Εκείνος είχε περάσει τα ογδόντα. Με την χάρη ενός κάποτε πολύ ωραίου άντρα και τ’ ανελέητα σημάδια του χρόνου πάνω του, καλοντυμένος, ξυρισμένος, με το καπελάκι του στα χέρια, ένας κύριος. Καθόταν στις καρέκλες της αναμονής του καταστήματος της κινητής τηλεφωνίας που μπήκα να πληρώσω λογαριασμό. Δίπλα του η γυναίκα του. Με το δροσερό λινό φόρεμά της, την βεντάλια της, τα παστέλ περιποιημένα νύχια της και το σετ παπούτσι τσάντα. Διακριτικό το μακιγιάζ της, και τα μαλλιά της κρεπαρισμένα, έως και δέκα πόντους συν, στο ύψος!
Εκείνος είχε σκύψει και κοιτούσε τις μύτες των παπουτσιών του, εκείνη έξαλλη, όσο αρμόζει το σαβουάρ βίβρ σε δημόσιους χώρους.
“Βρε χριστιανέ μου πια, δηλαδή, μυαλό δεν έχεις; Είναι δυνατόν να σου ζητάνε τα στοιχεία μου και να λες Νίτσα; Μα Νίτσα;! Πώς θα το αλλάξουμε αυτό τώρα, ε; Ποιος σε πήρε, η κομμώτρια και λες Νίτσα; Γράφει η ταυτότητά μου Νίτσα, ε; Πώς θα τα ξεμπερδέψω τώρα, μου λες; Ε;”
Εκείνος, κάτι μουρμούρησε, δεν μπορούσα ν’ ακούσω. Εντάξει, βλακεία είχε κάνει και πώς θα τα μπάλωνε!
Κι εκείνη, δωσ’ του και συνέχιζε…
Κι όλο έβγαζε ένα χαρτί απ’ την τσάντα της, φορούσε τα χρυσά γυαλάκια της κοιτούσε το χαρτί, τον κοιτούσε ξανά. Γύρισε να τον ξανακοιτάξει και μου φάνηκε πως όσο έξαλλη κι αν ήταν, μα τον Θεό, είχε μια τρυφεράδα το βλέμμα της. “Λοιπόν” του λέει αποφασιστικά. “Θα πάω απέναντι μπας και ξεμπερδέψω το κουβάρι που έφτιαξες. Βλέπεις την κοπέλα εκεί; Θα σε φωνάξει μόλις έρθει η σειρά μας, να πληρώσεις τους λογαριασμούς, εντάξει; Πρόσεξε, μην χάσεις την σειρά σου, ναι;” Κούνησε εκείνος το κεφάλι, “πήγαινε” της λέει “πρόσεξε τώρα που θα περνάς τον δρόμο!”
Χαμογέλασα, αγαπώ αυτά τα ζευγάρια μ’ αυτήν την τρυφεράδα που βγάζουν.
Δεν του απάντησε, σηκώθηκε και περπατώντας ζωηρά, βγήκε από το μαγαζί.
Εκείνος, άλλαξε θέση για να είναι πιο κοντά στο γκισέ κι ας ήταν σε σημείο που χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα. Δεν ρίσκαρε δεύτερη ανοησία, για τέτοια είμαστε τώρα…
Σε δύο λεπτά, μπήκε μια κοπέλα. Έψαξε με το βλέμμα, τον είδε, τον πλησίασε διστακτικά:
“Συγνώμη, είστε ο κύριος Πέτρος;” του λέει.
Ξαφνιάστηκε εκείνος, την κοίταξε καλά καλά:
“Ναι” της λέει, “εγώ είμαι”
“Μου είπε η κυρία Νίτσα η γυναίκα σας, εδώ που κάθεστε σας χτυπάει ο ήλιος, προσέξτε μην ζαλιστείτε”
Κοίταξα απέναντι στην άλλη πλευρά του δρόμου. Είχε την βεντάλια της αντήλιο και κοιτούσε εδώ μέσα, να σιγουρευτεί πως ο άνθρωπός της είναι ασφαλής…
Πλήρωσα τον λογαριασμό μου κι έφυγα.
Είναι απλές οι ευχές μας καμιά φορά.
Εκείνη τη μέρα ευχήθηκα ν’ ακούσω κι εγώ αυτό το “πρόσεχε” που είναι βαρύτερο απ’ όλα τα “σ αγαπώ” όλου του κόσμου.
3 απαντήσεις στο ““Πρόσεχε!””
Πολύ ωραίο Μάτα μου… Τρυφερό!! σε Ευχαριστώ!
Πολύ ωραίο Μάτα μου… Τρυφερό!! σε Ευχαριστώ!
<3