Σήμερα άνοιξα τα μάτια μου από ένα πολύ ωραίο όνειρο, που φυσικά δε θυμάμαι. Γιατί τα ωραία όνειρα σχεδόν ποτέ δεν τα θυμάμαι, μόνο τους εφιάλτες. Τέλος πάντων. Θυμάμαι μόνο πως σε είδα. Και ξύπνησα χαμογελώντας. Δεν ξέρω γιατί βασικά, μιας που χαθήκαμε πολύ άδοξα, αλλά όποτε σε σκέφτομαι, χαμογελάω.
Στην αρχή, στην παρέα, κάναμε χαβαλέ αλλά ως εκεί. Μετά, στις διακοπές άρχισες να με πειράζεις πολύ. Κι ήρθε η μέρα που ξύπνησα κι βρισκόσουν πάνω από το πρόσωπό μου και χαμογελούσες. Πλάκα ήθελες να μου κάνεις, αλλά κάπου εκεί, έτσι τελείως στην πλάκα, εγώ σ’ ερωτεύτηκα.
Και πέρασαν οι μήνες, και κοιμηθήκαμε πολλά βράδια μαζί. Σε φιλοξένησα και στο σπίτι όταν έφυγες από το δικό σου. Εσύ στον καναπέ κι εγώ στρωματσάδα για να σου κάνω παρέα και να μη νιώθεις άβολα σε «ξένο σπίτι». Κι ένα από αυτά τα βράδια βαριόσουν κι ήθελες να δούμε ταινία. Κι αράξαμε παρέα, χαζέψαμε στην τηλεόραση, μέχρι που πετύχαμε εκείνη την ταινία. Χαζογελάσαμε κάμποσο κι αποκοιμηθήκαμε σχεδόν αγκαλιά. Το πρωί ξύπνησα μ’ εσένα κολλημένο πάνω μου και, ομολογουμένως, μου άρεσε. Ξύπνησες, το ‘παιξα κοιμισμένη για να κόψω αντιδράσεις. Επεξεργάστηκες με τα χέρια σου πολλά σημεία του σώματός μου, δειλά-δειλά για να δεις μέχρι πού σε παίρνει. Μόλις έκανα πως ξυπνάω, μαζεύτηκες. Δε μιλήσαμε γι αυτό.
Το επόμενο βράδυ, πρότεινες ταινία. Ήξερα. Και δέχτηκα. Χαζογελάσαμε ξανά και κάπου ανάμεσα σε γέλια και πειράγματα, τα δειλά σου αγγίγματα έγιναν πιο γενναία. Δείλιασα για μια στιγμή, κι ενοχικά μαζεύτηκα. Κάθε αναστολή μου, όμως, χάθηκε στο πρώτο σου φιλί κι η συνέχεια αναμενόμενη. Αφέθηκα.
Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε μ’ ένα αμοιβαίο βλέμμα του «τι κάναμε;» μα δεν είπαμε ούτε λέξη. Έφτιαξα δυο κούπες καφέ και συνεχίσαμε την ημέρα μας κανονικά. Γύρισες το βράδυ με κρέπες και γαλλική ταινία. Αφού γουρουνιάσαμε, αφού ανταλλάξαμε κάμποσα φιλιά, πατήσαμε το play στο φιλμάκι μα δεν είδαμε ούτε σκηνή. Χωθήκαμε στα παπλώματα και γίναμε ένα γλυκό κουβάρι. Μπλέξαμε πόθους, επιθυμίες, ενοχές, απωθημένα.
Κι έτσι κυλούσαν τα βράδια μας για καιρό. Ήταν η πρώτη φορά που σ’ έβλεπα χαμογελαστό, αισιόδοξο, χαρούμενο. Που δεν πνιγόσουν με τα προβλήματά σου, που δε βυθιζόσουν στη μιζέρια της καθημερινότητάς σου. Σου έμαθα να μαγειρεύεις το αγαπημένο σου φαγητό, σου έκανα εντατικά μαθήματα αγγλικών μιας που δεν ήξερες γρι, γελούσαμε πολύ.
Ήταν το μικρό, παράνομο μυστικό μας. Την ημέρα νιώθαμε ενοχές για όλο αυτό που δημιουργήσαμε, μα οι νύχτες, στο πέρασμά τους, έσβηναν κάθε ίχνος ντροπής. Γέμιζαν απόλαυση κι ηδονή μια μικρή φωλίτσα για δύο. Έφτασε η μέρα που θα έφευγες από το σπίτι και δεν ήθελα. Σ’ έβλεπα όμως στην παρέα. Εκεί ήμασταν όπως μας είχαν συνηθίσει. Φιλαράκια. Με τυπικά πειράγματα και σπόντες. Αλλά εμείς ξέραμε. Ξέραμε πως τα λόγια έχουν γίνει πια πράξεις. Πως κάθε πείραγμα είχε πάρει μορφή για κάποια φεγγάρια, κάθε μύχια σκέψη είχε υλοποιηθεί στα τσαλακωμένα σεντόνια. Όμως άχνα δε βγάζαμε. Ήταν κι εκείνη. Που δεν ήξερε. Δεν έφταιγε. Και με χαιρετούσε με το γλυκό της χαμόγελο κάθε φορά κι εγώ ήθελα να της μαρτυρήσω τα πάντα. Μα σιωπούσα.
Κι ύστερα έγιναν διάφορα κι έφυγες από την παρέα. Όμως μ’ εμένα κράτησες επαφή. Πιο αραιή, μα υπήρχε. Εκείνο το βράδυ που βολτάραμε με το αυτοκίνητο, αξέχαστο μου έμεινε. Κάθε στιγμή μας, δηλαδή. Γιατί ήταν γεμάτη πάθος και γέλιο. Και τι χρειάζεται ένας άνθρωπος; Υγεία, καύλα και χαμόγελο. Και τα είχα όλα. Σε μικρές δόσεις, μα ήταν τόσο έντονα όλα που μου αρκούσαν. Λίγες τζούρες από τη μυρωδιά σου, μερικά φιλιά και κάποιες αγκαλιές, με γέμιζαν ευτυχία.
Κι ύστερα χαθήκαμε. Πολλά μεσολάβησαν αλλά δεν αφορούσαν εμάς. Έστειλες στις γιορτές για τα τυπικά και για φινάλε πέταξες κι ένα «σ’ αγαπώ», έτσι για να υπάρχει. Και μετά τίποτα. Αφεθήκαμε πάλι στην καθημερινότητα μας.
Όμως σήμερα ξύπνησα μ’ αυτό το χαμόγελο που είχα εκείνα τα βράδια. Ύστερα θυμήθηκα, νοστάλγησα, πεθύμησα. Εσένα. Τα αχόρταγα βράδια μας. Την παρανομία μας. Τις ενοχές μας. Όλα. Αν με ρωτάς, θα το ξαναζούσα. Δεν είσαι κανένας μεγάλος έρωτας που με ρήμαξε και δεν μπόρεσα να ξεπεράσω και τα σχετικά. Όχι. Ούτε που δάκρυσα για σενα. Μόνο χαμογέλασα. Ένας μεγάλος πόθος, ξαφνικός, αναπάντεχος κι απολαυστικός όσο τίποτα ήσουν. Κι όλη αυτή η ένταση μου λείπει.
Θα γυρνούσα σ’ εκείνη την περίοδο της ζωής μου μόνο κι μόνο για να γευτώ, έστω για λίγο, ξανά τα φιλιά σου. Για να ζήσω τον μικρό, κρυφό μου έρωτα.Έτσι, για λίγο…
2 απαντήσεις στο “Κρυφά Μονοπάτια”
Γλυκός, άδικος έρωτας
Τι μου θύμισες… Πολύ πολύ ωραίο…και πολύ αληθινό…