξε. Μόλις είχε καταγράψει άλλο ένα θέμα που χρειαζόταν διερεύνηση.

Πριν φύγει, ο Κάρτερ διερωτήθηκε αν θα έβρισκε ποτέ κάποιον τάφο που να ανήκε σε δικό του συγγενή. Ίσως στους πραγματικούς γονείς του. Θα προτιμούσε έστω να βρει πού θάφτηκαν. Θα του αρκούσε κι αυτό. Μια απάντηση. Κάτι για να μάθει περισσότερο τον εαυτό του, το είναι του. Την ύπαρξή του. Όσο περνούσαν τα χρόνια, όμως, και αυτός έτρεχε από δω κι από κει, τόσο ένιωθε ότι απομακρύνεται από αυτόν το στόχο του.

Και τώρα, είχε άλλη μια υποχρέωση να φέρει σε πέρας. Που ήταν πιο προσωπική απ’ όσο είχε φανταστεί στην αρχή. Ένα παιδί έπρεπε να γυρίσει στην μητέρα του. Προς το παρόν, δεν είχε τίποτα άλλο σημασία.

Ο Κάρτερ πήγε στο Σπίτι των Sioux.

Επόμενο

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: