,

Ένα Κόκκινο Φόρεμα

Απλή ήταν η ζωή της. Απλή την ήθελε. Πάντα ένιωθε την ρουτίνα σαν ζεστή ζακέτα που σε τυλίγει ένα βράδυ με ψυχρούλα. Είχε παντρευτεί τον αγαπημένο της, είχαν μια όμορφη οικογένεια κι ο καθένας από το πόστο του πρόσφερε τα πάντα για να ταξιδεύει το καράβι τους. Σε ήρεμα νερά. Και μεγάλωναν τα παιδιά κι έτρεχαν όλη μέρα γι’ αυτά. Και τα βράδια, έσμιγαν με πάθος και με γλύκα.

Μια μέρα, μια απλή συνηθισμένη μέρα ήταν, όταν περνώντας από έναν δρόμο είδε σε μια βιτρίνα ένα κόκκινο φόρεμα. Ήταν τόσο όμορφο, τόσο ιδιαίτερο, τόσο κόκκινο. Κοντοστάθηκε, το χάζεψε, το φαντάστηκε πάνω της! Συνέχισε τον δρόμο της βιαστικά, χαζολόγησε κι άργησε, ο μικρός θα είχε κολλήσει το μουτράκι του στο τζάμι του Νηπιαγωγείου και θα την περίμενε.

Πήρε το παιδί, πήγαν στις κούνιες, να τον απασχολήσει έως ότου σχολάσουν και τα μεγαλύτερα παιδιά. Το κόκκινο φόρεμα ξεχάστηκε, να φάνε τα παιδιά, να πάνε για διάβασμα τα μεγαλύτερα, να βγουν ξανά για τις δραστηριότητες, να μαζευτούν, μπάνιο, ύπνος. Ώσπου ήρθε εκείνος κι έκατσαν να φάνε.

“Πώς ήταν η μέρα σου;” την ρώτησε.

“Τα συνηθισμένα” ήθελε να του πει, αλλά με μιας το κόκκινο φόρεμα ξεπήδησε στο μυαλό της. “Πέρασα από ένα μαγαζί κι είδα ένα φόρεμα καταπληκτικό! Πω πω, να το έβλεπες!”

“Σ’ αρέσει; Πάρ’ το, πόσο κάνει; Γιατί δεν το πήρες;”

Κοντοστάθηκε το μυαλό της. Ένα υπέροχο κατακόκκινο φόρεμα. Μπορούσε να το πάρει… Μα, πού να το φορέσει; Δεν βαριέσαι, σκέφτηκε… Καλύτερα στο μαγαζί παρά στην ντουλάπα αφόρετο. Οι κοινωνικές τους υποχρεώσεις δεν είχαν χώρο για κόκκινο φόρεμα.

Πέρασαν οι μέρες και το κόκκινο φόρεμα καταχωνιάστηκε σαν σκέψη. Μόνο που διαπίστωσε, πως δεν περνούσε πια από εκείνο τον δρόμο, κύκλο έκανε για να μην περάσει από ‘κει. Το κόκκινο φόρεμα έγινε σαράκι και τρύπωσε μέσα της. Κι όσο την μάγευε το κόκκινο, τόσο πιο άχρωμα της φαίνονταν όλα γύρω της. Σκλαβιά τα έβλεπε όλα ξαφνικά, πάλευε μέσα της: σοβαρέψου, θα έρθει ο καιρός που θα ξαναβάλεις ό,τι θέλεις, τα παιδιά δεν θα είναι πάντα μωρά.

Όχι, κανείς δεν κατάλαβε τίποτε. Συνέχιζε πιστός στρατιώτης την απλή, όμορφη ζωή της, όμορφη – μα λίγο θαμπή. Τα βράδια πριν ξαπλώσει περνούσε από τα δωμάτια των παιδιών. Τα σκέπαζε, τα μύριζε, τα φιλούσε.

“Ζωή μου” ψιθύριζε στο καθένα καθώς έσκυβε να τους χαδέψει τα μαλλιά… “ζωή μου, καρδιά μου, ανάσα μου”.

Και μετά έσμιγαν. Με πάθος με γλύκα και λίγο άχρωμα.

Μια μέρα, εκείνος άργησε να γυρίσει. Περίμενε στωικά, τον πήρε τηλέφωνο.

“Μόλις πάρκαρα” της λέει, “κοιμήθηκαν τα παιδιά;”

“Από ώρα, έλα, θα κρυώσει το φαγητό”

Την στιγμή που μπήκε, είχε γυρισμένη την πλάτη. Δεν τον είδε. Γύρισε να του δώσει ένα πεταχτό φιλί καθώς έστρωνε τραπέζι.

Ω Θεέ μου, τι κρατάει!

Ήταν εκείνο το κατακόκκινο φόρεμα, με την κρεμάστρα του, το νάιλον, το φόρεμα της στα χέρια του!

“Μα πώς; μα γιατί;” ψέλλισε ενώ χάιδευε το νάιλον.

“Επειδή σ’ αγαπώ. Επειδή το θέλεις. Επειδή το αξίζεις και γιατί θέλω να δω και πάλι το φως στα μάτια σου”.

Έκαναν έρωτα όπως ποτέ άλλοτε. Το φόρεμα ρίχτηκε στην πολυθρόνα και ξεχάστηκε μέχρι την επομένη το πρωί. Κι αφού έτρεξε τα παιδιά στο σχολείο, πέρασε από το σούπερ μάρκετ και γύρισε πίσω να αρχίσει τις δουλειές της, το είδε. Το έβγαλε από το νάιλον. Το χάιδεψε, ήταν απίστευτο ύφασμα. Το έβαλε πάνω της, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.

Κι εκείνη την στιγμή, αυτό το κόκκινο φόρεμα έπαψε να είναι σύμβολο της σκλαβιάς της.

Έγινε η κατακόκκινη σημαία της αγάπης τους.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: